της Γεωργίας Συλλαίου
Πήραν το λεωφορείο από την Εγνατία, το Χαριλάου, γραμμή 10. Η Δάφνη θυμόταν τη διαδρομή, αλλά ποτέ δεν θα έβρισκε μονάχη της το σπίτι όπου έμεναν οι δύο μοδίστρες. Κατέβαιναν στη στάση μετά το Θεαγένειο και μετά μπλέκονταν σε κάτι δαιδαλώδη στενάκια ώσπου να φτάσουν στην είσοδο της μικρής πολυκατοικίας. Ο ήλιος δεν έφτανε ποτέ ούτε κι αυτός εκεί, σταματούσε σε μια αλάνα λίγο πριν αγγίξει τα παράθυρα του πρώτου ορόφου της κατοικίας των δύο κοριτσιών και κατόπιν άλλαζε γνώμη και έστριβε δυτικά.
Οι δύο μοδίστρες δεν ήταν πια κορίτσια, όμως η μαμά επέμενε να τις αποκαλεί έτσι.
«Θα πάμε στα κορίτσια, τη Μαρία και την Έλλη. Να δεις τι ωραία δουλεύουν το βελούδο».
Είχε προηγηθεί ένα μικρό δράμα. Η μαμά της έλαβε το καθιερωμένο πακέτο από κάποια παλιότερη ευγνώμονα μαθήτρια, η οποία συνήθιζε να στέλνει στην αγαπημένη της δασκάλα ρούχα σε «άριστη κατάσταση». Αυτή τη φορά το δέμα περιείχε ένα πράσινο βελούδινο φόρεμα που ενθουσίασε το κοριτσάκι, όμως όταν το φόρεσε, ακόμα και ο πιο απρόσεκτος παρατηρητής θα έβλεπε τους τριμμένους αγκώνες και κυρίως την τρύπα στο τέλος της φούστας. Η Δάφνη έβαλε τα κλάματα και η μάνα της άρπαξε το περιφρονημένο φουστάνι και το πέταξε στα σκουπίδια. Είχε θυμώσει πάρα πολύ και η Δάφνη παρατηρώντας για πρώτη φορά αυτή την έκφραση στο ήπιο πρόσωπο της μητέρας, έκοψε αμέσως την κλάψα και περίμενε με περιέργεια τη συνέχεια.
Από την Βαλαωρίτου αγόρασαν κάμποσα μέτρα πράσινο βελούδο. Η Δάφνη διάλεξε γρήγορα την απόχρωση, της άρεσε ένα φωτεινό σμαραγδί. Η μαμά ούτε που ρώτησε την τιμή, πλήρωσε αμίλητη και αμέσως πήραν το λεωφορείο.
Πάντοτε έμπαινε στο σπίτι των κοριτσιών με ένα σφίξιμο στο στομάχι. Στα μικρά δωμάτια επικρατούσε πάντα ανυπόφορη ζέστη και όλα τα έπιπλα, οι κουρτίνες, τα υφάσματα και τα κορίτσια τα ίδια ήταν ποτισμένα από μια γλυκερή μυρωδιά που την είχε ταυτίσει όχι και τόσο αυθαίρετα με την αρχή της σήψης: Όταν είχε πάει στην κηδεία του πατέρα της, την υποχρέωσαν να τον φιλήσει στο μέτωπο. Καθώς έσκυβε, την ένιωσε για πρώτη φορά κάτω από την ευωδία των ρόδων και των κρίνων.
Οι μοδίστρες είχαν γεννηθεί σε ένα χωριό, πολύ κοντά σ’ αυτό της μητέρας της. Λεγόταν «Κοκκαλού». Όταν η Δάφνη το άκουσε για πρώτη φορά ένιωσε τέτοια φρίκη, ώστε φρόντισε να μην την αγγίξει καθόλου η πληροφορία.
