του Αντώνη Καρτσάκη
Το χάικου διαρκεί όσο μια ανάσα. Είναι μια ποιητική φόρμα που περιλαμβάνει τη συντομότερη μορφή ποιήματος παγκοσμίως. Ένα ποίημα χάικου αποτελείται συνολικά από δεκαεπτά συλλαβές, διαταγμένες σε τρεις στίχους, κατά το σχήμα 5-7-5. Οι ρίζες του ανιχνεύονται στην κλειστή φεουδαρχική κοινωνία του 16ου αιώνα στην Ιαπωνία και αποτυπώνουν το αυστηρά καθορισμένο πλαίσιο αξιών της εποχής. Επηρεασμένο από τη σκέψη του ταοϊσμού και του βουδισμού το μικρό αυτό ποίημα διατηρήθηκε αναλλοίωτο ώς τις μέρες μας.[1] Στην Ελλάδα γνωστότερα είναι τα χάικου του Γιώργου Σεφέρη,[2] έχουν, ωστόσο, εκδοθεί νωρίτερα ποιήματα του είδους.[3] Η εντυπωσιακή διάδοση του χάικου στη χώρα μας δεν είναι, ασφαλώς, άσχετη με την υψηλή τέχνη του επιγράμματος των αρχαίων Ελλήνων Λυρικών.
Το ποίημα αυτό, με τη μικρή φόρμα και την ακαριαία δραστικότητα, φιλοδοξεί να συλλάβει τη ρευστότητα της στιγμής και να την διαφυλάξει από του χρόνου την καταδρομή. Η ιδιοτυπία είναι ότι, καθώς οι λέξεις δεν επαρκούν να περιγράψουν την ποιητική σύλληψη, ο ποιητής αφήνει χώρο στον αναγνώστη και στη φαντασία του να την συμπληρώσει. Αυτό καθιστά άκρως επίκαιρο το γραμματειακό αυτό είδος, δεδομένου ότι οι σύγχρονες θεωρίες πρόσληψης έδωσαν, από τα τέλη του 20ού αιώνα, προτεραιότητα (μετά τον συγγραφέα και το κείμενο) στον αναγνώστη. Βέβαια, η απλή αυτή φόρμα είναι πολύ απαιτητική. μια άσκηση λόγου η οποία απαιτεί από τον δημιουργό εργώδη κατεργασία, ώσπου να φτάσει στην απαιτούμενη πυκνότητα. Στην «γλυπτική του λόγου», όπως απαιτούσε για την ποίηση ο Καβάφης.
Μοντέρνα, εντελώς σύγχρονη «γλυπτική του λόγου» είναι τα χάικου της Μαρίας Μπλάνα, που κυκλοφορούν από τον Ιούνιο του 2020, με τον τίτλο Στη ρωγμή του τσιμέντου. Η πόλη με τον τρόπο του χάικου. Πρόκειται για μια έκδοση-κομψοτέχνημα, από τις εκδόσεις «Σμίλη», εικονογραφημένη από την Ευθυμία Ζάχου, με τρόπο εκπληκτικό και εναρμονισμένο απόλυτα με την αισθητική της συλλογής.
Η νεαρότατη Μαρία Μπλάνα, με εξαιρετικές σπουδές, ανάλογες δημοσιεύσεις και μια εκπληκτική, πολλά υποσχόμενη πορεία στο χώρο της μετάφρασης, σκιαγραφεί την πόλη (την Αθήνα;), με ένα λόγο ακριβείας, συγκεκριμένο και καλά ζυγοσταθμισμένο, με μια ανάσα. Εκείνη των δεκαεπτά συλλαβών του χάικου.
Είναι απαράβλητες οι εικόνες που χωρούν μέσα στο βραχύτατο αυτό εκφώνημα: η αντανάκλαση του ουρανού στη λακκούβα του δρόμου (λιμνούλα βροχής / στην άσφαλτο, μα μέσα / ο μπλε ουρανός). η ερημία του πλήθους μέσα στη σύγχρονη πόλη (αμηχανία / στο γεμάτο ασανσέρ / δεν είν’ αστείο;). η θεία νωχέλεια του Σαββάτου (σάββατο πρωί / ηλιαχτίδες μας ψάχνουν / μες στα σεντόνια). η μοίρα του άστεγου (ένας άστεγος / πλένεται στο ρυάκι / εθνικός κήπος). το χωρίς ρομαντισμό ηλιοβασίλεμα (η μέρα σβήνει / τον ήλιο τεμαχίζει / το συρματόπλεγμα) αλλά και οι φτερωτοί επισκέπτες της άνοιξης (δίχρωμοι χτίστες / κάτω απ’ το υπόστεγο / έτοιμη φωλιά) και η πεισμονή της ζωής: «λευκό λουλούδι / στη ρωγμή του τσιμέντου / ποιος θα νικήσει»;
Από την ανάγνωση, που με κερδίζει από την πρώτη ματιά, διαπιστώνω ότι νικά η τέχνη. Γιατί, πίσω από τη γυμνασμένη ματιά της ποιήτριας που παγιώνεται στα καθαρά περιγράμματα και τις ολοκληρωμένες εικόνες, χαίρομαι τις σκέψεις και της ιδέες της («η τέχνη είναι σκέψη με εικόνες», επέμενε ο Ρώσος θεωρητικός Βίκτωρ Σκλόφσκι[4]): την πικρή διαπίστωση για την κοινωνική μας αδράνεια (επανάσταση / δουλειά των παιδιών / εμείς επανάπαυση). για την αβελτηρία μας (αγχολυτικά / λιποδιαλυτικά / τροφή για σκέψη;). για την παραίτηση (ανακύκλωση / ανικανοποίητο / ανυπαρξία). για την αφροσύνη μας (μούσια και γυαλιά / φύτρωσαν παντού / τρόποι; ψύλλοι στ’ άχερα).
