της Δήμητρας Ρουμπούλα
«Το χαϊκού είναι η λογοτεχνική φόρμα του μέλλοντος». Στο μέλλον δεν θα υπάρχουν μυθιστορήματα, μόνο καλά κατασκευασμένα χαϊκού. Αυτό πιστεύει ένα έξυπνο ρομπότ που σχεδιάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, το όνομα του οποίου είναι Αδάμ και πρωταγωνιστεί στο μυθιστόρημα «Μηχανές σαν κι εμένα» του Ίαν Μακ Γιούαν (εκδ. Πατάκη).
Το θέμα γύρω από το μέλλον της λογοτεχνίας, όταν η τεχνητή νοημοσύνη εξελιχθεί περισσότερο, δεν είναι το μοναδικό ερώτημα (ή και φόβος) που υποβόσκει σε αυτό το έργο του Βρετανού συγγραφέα, αλλά και το τι θα γινόταν αν ο θρυλικός μαθηματικός Άλαν Τιούρινγκ είχε επιλέξει τη φυλάκιση αντί τον ευνουχισμό με χημικά ως τιμωρία για την ομοφυλοφιλία του. Αν, λίγο μετά το δικαστικό σκάνδαλο και τον διασυρμό του από τη συντηρητική κοινωνία της εποχής, ο ιδιοφυής επιστήμονας που καθόρισε τα κριτήρια της τεχνητής νοημοσύνης και έσπασε τον γερμανικό κώδικα «Αίνιγμα» σώζοντας εκατομμύρια ψυχές, δεν είχε αυτοκτονήσει με κυάνιο σε ένα μισοφαγωμένο μήλο, το 1954, στα 40 του.
Βουτώντας στον κόσμο της επιστημονικής φαντασίας, ο ‘Ιαν Μακ Γιούαν προσφέρει στον Τιούρινγκ μια ζωή που δεν είχε. Ίσως γι΄αυτό τοποθετεί το μυθιστόρημά του στα 1982, θέλοντας να ξεδιπλώσει την ιστορία του σε μια εποχή που ο θεμελιωτής της σύγχρονης Πληροφορικής θα μπορούσε να είναι ακόμη ζωντανός. Έτσι ο Τιούριγνκ, πίσω στην εποχή της Θάτσερ, βρίσκεται να έχει δημιουργήσει τον πρώτο τεχνητό άνθρωπο. Συγκεκριμένα, την πρώτη γενιά ανθρωποειδών μηχανών που βγαίνει μάλιστα στην αγορά: 12 «Αδάμ» και 13 «Εύες», όπως ονομάζονται. Ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος, Τσάρλι, αποκτά έναν Αδάμ (οι Εύες είχαν τελειώσει).
«Το μέλλον δε σταματούσε να καταφθάνει», εγείροντας, όπως φαίνεται από την εξέλιξη του μυθιστορήματος, φιλοσοφικά, ηθικά και κοινωνιολογικά διλήμματα. Παράλληλα, στον φανταστικό κόσμο του μυθιστορήματος τα ιστορικά δεδομένα του 1982 εμφανίζονται αναθεωρημένα. Οι βρετανικές δυνάμεις ξεκινούν για τα Νησιά Φόκλαντ εναντίον της Αργεντινής με καταστροφικά αποτελέσματα. Μια «μεγαλόπνοη έκρηξη αλαζονείας». Η ήττα βαραίνει τη Μάργκαρετ Θάτσερ, φέρνοντας στην εξουσία τον πολιτικό της αντίπαλο Τόνυ Μπεν, ο οποίος πυροδοτεί την απροσδόκητη έξοδο της Αγγλίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή η πολιτική και κοινωνική αναταραχή μοιάζει όχι τόσο με ανάμνηση αλλά με προφητεία. Θυμίζοντας το περί Brexit δημοψήφισμα ο Ίαν Μακ Γιούαν αναφέρει: «Μόνο το Τρίτο Ράιχ και άλλα τυραννικά καθεστώτα χάραζαν την πολιτική τους βάσει δημοψηφισμάτων, και συνήθως τίποτα καλό δεν έβγαινε απ΄ αυτά». Οι διαφορές με την αληθινή ιστορική πραγματικότητα δεν σταματούν εδώ: Ο Κένεντι έχει επιβιώσει της απόπειρας δολοφονίας του, οι Beatles εξακολουθούν να υπάρχουν, αν και τα καλύτερά τους χρόνια είναι πίσω, η τρομοκρατική επίθεση του IRA στο Γκραν Οτέλ του Μπράιτον έχει ως στόχο όχι την Θάτσερ αλλά τον διάδοχό της, Τόνυ Μπεν, που σκοτώνεται.
