Το εισαγωγικό κείμενο στη σημερινή συζήτηση στην Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στη Θεσσαλονίκη (Περίπτερο 15, σκηνή Φραντς Κάφκα,3μμ)
του Δημήτρη Τζιόβα
Η σύγχρονη πεζογραφία φαίνεται να έχει ένα διττό προσανατολισμό: και προς το παρελθόν και προς το παρόν. Την παρελθοντική κατεύθυνση αντιπροσωπεύει ο σημαντικός αριθμός μυθιστορημάτων που αναφέρονται στον εμφύλιο πόλεμο και τα επακόλουθά του. Οι διαμάχες των ιστορικών για τον εμφύλιο, που πυροδοτήθηκαν από το άρθρο των Στάθη Καλύβα και Νίκου Μαραντζίδη στην εφημερίδα Τα Νέα το 2004 με τίτλο «Νέες τάσεις στη μελέτη του Εμφυλίου Πολέμου», διαμόρφωσαν ένα ευνοϊκό πλαίσιο για τη μυθοπλαστική ενασχόληση με τον εμφύλιο όπως και οι επέτειοι του 1821 και του 1922 ενίσχυσαν επίσης την ιστορική και βιογραφική ροπή του ελληνικού μυθιστορήματος. Η αναδιήγηση του παρελθόντος (ιστορικού και λογοτεχνικού) ενισχύθηκε και από τη στροφή στα graphic novels και την κυριαρχία της εικόνας και των media τα τελευταία χρόνια. Με το παρελθόν μπορεί να συνδεθεί και η στροφή προς την προφορικότητα και τα τοπικά ιδιώματα που ξεκινάει στα τέλη του περασμένου αιώνα με συγγραφείς όπως ο Θ. Βαλτινός ή ο Σ. Δημητρίου και συνεχίζεται σήμερα με νεότερους συγγραφείς όπως ο Γ. Μακριδάκης, ο Δ. Παπαμάρκος, η Β. Πέτσα, ο Μ. Αλμπάτης, ο Κ. Μπαρμπάτσης και άλλους. Η επιστροφή στο τοπικό δεν είναι μουσειακή αλλά η αναζήτηση μιας χαμένης προνεοτερικής Ελλάδας ως αντίβαρο στην αστική παγκοσμιοποίηση και τον Αθηναϊκό υδροκεφαλισμό. Σημαντική είναι από το 2010 και η παρουσία Κυπρίων γυναικών πεζογράφων (Κωσταντία Σωτηρίου, Λουίζα Παπαλοΐζου, Νάσια Διονυσίου κ.ά.) που αξιοποιούν με ιδιαίτερο τρόπο την Κυπριακή διάλεκτο, εγείροντας ζητήματα ταυτότητας και φύλου.
Από την άλλη πλευρά η παροντική κατεύθυνση της πεζογραφίας κορυφώνεται τα τελευταία χρόνια με αφηγήσεις που ασχολούνται με θέματα από την επισφάλεια των millennials και το διαδίκτυο μέχρι τα οικογενειακά στερεότυπα και το τέλος των φύλων. Αναφέρω ενδεικτικά μερικά πρόσφατα παραδείγματα: sam albatros, ελαττωματικό αγόρι (2021), Βίβιαν Στεργίου, Δέρμα (2022), Μαρία Γιαγιάννου, R.I.F. Ο θάνατος στο φέισμπουκ (2022), Αμάντα Μιχαλοπούλου, Η μεταμόρφωσή της (2022), Αλεξάνδρα Κ*, Πράγματα που σκέφτεται η παρθένος Μαρία καπνίζοντας κρυφά στο μπάνιο (2023), Γιώτα Τεμπρίδου, Διήγημας (2023) και το Λόλα Καραμπόλα (2022), ένα ενδιαφέρον queer μυθιστόρημα ενηλικίωσης, που θυμίζει Ταχτσή, της Ερωφίλης Κόκκαλη. Δεν είναι τυχαίο ότι ξεχωρίζουν οι γυναίκες και μάλιστα η Αλεξάνδρα Κ* προβάλλει μια γυναικεία θεματική, δηλώνοντας ότι οι «άνδρες συγγραφείς (βλ. Ροθ, Ουελμπέκ) μάς έχουν χαρίσει υπέροχες καταγραφές της στυτικής δυσλειτουργίας, προσωπικά όμως δεν έχω συναντήσει ποτέ μια καταγραφή της εμμηνόπαυσης, λες και δεν είναι εξίσου σημαντική εμπειρία».
