Της Ιωάννας Μπατσή.
Το Ollantaytambo είναι ένας από τους πιο όμορφους αρχαιολογικούς τόπους στο Περού. Αυτό το τελευταίο χωριό της Ιερής Κοιλάδας βρίσκεται σε υψόμετρο 2800μ και περιτριγυρίζεται από θεώρατα βουνά, τιτάνια φύση και κοιλάδες γεμάτες πατάτες και κινόα. Χτισμένο πάνω σε 600 εκτάρια γης, φιλοξενεί θρησκευτικά, αστρονομικά, διοικητικά και αστικά συγκροτήματα με περιοχές αφιερωμένες σε δραστηριότητες σχετικές με την καλλιέργεια και την κτηνοτροφία. Η ορεινή διαμόρφωση του αναγλύφου και η ακραία θέση του ήλιου κατά μήκος του ορίζοντα προκαλούν μια διαδοχή εκπληκτικά φωτεινών φαινομένων στον περιβάλλοντα χώρο.
Το Ollantaytambo είναι σαν ζωντανή πόλη των Ίνκας, κατοικημένη από τον 13ο αιώνα. Κάποια σημεία διατηρούνται, θα έλεγε κανείς, εντελώς αναλλείωτα στο πέρασμα των αιώνων. Φτάσαμε με ιδιωτικό επιβατικό φορτηγάκι, στριμωγμένοι με ντόπιους χωρικούς και μακρινούς ταξιδιώτες, ο ένας πάνω στον άλλο, από το Cusco μέχρι την κεντρική πλατεία του χωριού, την Plaza de Armas. Εκεί, στην αποβίβαση, είναι το μοναδικό σημείο όπου επιτρέπονται τα αυτοκίνητα. Η πλατεία, με το αποικιακό της άρωμα δεν σε υποψιάζει για τον αληθινό χαρακτήρα του χωριού. Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε έναν στενό ανηφορικό δρόμο του βορειοανατολικού κομματιού, έναν δρόμο μακρύ, με χαμηλά πετρόκτιστα σπίτια που ομορφαίνει μες στο δειλινό όταν νιώσεις τη βαθειά ιστορία που γεμμίζει κάθε σχισμή της κοιλάδας των Ίνκας. Είναι η κατασκευή των τοίχων με την αλάνθαστη δεξιότητα των προγόνων, οι μυστηριώδεις μέθοδοι κοπής τεραστίων διαστάσεων πέτρας και ο τρόπος που δένουν χωρίς ασβεστοκονίαμα, τα σπιτάκια με τις μεσαυλές, οι κρυφές πτυχές τις κάθε γειτονιάς που σε προκαλούν να ανακαλύψεις αυτό που κρύβουν οι προσόψεις.
Οι κάτοικοι, όπως όλοι οι ιθαγενείς των Άνδεων ζουν ακόμη τηρώντας τι βασικές αξίες του αρχαίου τους πολιτισμού. Ασχολούνται κατά βάση με την χειροτεχνία και τον τουρισμό. Κυκλοφορούν ντυμένοι με παραδοσιακές, μάλλινες, πολύχρωμες φορεσιές, τις λεγόμενες «ruana» ή πόντσο και ψάθινα καπέλα. Οι άνδρες φορούν πλεκτούς μυτερούς σκούφους που καλύπτουν τα αυτιά. Οι γυναίκες, με τις μακριές, κατάμαυρες πλεξούδες τους, κουβαλούν τα μωρά ή την πραγμάτεια μέσα στο p’ullu, ένα «μάρσιπο» από πολύχρωμη κουβέρτα που ρίχνουν από τους ώμους μέχρι την πλάτη. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους με τις έντονες γεωμετρικές γραμμές μαρτυρούν την αμερινδική καταβολή τους. Στο νότιο τμήμα, ακριβώς μπροστά από τα μνημεία δεσπόζει με ζωντάνια και ένταση η αχανής, υπαίθρια αγορά. Οι πωλητές απλώνουν κατάχαμα την ποικιλόμορφη χειροποίητη πραγμάτεια τους: υφαντά, μάλλινα από άλπακα, κεραμεικά, τσάντες και ασημένια κοσμήματα.
Το Ollantaytambo, τοιχογραφία μιας εποχής, ενός λαού, μιας συγκλονιστικής συλλογικής εμπειρίας, είναι από τους αγαπημένους μας σταθμούς στο Περού. Μείναμε με τον σύντροφό μου σε έναν παραδοσιακό πετρόκτιστο ξενώνα. Κάθε δωμάτιο είχε κρεβάτια κατασκευασμένα από τον ιδιοκτήτη με τοπική ξυλεία. Η συγκομιδή ήταν από τα ορεινά χωράφια που άνηκαν στην οικογένεια του Roberto, του ιδιοκτήτη. Οι πολύχρωμες κουβέρτες είναι όλες χειροποίητες και οι τοίχοι διακοσμημένοι με υφαντά πορτρέτα των Ίνκας.