Η μαμά πάντως δεν έμοιαζε να ενοχλείται ούτε από τις μυρωδιές ούτε από τα εμφανή σημάδια της γενικότερης παραίτησης και παρακμής του σπιτιού – ραφτάδικου, αγκαλιαζόταν και φιλιόταν με τις μοδίστρες, έπινε πάντα θαρραλέα τον καφέ με το πηχτό κατακάθι από το φλιτζανάκι που κροτάλιζε στον τσίγκινο δίσκο. Τα χέρια της Μαρίας έτρεμαν μονίμως. Η μαμά έδινε ανήσυχη αχρείαστες συμβουλές, όμως η μοδίστρα την διαβεβαίωνε ότι όταν έπιανε τη βελόνα, η τρεμούλα σταματούσε. Η Έλλη, η νεότερη αδερφή, καθόταν με ονειροπόλο βλέμμα στον καναπέ και τα μάτια της έπαιζαν στο ταβάνι, τα χέρια της υψώνονταν για λίγο και αμέσως ξανάπεφταν άψυχα.
«Πάλι άρχισε να βλέπει αγγέλους να πετάνε στα δωμάτια», εξομολογήθηκε ψιθυριστά η Μαρία στη μαμά, αλλά η Δάφνη την άκουσε. Κοίταξε ανήσυχη τη συρταρωτή πόρτα που συνήθως ήταν κλειστή και οριοθετούσε τον χώρο του σαλονιού στον οποίο δεν κάθονταν συχνά – αναρωτήθηκε πόσοι άγγελοι ήταν φυλακισμένοι εκεί μέσα.
Η Μαρία θαύμασε το φίνο ύφασμα, χάιδεψε τη Δάφνη στο πρόσωπο και τη διαβεβαίωσε ότι θα της κάνει το ωραιότερο φουστάνι. Η Δάφνη απεχθανόταν γενικώς τα χάδια και ιδίως της μοδίστρας, τα κουρασμένα δάχτυλα που την πασπάτευαν και έτριζαν σαν να ήταν φτιαγμένα από αρχαίο χαρτί έτοιμο να διαλυθεί. Το πρόσωπο της Μαρίας πλησίαζε επικίνδυνα το δικό της, μπορούσε να δει τις λεπτές κόκκινες γραμμούλες στο κιτρινωπό ασπράδι του ματιού, την κάπως θολή κόρη.
Η μοδίστρα έκοψε επιδέξια το ύφασμα και τράβηξε γραμμές με μια λεπτή φέτα από σαπούνι.
Στην πρώτη πρόβα το φουστάνι είχε ήδη πάρει μορφή. Η Δάφνη προσπαθούσε να αγνοήσει τα παγωμένα δάχτυλα της Μαρίας που της άγγιζαν πότε – πότε το γυμνό δέρμα, ανατρίχιαζε βέβαια, αλλά τα μάτια της έμεναν καρφωμένα στο είδωλό της στον καθρέφτη: Το ρούχο έπεφτε όμορφα μέχρι λίγο κάτω από τα γόνατα και της άρεσαν οι δαντελλίτσες που ήταν πρόχειρα καρφιτσωμένες στον γιακά και τα μανίκια. Η μαμά ρώτησε πού ήταν η Έλλη.
«Ξαπλώνει» απάντησε η Μαρία βγάζοντας μια καρφίτσα από το στόμα της, «αδιαθέτησε».
Η Δάφνη ήξερε τι σήμαινε αυτό. Της είχε συμβεί πρόσφατα, πριν τέσσερις μήνες, και το αίμα την τρόμαζε κάθε φορά που εμφανιζόταν απρόσκλητο με άκρως ανησυχητική επιμονή και ακρίβεια. Ξανακοίταξε ανήσυχα την κλειστή συρταρωτή πόρτα.
