της Βαρβάρας Ρούσσου
Με διαφορά δυο ημερών δημοσιεύτηκαν δυο κείμενα που περιλαμβάνουν και σχολιάζουν την βιβλιοπαραγωγή σχεδόν 15 ετών (2009-2022). Πρόκειται για το «Η βιβλιοπαραγωγή στην Ελλάδα (2009-2022): Ποια βιβλία εκδόθηκαν, πώς και από ποιον – Μια χρήσιμη “χαρτογράφηση”» του Διονύση Μαρίνου στο Book press i που αντλεί από τα στοιχεία του οσδελ και το κείμενο του Γιάννη Μπασκόζου στον αναγνώστη/oanagnostis που πέρα από τον οσδελ αναφέρεται, όπως σημειώνει, και στο βιβλίο του Παναγιώτη Κάππου, Το οικοσύστημα της εκδοτικής βιομηχανίας βιβλίου στον 21ο αιώνα, εκδ. Ι.Σιδέρης (2023).
Προσθέτω κι εγώ εδώ κάποιες παρατηρήσεις και σύντομους προβληματισμούς για την ποίηση:
Από τον πίνακα απουσιάζουν οι εκδόσεις θράκα που στο διάστημα 2020-22 έχει εκδώσει 31 ποιητικά βιβλία νέων και πολύ νέων ποιητριών και ποιητών. Το Μελάνι με μια πρώτη ματιά στις σημειώσεις μου έχει εκδώσει μεταξύ 2020-22 35 συλλογές. Ο εκδοτικός οίκος Πόλις επίσης στο ίδιο διάστημα συμμετέχει με 14 συλλογές.
Κάνοντας τις δέουσες αφαιρέσεις παρατηρώ ότι το βακχικόν εξέδωσε μεταξύ 2009-2019 185 συλλογές κατά τι λιγότερες από όσες εξέδωσε την τριετία 2020-2022 173 συνυπολογίζοντας την εγκλειστική συνθήκη της πανδημίας το 2020. Αντίθετα οι Ιωλκός και Οδός Πανός μείωσαν την παραγωγή τους στην τριετία 2020-22 με 70 και 84 συλλογές αντίστοιχα.
Υποθέτει κάποιος με δεδομένη την πτώση της κίνησης το πρώτο έτος πανδημίας 2020 ότι σε αυτούς τους εκδοτικούς αντιστοιχούν περί τα 20 ποιητικά βιβλία το χρόνο στην Ιωλκό, λίγο περισσότερα στο Οδός Πανός και περί τα 55 ετησίως στο βακχικόν (4-5 ανά μήνα αλλά εάν υπολογίσουμε τη θερινή ραστώνη ο αριθμός αυξάνει στους λοιπούς μήνες).
Έχοντας ακόμη και μια γενική εικόνα για την εκδοτική κίνηση της ποίησης παρακολουθούμε την συνεχιζόμενη ειδίκευση ορισμένων εκδοτικών σε συγκεκριμένα είδη, εν προκειμένω στην ποίηση. Αξίζει μια συγκριτική μελέτη της αναλογίας πεζών και ποιητικών εκδόσεων για ορισμένους εκδοτικούς όπως η θράκα, το ενύπνιο, το Μελάνι, το βακχικόν, η Ιωλκός κ.ά.
Αν σκεφτούμε ότι το Μελάνι ανήκει στους διακριτούς εκδότες και εδώ και πολλά χρόνια συνεχίζει να εστιάζει στην έκδοση ποίησης και αν παρατηρήσουμε την απόσυρση κάποιων άλλων εκδοτικών με «βαριά» ονόματα και την παράλληλη ανάδυση μικρότερων άλλων (ενύπνιο, θράκα, σαιξπηρικόν, πανοπτικόν, θίνες) που σχεδόν ειδικεύονται προωθώντας μάλιστα νεότατες/ους το στοιχείο αυτό σημαίνει μια μετατόπιση του κέντρου βάρους. Η θράκα π.χ. με τον ετήσιο διαγωνισμό ανέκδοτης ποιητικής συλλογής και την έκδοση της βραβευμένης έφερε στην επιφάνεια πολύ νέες ποιήτριες όπως η Τώνια Τζιρίτα-Ζαχαράτου, η 3ε, η Ελένη Αθανασίου κ.ά. άλλο παράδειγμα: ο πολύ διακριτικός οίκος θίνες εξέδωσε τη δεύτερη και τρίτη συλλογή του Δημήτρη Γκιούλου που βρήκε ιδιαίτερη ανταπόκριση στο αναγνωστικό κοινό.
