Οι μάγισσες δεν πιστεύουν στα δάκρυα (της Σόνιας Χαϊμαντά)

0
696

 

της Σόνιας Χαϊμαντά

 

Λένε ότι στη ζωή διαβάζεις παραμύθια δύο φορές και αν είσαι τυχερός, και μια τρίτη. Μια όταν είσαι παιδί και στην πορεία, όταν κάνεις παιδί η εγγόνι. Να λοιπόν ένα στερεότυπο που γκρεμίζει με το σπαθί της (ή μήπως με το ραβδί της;) η Βίβιαν Ινώ Τσαμαδού. Να ένα ταμπού που σπάει ο νέος, φρέσκος, πρωτότυπος αφηγηματικός τρόπος γραφής της. Η πρωτοτυπία του παραμυθιού «Οι μάγισσες δεν πιστεύουν στα δάκρυα» που λίγο πριν τις γιορτές βρήκε τη δική του θέση στις προθήκες των βιβλιοπωλείων και στις βιβλιοθήκες μικρών και μεγάλων, έγκειται στην ικανότητά του να δημιουργεί εικόνες χάρις στην ευτυχή συνάντηση των πνευμάτων της συγγραφέως Βίβιαν Ινώ Τσαμαδού και της Κατερίνας Σισκοπούλου που επιμελήθηκε τόσο πειστικά και παραστατικά την εικονογράφηση.

Οι επιρροές από τη θεματολογία, κυρίως τη φαντασία της Βρετανίδας Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, «μητέρας» του Χάρυ Ποτερ, που καλπάζει ελεύθερη σε μαγικά μονοπάτια, είναι προφανείς, με το παραμύθι της Βίβιαν Τσαμαδού να είναι απολύτως προσαρμοσμένο στην καθημερινότητα που ζουν τα παιδιά στην Ελλάδα (προ Covid-19). Οι επιρροές μάλιστα δεν είναι μόνο από τον Χάρυ Πότερ αλλά και από τον Φίλιπ Πούλμαν (Το Αστέρι του Βορρά) και ελληνικά κλασικά μυθιστορήματα όπως ο “Τρελαντώνης” της Πηνελόπης Δέλτα και η “Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ”, του Άγγελου Τερζάκη, στα οποία γίνεται αναφορά.

Το ντεμπούτο της Βίβιαν Τσαμαδού στο σύγχρονο ελληνικό παραμύθι συνιστά αναμφίβολα την έναρξη μιας πρωτότυπης σειράς περιπετειών μικρών μαγισσών στην Ελλάδα του σήμερα. Η ατρόμητη Ρεγγίνα, η μετρημένη Ρόζα και η σκανταλιάρα Νόρα είναι αδελφές σε μια αγαπημένη και δεμένη οικογένεια που αφομοιώνει διαχρονικές αξίες ενώ ενσωματώνει τη διαφορετικότητα. Ευφυΐα, θάρρος και αισιοδοξία επιστρατεύονται προκειμένου να λύσουν ένα μυστήριο. Ωστόσο τα σχέδιά τους προσπαθούν να ανατρέψουν και να ματαιώσουν οι κακοί καραμάγοι. Όμως οι τρεις αδελφές δεν εγκαταλείπουν τα όπλα. Άλλωστε οι μάγισσες δεν πιστεύουν στα δάκρυα.

Η δράση εκτυλίσσεται μέσα από τα ημερολόγια των τριών αδελφών. Στο πρώτο βιβλίο, με φόντο το κάστρο της Καλαμάτας, η Ρεγγίνα, με συμμάχους τις αδελφές της, αναζητεί με πάθος την αλήθεια για τη μυστηριώδη εξαφάνιση του πατέρα της.

Το παραμύθι απευθύνεται κυρίως σε παιδιά επτά ετών και πάνω, φυσικά στο νεανικό κοινό, τους εφήβους, αλλά και στους ενήλικες που νιώθουν ακόμη παιδιά μέσα τους και αγαπούν τα παιδικά best sellers της παγκόσμιας Λογοτεχνίας.