Η μαμά και η μοδίστρα μιλούσαν τώρα για κάποιον που θα έβλεπαν στην επόμενη πρόβα. Κάποιον καλοστεκούμενο κύριο που αίφνης είχε μπει στη ζωή της Έλλης και που ίσως η παρουσία του θα γλίτωνε οριστικά το διαμέρισμα από την παρουσία των αγγέλων. Τα μάτια της Δάφνης γύριζαν νευρικά από το ταβάνι στο φουστάνι, από την κλειστή πόρτα στο χλωμό σαν περγαμηνή πρόσωπο της μοδίστρας, από το οικείο χαμόγελο της μάνας της στα ξεφτίδια που έπεφταν στο χαλί. Ήθελε να φύγει πριν σηκωθεί η άλλη αδερφή, με το αίμα ανάμεσα στα πόδια, και επικρατήσει εκείνη η δυσοίωνη σιωπή που συνήθως επέβαλλε η παρουσία της.
Όμως η μαμά τρελαινόταν να ακούει τέτοιες ειδήσεις. Ζήτησε μάλιστα και ένα λικεράκι για να γιορτάσουν το ευτυχές γεγονός. Ζήτησε επίσης να μάθει και το επάγγελμα του ευπρεπούς μέλλοντος γαμπρού. Η Μαρία δίστασε, έριξε μια γρήγορη ματιά στη Δάφνη και ψιθύρισε κάτι στο αυτί της μαμάς.
Το πρόσωπο της μαμάς πήρε μια εύθυμη έκφραση.
«Σίγουρα δεν θα ξεμείνει ποτέ από δουλειά», είπε, και η μοδίστρα την κοίταξε ανέκφραστη. Εκείνη τη στιγμή μπήκε η Έλλη στο δωμάτιο, με τα νυχτικά, και δυο περιοδικά στα χέρια.
Το βήμα της ήταν πιο ζωηρό απ’ ό,τι συνήθως. Η νυχτικιά της ήταν από βατίστα, έπεφτε με ωραίες πτυχές μέχρι κάτω, στους γυμνούς της αστραγάλους. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα αλογοουρά και τα μάγουλά της ρόδιζαν απαλά.
«Κοιτάξτε κι αυτά, έχει ωραία σχέδια».
Κάλεσε τη Δάφνη να καθίσει πλάι της. Το κοριτσάκι δεν κοιτούσε τα φιγουρίνια, έριχνε λοξές ματιές στη μοδίστρα. Για πρώτη φορά ένιωσε μια θέρμη να βγαίνει από το ισχνό σώμα που καλυπτόταν από τις δαντέλες της νυχτικιάς και της ανταπέδωσε το χαμόγελο.
«Είσαι όμορφη σήμερα», είπε στην Έλλη.
«Ποτέ της δεν κάνει τίποτα», μουρμούριζε η αδερφή της, «καμιά φορά καταδέχεται να διορθώσει ένα στρίφωμα και πάντα αφήνει στο πάτωμα σκουπίδια».
Η Έλλη ύψωσε αδιάφορα τα φρύδια και η Δάφνη την μιμήθηκε. Την πλησίασε περισσότερο. Τώρα τα σώματά τους αγγίζονταν, όμως το κοριτσάκι δεν ένιωσε δυσφορία.
Η νεότερη μοδίστρα κοίταξε το ταβάνι.
«Δες κι εσύ», ψιθύρισε.
Η Δάφνη σήκωσε το κεφάλι, όμως το μόνο που είδε ήταν οι αντανακλάσεις από το φωτιστικό και ρωγμές στους σοβάδες. Ωστόσο δεν θέλησε να απογοητεύσει τη μοδίστρα, ιδίως σήμερα, που ήταν σχεδόν όμορφη και τόσο διαφορετική από την αδερφή της.
«Δεν μοιάζουν με τα αυτοκόλλητα που βάζουμε στα τζάμια τα Χριστούγεννα», είπε σοβαρά.
«Όχι βέβαια, αυτοί είναι αληθινοί».
Χτύπησε το κουδούνι και η Μαρία σηκώθηκε να ανοίξει την πόρτα.
«Μην φεύγεις!» προειδοποίησε την αδερφή της βλέποντάς την να οδεύει και πάλι προς την κρεβατοκάμαρα, όμως η Έλλη δεν έδωσε σημασία στην προσταγή.
