Οι πολλαπλές αναγνώσεις του Winnicott, οι πολλαπλές επισκέψεις στον Winnicott (της Έφη Λάγιου Λιγνού)

0
415

της Έφη Λάγιου Λιγνού (*)

 

Τι είναι αυτό που μας κάνει να ξαναδιαβάζουμε τον Winnicott, κάθε φορά με φρέσκια ματιά και κάθε επόμενη φορά με καινούργια κατανόηση;

Αλήθεια, γιατί δεν το κάνω αυτό εξ ίσου με την Klein; Θα μου πείτε η Klein είναι η βάση σου, γι’ αυτό ψάχνεις τον Winnicott, ή ότι φταίει ο Θανάσης ο Χατζόπουλος που καλλιεργεί αυτό το κλίμα των πολλαπλών επισκέψεων στον Winnicott, μέσα από τις επανεκδόσεις του, μέσα από τις μετακλήσεις των μελετητών του.

Ποτέ δεν βρήκα το συμπλήρωμα (αντιθετικό ή μη) μιας συνιστώσας στη γραμμή προσέγγισης Klein-Bion στην Anna Freud για παράδειγμα, το βρίσκω όμως στον Winnicott. Οι προκλήσεις που προσφέρουν οι ιδέες του συναντάνε τις αναζητήσεις μας όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι/ες με δυσνόητο κλινικό υλικό μιας συνεδρίας, ή με μια εκ του σύνεγγυς παρατήρηση της σχέσης μητέρας-βρέφους. Αυτές όμως οι θεωρητικές του τοποθετήσεις άλλοτε μας προσφέρουν άμεση ανακουφιστική κατανόηση και άλλοτε λειτουργούν ανατρεπτικά, αναστατώνοντας εμπεριστατωμένες παραδοχές: τότε η συνάντηση μαζί του έχει τη λειτουργία της «καταστροφικής αλλαγής» με την έννοια που της δίνει ο Bion και μας επιτρέπει να τολμήσουμε να ανοιχτούμε σε νέες σκέψεις, καθόλου καθησυχαστικές, αλλά δημιουργικές, με τη ζωντάνια της δημιουργίας νέων συνδέσεων, νέων συλλήψεων.

Στην κλινική μας πράξη προσπαθούμε να κάνουμε το καλύτερο μας σε μια «από τη φύση της» ανεπαρκή δουλειά, «To do our best in a bad job» λέει ο Bion. Για να συναντηθούμε με έναν άλλο νου χρειάζεται να είμαστε σε επαφή με τους φόβους μας μπροστά στις αβεβαιότητες που μας προκαλεί ο ανθρώπινος νους, χρειάζεται να αναγνωρίζουμε ότι οι γνώσεις μας δεν μας προσφέρουν έλεγχο, χρειάζεται να αντέχουμε να ξαφνιαζόμαστε. Ο Winnicott το πρεσβεύει αυτό. Αφήνεται να «παίξει» για να συναντηθεί και με τον αναγνώστη, όπως αφήνεται να παίξει (χωρίς να σταματάει να παρατηρεί) για να συναντηθεί με το παιδί. Χωρίς να γίνεται διδακτικός, αφήνει χώρο για μάθηση, προσφέροντας μας τις σκέψεις του τόσο πάνω στις παρατηρήσεις του όσο και πάνω στην κλινική του εμπειρία.

Στην εισαγωγή αυτού του τόμου, ο ίδιος περιγράφει τη συλλογή των άρθρων που γράφτηκαν από το 1957 έως το 1964, ως «την επαναφορά της εφαρμογής των θεωριών του S. Freud στη βρεφική ηλικία, μιας και ο Freud κατέδειξε τις απαρχές της ψυχονεύρωσης στις διαπροσωπικές σχέσεις της πρώτης ωριμότητας, που ανήκουν στη νηπιακή ηλικία. Όμως οι ψυχικές διαταραχές σχετίζονται με αποτυχίες της ανάπτυξης κατά τη βρεφική ηλικία».

