του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου (*)
Μια φορά κι έναν καιρό, τότε που το Zonar’s στην Αθήνα είχε ακόμα τραπεζάκια επί της οδού Πανεπιστημίου, διαγώνια απέναντι από το Νομισματικό Μουσείο, το κτίριο που ο Τσίλλερ έφτιαξε για τον Σλήμαν, τον ανασκαφέα της Τροίας, καθόμουν εκεί ένα απόγευμα για να κάνω το διάλειμμά μου μετά από μια γεμάτη, εντατική μέρα στο γραφείο.
Πολλαπλές ροές εξελισσόταν μπροστά μου. Κάποιες ήταν ροές πεζών ανθρώπων- μια από αυτούς που έμπαιναν ή έβγαιναν από το λουσάτο πολυκατάστημα «Άττικα», με ευχάριστα κέφια, γαλβανισμένα από την επικείμενη ή προηγηθείσα κατανάλωση, και μια άλλη, αυτή των περαστικών στο πλατύ πεζοδρόμιο του Μουσείου-, αλλά και μια άλλου τύπου ροή, αυτή των πολλών αυτοκινήτων που περνάγανε ακατάπαυστα από τον φαρδύ δρόμο μεταξύ των πεζοδρομίων.
Όλες αυτές οι ροές ήταν συνυφασμένες με τους ήχους τους, μα αυτή των αυτοκινήτων, με τον θόρυβο τόσο διαφορετικών μηχανών, κάποιων από αυτών τόσο παλιών και κουρασμένων που αγκομαχούσαν για να τα καταφέρουν, και με πολλές σκόρπιες εναλλαγές όπως αυτές των μαρσαρισμάτων ή των δίτροχων μηχανών όπως χωνόταν και στριμωχνόταν εδώ κι εκεί, ανακατευόταν μεν με τα χαριεντίσματα και τις κουβέντες των περαστικών, μα στην ουσία τα καταπλάκωνε, δίνοντας, ως η μακράν ισχυρότερη, τον τόνο σε ένα ενιαίο ακουστικό συνοθύλευμα, μια βαβούρα.
Η λέξη «βαβούρα» στο λεξικό Μπαμπινιώτη συνδέεται με την αναστάτωση, την ανακατωσούρα, τη θολούρα, προέρχεται από το ρήμα «βαβάζω», που σημαίνει «μιλώ άναρθρα». Αυτή η «άναρθρη βοή» με κατέκλυζε εκείνη την ώρα, που με ένα βιβλίο των εκδόσεων «Αγρα» στο χέρι καθόμουν στο κατά τα άλλο φίνο ζαχαροπλαστείο, με τη διάθεση να αποσυνδεθώ για λίγο από την πραγματικότητα των υποχρεώσεων, ως «μόνος μέσα στον κόσμο». Και τότε, το μυαλό μου δεν «με πήγε αλλού»- αυτό το αλλού είχα διαλέξει-, μα «το είδε και το άκουσε αλλιώς»: όπως στο καλό θέατρο, που κρατάει μεν την επαφή του με την πραγματικότητα, μα τη βλέπει διαφορετικά από μια στεγνή αναπαράστασή της, φαντασιώθηκα ότι τα αυτοκίνητα δεν κάνουν θόρυβο («σαν την εποχή που θα είναι ηλεκτρονικά» το υποστήριξε ο επιστήμονας μέσα μου). Ξάφνου η ροή των τόσο διαφορετικών οχημάτων, με την πανδαισία των σχημάτων και των χρωμάτων τους, έγινε ποιητική, κι ακόμα πιο ποιητική η σύνθεσή της με τις άλλου είδους τροπισμούς των ροών των πεζών. Ζούσα και γαλήνευα δημιουργικά για λίγο, όσο το αποζητούσε ο οργανισμός μου, καταμεσής του σύγχρονου Κόσμου- και όχι αποξενωμένος, κλειδωμένος σε ένα δωμάτιο-, βιώνοντάς τον αλλιώς.
