του Ευριπίδη Γαραντούδη
Εδώ και μερικές εβδομάδες εξελίσσεται στον δημόσιο χώρο (στον ηλεκτρονικό και τον έντυπο τύπο και σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης) ένα σύγχρονο κυνήγι μαγισσών με στόχο τους πάσης φύσεως εντόπιους λογοκλόπους. Κύριος συντονιστής και εκτελεστικός βραχίονας αυτού του κυνηγιού, που πάει να γίνει απηνής διωγμός και απόπειρα ηθικής εξόντωσης συγκεκριμένων προσώπων, ιδίως του ποιητή Χάρη Βλαβιανού, είναι ο Κώστας Κουτσουρέλης, μέσω του ηλεκτρονικού περιοδικού Νέο Πλανόδιον, με βασικούς έμπρακτους συμπαραστάτες του, μεταξύ μερικών άλλων, τον Γιάννη Πατίλη και τον Ντίνο Σιώτη – όλα τα σχετικά κείμενα είναι εύκολα προσβάσιμα μέσω του διαδικτύου. Δεν πρόκειται στο σύντομο αυτό κείμενο να με απασχολήσει το μέρος του διωγμού που αφορά στη λογοκλοπή στα κειμενικά πεδία του επιστημονικού και του δημοσιογραφικού λόγου. Το ζήτημα αυτό, που αναμφίβολα είναι διαχρονικά σοβαρό, θα μπορούσε να είναι ή πιθανόν να γίνει το θέμα ενός άλλου, συστηματικότερου γραπτού – και πιστεύω ότι θα μιλήσω, αν χρειαστεί, μετά λόγου γνώσεως, καθώς υπηρετώ τον επιστημονικό λόγο 35 χρόνια από ακαδημαϊκή και θεσμική θέση. Γράφω μόνο το εξής: η αποδεδειγμένη από δημοσίευμα του Νίκου Σαραντάκου («Λογοκλοπή στις Πανελλήνιες εξετάσεις;», https://sarantakos.wordpress.com/2020/06/17/stamatis/, 17 Ιουνίου 2020) λογοκλοπή σε δημοσιογραφικό άρθρο του πεζογράφου Αλέξη Σταμάτη έχει ήδη προκαλέσει τον δημόσιο ηθικό στιγματισμό του.
Εδώ με απασχολεί η απαράδεκτη και, κατά τη γνώμη μου, σκόπιμη σύγχυση που γίνεται από τους βασικούς διώκτες των λογοκλόπων ανάμεσα στη λογοκλοπή στον επιστημονικό και τον δημοσιογραφικό λόγο και την καταλογιζόμενη λογοκλοπή σε λογοτεχνικά έργα. Η διαφορετικότητα των κειμενικών πεδίων είναι τόσο πρόδηλη ώστε είναι εντελώς λάθος η λογοκλοπή να κρίνεται σύμφωνα με τα ίδια κριτήρια σε μία επιστημονική μελέτη ή και σε ένα δημοσιογραφικό άρθρο, από τη μια μεριά, και σε ένα ποίημα, από την άλλη. Γι’ αυτό, λοιπόν, το ειδικότερο ζήτημα, τη λογοκλοπή σε λογοτεχνικά και ιδίως σε ποιητικά κείμενα, όσα έχουν γραφεί τον τελευταίο μήνα και, δυστυχώς, συνεχίζουν να γράφονται μέρα με τη μέρα, καθώς στον επικοινωνιακό ιστό του καταγγελτικού λόγου εμπλέκονται ολοένα και περισσότερο ημιμαθείς ή και άσχετοι γύρω από την ποίηση, δεν αγγίζουν αλλά έχουν υπερβεί το όριο της φαιδρότητας. Όταν, όμως, η φαιδρότητα διαδίδεται, όπως μία σπίθα μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά, τείνει να γίνει επικίνδυνη. Η επικίνδυνη, λοιπόν, φαιδρότητα συνοψίζεται και κορυφώνεται στις παρακάτω φράσεις του δημοσιεύματος του Ντίνου Σιώτη «Λογοκλόποι μας κυβερνούν» (Η Εφημερίδα των Συντακτών, 3 Ιουλίου 2020) που, πάντως, συντονίζονται