Η κλινική του ευαισθησία καθώς και ο τρόπος που παρατηρεί το μικρό παιδί, που παρατηρεί το βρέφος στη σχέση του με την περιβάλλουσα φροντίδα, την περιβάλλουσα μητρική λειτουργία, τον οδηγούν σε συλλήψεις που επιτρέπουν την κατανόηση των διαταραχών της παιδικής ηλικίας  τόσο σήμερα, όσο και το 1931 που γράφει για αυτές. Αναγνωρίζοντας ότι πίσω από την υπερκινητικότητα και τη νευρικότητα του παιδιού βρίσκεται η αδυναμία του να διαπραγματευτεί μέσω του παιχνιδιού την ανυπόφορη  διέγερση και το πρώιμο άγχος, τότε μπορούμε να σταθούμε με σεβασμό στην αγχογόνο εσωτερική πραγματικότητα αντί να καταφεύγουμε βιαστικά σε ταμπέλες ΔΕΠΥ ή/και αυτιστικού φάσματος, που μας απομακρύνουν από την πηγή των προβλημάτων συμπεριφοράς.

Ο Winnicott παρατηρώντας τη μανιακή άμυνα στο παιδί (στην οποία αυτό καταφεύγει για να τα βγάλει πέρα με το πρώιμο διωκτικό άγχος), μπορεί να μελετήσει την αμυντική της λειτουργία στις αναλύσεις των ενηλίκων και να σκεφτεί θεωρητικά τον παντοδύναμο έλεγχο σαν μια προσπάθεια αποφυγής, ή παγώματος της συγκρουσιακής –εξ ου και ανυπόφορης– εσωτερικής πραγματικότητας (1935) και να προχωρήσει το 1948 στην έννοια της μανιακής επανόρθωσης την οποία ονομάζει ψευδή επανόρθωση.

Ορμή, ενόρμηση ή ένστικτο θανάτου

Η ιδέα μιας ώσης προς το θάνατο δεν έχει νόημα για τον Winnicott και ο ίδιος παίρνει αποστάσεις από τη θεωρητική σύλληψη που διατυπώνει ο Freud στο δοκίμιο «Πέραν της Αρχής της Ευχαρίστησης». Εδώ μπαίνουν ερωτήματα: μπορούμε να σκεφθούμε χωρίς την αναγωγή στο ένστικτο του θανάτου την αποδιοργάνωση, την αποσύνθεση, τις δυσλειτουργίες, την καταστροφικότητα; Συνδέεται το μίσος με το ένστικτο θανάτου; Αποτελεί το ένστικτο θανάτου τη βάση του μίσους;  Του μίσους του οποίου ο ίδιος  όχι μόνο υποστηρίζει την ύπαρξη, αλλά το βλέπει και σαν κινητήρια δύναμη στην συνύπαρξη του με την αγάπη. Για την Klein το ένστικτο θανάτου είναι αναγκαίο για να εξηγήσει τον φθόνο, που βλέπει ως έμφυτο (ως βιοψυχικό δυναμικό) αλλά και για να εξηγήσει τον στοματικό σαδισμό, την καταστροφικότητα, την ένταση της ενδοψυχικής σύγκρουσης, την τάση αυτοκαταστροφής.

Αυτή την ενορμητική (ή ορμική) βία με το διεγερτικό χαρακτήρα της, τη βρίσκουμε στο μίσος, το υπέρμετρο μίσος, το σύμφυτο με κάθε ορμή ζωής, την επιθυμία, τη δημιουργία.

Ο Winnicott βλέπει την απαρτίωση του ψυχισμού όχι μόνον ως προαγόμενη από την περιβαλλοντική φροντίδα, αλλά και προαγόμενη ενστικτικά (και δεν τον απασχολεί αν το ένστικτο είναι ένα, δύο, ή πολλά), ερμηνεύοντας την εκδήλωση επίθεσης ως άμυνα και όχι ως ενστικτική ενόρμηση (Ανθρώπινη Φύση, σελ. 244). Συντάσσεται με την Κλαϊνική θεώρηση ότι υπάρχει μια φαντασιωτική επεξεργασία των σωματικών λειτουργιών, επισημαίνοντας τη σωματική λειτουργία (τοπική ή γενική)  που εμπλέκεται στην τοπική ή γενική ενστικτική διέγερση.