Οι ήχοι των τοπίων της λογοτεχνίας
Μολονότι η βαβούρα συνιστά την ηχητική ταυτότητα του δημόσιου χώρου των ελληνικών πόλεων στην εποχή μας- στην Αθήνα και τη Θεσαλονίκη περισσότερο, στις επαρχιακές πόλεις ενδεχομένως λιγότερο, με επί μέρους διαφορές και κατά τόπους εξάρσεις όπως οι φριχτές φυσούνες που σπρώχνουν τα φύλλα στα πεζοδρόμια και τους κήπους, η συχνά τρομερή ένταση της μουσικής που εκπέμπεται από καταστήματα προς τα έξω, τα κάθε λογής μεγάφωνα, τα μαρσαρίσματα των μηχανών στους μονίμως παραβιασμένους πεζόδρομους, τα αδέσποτα κομπρεσέρ εδώ κι εκεί, οι θόρυβοι από κάθε λογής επεμβάσεις σε υφιστάμενα κτίρια- ο δημόσιος και ιδιωτικός λόγος γι’αυτή την «άναρθρη βοή» είναι πρακτικά ανύπαρκτος. Όχι μόνο ο προφορικός, μα και ο γραπτός: τα τοπία της λογοτεχνίας είναι αποκαθαρμένα από αυτή τη βοή. Αν κάποιος ερευνητής στο μέλλον βασιζόταν στα γραπτά ντοκουμέντα της σημερινής κοινωνίας, ενδεχομένως δεν θα υποψιαζόταν την ύπαρξη αυτής της παραμέτρου της δημόσιας ζωής.
Και όμως, συζητώντας το θα μπορούσαμε να εμβαθύνουμε σε πλείστα όσα ζητήματα. Ο Γάλλος συγγραφέας Ονορέ ντε Μπαλζάκ γράφει, στο μυθιστόρημά του «Η αναζήτηση του απόλυτου», ότι από τη μελέτη του τρόπου με τον οποίο χτίζονται οι πόλεις προκύπτει και η δομή της κοινωνίας που τις κατασκεύασε και τις λειτουργεί, μα το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και για τη συνολική αποτίμηση των θορύβων της πόλης.
Για την Ελλάδα, το είδος της βαβούρας που επικρατεί συνδέεται από την άποψη των ποιοτικών χαρακτηριστικών με τα στενά και συχνά με σπασμένα πλακάκια πεζοδρόμια, τα αδέσποτα σκάμματα, τις ατελείωτες λακούβες των δρόμων κυκλοφορίας των αυτοκινήτων, τα γκράφιτι στους τοίχους των άλλων, τα μπαλκόνια των πολυκατοικιών ως εκτεθειμένες αποθήκες, τους όποιους κήπους στους οποίους ποτέ δεν βλέπεις κάποιον να κάθεται. Ένα ενεργειακό συνεχές που προσομοιάζει στην ατμόσφαιρα- και πολλές φορές είναι κυριολεκτικά αυτό- ενός απέραντου εργοταξίου, πότε παρατημένου και πότε εν εξελίξει, πάντως μόνιμα άτυπα εγκατεστημένου. Είναι αυτό που αντιστοιχεί σε μια χώρα που βρέθηκε μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο και πολλαπλές τραχιές περιπέτειες με ένα ιδιότυπο σύστημα που κατ’οικονομία ονομάζουμε «λαϊκό καπιταλισμό»- διαφορετικό από αυτό του σκληρού πυρήνα της «ευρωπαϊκής Δύσης», μα και της ευρωπαϊκής Ανατολής του «υπαρκτού σοσιαλισμού»-, το οποίο για δεκαετίες ανέβασε τους οικονομικούς δείκτες της χώρας, μα για καιρό τώρα έχει βαλτώσει για τα καλά, χωρίς κανείς να επεξεργάζεται σενάρια για μια επόμενη ρωμαλέα φάση. Μια «άναρθρη βοή», χίλιες φορές προτιμότερη από αυτή τη βοή του πολέμου, όπως και από τους παγωμένους ήχους μιας χώρας υπό στυγνή καταπίεση, αλλά συχνά αποσαρθρωτική της δημιουργικής διάθεσης, αντίστοιχης μιας κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από ενδορρήξεις, που η ενέργειά της σκάει κάθε τόσο προς το εσωτερικό της, στα ίδια της τα μέλη, αντί να διοχετεύεται δημιουργικά και εξελικτικά προς τα έξω.
