της Δήμητρας Ρουμπούλα
«Το πρόβλημα όταν ακολουθείς ένα άστρο είναι σε ποιο σημείο σταματάς. Δύσκολα θα καταλάβεις πότε σου λέει να αποθέσεις το φορτίο σου. Επειδή ένα άστρο φαίνεται πάντα να στέκεται ψηλότερα από οτιδήποτε, είναι λες και περιμένει πάντα ένα τετράγωνο πιο πέρα…»
Παγιδευμένοι μέσα στις αντιφάσεις τους, αλλά και στα ζόρια του σύγχρονου κόσμου, οι ήρωες του μυθιστορήματος «Οι μεταφορές του Βασιλιά» του Τζόσουα Κόεν το μόνο που κάνουν είναι να ακολουθούν το άστρο τους μέχρι να ξεγελαστούν, με οδυνηρές συνέπειες. Πρόκειται για ένα τολμηρό βιβλίο που έχει λαμπρά πράγματα να πει, με φαρσικό χιούμορ και διεισδυτική κοινωνική ματιά, για την εβραϊκή ταυτότητα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, για το Ισραήλ και την Αμερική, τη διασπορά και τη μειονότητα, τους καταπιεστές και καταπιεσμένους, τον «Αρμαγεδδώνα μεταξύ του κεφαλαίου και του πρεκαριάτου» που ακούει, μεταξύ άλλων, στο όνομα των εξώσεων από τις ενυπόθηκες κατοικίες.
Με τις «Μεταφορές του Βασιλιά» (εκδ. Gutenberg) μάς συστήνεται o 43χρονος Τζόσουα Κόεν, από τις πιο αξιόλογες φωνές της σύγχρονης λογοτεχνικής σκηνής της Αμερικής, ο οποίος συγκαταλέγεται σε μια νέα γενιά συγγραφέων που περιγράφουν την εβραϊκότητα με όρους του 21ου αιώνα, παίρνοντας τη σκυτάλη από τους Σωλ Μπέλοου, Φίλιπ Ροθ, Μπέρναρντ Μάλαμουντ κ.ά. Ανταποκριτής σε διάφορες πόλεις της Ανατολικής Ευρώπης μεταξύ 2001 και 2006, εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 2005 και έκτοτε έχει δημοσιεύσει σειρά βιβλίων, ένα εκ των οποίων, το «Book of Numbers» για την κουλτούρα του Διαδικτύου, χαρακτηρίστηκε από τον πιο διάσημο στον αγγλόφωνο κόσμο κριτικό λογοτεχνίας και εμπνευστή του «Δυτικού Κανόνα» Χάρολντ Μπλουμ ως ένα από τα τέσσερα κορυφαία έργα της εβραϊκής λογοτεχνίας στην Αμερική, ανάμεσά τους και το «Θέατρο του Σάμπαθ» του Ροθ.
Γραμμένο το 2017, το μυθιστόρημα ξεκινά ως σατυρικό πορτρέτο ενός μεσήλικα άνδρα, αλλά ολοκληρώνεται ως μια ζοφερή ιστορία. Από τις ιδιαιτερότητες μιας εταιρείας μεταφορών στην περιοχή της Νέας Υόρκης επεκτείνεται σε ζητήματα φυλής, θρησκείας, ταυτότητας και μειονοτήτων, ανισοτήτων, φτώχειας και εθισμού. Μας προϊδεάζει για κάτι απλό αλλά τελικά περιστρέφεται γύρω από δύσκολα ζητήματα βίας και εξουσίας σε ΗΠΑ και Ισραήλ. Όλα αυτά αριστοτεχνικά σχεδιασμένα σε μια ενιαία ιστορία που αναστατώνει τις πεποιθήσεις.
Η πλοκή αργεί να ξεκινήσει, αλλά από την αρχή συναντάμε έναν σύγχρονο βασιλιά, ονόματι Ντέιβιντ Κινγκ, παραπέμποντας στον βιβλικό Δαβίδ. Είναι ένας Αμερικανός Εβραίος δεύτερης γενιάς, ιδιοκτήτης εταιρείας μεταφορών – μετακομίσεων, «Κίνγκ Μεταφορική», που διαθέτει και αποθηκευτικές εγκαταστάσεις σε διάφορα σημεία της μητροπολιτικής περιοχής. Εκεί αποθηκεύονται αζήτητα ή κατασχεμένα αντικείμενα σπιτιών μετά από εξώσεις, ο αριθμός των οποίων εκτοξεύεται μετά το 2008 – «η χειρότερη χρονιά αν δεν είχες ξεπληρώσει το δάνειο του σπιτιού σου, η καλύτερη χρονιά αν ήσουν ιδιοκτήτης μιας αμερικανικής εταιρείας μεταφορών». Ο πατέρας και ο θείος του ήταν τα μόνα μέλη της οικογένειάς τους που επέζησαν από τα ναζιστικά στρατόπεδα θανάτου, με τις μετέπειτα πορείες τους να χαράζουν δύο δρόμους για τη διασπορά. Ο πρώτος βρέθηκε στη Νέα Υόρκη, μετέτρεψε το όνομά του σε Τζέι Κινγκ και έπιασε δουλειά σε μεταφορική εταιρεία μέχρι που αγόρασε το δικό του φορτηγό. Ο δεύτερος περιπλανήθηκε στην Ευρώπη και κατέληξε στη Τζάφα. Έτσι, το να νιώθεις χωρίς ρίζες, δεν έχεις παρά να εφεύρεις τον εαυτό σου, έστω και με υποχωρήσεις.