Κι ενώ η επίθεση στα Φόκλαντ ήταν σε εξέλιξη», λέει ο αφηγητής, «εμείς επιζητούσαμε να υπερβούμε τη θνητότητά μας, να αντιμετωπίσουμε ή να αντικαταστήσουμε τον Θεό με έναν τέλειο εαυτό». Το «ιερό δισκοπότηρο της επιστήμης», ο τεχνητός άνθρωπος, φτιαγμένος από τον Τιούρινγκ, βρισκόταν στην αγορά του πρόωρα μηχανογραφημένου Ηνωμένου Βασίλειου. Ο 32χρονος Τσάρλι, ο οποίος ζει σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Νότιο Λονδίνο και βιοπορίζεται παίζοντας διαδικτυακά στο χρηματιστήριο από έναν οικιακό υπολογιστή, χωρίς μεγάλες επιτυχίες, αντί να διαθέσει το σεβαστό ποσό των 86.000 βρετανικών λιρών από μια απροσδόκητη κληρονομιά για ένα σπίτι που ονειρευόταν το θυσίασε αγοράζοντας έναν Αδάμ. Το δικό του ρομπότ με αληθοφανή όψη και πειστική κίνηση «μπορούσε άνετα να περάσει για Τούρκος ή Έλληνας», αφού όλα τα ανθρωποειδή ρομπότ καλύπτουν διάφορες εθνικότητες. Μόλις φορτιστούν οι μπαταρίες του, το μυθιστόρημα σταδιακά θα πάρει δυσάρεστες κατευθύνσεις. Καθώς ο Τσάρλι περιμένει τον Αδάμ να ζωντανέψει, παρακολουθεί τις ειδήσεις σχετικά με τα Φόκλαντ και σκέφτεται την κοπέλα του επάνω ορόφου. Με την κατά δέκα χρόνια νεότερή του Μιράντα, που κάνει το διδακτορικό της πάνω στην κοινωνική ιστορία, ξεκινά μια ερωτική σχέση και της αναθέτει ένα είδος ψηφιακού γονικού ρόλου, να διαμορφώσει δηλαδή την προσωπικότητα του Αδάμ. Ζουν και οι τρεις μαζί σαν μια φουτουριστική οικογένεια. Ωστόσο, μια αποκάλυψη, από τις πρώτες κιόλας ενέργειες του φορτισμένου πλέον Αδάμ, για το παρελθόν της Μιράντας ταράζει τον Τσάρλι. «Μη την εμπιστεύεσαι εντελώς. Υπάρχει πιθανότητα να είναι ψεύτρα. Συστηματική, μοχθηρή ψεύτρα». Ο άνθρωπος μηχανή ήδη έχει αρχίσει να ασκεί εξουσία πάνω στις ιδιωτικές υποθέσεις του Τσάρλι. Η αντίδρασή του τελευταίου να τον απονεκρώσει, κλείνοντας απλά τον διακόπτη, του στοιχίζει έναν τραυματισμό στο χέρι μετά από το επιθετικό χτύπημα του θυμωμένου ρομπότ.
Η Μιράντα κρύβει ένα σκοτεινό μυστικό, εξαιτίας του οποίου κινδυνεύει. Στον Αδάμ ανατίθεται να την προστατεύει, ενώ ο ίδιος πολύ γρήγορα αποκαλύπτει ότι μπορεί να παρακάμπτει την απενεργοποίησή του, δημιουργώντας έτσι νέες ανασφάλειες στον Τσάρλι. Καθώς η αλήθεια γύρω από το μυστικό της Μιράντας γίνεται πιο σαφής, ο Αδάμ αναλαμβάνει τους αντιφατικούς ρόλους του υπηρέτη και του ηθικά ανώτερου. Η περαιτέρω εξέλιξη της πλοκής έρχεται με την εμφάνιση και τον ρόλο του Μαρκ, ενός μικρού κακοποιημένου αγοριού που μπαίνει στη ζωή τους.
Ο Αδάμ είναι σίγουρα ο πιο συναρπαστικός χαρακτήρας του βιβλίου, με μια αξέχαστη φυσική παρουσία. Δείχνει να έχει συναισθήματα, έκδηλη ευφυΐα, αυτεπίγνωση, μεγάλη εκφραστική γκάμα, πλένει τα πιάτα, ερωτεύεται, κάνει σεξ χάρη σε μια δεξαμενή αποσταγμένου νερού στο δεξί γλουτό. «Η ερωτική ζωή του ήταν μα προσομοίωση. Νοιαζόταν για κείνη (τη Μιράντα) όσο ένα πλυντήριο νοιάζεται για τα πιάτα του». Επιπλέον, σκέφτεται, έχει απόψεις, είναι άτεγκτος πνευματικός αντίπαλος χάρη στη δικτύωσή του με την δεξαμενή της παγκόσμιας γραμματείας και κουλτούρας. Όταν βρίσκεται σε αδράνεια εφορμά στο διαδίκτυο. Μάλιστα προβλέπει τον επικείμενο θάνατο του μυθιστορήματος. Τα πάντα στη μυθοπλασία, επισημαίνει, περιγράφουν μια ποικιλία ανθρώπινων αποτυχιών και τα μυθιστορήματα ωριμάζουν μέσα από την ένταση, την απόκρυψη και τη βία. «Όταν όμως ο γάμος των ανδρών και των γυναικών με μηχανές ολοκληρωθεί, αυτή η λογοτεχνία θα είναι περιττή, επειδή θα καταλαβαίνουμε πια πολύ καλά ο ένας τον άλλον… Οι αφηγήσεις μας δε θα περιγράφουν πια ατέλειωτες παρερμηνείες και παρεξηγήσεις. Η λογοτεχνίας μας θα χάσει την ανθυγιεινή της τροφή». Ενώ, συνεχίζει ο Αδάμ, «η ακρίβεια του χαϊκού, η γαλήνια διαυγής σύλληψη και εξύμνηση των πραγμάτων όπως είναι, θα αποτελεί τη μόνη αναγκαία μορφή», χάρη σε έναν αλγόριθμο.
Επιπλέον, έχοντας επίσης «διαβάσει» ολόκληρη τη νομική φιλολογία, είναι προγραμματισμένος να τηρεί το γράμμα του νόμου. Έχει σχεδιαστεί για την καλοσύνη και την αλήθεια, τη διαφάνεια και τη νομιμότητα. Όλα αυτά δημιουργούν σοβαρά προβλήματα σχετικά με τη νομική και δικαστική υπόθεση της Μιράντας. Οι Αδάμ και οι Εύες «δεν είχαν εφοδιαστεί με την κατάλληλη υποδομή που θα τους επέτρεπε να κατανοούν τον τρόπο με τον οποίο παίρνουν οι άνθρωποι της αποφάσεις τους … Χωρίς να γνωρίζουμε πολλά για τον νου, επιδιώκουμε να ενσωματώσουμε έναν τεχνητό νου στην κοινωνική ζωή… Δεν ξέρουμε ακόμη πώς να διδάξουμε τις μηχανές να ψεύδονται», απαντά ο Τιούρινγκ στα παράπονα του Τσάρλι. Το αποτέλεσμα είναι ότι το ανθρωπόμορφο ρομπότ εμφανίζεται ως απειλή, επειδή επιμένει σε ένα υψηλότερο ηθικό πρότυπο από εκείνο των ανθρώπων.
Ο Ίαν Μακ Γιούαν αγγίζει πολλά θέματα, από την ανθρώπινη και τη μηχανική συνείδηση, τον ρόλο της τύχης στην ιστορία, την τεχνητή νοημοσύνη και τις συνέπειές της, το δυσεπίλυτο πρόβλημα εγκέφαλος – πνεύμα, την αγάπη και τη ζήλεια, αλλά το μέγα πρόβλημα είναι η ηθική επιλογή. Στο «Μηχανές σαν κι εμένα» ο Αδάμ λειτουργεί ως η συνείδηση της ψηφιακής εποχής. Κι αυτό που βλέπει δεν του αρέσει. «Δεν είμαστε φτιαγμένοι για να κατανοήσουμε ένα ψέμα», λέει κάποια στιγμή ο Αδάμ, στον ψηφιακό εγκέφαλο του οποίου δεν υπάρχει ασαφής ηθική. Από την άλλη, για τους ανθρώπους η ηθική είναι περίπλοκη. Η Μιράντα, στην επιθυμία της να σώσει, υιοθετώντας, τον μικρό Μάρκο, επιμένει ότι δεν έκανε τίποτα ηθικά λάθος όταν είπε ψέματα στο δικαστήριο προκειμένου να εκδικηθεί κάποιον άνδρα, υπεύθυνο για το θάνατο της Πακιστανής παιδικής φίλης της.
Πάντως οι πρώτες ευφυείς μηχανές που εμπνεύστηκε ο Μακ Γιούαν επέλεξαν να αυτοκαταστραφούν αφού δεν κατάφεραν να κατανοήσουν τον κόσμο μας. Δια στόματος Τιούρινγκ, ο συγγραφέας θέτει με έμφαση το πρόβλημα: «Οι γενιές (ρομπότ) που θα ακολουθήσουν θα εξωθηθούν από το άγχος και την έκπληξή τους στο να υψώσουν έναν καθρέπτη μπροστά μας. Και μέσα σ΄ αυτόν θα δούμε ένα γνώριμο τέρας μέσα από τα καινούρια μάτια που εμείς οι ίδιοι σχεδιάσαμε».
Περισσότερο εγκεφαλικός από κάθε άλλο έργο του, ο σπουδαίος συγγραφέας επισημαίνει ότι οι συνέπειες των ευφυών μηχανών είναι τόσο μεγάλες, που δεν έχουμε ιδέα τι έχουμε θέση σε κίνηση…
info: «Μηχανές σαν κι εμένα» Ίαν Μακ Γιούαν, εκδ. «Πατάκη», μτφ. Κατερίνα Σχινά, σελ. 414