Βεβαίως, μολονότι ο επικρατών κάθε φορά «δημόσιος θόρυβος» είναι χαρακτηριστικός του συστήματος με βάση το οποίο δομείται και λειτουργεί η συγκεκριμένη κοινωνία, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι και στο εσωτερικό των σπιτιών μας βασιλεύει μια συγχεχυμένη βοή, κι αυτό είναι ανθρωπολογικό χαρακτηριστικό που συνδέεται περισσότερο με την εποχή συνολικά, παρά με το κοινωνικό και παραγωγικό σύστημα κάθε χώρας. Το ζάπινγκ στις τηλεοπτικές συσκευές και τις ηλεκτρονικές οθόνες είναι ένας πολύ γνώριμος παραγωγός βοής. Ο φημισμένος (στον Κόσμο- στην Ελλάδα είναι άλλος ένας πολύ ενδιαφέρων Αμερικανός καινοτόμος στοχαστής που είναι αμετάφραστος και άγνωστος, άρα δεν τροφοδοτεί την όποια πολιτική και κοινωνιολογική μας σκέψη) Marshall McLuhan έχει ασχοληθεί στο βιβλίο του «Understanding Media», εκδόσεις Routledge, από ανθρωπολογική άποψη, με το ζήτημα της επέκτασης όχι πιά των σωμάτων μας, όπως συνέβαινε στη μηχανική εποχή, μα του νευρικού μας συστήματος διά της διάχυτης ηλεκτρονικής τεχνολογίας. Αυτή η επέκταση δεν είναι αθόρυβη: στο εσωτερικό των σύγχρονων σπιτιών μόνο αν οι άνθρωποι απομονωθούν με ακουστικά δεν θα ακούν μια συνολική βοή από κάθε λογής ηλεκτρονικές συσκευές, που ανακατεύεται με τις ομιλίες των ανθρώπων που ζουν εκεί, είτε μεταξύ τους, είτε στα κινητά τους τηλέφωνα.
Το κυρίαρχο στον δημόσιο χώρο και τα σπίτια μας βουητό δίνει τον τόνο και σε άλλα περιβάλλοντα, όπως στα εστιατόρια που μια δυνατή ομογενοποιητική της ατμόσφαιρας μουσική σκεπάζει τις κουβέντες των συνδαιτημόνων στα τραπέζια.
****
Επιχειρώντας να ψηλαφήσουμε γνωστικά τα χαρακτηριστικά της «άναρθρης βοής» αναδείξαμε και κάποιες ανησυχαστικές διαστάσεις της. Προκύπτει λοιπόν η ανάγκη μιας περαιτέρω δημιουργικής προσέγγισης, προκειμένου να «εξημερώσουμε» αυτή την αταξία μεγάλης εντροπίας, με άλλα λόγια να φέρουμε τον Κόσμο περισσότερο στα μέτρα μας.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι να το κάνουμε. Ο πιο εύκολος είναι να εξορκίζουμε αυτή τη βοή φορώντας παντού ακουστικά. Όλοι οι τρόποι είναι θεμιτοί, αρκεί να έχουμε συνείδηση των επιπτώσεων. Αυτός μας αποκόπτει από την αντίληψη του Όλου, και επί πλέον μας καθιστούν εύθραυστους, ιδίως όταν ξεμυτίζουμε από το «προστατευμένο» (από εξωτερικές δράσεις, μα όχι από ενδορρήξεις). Επί πλέον, πρέπει να έχουμε πλεονάζοντα υλικά αποθέματα, για να μπορέσουμε να υποστηρίξουμε για καιρό μια τέτοια στάση.
Στην πιο ασφυκτική του εκδοχή, ο τρόπος της αποκοπής από το περιβάλλον με παραπέμπει στο απόσπασμα «Μυρίστε τον εαυτό σας!» από το μυθιστόρημά μου «Σου έχει μείνει καθόλου περιουσία;», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2008. Εκεί, σε μια τηλεοπτική διαφήμιση όπου προβάλλεται όλη η κακοριζικιά ενός λιγδιασμένου αστικού περιβάλλοντος, η εταιρεία καλλυντικών προβάλλει το μήνυμα: «Σταματείστε επί τέλους να καταθλίβεστε μυρίζοντας το περιβάλλον. Επιβληθείτε στην κατάσταση μυρίζοντας μόνο τον εαυτό σας, φορώντας το άρωμά μας!»