Έχοντας αποκτήσει μια μεγάλη περιουσία, ο Ντέιβιντ προσπαθεί να μπει στο κατεστημένο της καλής κοινωνίας, για αυτό εμφανίζεται σε ένα πάρτι στα Χάμπτονς (εκεί παραθερίζει η άρχουσα τάξη της Νέας Υόρκης), υπό την αιγίδα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Αυτός που τσιγκουνευόταν ακόμη και τα διόδια, αγανακτεί για το πόσο κοστίζει η αγορά επιρροής: 4.000 δολάρια με αντάλλαγμα νερωμένα ποτά και άνοστο μπάρμπεκιου. Πειθήνιος και πράος, «ένας Εβραίος», σχολιάζει ο Κόεν, με πολιτικές απόψεις «τυχοδιωκτικές, κατώτερης τάξεως: υπέρ τού να έχεις γνωστούς, υπέρ των συμβολαίων, του δικαιώματος να πηδάς τη σειρά στο μπουφέ με τα επιδόρπια». Έχει μια δυσλειτουργική οικογένεια, με την πρώην σύζυγο να απαιτεί μέρος της περιουσίας, την γραμματέα ερωμένη να τον βάζει σε τάξη και μια αποξενωμένη κόρη, την Τάμι, η οποία τον θυμάται όταν χρειάζεται χρήματα για κλάμπινγκ και σνιφάρισμα. Επιπλέον τον θεωρεί ρατσιστή και κυρίως καταρρίπτει τις ελάχιστες βεβαιότητές του για τον εβραϊσμό. «Αυτό που έμαθα στο NYU (Πανεπιστήμιο Νέας Υόρκης) είναι πόσο ψυχοπαθείς είναι τελικά οι Εβραίοι», του λέει, προσθέτοντας ότι το Ισραήλ είναι «ένα αυταρχικό καθεστώς», ένα «κράτος-παρίας».
Μέσω της Τάμι, ο Κόεν υποστηρίζει ότι η νέα γενιά έχει βαρεθεί πια τις υποθέσεις των Εβραίων. Αλλά και ο ίδιος ο Ντέιβιντ είναι ένας αφομοιωμένος Εβραίος της Αμερικής, με ρηχό, αμφίβολο ενδιαφέρον για τη μακρινή πατρίδα. Επισκέφθηκε τους εκεί συγγενείς ως παιδί και επέστρεψε ως ενήλικας βλέποντας τα πράγματα απόμακρα, ως τουρίστας. Αυτό που βασικά ήθελε ήταν να διευθετήσει έναν παράνομο τραπεζικό διακανονισμό προκειμένου να κρύψει περιουσιακά στοιχεία από την πρώην σύζυγό του. Κι αν δέχεται κάποια στιγμή να φιλοξενήσει τον Γιοάβ, γιό της ξαδέρφης του από το Ισραήλ και να του προσφέρει δουλειά, συμβαίνει γιατί η καρδιακή προσβολή που υπέστη κάποια στιγμή ξύπνησε «μέσα από την αναισθησία του» το εβραϊκό ιδεώδες και συναισθήματα που θα ανύψωναν το ηθικό του.
Αν κάποτε το Ισραήλ ήταν ο τόπος που υποδεχόταν τους κυνηγημένους Εβραίους, τώρα είναι αυτό που τους απομακρύνει, όπως τον Γιοάβ και τον φίλο του Ούρι, οι οποίοι φτάνουν στη Νέα Υόρκη και εργάζονται στην επιχείρηση του Ντέιβιντ, επιταχύνοντας τους ρυθμούς των «Μεταφορών του Βασιλιά». Τους δύο νεαρούς στοιχειώνουν οι εφιάλτες από την πρόσφατη σκληρή θητεία τους στον ισραηλινό στρατό και τον πόλεμο της Γάζας. Νέοι στη μεγαλούπολη και στη γλώσσα, κάνουν συνεχώς αναδρομές σε τραυματικά γεγονότα. Όμως το ζητούμενο για τον συγγραφέα δεν είναι τόσο η προσαρμογή τους «στις ακάνθινες εκτάσεις του δυτικού κόσμου» όσο η αυταπάτη ότι φεύγοντας από το Ισραήλ θα ξέφευγαν απ΄ αυτό, απ΄ τους Εβραίους και τις ειδήσεις, θα άδειαζε το κεφάλι τους από φρικτές εμπειρίες. «Είχε πιστέψει ότι αλλάζοντας τους τοίχους γύρω του θα άλλαζε κι αυτός μέσα του, λες και όλη εκείνη η μούργα που του είχαν βάλει στο κεφάλι θα στράγγιζε την ώρα της μετάβασης», γράφει ο Κόεν για τον Γιοάβ.