 

Πρώιμη ψυχική ανάπτυξη

Στην προσπάθεια κατανόησης της διαμόρφωσης του εσωτερικού κόσμου μέσα από τη διερευνητική ματιά του παιδιάτρου (αρχικά), που είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει πολλά βρέφη συνοδευόμενα από τις μητέρες τους, ο Winnicott αναζήτησε μέσα από την ψυχαναλυτική του εκπαίδευση την πρώιμη ψυχική ανάπτυξη, όπως και η Klein. Και ενώ η Klein εστίασε στις συνέπειες του πρώιμου άγχους, ο Winnicott παρατήρησε το βρέφος στη σχέση με το περιβάλλον,[1] εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στον τρόπο που το περιβάλλον (η μητέρα, αυτός ο σημαντικός άλλος) διευκόλυνε ή παρεμπόδιζε την ανάπτυξη του βρέφους, του βρέφους που βρίσκεται σε απόλυτη εξάρτηση από το περιβάλλον, λέει ο Winnicott, του βρέφους με τα έμφυτα στοιχεία (το εν δυνάμει  βιοψυχικό υλικό) που φέρνει μαζί του κατά τη γέννηση, λέει η Klein, το οποίο προκαλεί και αναμοχλεύει συναισθήματα σε αυτούς που το φροντίζουν.

Απόλυτη εξάρτηση του βρέφους, σχετική εξάρτηση, σταδιακά περάσματα στην ανεξαρτησία

Διερευνώντας τη συνθήκη της απόλυτης εξάρτησης

Ο Winnicott, γράφει η Jan Abram στο διάλογο με τον Robert Hinshelwood στο βιβλίο The clinical paradigms of Melanie Klein and Donald Winnicott (2018) χρησιμοποίησε τον όρο unintegration (μη-απαρτίωση) για να περιγράψει την πρώιμη συγχώνευση του βρέφους με το περιβάλλον-μητέρα (σημαντικός άλλος). Και αυτή η κατάσταση της μη-απαρτίωσης είναι στο κέντρο της ύπαρξης του και προάγγελος της ικανότητας του να χαλαρώνει και να ευχαριστιέται έχοντας βιώσει ένα περιβάλλον που παρείχε κράτημα. Έτσι ο όρος μη-απαρτίωση στην εργασία του Winnicott συνάδει με την έννοια της υγείας, που προσφέρει μια επαρκώς καλή μητρική λειτουργία, μια μητέρα που διαθέτει την ψυχική κατάσταση της πρωταρχικής μητρικής ενασχόλησης (δηλαδή της ικανότητας της μητέρας να ταυτιστεί πλήρως με τη συνθήκη της απόλυτης εξάρτησης του βρέφους).

