Οι σκιές που συνοδεύουν τα όνειρα (της Πελαγία Μαρκέτου)

0
173

 

της Πελαγία Μαρκέτου

Οι σκιές που συνοδεύουν τα όνειρα: δυστοπίες και ουτοπίες στα διηγήματα του Ηφαιστίωνα Χριστόπουλου

Πρόκειται για μια καλαίσθητη έκδοση με πολύ ταιριαστό εξώφυλλο, βασισμένο σε φωτογραφία της Χρύσας Δρουνούδα.[1] Τα οχτώ διηγήματα της συλλογής γράφτηκαν και ξαναγράφτηκαν στη διάρκεια αρκετών χρόνων και καλύπτουν πάνω από μια δεκαετία δημιουργικών συγγραφικών αναζητήσεων. Τα έξι από αυτά τα διηγήματα δημοσιεύονται για πρώτη φορά, ενώ τρία παρουσιάστηκαν στα λογοτεχνικά εργαστήρια της Αθηναϊκής Λέσχης Επιστημονικής Φαντασίας, μιας από τις πιο παλιές και δραστήριες συλλογικότητες στο χώρο της λογοτεχνίας του φανταστικού.

Αν έχει κανείς υπόψη του το προηγούμενο έργο του Χριστόπουλου, τα διηγήματα και τη νουβέλα που δημοσιεύτηκαν στην Κενή διαθήκη (εκδ. Momentum, Αθήνα 2016), θα αναγνωρίσει και σε αυτή τη συλλογή αρκετά στοιχεία από το ιδιαίτερο ύφος του, που η Δήμητρα Νικολαΐδου και ο Βίκτωρ Ψευτάκης το χαρακτήρισαν πολύ εύστοχα «ηφαιστιωνικό» στη βιβλιοπαρουσίαση της Θεσσαλονίκης.

Η αφήγηση είναι λιτή, πυκνή και ελλειπτική, βαθιά συγκινητική. Οι ιστορίες εντάσσονται σε αρκετά είδη από το χώρο της εικοτολογικής ή εικασιακής φαντασίας (speculative fiction), όμως αξιοποιούν τις ελευθερίες που δίνει αυτό το λογοτεχνικό είδος εκθέτοντας ερωτήματα σημαντικά για τον πραγματικό σημερινό κόσμο και για εμάς. Για το λόγο αυτό, μάλιστα, ορισμένα διηγήματα έχουν αποκτήσει, άθελά τους, μια ιδιαίτερη επικαιρότητα: τι είναι ηρωισμός και ποιο το τίμημά του; Σε κοινωνίες βίας, ανισότητας κι αδιαφορίας για τους ανθρώπους και το περιβάλλον, «υπάρχει άλλη ζωή», όπως επαναλαμβάνεται σαν επωδός στο «Κυρά-Παρασκευή» (σ. 39), υπάρχει δικαιοσύνη; Ποιο είναι το αντίτιμο της μητρότητας, της φιλίας ή του έρωτα σε συνθήκες όπου η απαξιώνεται η ανθρώπινη υπόσταση και το σώμα λογίζεται ως αντικείμενο;

Οι τόποι που πρωταγωνιστούν μπορεί να είναι ετερόκλητοι, όμως και σε αυτή τη συλλογή διηγημάτων είναι τόποι που βρίσκονται σε κατάρρευση ή στις παρυφές του πολιτισμού: μια πόλη ρημαγμένη από ένα αυταρχικό καθεστώς και η αντίσταση σε αυτό· κάποιο απομονωμένο βιομηχανικό νησί, η απόλυτη ερημία, η μακρινή ύπαιθρος και το φεγγάρι· το μπαρ και μια συνοικία που μεταμορφώνεται σιγά σιγά σε βάλτο, ρευστή σαν τη μνήμη· ένα μπουρδέλο στο λιμάνι· η άνυδρη γη μακριά από την πόλη, αλλά και η ίδια η πόλη, «φυλακή που την είχαν φτιάξει οι άνθρωποι για τον εαυτό τους», όπως λέει χαρακτηριστικά στο «Νεκρό ψωμί», αφού «είναι παράξενα πλάσματα οι άνθρωποι και καμιά φορά προτιμούν να ’χουν τα πόδια τους δεμένα, γιατί τουλάχιστον έτσι ξέρουν ότι δεν θα χαθούν ποτέ» (σ. 101). Τέλος, στο όγδοο και πιο πρόσφατο διήγημα, το «Ο ύπνος του Ιορδά», μεταφερόμαστε σε έναν τόπο εγκλεισμού που ονομάζεται κλινική, κι ωστόσο κάθε άλλο παρά θεραπεύει την υγεία όσων τον κατοικούν.

Μπορεί να μη δηλώνεται ρητά σε ποιο γεωγραφικό χώρο ή σε ποιον ιστορικό χρόνο εκτυλίσσεται η πλοκή, όμως το γλωσσικό ιδίωμα και τα ονόματα των χαρακτήρων, το φυσικό και το ανθρώπινο περιβάλλον στο οποίο κινούνται παραπέμπουν αχνά στην Αθήνα και τον Πειραιά, στη Σαντορίνη, στον αμερικανικό Νότο και τη ναζιστική Γερμανία, κάνοντας τα αντίστοιχα διηγήματα να συγγενεύουν με το είδος της εναλλακτικής ιστορίας.