Σύντομα το μυθιστόρημα περνά σε μια σειρά από παραλληλισμούς και ομοιότητες ανάμεσα σε αυτό που οι δύο νεαροί έκαναν στη Δυτική Όχθη, εκδιώκοντας Παλαιστίνιους και γκρεμίζοντας τα σπίτια τους, και σε αυτό που κάνουν τώρα στη Νέα Υόρκη, εκτελώντας εξώσεις, βγάζοντας άτυχους ενοίκους στο πεζοδρόμιο, κατάσχοντας περιουσιακά στοιχεία. Κάτι δηλαδή που μοιάζει με επιχείρηση κατοχής στην εποχή της στεγαστικής κρίσης – «κάθε μετακόμιση ήταν σαν στρατιωτική αποστολή». «Πού νά ΄ξερε ότι η στρατιωτική εκπαίδευση τον είχε προετοιμάσει για τον κλάδο των μετακομίσεων». Πρόκειται για τον ρόλο όχι του καταπιεσμένου ή διωκόμενου, όπως συνέβαινε με τους Εβραίους της Ευρώπης του 20ού αιώνα που έφταναν στην Αμερική για να σωθούν, αλλά του καταπιεστή, του διώκτη Ισραηλινού, όπως παρατηρεί ο μεταφραστής Παναγιώτης Κεχαγιάς στο πολύ ενδιαφέρον εισαγωγικό σημείωμά του. «Οι συνοδοιπόροι των Εβραίων της Αμερικής δεν είναι πλέον οι Εβραίοι της Ευρώπης, αλλά οι Ισραηλινοί».
Η κορύφωση έρχεται σε ένα μεταγενέστερο κεφάλαιο, όταν τα «τζίνια» της Κινγκ Μεταφορικής επιχειρούν να απομακρύνουν από το υποθηκευμένο πατρικό σπίτι του έναν απελπισμένο Αφροαμερικανό, «άνθρωπο με πολλές πεποιθήσεις και ακόμα περισσότερες ματαιώσεις που αποκρυσταλλώθηκαν σε μίσος». Είναι ο Έιβερι Λούτερ, Ιμάμου Νάμπι πριν ασπαστεί το Ισλάμ, βετεράνος του Βιετνάμ, ο οποίος, ανίκανος να ανταπεξέλθει στις πληρωμές ακόμη και των παγίων, γλιστρά στον γκρεμό της καθημερινής επιβίωσης και υποκύπτει στον εθισμό. Όπως και στη Γάζα, οι δύο Ισραηλινοί κάνουν αυτό που ξέρουν, εναντίον ενός Αφροαμερικανού μουσουλμάνου αυτή τη φορά, αλλά τα πράγματα πηγαίνουν στραβά.
Με γλώσσα πλούσια σε νοήματα και μεταφορές, ο Τζόσουα Κόεν διευρύνει τον προβληματισμό του πέρα από τον εβραϊσμό και όπως αυτός εμφανίζεται στις μέρες μας, εντάσσοντας τη σύγκρουση ανάμεσα σε διώκτες και διωκόμενους μέσα στον «Αρμαγεδδώνα μεταξύ κεφαλαίου και πρεκαριάτου», όπως λέει ο ήρωάς του Έιβερι που αγαπά πολύ το διάβασμα. Χρησιμοποιώντας, έστω και εμβόλιμα, τον σύγχρονο όρο του πρεκαριάτου για να δείξει την αναδυόμενη τάξη των πολιτών που ζουν υπό καθεστώς επισφάλειας και κατά κάποιο τρόπο να συνδέσει μεταξύ τους τούς ήρωες, παρά τις διαφορετικές αφετηρίες τους, ο συγγραφέας φιλοδοξεί να απεικονίσει το πρόσωπο της σημερινής Αμερικής, αν όχι του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Όλα αυτά κάνουν τις «Μεταφορές του Βασιλιά», εκτός από μια αξιοπρόσεκτη κατάθεση γύρω από την εξέλιξη της εβραϊκότητας στην Αμερική του 21ου αιώνα, ένα έξυπνο πολιτικό μυθιστόρημα για τις πατρίδες που λειτουργούν προς τους πολίτες τους περιοριστικά κι όχι απελευθερωτικά – ο Γιοάβ δεν μπορεί να ξεφύγει από τον ρόλο που του έχει επιβληθεί: «Δεν μπορείς να σταματήσεις να είσαι στρατιώτης, όπως δεν μπορείς να σταματήσεις να είσαι Εβραίος. Και οι δύο είναι μόνιμες ιδιότητες, ισόβιες». Επιπλέον, επίκαιρο καθώς δραματοποιεί μεγάλα προβλήματα των δυτικών κοινωνιών, όπως η στέγαση που θεωρείται εμπόρευμα κι όχι δικαίωμα.
«Οι μεταφορές του Βασιλιά», Joshua Cohen, εκδ. Gutenberg, μτφρ. Παναγιώτης Κεχαγιάς, σελ. 352