Η δυναμική παρουσία των γυναικών και του Queer
Αν η δεκαετία του 1980 ανήκε στις γυναίκες πεζογράφους με εμβληματικά κείμενα όπως Η Φάρσα (1982) της Έρσης Σωτηροπούλου και τις συζητήσεις περί γυναικείας γραφής, ο εικοστός πρώτος αιώνας σε ποιον ανήκει; Νομίζω και πάλι στις γυναίκες αλλά αυτή τη φορά όχι στις πεζογράφους αλλά στις ποιήτριες. Μικροί εκδοτικοί οίκοι ή λογοτεχνικά περιοδικά εκδίδουν και προβάλλουν γυναίκες ποιήτριες ενώ γράφονται άρθρα για νέες ποιήτριες που ανανεώνουν την ποίηση. Η Κωνσταντίνα Κορρυβάντη παρατηρεί ότι «τα πιο τολμηρά ξεσπάσματα ποιητικού λόγου, τα πλέον συγκρουσιακά, αισθάνομαι πως αφορούν ταυτοτικά αιτήματα και ζητήματα φύλου» ενώ εκδηλώνεται ένα είδος επιθετικού φεμινισμού που οδηγεί ενίοτε σε καταγγελτική ποίηση, αν κρίνουμε από τον ειρωνικό τίτλο: «Οι άντρες μου λένε τι είναι αληθινή ποίηση» (Νόα Τίνσελ [Βάγια Κάλφα], Μακάρι να το είχα κάνει νωρίτερα, 2023). Η έμφυλη ποίηση αντιστέκεται στην πατριαρχία, όντας πιο σωματική, συγκριτικά με το παρελθόν, και κρατώντας το εξεγερτικό πρόταγμα επείγον. Το #MeToo έφερε στο προσκήνιο νέες τάσεις της φεμινιστικής και queer θεωρίας που «διαδίδονται και αποκτούν πληθυντικότητα, και μάλιστα στον άξονα της συμπερίληψης και της ανοιχτότητας».
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε τη δυναμική παρουσία της queer κουλτούρας με το 2023 να αποτελεί μια ξεχωριστή χρονιά για την ΛΟΑΤΚΙ+ λογοτεχνία στην Ελλάδα. Σε σχέση με προηγούμενες χρονιές όλο και περισσότεροι εκδότες άρχισαν να εκδίδουν και να μεταφράζουν queer κείμενα που διαβάστηκαν από ένα ευρύ κοινό. Η ίδια η έννοια του «κουήρ» συζητήθηκε στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης αλλά και στο Πρώτο Διαθεματικό Φεστιβάλ για το φύλο και τη λογοτεχνία της πρωτοβουλίας «Μωβ Μέδουσες» ενώ η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου/Zachie Oh συνέχισε να προκαλεί το διάλογο του ακαδημαϊκού με τον κινηματικό χώρο σχετικά με το κουήρ σώμα, την ευαλωτότητα και το τι σημαίνει «κοινότητα». Ο ποιητής Αλέκος Λούντζης υποστηρίζει ότι «τα τελευταία χρόνια η πλέον συγκροτημένη διεκδίκηση χώρου και λόγου στο πεδίο σφραγίζεται από την ανάδυση της queer λογοτεχνίας».
Το 2023 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Θράκα σε σύμπραξη με το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ και η πρώτη Ανθολογία Ελληνικής Κουήρ Ποίησης με 50 συμμετέχοντες, νοηματοδοτώντας το κουήρ «ως γίγνεσθαι, ως μεταμόρφωση και ως μεταίχμιο, αλλά κυρίως ως λοξή και έκκεντρη ποιητική/πολιτική μεθοδολογία». Η ανθολογία επιμένει στη ρηματική διάσταση της λέξης, τονίζοντας τη δράση, τη ρευστότητα και τη μη στασιμότητα τόσο της σεξουαλικότητας όσο και της ταυτότητας φύλου. Στην εισαγωγή τονίζεται ότι το queer «μπορεί να αναδειχθεί ως γλώσσα, όπου το αισθητικό είναι ταυτόχρονα πολιτικό, μια εν εξελίξει διαδικασία και όχι παγιωμένη ποιητική ή πολιτική ταυτότητα».