Νικά η τέχνη, καθώς το βίωμα που μεταπλάθεται καλλιτεχνικά δεν απολήγει σε διδακτισμό, αλλά σε ένεση που διεγείρει συνειδήσεις στην κοιμισμένη πόλη, με αρετές του λόγου σπάνιες: λεπτότατη ειρωνεία (πέντε λωρίδες / μόνο μία ταχύτητα / η βραδύτητα). σαρκασμό (τα παιδιά παίζουν / μια κεραία ενώνει / οθόνες αφής). κοινωνική εγρήγορση με κλείσιμο ματιού (πολυεθνική / κατηραμένος όφις σε office outfit). μεταφορά (παιδί μου ποτέ / μην πάρεις καραμέλες / τηλεοπτικές). άφθονα γλωσσικά παιχνιδίσματα (νέο έκθεμα / η αναλυόμενη / μεταμοντέρνο). αντιθέσεις (κόκκινα φώτα / είσοδος ελεύθερη / έξοδος κλειστή).
Η τέχνη της Μπλάνα, όπως η πραγματική τέχνη οφείλει, αποκαλύπτει τις πολυδιάστατες και πολυδύναμες αντανακλάσεις των «ου βλεπομένων πραγμάτων»: «στους στενούς δρόμους / συνθήματα, πλακέτες / ένα παζλ μνήμης». Αντλεί από την καθημερινότητά μας: «κλειστές βιτρίνες / οι επιθυμίες μας / ας περιμένουν». Στοχάζεται πάνω στα ανθρώπινα: «οι δείκτες γυρνούν / όλα τριγύρω μένουν / στην ίδια θέση». («Βέλος φερόμενον έστηκεν» -Παρμενίδης). Η ποιήτρια, όπως κάθε γνήσιος καλλιτέχνης, από την ώρα που εγκατέλειψε τον φιλντισένιο πύργο του, είναι του κόσμου τούτου, και παίρνει θέση στα πράγματα: «άρτος και χορός / με δελτία εισόδου / κοπάδια ρέουν». Και «μπροστά στη βουλή / πορείες της μιας μέρας / εναλλάσσονται».
Η τέχνη λοιπόν νικά. Με τη λιτή και πυκνή γραφή, την ισορροπημένη και ευρηματική, με τις απροσδόκητες συζεύξεις των λέξεων, την καταλυτική ειρωνεία και την οξύτατη ως το νευροπαθές ευαισθησία της η ποιήτρια διαβάζει την πόλη, μνημειώνει την ασχήμια αλλά και τη χαμένη ομορφιά, τα πάθια και τους καημούς του κόσμου. Με τον χαμηλόφωνο (συμβολιστικό ή και υπερρεαλιστικό), εντελώς νέας κοπής λυρισμό της, τον αυστηρά τιθασευμένο, ανανεώνει ριζικά την παλαιά μέθοδο της λυρικής περιγραφής. την αντικαθιστά με μια επιλεγμένη εικονογραφία. Είναι σαν να βρισκόμαστε μπροστά σε μια κινηματογραφική οθόνη. Βλέπουμε όχι απλώς μια αλληλουχία εικόνων, αλλά την προοπτική που ο δημιουργός επιβάλλει. Εικόνες φαινομενικά αδέσποτες, που δείχνουν να έχουν μεταναστεύσει από τους δρόμους και να έχουν σφηνωθεί στα υπαινικτικά αυτά χάικου. Όπου, βέβαια, λειτουργούν ως σύνολο συμπαγές, με διάταξη αυστηρή και αφήγηση δωρική.
Με τον λεπτουργημένο έως εσχάτων λόγο ανοιγόμαστε σ’ ένα ταξίδι στοχαστικό προς τα μέσα και προς τα έξω. Διαβάζουμε την πόλη και τις ζωές μας μέσα στην αξιακή κρίση. Γιατί τα ευσύνοπτα ποιήματα -αντίδοτο στη στωμυλία της εποχής- χωρούν την ομορφιά, την τέχνη, τον αναστοχασμό για τις ζωές μας, την ευαισθησία για τους αδύναμους, για τη φύση.
Το αποτέλεσμα δικαιώνει την ποιήτρια, αποβαίνει όμως εις όφελος του αναγνώστη. Απολαμβάνοντας ο τελευταίος μια ποίηση που σαγηνεύει με τη λιτότητα, την πρωτοτυπία και την αυθεντικότητά της, βρίσκεται ταυτόχρονα μπροστά σε μια πόλη, την άξενη πόλη του, σε γνώριμα, ίσως τοπόσημα τα οποία καλείται να δει ξανά, μέσα από το γυμνασμένο στην ευαισθησία μάτι της ποιήτριας. Να δει αθέατες όψεις και άδηλες αναλογίες του κόσμου, ακολουθώντας την προτροπή του Προυστ «κοίτα, μάθε να βλέπεις!».
Με τα λεπτότεχνα χάικού της η ποιήτρια μας διδάσκει, επιπλέον, ότι η τέχνη αναδύεται από τα πράγματα. ότι η ομορφιά κρύβεται στην αφαίρεση («τη αφαιρέσει το αποκεκρυμμένον αναφαίνεται κάλλος» -Λιοντάκης). ότι απαιτεί γαλήνη και περισυλλογή. ότι εκφράζεται ήρεμα και ευγενικά, αγγίζοντας τα πράγματα στην ουσία τους, όπως η εμπνευσμένη από τη σοφία Ζεν χαμηλόφωνη αυτή ποίηση, μία πνευματική άσκηση στην καθημερινή ζωή.
Και κάτι ακόμη: η ποιήτρια, σκύβοντας στα λερά πεζοδρόμια της πόλης και αιχμαλωτίζοντας το φευγαλέο με την αιχμηρή ματιά της, δεν μπορεί παρά να ονειρεύεται μια καλύτερη τύχη για την πόλη και τους ανθρώπους της («Φυσικά και ονειρεύομαι. Ζει κανείς μόνο μ’ ένα ξερό μισθό;» -Δημουλά). Με την δεκαεπτασύλλαβη επικράτεια του ποιητικού αυτού είδους, δηλαδή με μια ανάσα, οριοθετεί την απαίτηση της τέχνης να φτάσει στη φωτεινή κατάφαση, μέσα από την πικρή άρνηση:
κι όμως θα υπάρχουν
κάπου πέρα απ’ τα φώτα
λαμπερά άστρα.
Η Μαρία Μπλάνα σκύβοντας στη γη ατενίζει ουρανό! Με φυσική σεμνότητα, καλαισθησία και οξύνοια, με μηχανισμούς απλούς αλλ’ όχι απλοϊκούς, οργανώνει τα λιτά της τρίστιχα, θησαυρίζοντας σε αυτά εμπειρίες από την έξω ή τη μέσα φύση, που φέρουν αφ’ εαυτών τη δυναμική της διαχρονίας, της διάσωσής τους. Μια πραγματική Sapientia, όπως την όρισε ο Ρολάν Μπαρτ: «καμιά εξουσία, μια στάλα γνώση, μια στάλα σύνεση και όσο πιο πολύ καλό γούστο»!
(*)Ο Αντώνης Καρτσάκης είναι Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας Πανεπιστημίου Κρήτης.
[1] Με το είδος του χάικου ασχολήθηκαν σημαντικοί δημιουργοί από τον τον Έζρα Πάουντ μέχρι τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ και τον Χ. Λ. Μπόρχες.
[2] Το 1940, εκδίδεται η συλλογή Τετράδιο Γυμνασμάτων η οποία περιλαμβάνει τα «Δεκαέξι χάικου» (βλ. Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, Ίκαρος, Αθήνα 141982, σ. 90).
[3] Το 1925 από τον Γ. Σταυρόπουλο και τον ίδιο χρόνο από τον Ν. Χάγιερ – Μπουφίδη, με το ψευδώνυμο Ίσαντρος Άρις. Μετά τον Σεφέρη, χάικου δημοσιεύονται από τον Ζήσιμο Λορεντζάτο, τον Δ. Ι. Αντωνίου και άλλους.
[4] Βλ. Β. Σκλόφσκι, «Η τέ χνη ως τεχνική», στο Τσβετάν Τοντόροφ (επιμ.), Θεωρία λογοτεχνίας. Κείμενα των ρώσων φορμαλιστών, μτφρ.–προλογ. σημείωμα Ηλίας Π. Νικολούδης, επιμ. Άννα Τζούμα, Αθήνα, Οδυσσέας, 1995, σ. 90.
info: Μαρία Μπλάνα, Στη ρωγμή του τσιμέντου. Η πόλη με τον τρόπο του χάικου, Σμίλη 2020