Εκείνο το πρώτο πρωί της άφιξής μας, κρατούσα μια μεγάλη κούπα που άφηνε να αναδυθεί εκείνη η ευλογημένη γλυκόπικρη ευωδία του μάτε ντε κόκα. « Σορότσε» στα Ισπανικά είναι η ασθένεια του υψόμετρου που χαρακτηρίζεται από συμπτώματα όπως πονοκέφαλος, ταχυπαλμίες και ναυτία. Στις Άνδεις αυτό είναι κάτι σύνηθες και γι αυτό οι ντόπιοι μασούν φύλλα κόκας ή πίνουν τα φύλλα σε μορφή ροφήματος που λέγεται μάτε ντε κόκα για να ξεπεράσουν τα συμπτώματα, κάτι το οποίο έχει αποδειχθεί πολύ αποτελεσματικό. Ο Roberto, θα μπορούσε να είναι ένας πολύ καλός μας φίλος. Ενώ έκοβε φέτες ψωμί και τηγάνιζε αυγά για το πρωινό μας, άκουγα τις βαριές σταγόνες της βροχής να δυναμώνουν, καθώς έπεφταν πάνω στη σκεπή. Ήθελα να τον ρωτήσω για την τέχνη του, για τους μύθους του Ollantaytambo, για τη ζωή στο χωριό, για το αν έχει ταξιδέψει, αλλά το μόνο που τα ταπεινά μου Ισπανικά μου επέτρεψαν ήταν περιοριστικό. «Λυπάμαι που δε μιλάω καλά Ισπανικά για να συζητήσουμε, γιατί ξέρω ότι έχεις πολλές ιστορίες να διηγηθείς.»
Ο Roberto μας κοίταξε με τα μισόκλειστα, αλλά πονηρά του μάτια και απάντησε με απέραντη ηρεμία: «Ollantaytambo σημαίνει μέρος αναψυχής στη γλώσσα των Ίνκας. Δε χρειάζεται να μιλήσουμε. Άκου τη φωνή της φύσης. Αυτή είναι η μαγεία του μέρους.» Το Ollantaytambo ήταν πράγματι σταθμός ξεκούρασης των ταξιδιωτών που ξεκινούσαν από όλο το Περού με προορισμό το Machu Picchu και σταματούσαν να ξαποστάσουν στο χωριό Ollanta.
Αυτή η μοναδική στον κόσμο τοποθεσία ενέπνευσε πολλές φανταστικές εικόνες της Μυθολογίας των Ίνκας. Προσέλκυσε επίσης το ενδιαφέρον των ιερέων και αστρονόμων που ήθελαν να εγκαταστήσουν εκεί τον θρόνο της μυθικής καταγωγής των κυβερνητών τους. Διάλεξαν την Ιερή Κοιλάδα για να διαφυλάξουν τη γνώση που θα πραγματοποιούσε την εναρμόνιση της ζωής με το σύμπαν για όλους τους ανθρώπους, υπό τον προστατευτικό μανδύα των Γιων του Ήλιου. Για να επιτύχουν την πρόταση αυτή, ήταν αναγκαίο γι αυτούς να συντονίσουν τις δραστηριότητες του ανθρώπου με τους ρυθμούς της γήινης και ουράνιας φύσης, ρυθμοί των οποίων τα διαστήματα μεταφράζονται ως «χρόνος», η συνείδηση του οποίου ταυτίστηκε με τον ήρωα γνωστό ως Wiracocha ή Tunupa.
Το Ollantaytambo φιλοξενεί μια αναπαράσταση του Wiracocha, απολιθωμένη στον χρόνο. Αντίκρυ στα αρχαία ερείπια των Ίνκας βρίσκεται ένα πέτρινο πρόσωπο 140 μέτρων. Η σκυθρωπή έκφραση του προσώπου του είναι φτιαγμένη από οδοντώσεις που σχηματίζουν τα μάτια και το στόμα, ενώ μια πέτρινη, σκαλιστή προεξοχή σχεδιάζει τη γαμψή του μύτη. Τα αρχαία ερείπια που είναι χτισμένα στην κορυφή της κεφαλής του αναπαριστούν μια κορώνα με 4 γωνίες. Η επιβλητικότητα της φιγούρας συμπληρώνεται από μια πυκνή γενιάδα και ένα βαρύ σακίδιο στους ώμους. Το γλυπτό αυτό, σμιλεμένο από τον άνθρωπο και τον χρόνο ρεμβάζει από την υπερυψωμένη του θέση την άβυσσο της Ιερής Κοιλάδας. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Wiracocha στέλνει δύο από τα παιδιά του στη γη, τον Manco Capac και την Mama Ocllo, οπλισμένους με ένα χρυσό ραβδί. Το ραβδί καρφώνεται στο Cusco, που γίνεται η πρωτεύουσα των Ίνκας και σημαίνει στη γλώσσα τους « ο ομφαλός της γης».
Το ίδιο βράδυ, σκαρφαλωμένοι στην ταράτσα του σπιτιού, απολαύσαμε με τον αχώριστο συνοδοιπόρο μου την απόλυτη σιγαλιά και τον κεντημένο με αστέρια ουρανό. Στον απέναντι λόφο, σαν να ύφαινε το ουράνιο δίχτυ, αχνοφενόταν το ες αει ξάγρυπνο ύφος του πέτρινου προστάτη του χωριού.