Με το βραβείο Γιάννη Βαρβέρη της Εταιρείας Συγγραφέων τιμήθηκε το 2022 η ποιητική συλλογή του Ευά Παπαδάκη, Μερακλίνα-Κουκιμπιμπέρισα-Ομπλαντί, (Ευρασία– Στιγμός 2021) και την επόμενη χρονιά τιμήθηκε με το βραβείο Κουμανταρέα σε πρωτοεμφανιζόμενο/η πεζογράφο ο Χάρης Καλαϊτζίδης για το μυθιστόρημά του Πολεμική Μηχανή (Εστία 2022). Ένα βιβλίο φιλοσοφικό και queer για τη σεξουαλικότητα, το φασισμό και την απελευθέρωση, που συνδυάζει την ωμότητα με την ποιητικότητα. Αυτές οι βραβεύσεις δείχνουν ότι και οι θεσμοί είναι πλέον ανοιχτοί σε queer κείμενα ενώ η σύγχρονη λογοτεχνία πασχίζει να επανεφεύρει το πολιτικό και να επαναπροσδιορίσει το αισθητικό. Η πεζογραφία παλαιότερα παρουσιαζόταν υποταγμένη στη λογική του best seller αλλά σε κριτικό επίπεδο η προσέγγισή της ήταν πιο ιστορική και γραμματολογική, όπως φαίνεται και από τις πρόσφατες μελέτες της πεζογραφίας της Μεταπολίτευσης,[1] ενώ η σύγχρονη ποίηση, που επανακάμπτει δυναμικά τον εικοστό πρώτο αιώνα, συστήνεται ως πιο πολιτική και αμφισβητησιακή.
Γενιά
Στην ποίηση του εικοστού πρώτου αιώνα επανέρχεται η έννοια της γενιάς με τους ποιητές του 2000 να θεωρούνται μια συνεργατική γενιά, που αξιοποιεί τη διαμεσική επιτέλεση χωρίς πολιτική εσχατολογία. Υπάρχουν όμως και φωνές που αμφισβητούν τη γενεακή προσέγγιση: «Σημασία έχει ότι η γενεακή θεώρηση δεν μοιάζει να μας βοηθάει να αποκτήσουμε μια καθαρή εικόνα του ποιητικού γίγνεσθαι στο επίπεδο των νέων ποιητών σήμερα – με τις διαφορετικές ομάδες που συνυπάρχουν, συνεργάζονται, ανταγωνίζονται η μία την άλλη, διατηρώντας τα χαρακτηριστικά τους». Αλλά και στην πεζογραφία φαίνεται να εκδηλώνεται η αντίσταση στη γενεαλόγηση ή την ένταξη. «Δεν είμαι μέλος μιας γενιάς» τονίζει η Σώτη Τριανταφύλλου σε μια συνέντευξή της το 2023. Και ένας νεότερος πεζογράφος, ο Δημοσθένης Παπαμάρκος, σε συνέντευξή του στο ερώτημα «αν αναγνωρίζει τον όρο γενιά» απαντάει ως εξής: «Μόνο ηλικιακά. Στην εποχή μας ο καθένας τραβάει κι από άλλο δρόμο. Θα καταλάβαινα το «γενιά» αν υπάρξει ένας ικανός αριθμός δημιουργών που με έναν τρόπο συγκινείται και υπηρετεί συνεκτικά μια αφήγηση. (…) Πίσω από τη «γενιά» υπάρχει μια αγωνία αφενός κατηγοριοποίησης, αφετέρου να εξιδανικευτεί μια κάποια νεότητα».[2] Οι πεζογράφοι φαίνεται να ακολουθούν μοναχικές διαδρομές ενώ οι ποιητές συσπειρώνονται σε κοινές δράσεις και συλλογικά εγχειρήματα.