Εντάσσεται σε αυτό που ονομάζεται “αστική φαντασία” με πολλή δόση περιπέτειας, ευφάνταστες ανατροπές, ένα γλυκό μυστήριο, απαλές σκιές που κρατούν το ενδιαφέρον και που γρήγορα φωτίζονται, μάχες του καλού με το κακό με μια πινελιά μαύρου χιούμορ.  Η συγγραφέας μεταβολίζει όλον τον πλούτο του αξιακού της συστήματος μέσα από ένα παραμύθι χαρακτήρων, χωρίς να ηθικολογεί, να διδάσκει, να δείχνει το δάχτυλο στα παιδιά. Πραγματεύεται τόσο αριστοτεχνικά σημαντικά θέματα όπως η απώλεια του Πατέρα, το μπούλινγκ, ο αγώνας για επιβίωση – ακόμη και των ίδιων των παιδιών – η μόνιμη επιδίωξη του καλού για επικράτηση και κυρίως η ταύτιση του υπέρτατου καλού με το δημιουργικό, το ευφυές και το ευ αγωνίζεσθαι. Σημαντικό είναι ότι το παραμύθι περνά μια σειρά από πληροφορίες στον αναγνώστη χωρίς να κουράζει – μέχρι και συνταγή μαγειρικής δίνει – ενώ εστιάζει στα τοπικά έθιμα της Μεσσηνίας και στην Ιστορία της. Το συναίσθημα, αυτό το μάλλον “χειριστικό” συναίσθημα της συντριπτικής πλειονότητας των παιδικών παραμυθιών όπως τα ζήσαμε οι παλιότεροι, είναι ανύπαρκτο και εδώ φανερώνεται το συγκριτικό πλεονέκτημα και απογειώνεται η συγγραφική Καινοτομία και το “σκηνοθετικό εύρημα” του σεναρίου (θα μπορούσε κάλλιστα το παραμύθι να είναι η ‘μαγιά’ για ένα πετυχημένο σενάριο κινηματογραφικής ταινίας, animation ή και όχι). Το μήνυμα είναι προφανές αλλά όχι μονόπατο και ρηχό: Υπάρχουν στη ζωή καλοί και κακοί μάγοι. Στο χέρι του καθενός είναι να διαλέξει πλευρά. Οι καλοί μάγοι και οι καλές μάγισσες “|δεν πιστεύουν στα δάκρυα” πολύ απλά επειδή εμπιστεύονται τον αγώνα, τη μάχη της ζωής, την Αλήθεια, την Αγάπη, τη Φιλία αλλά κυρίως τον εαυτό τους. Είναι survivors αλλά κάνοντας το καλό (τώρα αν κάνουν κάποιες σκανδαλιές στους καραμάγους και τους εχθρούς τους, αυτό είναι άλλο θέμα και μέσα στο παιχνίδι της επιβίωσης). Οι μάγισσες λοιπόν δεν πιστεύουν στα δάκρυα γιατί πιστεύουν στην  αλληλεγγύη, στην οικογένεια, στην τρυφερότητα και πάνω από όλα στη δική τους δύναμη. Αυτό είναι και το υπέρτατο “ηθικό δίδαγμα” του παραμυθιού: H σημασία του να στέκεσαι στα πόδια σου με τα μαγικά να μην είναι εν προκειμένω τίποτα άλλο παρά ένα εύρημα, ένα άλλοθι του παραμυθιού: Γιατί το πιο ισχυρό όπλο που έχει πάνω του ο άνθρωπος και φυσικά ένα παιδί, το πιο πλήρες και δυνατό ‘οπλοστάσιο’, είναι το μυαλό του και οι αξίες του. Γιατί τα δάκρυα μπορεί να στερεύουν, αλλά το μυαλό και η ψυχή, ποτέ.

 

Βίβιαν – Ινώ Τσαμαδού, Οι μάγισσες δεν πιστεύουν στα δάκρυα, Μάρτης

Βρες το εδώ

 

Προηγούμενο άρθροΟ διάλογος του Αργύρη Χιόνη με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία (της Κατερίνας Κωστίου)
Επόμενο άρθροΑναμνήσεις από τον καιρό της πανδημίας (του Φίλιππου Φιλίππου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