Αυτό που συνοδεύει το πρώτο κράτημα (φυσικό και ψυχικό), είναι η απόλυτη εξάρτηση του βρέφους από τη μητέρα (η μητέρα με τον πατέρα τόσο στο νου της, όσο και με την υποστήριξη της έμπρακτης συμπαράστασής του). Σε αυτή τη φάση η μητρική φροντίδα συναντάει τις προσδοκίες του βρέφους ικανοποιώντας τις ανάγκες του. Πολλοί θεωρητικοί έχουν αποκαλέσει το βρέφος της απόλυτης εξάρτησης ως «το κοινωνικό έμβρυο», σηματοδοτώντας την αδυναμία του να επιβιώσει χωρίς την απόλυτη φροντίδα από το πρόσωπο που το επιθυμεί και το αντέχει. Αλλά και το βρέφος από την πλευρά του φέρνει μαζί του μια «βιοψυχική προίκα», είναι νευρολογικά προγραμματισμένο να σχετισθεί (Graham Music στο βιβλίο του Nurturing Natures, 2011). Η μητέρα λειτουργεί προς το μωρό της ως μεσολαβητής ψυχικού μεταβολισμού. Το ανώριμο πεπτικό σύστημα του βρέφους  «μεταβολίζει» μόνο αφομοιώσιμη τροφή, κατ’ αντιστοιχία ο ψυχισμός του βρέφους χρειάζεται τη μεσολάβηση του ψυχισμού της μητέρας για να «μεταβολίσει ψυχικά» τα εξωτερικά ερεθίσματα και τα αγχογόνα πρώιμα συναισθήματα. Η μητέρα καταλαβαίνει το παιδί της χωρίς αυτό να χρειάζεται να καταλαβαίνει τον εαυτό του. H δεκτικότητα της μητέρας στα επικοινωνιακά μηνύματα του μωρού της είναι μια θεμελιώδης μητρική λειτουργία που συντελεί «στην οικοδόμηση μιας συνέχειας του είναι στο βρέφος, που αποτελεί τη βάση της ισχύος-του-εγώ» (σελ. 85). Και όπως ο ίδιος δηλώνει: «Τίποτα στην εργασία της Klein δεν διαψεύδει την ιδέα της απόλυτης εξάρτησης» (σελ. 70).

Σχετική εξάρτηση

Το βρέφος χρειάζεται ένα διευκολυντικό περιβάλλον για να αναδυθεί η νευρολογικά προγραμματισμένη διαδικασία ωρίμανσης. Η μητέρα (με την υποστήριξη του πατέρα) εισάγει τον κόσμο στην ζωή του παιδιού της σε μικρές δόσεις, αφομοιώσιμες από το ανώριμο ακόμη βρέφος. Το βρέφος, όντας ιδιαίτερα ευαίσθητο στη συγκινησιακή φόρτιση των μορφασμών της μητέρας του, τον τόνο της φωνής της, την στάση της, το άγγιγμα της, ερμηνεύει την σημασία τους βάσει των προσδοκιών του και των προηγούμενων εμπειριών του. Η ανάπτυξη των ικανοτήτων του παιδιού εξαρτάται από το τι θα του χαρίσουν οι γονείς του μέσα από αυτή την πρώτη σχέση και από το ζωντανό ενδιαφέρον τους για το παιδί τους. Πώς θα δεχθούν το λιγότερο ή περισσότερο προικισμένο από τη φύση και το περιβάλλον της μήτρας παιδί τους και θα του προσφέρουν το πρώτο κράτημα φυσικό και ψυχικό.

Το βρέφος προκαλεί και αναμοχλεύει συναισθήματα στους γονείς. Οι γονείς ανταποκρίνονται στη συμπεριφορά και τα χαρακτηριστικά του παιδιού τους με προσδοκίες που βασίζονται στις δικές τους πρωταρχικές σχέσεις και είναι δυνατόν να παρερμηνεύουν την ψυχική κατάσταση του παιδιού τους βάσει των προηγούμενων δικών τους εμπειριών.

Η απουσία πρώιμου ταιριάσματος μητέρας-βρέφους ματαιώνει τις προσδοκίες της μητέρας και αφήνει ακάλυπτες τις ανάγκες του βρέφους. «Κάθε αποτυχία στη μητρική φροντίδα συνεπάγεται τη διακοπή της συνέχειας του είναι … με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση-του-εγώ» (σελ.85).

Ο καταστροφικός δεσμός που χτίζεται πάνω στην αλληλουχία των αμοιβαίων ανεκπλήρωτων αναγκών και προσδοκιών μητέρας και βρέφους εγκαθιδρύει τρόμο στην εξάρτηση.

 

Σταδιακά περάσματα στην ανεξαρτησία

«Το βρέφος γίνεται ένα πρόσωπο, ένα άτομο αυτό καθαυτό κατά τη διάρκεια της φάσης του κρατήματος», λέει ο Winnicott το 1960 στη Θεωρία της σχέσης γονέα-βρέφους (σελ.73). Η πρωταρχική ταύτιση, αλλά και οι προβολές-ενδοβολές  παίζουν ουσιαστικό ρόλο στο πέρασμα «από την κατάσταση μη απαρτίωσης σε μια δομημένη απαρτίωση».