Ενας άλλος τρόπος είναι να αναζητήσουμε πιο «φιλικά» περιβάλλοντα. Μπορεί όντως να μας ταιριάζει μια μετακόμιση σε άλλους τόπους, μόνο που τότε είναι συνετό να κινηθούμε χωρίς να εξιδανικεύουμε το όποιο παρελθόν αν κάτι τέτοιο αναζητούμε με τη μετακίνησή μας (ο ποιητής Νίκος Παππάς, στο ποίημά του «Το παραμύθι του υπνοβάτη», δεν θέλει να έχει σχέση με «τα αηδιαστικά και πένθιμα κοράκια» των προπολεμικών πόλεων της Θεσσαλίας), ούτε να θεωρούμε ότι η αίσθηση μιας χαλαρωτικής ηχητικής ατμόσφαιρας που βιώνουμε ενδεχομένως στις διακοπές μας κάπου, παραμένει απαραίτητη η ίδια και στις συνθήκες μιας μόνιμης διαμονής. Κάθε τόπος σε κάθε εποχή έχει τους δικούς του θορύβους, σε συνάφεια με τον τρόπο ζωής της κοινωνίας εκεί, αλλά και το κλίμα ( ο καθηγητής Χρήστος Ζερεφός μου έλεγε ότι η κλιματική αλλαγή προς την ψύχρανση του κλίματος στην Ευρώπη, την εποχή του Σαίξπηρ, απηχείται πολλαπλά στα έργα του μεγάλου δημιουργού με καταιγίδες, τρικυμίες και άλλα σχετικά), και παρεπιπτόντως θα ήταν συναρπαστικές κάποιες σύγχρονες προσεγγίσεις για τους θορύβους σε προηγούμενους αιώνες: κάτι σαν ατυπικές περιπέτειες εποχής.
******
Εννοείται ότι αυτό που θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει πρωτίστως, είναι να κινηθούμε στο πεδίο της βελτίωσης των δομών και της λειτουργίας της κοινωνίας ώστε να προκύψουν θελκτικότερες ατμόσφαιρες στις πόλεις μας. Αλλά ακόμα κι έτσι, η διαυγέστερη αντίληψη αυτής της «άναρθρης βοής» είναι απαραίτητη, όπως ισχύει για κάθε είδους πρόβλημα. Και εδώ έρχεται ο ρόλος της Τέχνης, ιδανικά μιας Τέχνης τόσο δυνατής όση και η επιδραστικότητα αυτής της βαβούρας.
Η λογοτεχνία (όπως και ο κινηματογράφος) έχει μια εν δυνάμει προνομιακή θέση όσον αφορά τη συμβολή της Τέχνης στο να χωρέσει αυτή η αταξία και η εντροπία της στην αντίληψή μας. Οι τρόποι της λογοτεχνίας είναι ατελείωτοι, η επινοητικότητα και η ευαισθησία των δημιουργών της το ίδιο, μα θα επιχειρήσω να δώσω μια ιδέα μεταφέροντας αποσπάσματα από μια πολύ ζωηρή συζήτηση του Ζαν Λυκ Γκοντάρ με τον Μικελάντζελο Αντονιόνι, από το βιβλίο «Μικελάντζελο Αντονιόνι:Κείμενα και Συνεντεύξεις» των εκδόσεων Αιγόκερως, 1988.
Κάπου ο Αντονιόνι λέει: «Καθώς η προσωπική μου διαλεκτική αναζητά έναν τρόπο για να περάσουν κάποια πράγματα στην οθόνη, σε κάποιες ταινίες μου, πρωταγωνιστεί η ατμόσφαιρα. Λειτουργεί ως η επιφάνεια όπου αντανακλάται η ζωή του ήρωα.» «Στην ‘Κόκκινη έρημο’, μια ταινία που εξελίσσεται στο περιβάλλον της βαριάς βιομηχανίας των πετροχημικών της Ραβέννα στην Ιταλία και στην οποία πρωταγωνιστεί η Μόνικα Βίττι ως Τζουλιάνα, η νεύρωση των χαρακτήρων γεννιέται ακριβώς απ’την ατμόσφαιρα.» Εχει τη σημασία του ότι δεν πλησιάζει το θέμα του με απόλυτο τρόπο, καταγγελτικά. Σε ερώτηση του Γκοντάρ, απαντά ο Αντονιόνι: «Είναι υπεραπλούστευση αν πώ, όπως πολλοί, ότι κατηγορώ τη βιομηχανοποιημένη, απάνθρωπη κοινωνία όπου το άτομο συνθλίβεται και οδηγείται στη νεύρωση. Πρόθεσή μου απεναντίας ήταν να μεταφέρω την ομορφιά αυτού του κόσμου, όπου και τα εργοστάσια μπορεί να είναι όμορφα, ίσως πιο ωραία από μια δεντροστοιχία που το μάτι έχει κουραστεί να βλέπει. Είναι ένας κόσμος πλούσιος, ζωντανός, χρήσιμος. Επιμένω ότι για μένα το είδος της νεύρωσης που βλέπετε στην ‘Κόκκινη έρημο’ είναι κυρίως ζήτημα προσαρμογής.»