με τον πυρήνα της άποψης και των άλλων σχετικών κειμένων: «[Οι λογοκλόποι] υποστηρίζουν με μέθοδο, μετα-νεωτερικά σχήματα και προσχηματικές σοφιστίες, ότι η συγ-γραφή, η μετα-φορά, η μετά-φραση, μπορούν να λάβουν τη θέση μιας αυθεντικής δημιουργίας. Και επομένως δεν είναι λογοκλοπή η ενσωμάτωση μεταφρασμένων αποσπασμάτων ή στίχων στο έργο τους χωρίς να δηλώνουν την πηγή τους». Το ίδιο το παράθεμα και τα συμφραζόμενά του μαρτυρούν ότι αυτό αναφέρεται στους λογοτέχνες, και ιδίως στους ποιητές, λογοκλόπους. Παραβλέπω την καταγγελία της θεωρητικής πλαισίωσης της ποιητικής λογοκλοπής, για να εστιάσω την προσοχή μου στην εξωφρενική άποψη, γραμμένη από άνθρωπο που δημοσιεύει ποίηση επί δεκαετίες, ότι «είναι λογοκλοπή η ενσωμάτωση μεταφρασμένων αποσπασμάτων ή στίχων στο έργο τους [από ποιητές] χωρίς να δηλώνουν την πηγή τους». Η άποψη αυτή είναι εξωφρενική, επειδή, αν την υιοθετήσουμε, θα αναγνωρίσουμε αυτομάτως ως λιγότερο ή περισσότερο, κατά περίπτωση, λογοκλόπους τους μείζονες έλληνες ποιητές του 20ού αιώνα, τον Καβάφη, τον Σεφέρη και τον Ελύτη, οι οποίοι ενσωμάτωσαν αποσπάσματα ή στίχους άλλων κειμένων στο έργο τους, χωρίς να δηλώσουν την πηγή τους. Στη συγκεντρωτική έκδοση της ποίησης του Ελύτη, όπως κυκλοφορεί μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει καμία σημείωση και καμία υπόδειξη πηγής, επειδή έτσι επέλεξε ο ίδιος, ενώ ο κάθε στοιχειωδώς σοβαρός αναγνώστης της ποίησης του Ελύτη αναγνωρίζει ότι το έργο του είναι γεμάτο από «αποσπάσματα ή στίχους άλλων κειμένων» που λειτουργούν ως οργανικό σώμα των ποιημάτων του και καταλύτης της ποιητικότητάς τους. Ας αφήσουμε τα πασίγνωστα παραδείγματα ξένων μειζόνων ποιητών, καταστατικών συγγραφέων για τους τρόπους με τους οποίους εξακολουθούμε σήμερα να γράφουμε και να διαβάζουμε ποίηση, όπως ο Eliot (The Waste Land) και ο Pound (Cantos), κι ας αναλογιστούμε ότι, αν πάρουμε στα σοβαρά την άποψη ότι είναι λογοκλοπή να γράφεις ποιήματα όπου ενσωματώνονται αποσπάσματα ή στίχοι άλλων ποιητικών κειμένων, χωρίς δήλωση της πηγής τους, τότε οι περισσότεροι άξιοι του ονόματος σύγχρονοι έλληνες ποιητές είναι λογοκλόποι. Ακριβέστερα, θα πρέπει να αναζητήσουμε ποιοι δεν είναι – τότε όμως θα φτάσουμε στη θλιβερή κατάσταση να συλλέγουμε τα διάφορα ψώνια που λειτουργούν παρασιτικά στο σώμα της ποίησης, όσους δεν μπορούν να «κλέψουν» το παραμικρό, επειδή είναι ποιητικά αναλφάβητοι. Οι κυνηγοί των λογοκλόπων ποιητών φτιάχνουν μια τόσο μεγάλη απόχη που πιάνει σχεδόν τους πάντες (αναρωτιέμαι αν πιάνει και τους ίδιους, αλλά δεν έχω την παραμικρή διάθεση να τους διαβάσω ως κυνηγός τους!). Ας αναφέρω, ταπεινότατα, εμένα ως παράδειγμα. Ομολογώ ο ίδιος, δίχως ίχνος ντροπής ή