Όμως, η αφηγηματική γραφή στις Φάλαινες στο φεγγάρι δεν περιορίζεται από ειδολογικές συμβάσεις, αλλά έχει οπωσδήποτε μεγαλύτερη εμβέλεια και ευρύτερη στόχευση. Αυτό φαίνεται από τις πυκνές διακειμενικές αναφορές που εκτείνονται πέρα από τη λογοτεχνία, στο θέατρο, στη μουσική, στον κινηματογράφο. Τα «Γενέθλια του Κραπ», για παράδειγμα, διασκευάζουν το Krapp’s Last Tape του Σάμιουελ Μπέκετ. Η φωκνερική ατμόσφαιρα και η νέγρικη μουσική είναι διάχυτα στον κόσμο του «Ataxia Blues» με τους αντεστραμμένους φυλετικούς όρους. Μια δημοτική γλώσσα που αντλεί έντονα από τη γενιά του τριάντα, τον κόσμο των ρεμπέτικων και το ιδίωμα των δεκαετιών του εξήντα και του εβδομήντα, ζωντανεύει στο «Άντρας πια», το «Κυρά-Παρασκευή» και το «Αλμυρό αστέρι», συνδέοντας οργανικά και απρόσμενα τα φουτουριστικά στοιχεία ή τις λαβκραφτικές αναφορές με μια παρελθούσα λαϊκότητα.

Στα διηγήματα γνωριζόμαστε με ανθρώπους που ακόμη κι όταν δεν παραπέμπουν σε ό,τι ονομάζεται συμβατικά περιθώριο, ζουν απομονωμένοι, σε ένα κοινωνικό ή εσωτερικό, ψυχικό περιθώριο, σε μια ρηγματωμένη σχέση με τον εαυτό τους. Ας δούμε τον καταξιωμένο συγγραφέα Γιώργο Βιτσόπουλο, που επινοείται στο «Άντρας πια», ή τον φέρελπι δικηγόρο Γκανούς Γκιθριπάρ στο «Νεκρό Ψωμί». Το ίδιο θα μπορούσαμε να πούμε για τον Παναγή, τον εργάτη στο «Κυρά-Παρασκευή», ή για την Κόζιμα, τη νοσοκόμα από το απάνθρωπο νοσοκομείο στον «Ύπνο του Ιορδά».

Αναζητώντας ένα βασικό συνδετικό νήμα ανάμεσα στις ιστορίες και σε όλους αυτούς τους ανθρώπους, που ζουν σε τόσο διαφορετικούς κόσμους και κατέχουν τόσο διαφορετικές θέσεις, θα έλεγα ότι είναι ο τραυματισμός. Πολλές φορές υπάρχει ένα ορατό τραύμα, μια ασθένεια ή μια αναπηρία, όπως στην περίπτωση του Παναγή, της Κόζιμα, του Γκανούς και της Άντι Νίμους, της Μαριώς από το «Αλμυρό αστέρι», και της Μόλι Κόμπσον από το «Ataxia Blues». Ακόμα και τότε, όμως, τα ορατά τραύματα στην πραγματικότητα δεν αποκαλύπτουν κάποια ρίζα του προβλήματος, αλλά συγκαλύπτουν πληγές πιο καθοριστικές.

Σε κανένα από τα διηγήματα δεν θα κατονομαστεί ρητά, με μια συνεκτική αφήγηση, τι είδους είναι οι πληγές αυτές, αλλά θα μείνουν κρυμμένες σε κοινή θέα, κατά κάποιον τρόπο. Θα αχνοφαίνονται ανάμεσα στις γραμμές, καλώντας τους αναγνώστες να τις ονοματίσουν και να ανασυνθέσουν την ιστορία τους. Οι τραυματισμοί, βέβαια, έχουν κάθε φορά μια προφανή προέλευση, που μπορεί να είναι η βαναυσότητα του αυταρχισμού, η βιαιότητα μιας καθημερινής ζωής που λεηλατεί το σώμα και την ψυχή ακυρώνοντας την ανθρώπινη υπόσταση, οι κοινωνικές διακρίσεις και οι ανελέητοι αποκλεισμοί.