Αν στη δεκαετία του 1980 η συλλογική ανησυχία ανταγωνιζόταν τη «γενιά του ιδιωτικού οράματος», κάτι ανάλογο φαίνεται να συμβαίνει και με τη γενιά της αριστερής μελαγχολίας και της ατελέσφορης εξέγερσης που συναγωνίζεται την παγκοσμιοποιημένη εξατομίκευση και τη διάχυση των νέων τεχνολογιών. Το συλλογικό όμως επανέρχεται με το σύνθημα που γράφτηκε στα Εξάρχεια τον Δεκέμβριο του 2008: «Το συλλογικό πάνω από το ατομικό», ενώ την «ολική επαναφορά του συλλογικού» σηματοδοτεί αργότερα η κρίση. Πώς όμως εκφράζεται το συλλογικό και από ποιον; Μήπως εγγράφεται στην αυξανόμενη ένταση ανάμεσα στην αυτο-έκφραση και αυτονομία αφενός και την ένταξη και ομαδοποίηση αφετέρου; Εφόσον ο ριζωματικός χαρακτήρας της σύγχρονης ποίησης αναζητά την ευελιξία και τη συνεχή αναπροσαρμογή των σχημάτων, τότε η επιστροφή στην έννοια της γενιάς πώς εξυπηρετεί αυτή την αναπροσαρμογή; Πώς στοιχειοθετείται η ριζοσπαστική της ρήξη, δεδομένου ότι η πολυφωνική της γενεαλόγηση εντοπίζεται στις γενιές του ’20, του ’50 και του ’60;
Λογοτεχνικό Παρελθόν
Την Άνοιξη του 2023 κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του περιοδικού Βλάβη με ένα αφιέρωμα με θέμα «Αποποίηση κληρονομιάς» στο εισαγωγικό σημείωμα του οποίου διαβάζουμε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
Το αφιέρωμα που θα ακολουθήσει συγκροτείται μέσω μιας αντίθεσης μέσω της κριτικής αντιπαράθεσης με πασίγνωστες φιγούρες των γραμμάτων. Αυτή η συγκρότηση δεν προκύπτει απλά και μόνο επειδή είναι πειρασμός να ερεθίζει κανείς/καμία τα αντανακλαστικά των διανοουμένων (ή μη), που επιμένουν να διαβάζουν και να προωθούν ως «απαραίτητα αναγνώσματα» συγκεκριμένους συγγραφείς. Προκύπτει επειδή μέσω της κριτικής αντιπαράθεσης μπορεί να εμφανιστεί στο κέντρο της συζήτησης περί λογοτεχνίας μια διαφορρετική όψη της γενιάς, διαφορετικές συγγραφικές πρακτικές, άλλες λογοτεχνίες, αν μας επιτρέπεται ο στόμφος.
Το αφιέρωμα περιέχει κείμενα για τον Καραγάτση, τον Ελύτη και τη Νέλλη Ανδρικοπούλου, πρώην σύζυγο του Νίκου Εγγονόπουλου. Για το επόμενο τεύχος υπόσχονται ένα αφιέρωμα στους «Έλληνες συγγραφείς που δεν θα εμφανιστούν μάλλον ποτέ στην τηλεόραση, δεν έχουν θέση στις λίστες με τα ευπώλητα, δεν θεωρούνται καν τόσο σημαντικοί ώστε οι εκδότες να ξοδεύουν λεφτά για να επανατυπώσουν τα έργα τους». Στο αφιέρωμα του επόμενου τεύχους, με τίτλο «Η μόνη κληρονομιά» (αναφορά στο ομότιτλο διήγημα του Γιώργου Ιωάννου), δεν συναντούμε και τόσο παραγνωρισμένους συγγραφείς αλλά τους Πικρό, Χατζή, Ιωάννου, Ταχτσή, Χάκα, Βακαλόπουλο, Καραπάνου και Ζατέλλη. Αυτό που απομένει είναι η διάθεση για αναθεώρηση που έχει ως στόχο κυρίως τη «Γενιά του ’30» στην οποία μια νέα πεζογράφος αντιδρά πιο προσωπικά και φεμινιστικά:
Για να είμαι ειλικρινής, αυτούς τους δύο [Σεφέρη και Θεοτοκά] τους αγαπώ, αλλά σιχαίνομαι να φτάνω στη λογοτεχνία μέσα από μίζερα περάσματα, όπως εκείνη εκεί η κλασική, σχολική φωτογραφία της γενιάς του ΄30, που ζέχνει αντρίλα και αποσιωπά τον ρόλο των γυναικών διανοούμενων της εποχής, αλλά και τον ίδιο τον ερωτισμό, τη σωματικότητα, την ίδια την ουσία της ποίησης. Είναι μια φωτογραφία χωρίς καμία ζωντάνια. Απ’ όταν την είχα δει στο σχολείο την σιχαινόμουν – οι περισσότεροι απ’ τους εικονιζόμενους μ’ έκαναν να βαριέμαι έτσι που έγραφαν και προσπερνούσα με χαρά τα έργα τους στη διδακτέα ύλη.[3]
Ενώ η πεζογραφία παραμένει έκκεντρη, χωρίς να αναζητά προγόνους και γενιές, η ποίηση αποκτά κέντρο, προγόνους και ταυτότητα που της κατασκευάζει η ακαδημαϊκή κριτική κινούμενη μεταξύ φεμινισμού, μεταπολιτικής και αριστερής μελαγχολίας. Πρόκειται για το πορτραίτο του εξεγερμένου που λειτουργεί ενοποιητικά ως κριτήριο ένταξης αλλά υποκρύπτει προγραμματικά και την τάση αποκλεισμού. Είναι ενδιαφέρον το ότι η εγχώρια κριτική αντέδρασε και στην ανθολογία Μέτρα λιτότητας και στην Αριστερή Μελαγχολία θεωρώντας τες ένα είδος αποικιοκρατικής χειρονομίας, επιβάλλοντας απέξω μια κανονιστική εικόνα της ελληνικής ποίησης. Διαβλέπουμε τη σύγκρουση της πολιτικής με την υψηλόφρονα ανάγνωση της ποίησης, της γενεαλογικής ομαδοποίησης με την ανένταχτη ιδιωτικότητα, της εξωτερικής συνθήκης με την εσωτερική παρόρμηση, του ακαδημαϊκού/δυτικού με το ποιητικό/εγχώριο. Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ελληνική λογοτεχνία του εικοστού πρώτου αιώνα είναι κατεξοχήν πολυτασική.
