της Γεωργίας Οικονομοπούλου
Δέκα γυναίκες φεύγουν από το Σαιντ Ιμιέ της Ελβετίας αναζητώντας γη και ελευθερία. Τις ακολουθούμε μέχρι τις «εσχατιές της γης» και τις βλέπουμε να χάνονται μία μία, όπως οι μικροί νέγροι του παλιού παιδικού τραγουδιού. Η τελευταία που απομένει, η «μαρτυριάρα μας» Βαλεντίν, μας διηγείται την ιστορία: μια θυελλώδη περιπέτεια με ραχοκοκαλιά πολιτική· ελευθεριακή οδύσσεια, όπου το πηδάλιο έχουν αντι-ηρωίδες· ένα ιστορικό μυθιστόρημα, στο περιθώριο του επίσημου αφηγήματος.
Το συνέδριο που έλαβε χώρα στο Σαιντ Ιμιέ το 1872 είναι ορόσημο στον χάρτη του κοινωνικού αναρχισμού. Πραγματοποιήθηκε 15-19 Σεπτεμβρίου, λίγες μέρες αφότου ο Μαρξ διέγραψε τον Μπακούνιν, ως φραξιονιστή, κατά τη διάρκεια των εργασιών της πρώτης Διεθνούς στη Χάγη. Είχε προηγηθεί, το 1871, η Παρισινή Κομμούνα. Εργάτες και αναρχικοί συσπειρώθηκαν γύρω από τον Μπακούνιν και οργάνωσαν τη δική τους πρώτη στην Ελβετία. Σε ένα μικρό χωριό, όπου σχεδόν το σύνολο των κατοίκων ήταν εργάτες και εργάτριες στη γραμμή παραγωγής της ωρολογοποιίας και οι συνθήκες ζωής ασφυκτικές. Είναι ο τόπος και ο χρόνος όπου πρωτοσυναντάμε τις δέκα μικρές αναρχικές.
Είναι επίσης, όμως, η κοινότητα όπου ο Ντανιέλ ντε Ρουλέ πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Ξέρει τα κατατόπια και γνωρίζει το παρελθόν της. Έμπειρος, τόσο στη συγγραφή όσο και στις διεκδικήσεις (με φάκελο στην ασφάλεια από νωρίς και άμεση εμπλοκή σε έναν πολιτικό εμπρησμό, που έγινε γνωστή μετά την παραγραφή του «εγκλήματος»), βυθίστηκε στα τοπικά αρχεία και, αυτό που αρχικά επρόκειτο να γίνει χρονικό, «κάτι σαν ντοκιμαντέρ» για την ελβετική μετανάστευση, έδωσε τελικά μυθιστόρημα. Ένα έργο λιτό και σφιχτό, βασισμένο σε ντοκουμέντα, ειπωμένο (υποδειγματικά, από άντρα συγγραφέα) με γυναικεία φωνή.
«Δεν έχω διάθεση», λέει από την αρχή η Βαλεντίν, «ούτε να αστειευτώ ούτε να προσποιηθώ ότι ήμασταν αγίες. Θέλω να είμαι ειλικρινής στο πώς θα περιγράψω τα πορτρέτα μας, τους έρωτές μας, τις πεποιθήσεις μας, χωρίς ιδιαίτερη κριτική ούτε αποστασιοποίηση· με την ιδέα ότι αυτό θα μπορούσε να γίνει κάτι σαν την πολιτική μας διαθήκη, κάτι σοβαρό, τέλος πάντων. Όπως θα δείτε, όλες ζήσαμε πλέρια».
Οι γυναίκες επιβιβάζονται στο γαλλικό πολεμικό πλοίο «Βιργινία», που εκτόπιζε κομμουνάρους, καταδικασμένους στο κάτεργο, στη Νέα Καληδονία. Εγκαθίστανται πρώτα στην Παταγονία. Μ’όλες τις κακουχίες, στήνουν ένα αρτοποιείο και ένα ρολογάδικο, τη Μαύρη Προβατίνα, ζώντας πρακτικά μια κομμούνα μικρής κλίμακας, με αλληλεγγύη, μεγαλώνοντας μόνες τα παιδιά τους, ορίζοντας τις ζωές τους. Δίπλα τους, κυρίως μέσα από τις επιστολές του προς τη Ματίλντ, είναι ο Μπενζαμέν – κατά κόσμον Ερρίκο Μαλατέστα.
Τα χρόνια περνούν, τα παιδιά μεγαλώνουν, οι γυναίκες δεν συμβιβάζονται. Το ελευθεριακό ασκέρι -όσες έχουν αντέξει ώς εδώ- αφήνει την Πούντα Αρένας και μεταφέρεται σε ένα μικρό νησί του Ειρηνικού, όπου μια αυτόνομη κοινότητα, το Πείραμα, εφαρμόζει τον αναρχικό τρόπο ζωής. Είναι ό,τι πιο κοντινό στην ουτοπία. Ώσπου, μοιραία, καταφθάνει ο στρατός και τρέπονται και πάλι σε φυγή. Εγκαθίστανται στο Μπουένος Άιρες, μαζί τους κι εμείς. Τις βλέπουμε να ωριμάζουν, να πέφτουν και να σηκώνονται. Να διεκδικούν, να παλεύουν και να σκοτώνονται.
Ο ντε Ρουλέ υπηρετεί με συνέπεια την υπόσχεση της Βαλεντίν. Το ξετύλιγμα της ιστορίας γίνεται με ειλικρίνεια. Οι τρόποι, οι σταθμοί, οι χαρές και οι ματαιώσεις, περιγράφονται χωρίς φτιασίδια, χωρίς υπερβολές ή υπεραπλουστεύεις, χωρίς εξωραϊσμό και κούφια δράματα. Ο τόνος και η ποιότητα δίνονται από μια γυναίκα που το έζησε. Είναι ο συγγραφέας, ωστόσο, που επέλεξε ποια θα διηγηθεί την ιστορία. Η τελευταία επιζήσασα των Δέκα, η Βαλεντίν, είναι η πιο πραγματίστρια απ’ όλες, μετριοπαθής και κατασταλαγμένη, η μόνη που έφτασε σε μεγαλύτερη ηλικία.
Στον τελικό απολογισμό, σημειώνει: «Κατακτήσαμε στιγμές ελευθερίας που άξιζαν τον κόπο. Αυτό που μετράει δεν είναι να πραγματοποιήσουμε την ουτοπία της αναρχίας, είναι να είμαστε αναρχικές. Να ποια είναι η σοφία μας. Για τους ερχόμενους αιώνες, δεν προβλέπουμε ούτε έναν κόσμο απαλλαγμένο από κάθε εξουσία, ούτε έναν, επιτέλους, διαφωτισμένο από την παγκόσμια αναρχία. Τους φανταζόμαστε μάλλον κατακλυσμένους από αναρχικούς. Η εξέγερση θα δώσει νόημα στη ζωή τους, όπως έδωσε νόημα στη δική μας».
*
Δεν χρειάζεται να διαβάσεις ολόκληρο το βιβλίο για να ανθιστείς το περιεχόμενό του. Καθαρά και ξάστερα, στον τίτλο ήδη υπάρχει η λέξη αναρχία. Δεν αιφνιδιάζει. Υποβάλλει την προϋπόθεση να σε ενδιαφέρει έστω να δεις αυτή την περιοχή της Ιστορίας, να μπεις ανοιχτά στο συγκεκριμένο ζήτημα. Φρενάρει, εξ αρχής, τα «τρολ» της μονοδιάστατης γενίκευσης. Δεν είναι πολλά τα μυθιστορήματα που μας επιτρέπουν να ξεκαρικώσουμε το κατεστημένο κλισέ και, νηφάλια, να αναγνωρίσουμε συστατικά της πολυπλοκότητας του αναρχισμού. Μου έρχονται στο μυαλό, το «άγριο», από τη μια, Οι αόρατοι του Μπαλεστρίνι και, πιο κοντά στον αντιεξουσιαστικό σοσιαλισμό τούτου του βιβλίου, πτυχές της επιστημονικής φαντασίας της Λε Γκεν και το Προλετκούλτ, που κυκλοφόρησε σχετικά πρόσφατα πάλι από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων.
Στο οπισθόφυλλο του Δέκα μικρές αναρχικές διαβάζουμε ότι οι γυναίκες του βιβλίου «αναζητούσαν την ελευθερία σε μια εποχή η οποία δεν είχε σκοπό να τους προσφέρει τίποτα». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το τελευταίο ισχύει κατεξοχήν στις μέρες μας.
Ντανιέλ ντε Ρουλέ, Δέκα μικρές αναρχικές, μτφ. Γιώργος Χαρλαμπίτας, οι εκδόσεις των συναδέλφων, 2022