μεταμέλειας, αυτό που εύκολα αναγνωρίζει όποιος διαβάζει συστηματικά ποίηση, ότι στην ενότητα «Κομμάτια», δημοσιευμένη στο περιοδικό Ποιητική (τχ. 24, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2019, σ. 64-69), τα περισσότερα από τα δεκαπέντε πεζά ποιήματά μου έχουν (κατά τον Σιώτη) στοιχεία λογοκλοπής, καθώς ενσωματώνονται αποσπάσματα γραπτών και στίχοι του Παλαμά, του Καρυωτάκη, του Σεφέρη, του Ελύτη και δεν θυμάμαι ποιων άλλων ή δεν επιθυμώ να τους αναφέρω, χωρίς να δηλώνω την πηγή, όπως έπραξαν ήδη σε πολλά δικά τους ποιήματα οι ποιητικοί μου πρόγονοι, ο Καβάφης, ο Σεφέρης και ο Ελύτης. Με αυτά τα παραθέματα κι αυτούς τους στίχους αρμολογώ και ζυμώνω τα ποιήματά μου, με αυτά τα παραθέματα κι αυτούς τους στίχους κάποτε ξενύχτησα ή και ξενυχτώ ακόμη, αυτά τα παραθέματα κι αυτοί οι στίχοι είναι τα φυλαχτά μου, τόσο που παραμένουν δικά τους και συνάμα έχουν γίνει δικά μας. Ο εντοπισμός των πηγών των αποσπασμάτων και των στίχων και η εξιχνίαση της ενσωμάτωσης, της λειτουργικότητας και της επιθυμητής αφομοίωσής τους είναι η δουλειά του ιδανικού αναγνώστη μου ως ενεργητικού συμμέτοχου στα ποιήματα.
Λοιπόν, η φαιδρότητα που τείνει να γίνει επικίνδυνη, πρέπει τους σύγχρονους έλληνες ποιητές και ποιήτριες «λογοκλόπους» να μας βρει απέναντί της. Προσωπικά δηλώνω δημόσια ότι δεν αναγνωρίζω σε κανέναν αυτόκλητο εισαγγελέα, κατά φαντασία ρυθμιστή του ποιητικού πολιτεύματος και των νόμων του και επίδοξο τιμωρό, είτε αυτός λέγεται Κουτσουρέλης είτε Πατίλης είτε Σιώτης, το δικαίωμα να μου ορίσει πώς θα γράφω ποίηση και αν θα κάνω ή δεν θα κάνω δήλωση των πηγών των ποιημάτων μου.
Επειδή στη λογοτεχνία και στον περί τη λογοτεχνία λόγο πολλά μπορεί να προσπαθήσει να κρύψει κανείς, αλλά πολύ δύσκολα μπορεί να κρύψει τα απώτερα κίνητρά του, για όποιον νογάει (αναζητήστε την πηγή), και καθώς αναφέρθηκα στον Ελύτη, θα υπενθυμίσω στους παραπάνω κυρίους κυρίους ομότεχνους (αναζητήστε επίσης την πηγή) τη φράση του Ελύτη:
Όσο πιο κακός καμαρώνεις ότι γίνεσαι τόσο περισσότερα κιλά χάνεις από το βάρος της δοσμένης ευφυΐας σου. Κουτή μέλισσα που με το κεντρί σου χάνεσαι.
Και η πηγή (προς αποφυγή της λογοκλοπής): Οδυσσέας Ελύτης, Ποίηση, Αθήνα, Ίκαρος 2002, σ. 621.
“Ο πιο επίμονος σχολιαστής της ζωής και του έργου του Καβάφη, ο Τίμος Μαλάνος, παρατηρεί: “Έβαλε στους στίχους του μέσα δάνειες φράσεις, ακόμα και χωρία αρχαίων κειμένων αμετάφραστα, όπως θα έκανε ένας συγγραφέας που γράφει μια διατριβή, όχι όμως και ένας ποιητής.”” Πηγή: “Κ.Π.Καβάφης, Θ.Σ. Έλιοτ• Παράλληλοι”, στο Δοκιμές, (πρώτος τόμος 1936-1947), Γιώργος Σεφέρης, Ίκαρος.
Ο λογοτέχνης πρέπει να έχει αυτογνωσία, να έχει βρεί τον εσωτερικό του ρυθμό για να μην έχει αλλοτριο παράγωγο.