Η Μαρία κοίταξε καρτερικά τη μαμά που δάγκωνε σκεφτική το κάτω χείλος της, διώχνοντας ένα ανύπαρκτο χνούδι από τη φούστα της.
Τα φώτα πίσω από τη συρταρωτή πόρτα άναψαν επιτέλους.
Η Δάφνη μπορούσε να διακρίνει πίσω από το θολό φτηνό κρύσταλλο τον καναπέ, τις πολυθρόνες, ένα τραπεζάκι. Και μια ανθρώπινη φιγούρα να βγάζει παλτό και κασκόλ, να κάθεται σε μια πολυθρόνα με το κεφάλι σκυφτό.
«Θα του πάω εγώ τον καφέ και το λικέρ», δήλωσε. Η Μαρία την κοίταξε απορημένη, αλλά κατένευσε.
Στην κουζίνα, η Δάφνη έβαλε σε δυο ποτηράκια το πηχτό ποτό. Πήρε το ένα μαζί της και το πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Η Έλλη το κατέβασε μονορούφι.
«Φέρε μου ακόμα ένα. Και πήγαινε στο σαλόνι. Ρώτα τον. Ρώτα τον».
Το κοριτσάκι τακτοποίησε στον δίσκο το σπιτικό ποτό, ένα πιάτο κουλουράκια και τοποθέτησε ένα σταχτοδοχείο πάνω στο τραπεζάκι.
Σιωπηλοί, παρατηρούσαν ο ένας τον άλλον. Η Δάφνη έβρισκε το σχεδόν αρυτίδωτο πρόσωπό του πολύ κοινό, άγραφο, και τα γκρίζα ρούχα του κομψά, την μπορντό μεταξωτή γραβάτα στρωμένη σωστά. Κάθισε ήσυχα απέναντί του και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος.
«Ποια είσαι εσύ»;
Ο άντρας έπινε το λικέρ με μικρές γουλιές.
«Κατοικώ σ’ αυτό το δωμάτιο», απάντησε το κοριτσάκι. «Και όταν βαριέμαι να κάθομαι, κόβω βόλτες στο ταβάνι».
Η συρταρωτή πόρτα έτριξε, η Μαρία ετοιμαζόταν να χαιρετήσει κι αυτή τον επισκέπτη.
«Ένα λεπτό ακόμα» είπε δυνατά η Δάφνη, «ένα λεπτό μόνο».
«Κι εσύ τι δουλειά κάνεις; Μοιάζεις με βουλευτή».
Ο άντρας έφερε τα δυο χέρια στη βάση της μύτης, σκέφτηκε λίγο και μετά της χαμογέλασε.
«Περιποιούμαι τους νεκρούς».
Η Δάφνη σηκώθηκε και άνοιξε τη συρταρωτή πόρτα, ένευσε στις δύο γυναίκες να περάσουν μέσα. Πήρε γρήγορα το μισοτελειωμένο φουστάνι, ένα καλαθάκι με κλωστές, ψαλίδια και βελόνια πριν εισβάλλει στην κρεβατοκάμαρα.
«Γρήγορα», ψιθύρισε στη μοδίστρα που ήταν κουκουλωμένη μέχρι το λαιμό με το σεντόνι. Η Έλλη υπάκουσε αμέσως, ούτε παπούτσια έβαλε.
Κατέβηκαν αθόρυβα τις σκάλες της πολυκατοικίας, διέσχισαν τα στενά δρομάκια και βρέθηκαν στην αλάνα, όπου το φως του ήλιου προς στιγμήν τις τύφλωσε. Σε λίγο ζεστάθηκαν και πήραν βαθιά αναπνοή.
Η Δάφνη τράβηξε από το καλάθι το μισοτελειωμένο βελούδινο φόρεμα και το τίναξε στο φως.
«Ας κάνουμε τώρα την πρόβα. Εδώ».