Όμως, στα διηγήματα αυτά υπάρχει και κάτι ακόμα που υποκινεί τις πληγές: τις πιο πολλές φορές ξεκινούν από τον τρόπο με τον οποίο προσχωρούν ή αντιστέκονται τα υποκείμενα στα πολύ στοιχειώδη δεδομένα, σε όσα θεωρούνται αυτονόητα και επιθυμητά για την κοινωνική ύπαρξη. Κατά κάποιον τρόπο, στο πρώτο διήγημα της συλλογής, υπάρχει μια προειδοποίηση για την αντιστροφή που συντελείται στις ιστορίες της: «κάθε όνειρο έχει μια σκιά πίσω του», μας λέει ο Γιώργος Βιτσόπουλος σε μια αποστροφή του λόγου του· και συνεχίζει: «όσο κι αν κοπιάζεις να την κρατήσεις εκεί, αυτή απλώνεται σιγά σιγά όσο περνά ο καιρός όπως το γαίμα σε άσπρο πανί» (σ. 31). Έτσι συμβαίνει με το όνειρο της ελευθερίας, το αίτημα για δικαιοσύνη και προσωπική καταξίωση, την ηθελημένη απομόνωση, το ξεχωριστό μουσικό ταλέντο, τη μητρότητα, την ανάγκη για φιλία, για τρυφερότητα, για μια αγάπη που δεν μπορεί να πει τ’ όνομά της.

Από την άλλη πλευρά, θα ήταν άδικο να ολοκληρωθεί αυτή η σύντομη παρουσίαση χωρίς να μιλήσουμε για μερικές σαγηνευτικές μορφές των διηγημάτων που λειτουργούν αντιστικτικά σε όλα αυτά και δείχνουν τους πολλούς δρόμους που παίρνει η γραφή του Χριστόπουλου, καθώς μας θυμίζουν πεισματικά ότι οι κόσμοι των φωτοσκιάσεων σε καμιά περίπτωση δεν βυθίζονται ολοκληρωτικά στο σκοτάδι. Πρώτα πρώτα, θα σταθώ στις μορφές των παιδιών. Κατ’ αρχάς, το παιδί που παλεύει με το φόβο, την παραμέληση και τη βία, ένα παιδί που μέσα σε όλη αυτή τη σκληρότητα εξακολουθεί να θέλει να μοιραστεί ό,τι μπορεί με τους άλλους, και είναι περήφανο που τα βγάζει πέρα, που έχει γίνει «Άντρας πια». Επίσης, τα παιδιά που συντροφεύουν στη δεύτερή του ζωή τον «θείο Γκανούς» από το «Νεκρό ψωμί»: ένα σμάρι πιτσιρίκια με αστείρευτη περιέργεια, με διάθεση για εξερεύνηση και με σοφή κατανόηση του κόσμου, που αναρωτιούνται «αν άραγε θα μάθουμε ποτέ γιατί ο θείος Γκανούς κλαίει τις νύχτες» και βλέποντάς τον εξοργισμένο λένε: «το σκεφτήκαμε λίγο και αποφασίσαμε ότι ο θείος Γκανούς δεν θα φώναζε ποτέ έτσι σ’ εμάς, κι αυτό που είχε συμβεί ήταν κάτι απ’ αυτά που κάνουν οι άνθρωποι σαν μεγαλώνουν κι εμείς δεν θα τα κάναμε ποτέ» (σ. 105, 109).

Τέλος, αξίζει να σταθούμε στον μάστορα από τις «Φάλαινες στο φεγγάρι», που μπορεί μέσα στην ερημιά, στην άκρη του κόσμου, να «φτιάξει τα πάντα με οτιδήποτε» (σ. 63), ζητώντας για μοναδικό αντίτιμο να ακούσει μια ωραία ιστορία κι έναν καλό λόγο. Στην πραγματικότητα, το ομότιτλο διήγημα της συλλογής ηχεί ολόκληρο σαν αντίστιξη σε σχέση με τα υπόλοιπα. Εδώ το επίκεντρο δεν είναι πια οι δυστοπίες, αλλά ιχνηλατούνται τα υλικά από τα οποία ίσως και να φτιάχνονται εντέλει οι ουτοπίες, οι τρόποι με τους οποίους ίσως τελικά να γίνεται εφικτό το ταξίδι σε αυτές. Κι επειδή είναι από εκείνα τα διηγήματα που δεν λένε απλώς μια ιστορία, αλλά καταφέρνουν να την κάνουν να ζωντανέψει και να συμβεί μπροστά στα μάτια σου, όσο απίστευτη κι αν είναι, σε αναγκάζουν να σκεφτείς ότι με πείσμα και με φροντίδα μπορεί κάποτε να συντελείται, ακόμα και μέσα στην ερημιά, ακόμα και μετά την ακύρωση, το πέρασμα από το εγώ στο εμείς.

 

Οι Φάλαινες στο φεγγάρι κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ενύπνιο

Βρες το εδώ

 

[1] Το κείμενο, στην αρχική του μορφή, γράφτηκε για τη βιβλιοπαρουσίαση της συλλογής διηγημάτων Οι φάλαινες στο φεγγάρι του Ηφαιστίωνα Χριστόπουλου (εκδ. Ενύπνιο, Αθήνα 2021), που έγινε στην Αθήνα, στις 8 Μαΐου 2022.

Προηγούμενο άρθροΦεστιβάλ Βιβλίου Χανίων: Καλή αρχή, μεγάλη αισιοδοξία (του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)
Επόμενο άρθροΚριτικές επισκέψεις του Στάθη Κουτσούνη (της Βαρβάρας Ρούσσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