Η μετακύλιση αυτή σημαίνει μια ακόμη «εξειδίκευση» αλλά και μια τάση κάποιων εκδοτών να δίνουν έδαφος σε διαφορετικές ποιητικές φωνές, συνήθως νέων, επιχειρώντας να λειτουργήσουν ως εναλλακτική επιλογή.
Στην παραπάνω βάση θεωρούμε ότι οι αριθμοί για τη λογοτεχνική παραγωγή επιβεβαιώνουν όσα φανταζόμαστε και ειδικά αναφορικά με την ποίηση ολοκληρώνεται η εικόνα που σχηματίζει ο σταθερός αναγνώστης της με μια βόλτα στα βιβλιοπωλεία. Στις προθήκες τους και στους πάγκους απαντούν κυρίως τα βιβλία των καταξιωμένων ποιητριών/ών και εκείνα των μεγαλύτερων εκδοτικών οίκων ή από τους μικρότερους και τις/τους νεότερες/ους ποιήτριες/ές προτείνονται λίγες/οι και κάθε φορά της πιο πρόσφατης παραγωγής. Το αναγνωστικό κοινό της ποίησης, πάντα περιορισμένο, συχνά οφείλει να παρακολουθεί μέσω βιβλιονετ την εκδοτική κίνηση, μέσω κριτικών στα έντυπα και κυρίως ηλεκτρονικά περιοδικά και βέβαια μέσω των κοινωνικών δικτύων. Η μεγάλη εικόνα των 1108 ποιητικών βιβλίων του 2022 φαντάζει ακόμη και για τους πολύ εξειδικευμένους μελετητές ημιτελές παζλ. Υπολογίζω ότι διαβάζω το χρόνο γύρω στις 600 συλλογές οπότε μου λείπουν οι μισές ψηφίδες. Το φάσμα της χαμένης συνάντησης με εκείνες/ους τους δημιουργούς που θα μπορούσαν να βρίσκονται στους φερέλπιδες νεότερους υπάρχει κάθε φορά που ανανεώνω την προσωπικό μου ετήσιο κατάλογο.
Αλλά τι συμβαίνει με τις/τους υπόλοιπες/ους αναγνώστριες/ες; Εκπρόσωπος του μέσου αναγνωστικού κοινού υποθέτω ότι θα διαβάζει περίπου 20-30 και οι πιο φανατικές/οί για ποίηση ίσως αγγίζουν τα 100 βιβλία.
Τότε τι συμβαίνει με τα υπόλοιπα 1000 και πλέον ποιητικά βιβλία; Ποια μένουν αδιάβαστα ή ελάχιστα διαβασμένα; Και εδώ θα είχε ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε την εμπορική κίνηση των ποιητικών συλλογών που παρέχουν την σαφέστερη εικόνα για το ποια ποίηση διαβάζεται από όποια άτομα διαβάζεται και ποια βιβλία μένουν στο ράφι, πολτοποιούνται ή αγοράζονται από τα ίδια τα άτομα που τα συνέγραψαν για να μοιραστούν σε φίλους και γνωστούς.
Στο ερώτημα γιατί εκδίδονται τόσα ποιητικά βιβλία ετησίως εφόσον η ποίηση απευθύνεται σε περιορισμένο κοινό και ο νόμος προσφοράς-ζήτησης καταλύεται η απάντηση φαίνεται αρχικά απλή και εμπίπτει ξανά σε όρους οικονομίας, τουλάχιστον από την πλευρά των εκδοτικών οίκων. Η συνεισφορά των δημιουργών στην έκδοση αποτελεί ισχυρό κίνητρο επιβίωσης για ορισμένους εκδότες. Από την πλευρά των ποιητριών/ών ποιο κίνητρο ωθεί σε αυτοεκδόσεις (οι οποίες όπως επισημαίνει ο Διονύσης Μαρίνος κατέχουν υψηλό ποσοστό στον εκδοτικό χώρο) ή σε εκδόσεις με οικονομική συνεισφορά; Νομίζω δεν είναι απλή η απάντηση στο ερώτημα.
Παρακολουθώντας τον πίνακα αυτόν κάθε ερώτημα παράγει ένα άλλο που οδηγεί σε ένα σύνθετο πολιτισμικό τοπίο ή πεδίο. Κι εδώ ίσως αξίζει να επανεξετάσουμε τα παραπάνω και με όρους πεδίου όπως το έθεσε ο Bourdieu.