Διεθνοποίηση
Οι ξένοι αναγνώστες δεν επιζητούν το γραφικό και το εξωτικό, όπως νομίζεται, αλλά το διαφορετικό και το glocal, κάτι όχι στενά τοπικό το οποίο όμως διαθέτει ιδιαιτερότητα.[4] Για αυτούς προέχει το θέμα και όχι η φόρμα και για τούτο οι κρίσεις προκαλούν ενδιαφέρον. Δεν συμφωνώ, ως εκ τούτου, με την άποψη του Δημοσθένη Κούρτοβικ ότι «το σοκ της κρίσης του 2010 προκάλεσε κι ένα είδος απογοήτευσης και απόρριψης οτιδήποτε ελληνικού».[5] Αντίθετα οι κρίσεις και οι πόλεμοι προκαλούν ανέκαθεν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη χώρα που υποφέρει και το διαπιστώσαμε αυτό και στην περίοδο της δικτατορίας αλλά και πιο πρόσφατα στην περίπτωση της Ουκρανίας. Η κρίση στην Ελλάδα ενεργοποίησε το ενδιαφέρον του ξένου κοινού για τη χώρα, αν κρίνουμε από τις μελέτες και τα άρθρα που γράφτηκαν σε διεθνές επίπεδο και τούτο οδήγησε και στην αναζήτηση λογοτεχνικών κειμένων για να κατανοηθούν καλύτερα τα δεινά της κρίσης και η περιπέτεια της χώρας. Ας λάβουμε υπόψη ότι και οι ξένοι αναγνώστες χρειάζονται μια αφορμή ή ένα πρίσμα προσέγγισης μιας άγνωστης χώρας και λογοτεχνίας.
[1] Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, Η Κίνηση του Εκκρεμούς, ό.π., Ελισάβετ Κοτζιά, Ελληνική Πεζογραφία 1974-2010: Το Μέτρο και τα Σταθμά, Αθήνα, Πόλις 2020 και Δημοσθένης Kούρτοβικ, Η ελιά και η φλαμουριά, ό.π..
[2] Δημοσθένης Παπαμάρκος, «Στην Ελλάδα ολόκληρες γενιές αρνούνται να ενηλικιωθούν» συνέντευξη στον Νίκο Κουρμουλή, Τα Νέα, 27-28 Ιανουαρίου 2024. Και ο νέος πεζογράφος Χάρης Καλαϊτζίδης σε μια συνέντευξή του στον M. Hulot και στην ερώτησή του «πώς βλέπει τη γενιά του» δηλώνει «Δεν μπορώ να μιλήσω για τη γενιά μου γενικά κι αφηρημένα ως ένας εκπρόσωπος ή ένας μελετητής της. Μπορώ να μιλήσω μόνο για όσα άτομα είναι κοντά σε μένα», Lifo, 14 Απριλίου 2023 διαθέσιμο στο https://www.lifo.gr/culture/vivlio/moy-dinei-elpida-oti-xefeygei-o-23hronos-haris-kalaitzidis-egrapse-ena-simantiko
[3] Βίβιαν Στεργίου, «Ο Γιώργος Θεοτοκάς στη Λεωφόρο Συγγρού», Η Καθημερινή, 14 Σεπτεμβρίου 2023, διαθέσιμο στο bit.ly/3IYwSoO
[4] Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τα διλήμματα σχετικά με τη συμμετοχή στον διαγωνισμό της Eurovision: αγγλόφωνο ή ελληνόφωνο, έθνικ ή διεθνικό, συμμετοχή για να κερδίσεις ή να δηλώσεις ελληνικότητα.
[5] Κώστας Κατσουλάρης-Δημοσθένης Κούρτοβικ, Σκοντάφτοντας σε ανοιχτά σύνορα, Αθήνα, Πατάκης 2023, σ. 86.