Και ολοκληρώνει: «Υπάρχουν άνθρωποι που προσαρμόζονται, ενώ άλλοι δεν τάχουν καταφέρει γιατί είναι πολύ δεμένοι με δομές ή με ρυθμούς ζωής που είναι ξεπερασμένοι. Για τη Τζουλιάνα, η σύγκρουση ανάμεσα στην ευαισθησία της, την προσωπικότητα, την ψυχολογία της και τον ρυθμό που της έχει επιβληθεί είναι τόσο βίαιη ώστε προκαλεί την κρίση…Μια κρίση που σχετίζεται και με το σύστημα αξιών της (μόρφωση, ηθική, πίστη) που έχει πάψει πλέον να ισχύει και δεν μπορεί να τη στηρίξει. Βρίσκεται επομένως στην ανάγκη να ανανεωθεί εξ ολοκλήρου σα γυναίκα που είναι.» Ανοίγοντας δυναμικά το θέμα της σχέσης ανθρώπου και περιβάλλουσας ατμόσφαιρας ο Αντονιόνι, εισάγει και το ζήτημα του σύστηματος αξιών που ανανεούμενο εξ ολοκλήρου μπορεί να συμβάλλει σε μια ενεργητική- σε αντίθεση με την παθητική- προσαρμογή και του περιβάλλοντος στον άνθρωπο, και όχι μόνο του ανθρώπου σ’αυτό.
Επίμετρο 1.
Μου αρέσει η μουσική του Ροσσίνι, έτσι κι αλλιώς, μα η θελκτικότητά της για μένα μεγαλώνει γνωρίζοντας ότι γοήτευε τον Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Ένα βράδυ λοιπόν που είχε Ροσσίνι το Τρίτο Πρόγραμμα, άρχισα να τον απολαμβάνω μα γρήγορα ο καταλυτικός θόρυβος μιας μηχανής πολλών κυβικών που ο ιδιοκτήτης της την έβαλε μπρος για να ζεσταίνεται, κατεδάφισε την μουσική μυσταγωγία.
Μετά την αναστάτωση όμως, προσπαθώντας να ισορροπήσω, είχα μια έκλαμψη: «Πώς άκουγε τη μουσική του Ροσσίνι ο Μπαλζάκ;» αναρωτήθηκα. Προφανώς όχι στο σπίτι του, τον 19ο αιώνα. Περίμενε τις συναυλίες του στο Παρίσι, όταν αυτές γινόταν, στο όποιο Μέγαρο συναυλιών.
Ηρέμησα. Δεν έδινα προφανώς ασυλία στους τρομακτικούς έκτακτους θορύβους εδώ κι’εκεί, μα αντιλήφθηκα παράλληλα ότι δεν μπορούμε να τα θέλουμε όλα δικά μας. Περιμένω λοιπόν να ακούσω τον Ροσσίνι του Ονορέ ντε Μπαλζάκ σε κάποιον χώρο συναυλιών, όταν έλθει η ώρα.
Επίμετρο 2.
Συζητούσα με ένα νέο, ελπιδοφόρο και δημιουργικό κορίτσι που μετακόμισε από τα βόρεια προάστια που έμενε με τους γονείς της, σε διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας. «Πώς σου φαίνεται η βαβούρα που επικρατεί στους δρόμους;» τη ρώτησα. «Με θέλγει και με καθησυχάζει, για την ώρα, σαν νάχω κοντά μου τη βουή ενός μεγάλου ποταμού» μου λέει.
(*) Ο Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο «Ηδονική Γεωγραφία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια.