Οι Σπασμένες Κολώνες του Αθ. Γκράβαλη (του Γιάννη Παλαβού)

0
634

 

του Γιάννη Παλαβού

 

Πρωτοσυνάντησα το όνομα του Αθανάσιου Γκράβαλη πριν από περίπου δέκα χρόνια χάρη στον E.X. Γονατά. Ο Γονατάς ανθολόγησε δώδεκα αφηγήματα του Γκράβαλη στο τομίδιο Της Ματζουράνενας το χάλασμα, που εξέδωσε το 1988 στο πλαίσιο της σειράς «Ασυνήθιστες ιστορίες» των εκδόσεων Στιγμή, όπου συγκέντρωνε κείμενα παραγνωρισμένων Ελλήνων συγγραφέων, εκείνων που συνήθως αποκαλούμε «ελάσσονες». Και, πράγματι, τα αφηγήματα του Γκράβαλη μου φάνηκαν ασυνήθιστα – ασυνήθιστα καλά. Οι δώδεκα αφηγηματικές βινιέτες της ανθολογίας, με τους λοξούς ήρωες, τον κοφτό λόγο και την τραχιά προφορικότητα, με γοήτευσαν. Αλλά ποιος ήταν αυτός ο άγνωστος συγγραφέας; Ψάχνοντας στο διαδίκτυο εντόπισα ελάχιστες μόνο πληροφορίες, περίπου ό,τι παρέθετε και ο Γονατάς στο σύντομο επίμετρό του: ότι γεννήθηκε στο Αϊβαλί το 1890, ότι μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εργάστηκε ως δημοσιογράφος στη Μυτιλήνη όπου πέθανε το 1974 και ότι εξέδωσε μία μόνο συλλογή αφηγημάτων με τίτλο Σπασμένες κολώνες το 1930, γραμμένη το 1929. Και επιπλέον –κάτι που ο Γονατάς πιθανότατα δεν γνώριζε– ότι κατά την Κατοχή συνεργάστηκε με τους Γερμανούς ως εκδότης προπαγανδιστικής ναζιστικής εφημερίδας. Κατά τα άλλα, σιωπή κάλυπτε τη ζωή και το έργο του, το οποίο φαινόταν, με την εξαίρεση λιγοστών συγγραφέων ή ιστορικών της λογοτεχνίας που το μνημόνευαν φευγαλέα, λησμονημένο.

Επειδή τα αφηγήματα που ανθολόγησε ο Γονατάς με εντυπωσίασαν, δοκίμασα να βρω το βιβλίο. Αφού δεν κατάφερα να το εντοπίσω στην Αθήνα, επικοινώνησα με τη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Μυτιλήνης. Οι υπάλληλοι με πληροφόρησαν ότι η Βιβλιοθήκη διέθετε πράγματι αντίτυπο, αλλά για να το δανειστώ θα έπρεπε να είμαι μέλος της Βιβλιοθήκης. Τελικά, μετά από κάμποσα τηλεφωνήματα, μια βιβλιοθηκονόμος μου το φωτοτύπησε και ύστερα από δυο μήνες μια φίλη που σπούδαζε στη Μυτιλήνη μου το έφερε στην Αθήνα.

Εκείνο που διαπίστωσα διαβάζοντας ολόκληρη πια τη συλλογή είναι ότι, αντίθετα με την ανθολόγηση του Γονατά που εστιάζεται σε μία μόνο πτυχή της, δηλαδή στους παρίες, οι Σπασμένες κολώνες είναι ένα νοσταλγικό πανόραμα του Αϊβαλιού και της ζωής στα μικρασιατικά παράλια πριν από την Καταστροφή, οργανωμένο γύρω από τα ήθη του ελληνικού πληθυσμού και τις έκκεντρες φιγούρες της πόλης, με πολλά προφορικά στοιχεία και ιδιωματισμούς. Στις σελίδες της συλλογής, σε σαράντα δύο σύντομα αφηγήματα, αναβιώνουν οι γειτονιές του Αϊβαλιού, οι παραλίες, οι γιορτές και η ιστορία αυτής της αμιγώς ελληνικής πόλης στη μικρασιατική ακτή. Παράλληλα, ο αναγνώστης συναντά ορισμένους «άγριους άρρωστους με τα φτερά» και «μεγάλους απεριόριστους τρελούς», όπως θα έλεγε ο Σαχτούρης: μεταξύ άλλων, οξύθυμους κοντραμπατζήδες –έρχεται εδώ στον νου ο «Βασίλης ο Αρβανίτης» του Μυριβήλη–, ημίτρελους που γίνονται ο περίγελος της μικρής κοινωνίας, εκκεντρικούς ιερείς και αποσυνάγωγους ηλικιωμένους όπως ο «Μανώλης ο Βασιλές», για τον οποίον έγραψε και ο Κόντογλου στο Αϊβαλί, η πατρίδα μου, ένα έργο συγγενές με τις Σπασμένες κολώνες. Όπως είναι λογικό, μεταξύ των αφηγημάτων της συλλογής παρατηρούνται ποιοτικές διακυμάνσεις. Στα περισσότερα, όμως, διαπιστώνει κανείς τη δύναμη μιας αυχμηρής γλώσσας και την αγάπη του συγγραφέα για τους κάθε λογής αποκλίνοντες. Ενίοτε, είναι αλήθεια, ο Γκράβαλης εκπίπτει σ’ έναν νοσταλγικό λυρισμό, αλλά αυτό είναι συγγνωστό δεδομένου ότι το βιβλίο γράφτηκε το 1929 με ανοιχτές τις πληγές του εκτοπισμού και νωπή τη μνήμη της γενέτειρας. Συνολικά, οι Σπασμένες κολώνες, με τον οικονομημένο τους λόγο, την αποσπασματική τους αφήγηση, τη συνομιλία τους με την Ιστορία την οποία αξιοποιούν ως μυθοπλαστικό υλικό και τη χρήση των ιδιωματισμών μοιάζουν απρόσμενα σύγχρονες. Μάλιστα, θα έλεγε κανείς ότι διασταυρώνονται με τάσεις της ελληνικής πεζογραφίας όπως διαμορφώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα έως σήμερα.

Με αυτά κατά νου, θεώρησα ότι το βιβλίο αξίζει να επανεκδοθεί και πρότεινα στον Περικλή Δουβίτσα, τον εκδότη της Νεφέλης, ο οποίος με είχε ενημερώσει πως θα επανεκκινούσε την ιστορική σειρά «Η πεζογραφική μας παράδοση», να το εντάξουμε εκεί. Ο εκδότης συμφώνησε και, αφού γνωριστήκαμε με τον Λάμπρο Βαρελά, τον διευθυντή της σειράς, μπήκα στην περιπέτεια της πρωτογενούς φιλολογικής έρευνας, πεδίο στο οποίο, μια και δεν έχω ανάλογη σκευή, διέθετα μηδαμινή πείρα. Έτσι, υπό την υπομονετική καθοδήγηση του κ. Βαρελά, πέρασα το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2018 μπαινοβγαίνοντας στα αρχεία εφημερίδων της Βιβλιοθήκης της Βουλής, της Εθνικής Βιβλιοθήκης και του ΕΛΙΑ, συνομιλώντας με γνώστες της πνευματικής παράδοσης της Αιολίδας, διαβάζοντας Βενέζη, Μυριβήλη, Κόντογλου και Δούκα –μάλιστα, οι δυο τελευταίοι ήταν συμμαθητές του Γκράβαλη στο Γυμνάσιο του Αϊβαλιού–, ψάχνοντας λεξικά της αϊβαλιώτικης διαλέκτου και προσπαθώντας να κατανοήσω καλύτερα τον ελληνικό λογοτεχνικό μεσοπόλεμο. Κυρίως, όμως, πέρασα αυτούς τους έξι μήνες με τη χαρά ότι διασώζουμε από τη λήθη ένα αξιόλογο έργο που διαφορετικά –και αν φυσικά δεν είχαν προηγηθεί το 1988 ο Γονατάς και νωρίτερα, το 1945, ο Λέσβιος συγγραφέας Αντώνης Βουσβούνης, που πρωτοασχολήθηκε με τον Γκράβαλη στο περιοδικό Τετράδιο– που διαφορετικά, λοιπόν, ίσως έμενε για πολύ ακόμα ξεχασμένο. Όσο αφελές κι αν ακούγεται (ίσως επειδή όσοι γράφουμε, φοβόμαστε πως τα κείμενά μας θα καταλήξουν μοιραία στη λήθη), η δικαίωση ενός καλού βιβλίου που έμεινε στα αζήτητα επί ενενήντα χρόνια είναι ένας σοβαρός λόγος να αισιοδοξούμε. Κι ακόμη, είναι ικανοποίηση να νιώθει κανείς πως με το μικρό του ρέμα τροφοδοτεί το πλατύ ποτάμι που λέγεται φιλολογική έρευνα και, τελικά, ελληνική λογοτεχνία. Μέσω αυτής της έκδοσης, την οποία προσπάθησα να οργανώσω όσο καλύτερα μπορούσα –με ένα όσο γίνεται κατατοπιστικό επίμετρο, με κατάλογο κριτικών σημειωμάτων, με γλωσσάρι των ιδιωματισμών, αλλά και με φωτογραφίες και σχέδια–, ελπίζω οι Σπασμένες κολώνες να ξαναδιαβαστούν ως αυτό που πραγματικά είναι, χωρίς διάθεση «ανακαλυψιομανίας», δηλαδή ανάσυρσης δήθεν λογοτεχνικών «διαμαντιών» που θάφτηκαν κάτω από φιλολογικές ίντριγκες ή την ανεπάρκεια της κριτικής που φοβήθηκε τον ριζοσπαστικό τους χαρακτήρα. Και τι είναι πραγματικά, κατά τη γνώμη μου, οι Σπασμένες κολώνες; Είναι ένα αξιόλογο έργο της αιολικής πεζογραφίας, που, παρά την αδέξια ενίοτε γραφή, διαθέτει προσωπικό ύφος και βλέμμα, χιούμορ και διάχυτη αγάπη για τους αποκλίνοντες. Μπορεί ο Γκράβαλης να μην είναι εφάμιλλος του Μυριβήλη ή του Βενέζη, συγγραφείς με τους οποίους συνυπήρξε στη Λέσβο την εποχή της «Λεσβιακής άνοιξης», ωστόσο οι Σπασμένες κολώνες παραμένουν ένα καθόλα αξιανάγνωστο έργο, ιδίως στην τρέχουσα συγκυρία, καθώς, όπως αναφέρθηκε, ορισμένα γνωρίσματά τους μοιάζουν εντυπωσιακά σύγχρονα.

Προτού κλείσω αυτό το σημείωμα, θα ήθελα να αναφερθώ εν τάχει στις πολιτικές θέσεις του Γκράβαλη. Ιδεολογικά ευμετάβολος, ο Γκράβαλης ξεκίνησε από οπαδός των Φιλελευθέρων και μεταστράφηκε σταδιακά προς συντηρητικές και ακροδεξιές θέσεις, τις οποίες υποστήριξε ως το τέλος της ζωής του. Ο Γκράβαλης πέθανε το 1974, σε ηλικία 84 ετών, και, έως και μία εβδομάδα πριν πεθάνει, αρθρογραφούσε με ζήλο υπέρ της Χούντας. Ασφαλώς, η πλέον επαίσχυντη έκφραση των φρονημάτων του ήταν η συνεργασία με τους Ναζί. Όταν πρωτοσυζητήσαμε με τον κ. Δουβίτσα και τον κ. Βαρελά το ενδεχόμενο να εντάξουμε τις Σπασμένες κολώνες στο πρόγραμμα της «Πεζογραφικής μας παράδοσης», αναρωτηθήκαμε αν, λόγω των ακροδεξιών του θέσεων και κυρίως λόγω της στάσης του στην Κατοχή, είχαμε δικαίωμα να το πράξουμε. Απαντήσαμε καταφατικά. Κι αυτό για τρεις λόγους: πρώτον, διότι οι Σπασμένες κολώνες είναι λογοτέχνημα και η απόφαση περί επανέκδοσης ή μη όφειλε να ληφθεί στη βάση των όποιων αρετών του ως λογοτεχνήματος, όχι με άλλα κριτήρια. Δεύτερον, διότι τίποτα στις Σπασμένες κολώνες, οι οποίες άλλωστε γράφτηκαν έντεκα χρόνια προτού ο Γκράβαλης συνδεθεί με τη ναζιστική ιδεολογία, δεν μαρτυρά ακραία εθνικιστικές ή ρατσιστικές θέσεις: το 1929 ο Γκράβαλης ήταν απλώς ένας συντηρητικός δημοσιογράφος, σε διαρκή αντιμαχία με τον Μυριβήλη και την προοδευτική διανόηση της Λέσβου. Και τρίτον –το επαναλαμβάνω όσο κοινότοπο κι αν είναι–, διότι η πολιτεία ενός δημιουργού οφείλει να διαχωρίζεται από το έργο του. Διαφορετικά δεν θα διαβάζαμε ούτε Σελίν ούτε Πάουντ∙ δεν θα διαβάζαμε, ακόμα ακόμα, Αισχύλο και Σοφοκλή, διότι και οι δύο θεωρούσαν λογικό να διατηρούν δούλους και να αποκαλούν τους αλλοεθνείς βάρβαρους.

Με αυτές τις σκέψεις, λοιπόν, και με τη χαρά ότι ένα αξιόλογο βιβλίο διέφυγε –μέχρι νεοτέρας, τουλάχιστον– από τη λήθη, οι Σπασμένες κολώνες παραδίδονται στους αναγνώστες. Είναι βέβαιο ότι αξίζουν την προσοχή τους.

 

 

Info: Αθανάσιος Θ. Γκράβαλης, Σπασμένες κολώνες (φιλολογική επιμέλεια: Γιάννης Παλαβός), Νεφέλη, 2019

 

 

[Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της ομιλίας που δόθηκε στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης στις 11 Μαΐου 2019, στην εκδήλωση για τους δύο πρώτους τόμους της νέας περιόδου της σειράς «Η πεζογραφική μας παράδοση» των εκδόσεων Νεφέλη. Για τα δύο βιβλία –τις Σπασμένες κολώνες του Αθ. Γκράβαλη και το Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα: Α. Μωραϊτίδης, Α. Παπαδιαμάντης, Α.Θ. Σπηλιωτόπουλος– μίλησαν ο διευθυντής της σειράς και αναπληρωτής καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΑΠΘ Λάμπρος Βαρελάς, και οι επιμελητές των δύο τόμων, ο πεζογράφος Γιάννης Παλαβός και η ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών Αγγελική Λούδη]

Προηγούμενο άρθροΠόσο διαρκεί η καριέρα ενός συγγραφέα; (επιμ.της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη)
Επόμενο άρθροΗ Ομορφάσχημη – από το ανείπωτο στο μη ακροάσιμο (του Μιχ. Γ. Μπακογιάννη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