Ο Winnicott συνεχίζει περιγράφοντας τη φάση κρατήματος Προς την ανεξαρτησία: «Το βρέφος αποκτά, αναπτυσσόμενο, τα μέσα για να αντεπεξέλθει χωρίς την πραγματική φροντίδα. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της συσσώρευσης μνημών φροντίδας, μέσω της προβολής προσωπικών αναγκών και της ενδοβολής λεπτομερειών φροντίδας, με την ανάπτυξη τελικά εμπιστοσύνης στο περιβάλλον …» (σελ. 74,75)

Αποφασιστικός παράγοντας στην εξέλιξη του παιδιού είναι η δημιουργία μιας αίσθησης εσωτερικής ασφάλειας, συμπληρώνει ο John Bowlby (1969). Για να μπορέσει να αναπτυχθεί η αίσθηση εσωτερικής ασφάλειας χρειάζεται να βιώσει το παιδί πολλές επαναλαμβανόμενες θετικές εμπειρίες με τα σημαντικά πρόσωπα, με παράλληλη αποδοχή και κατανόηση των αφόρητων για το ίδιο αρνητικών του συναισθημάτων.

Σχετίζεσθαι-με-αντικείμενο

«Το αντικείμενο όντας αρχικά ένα υποκειμενικό φαινόμενο, γίνεται ένα αντικειμενικά αντιληπτό αντικείμενο» (σελ.267). «Στο πρώιμο στάδιο, το διευκολυντικό περιβάλλον προσφέρει στο βρέφος την εμπειρία της παντοδυναμίας». Ο Winnicott περιγράφει τη φαντασίωση του παντοδύναμου ελέγχου όχι μόνο με τον ιδιαίτερο γλαφυρό τρόπο ως τον μαγικό έλεγχο (χαρακτηριστικό των μαγικών χρόνων όπως λέει η Freiberg), αλλά αποδίδει στην παντοδυναμία τη δημιουργική πλευρά της εμπειρίας. Και συμπληρώνει «Από την εμπειρία της παντοδυναμίας, δηλαδή μέσα στην περιοχή μιας σχέσης με υποκειμενικά αντικείμενα, αναδύεται φυσικά η προσαρμογή στην αρχή της πραγματικότητας». Δεν στέκεται σ’ αυτό, αλλά συμπληρώνει μια σημαντική θέση του «Η αλλαγή του αντικειμένου από ‘υποκειμενικό’ σε ‘αντικειμενικά αντιληπτό’  προχωράει σιγά-σιγά μέσα από τις δυσαρέσκειες παρά μέσα από τις ικανοποιήσεις». Η εγκατάσταση του σχετίζεσθαι-με-αντικείμενο απορρέει περισσότερο από την παρεμπόδιση της ικανοποίησης, παρά από την ίδια την ικανοποίηση. Αυτή η θέση συναντάει τη σκέψη του Bion ότι η παρουσία της μητέρας χρειάζεται την απουσία της για να υπάρξει η έννοια της μητέρας.

(*)Η Έφη Λάγιου Λιγνού είναι ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεύτρια παιδιών & εφήβων, πρόεδρος ΕΕΨΨΠΕ

 

 

[1] Η Jan Abram επισημαίνει ότι ο Winnicott χρησιμοποιεί τον όρο περιβάλλον με την έννοια του ψυχικού περιβάλλοντος , καθώς αναφέρεται στη συναισθηματική στάση της μητέρας προς το μωρό της και την ασυνείδητη επικοινωνία στη σχέση τους.

 

D. W. Winnicott: Διαδικασίες ωρίμανσης και διευκολυντικό περιβάλλον, Μελέτες για τη θεωρία της συναισθηματικής ανάπτυξης, Εισαγωγή, μετάφραση Θανάσης Χατζόπουλος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2023

Προηγούμενο άρθροΟ φιλελευθερισμός στον πληθυντικό (του Στέφανου Δημητρίου)
Επόμενο άρθροΠαυλίνα Παμπούδη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