Του Γιάννη Η. Παππά
Η γυναικεία φιγούρα είχε πάντα ένα διφορούμενο ρόλο για τον Τσέζαρε Παβέζε: από τη «γυναίκα με τη βραχνή φωνή» (Τίνα Πιτσάρντο) έως τη «γυναίκα που ήρθε τον Μάρτιο» (Κόνστανς Ντόουλινγκ), η γυναίκα εκφράζει την αιτία πριν από την ύπαρξη και την τελευταία ελπίδα πριν την αυτοκτονία δίνοντας φωνή σε ένα συναίσθημα τόσο αυθεντικό όσο και απελπισμένο.
Η γυναίκα για τον ποιητή γίνεται ένα αντιφατικό σύμβολο της ζωής και του θανάτου: «Είσαι η ζωή και ο θάνατος…» λέει σ’ ένα ποίημά του. Και το διώνυμο «έρωτας και θάνατος» αποκαλύπτει σε όλη την δραματική του δύναμη το, χρωματισμένο ποιητικά, «προγονικό αρχέτυπο». Η γυναίκα θεωρείται μια ανεξιχνίαστη πραγματικότητα, αρχή ζωής και θανάτου· και ωστόσο με μια «παρουσία» αληθινή περισσότερο σοβαρή, προδομένη από την ίδια ζωντανή τρυφερότητα με την οποία αυτή είναι ιδωμένη.
Κάθε γυναίκα που συναντάει τη βλέπει ως δυνατότητα ζωής, γιατί η ζωή χωρίς τον έρωτα δεν έχει λόγο ύπαρξης. Η γυναίκα για τον Παβέζε είναι «πηγή έρωτα» και κυρίως «υψηλή, βασανιστική, θεϊκή ποίηση».
Πάντα όμως ο ποιητής πιστεύει ή τουλάχιστον ελπίζει ότι η γυναίκα που ερωτεύεται μπορεί να του χαμογελάσει, να του δώσει κουράγιο να ξεφύγει από την μοναξιά του και να δει με αισιοδοξία τη ζωή. Όταν συνειδητοποιήσει ότι αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί θα αυτοκτονήσει.
Η πρώτη γυναίκα για την οποία έχουμε πληροφορίες ότι γνώρισε ο Παβέζε και την ερωτεύτηκε ήταν μια νεαρή χορεύτρια –τραγουδίστρια στο Καφέ-σαντάν “La Meridiana” στην γκαλερία Natta, όπου σύχναζαν και αρκετοί μαθητές και φοιτητές του Τορίνου. Βρισκόμαστε στα 1925 και ο Παβέζε είναι ακόμα μαθητής λυκείου. Το όνομά της χορεύτριας, ή καλύτερα το καλλιτεχνικό της ψευδώνυμο, ήταν Pucci και συμμετείχε ως μπαλαρίνα στο μπαλέτο της Ίζα Μπλουέτε.[1]
Ο συμμαθητής και φίλος του Παβέζε Τούλιο Πινέλι, πολύ γνωστός σεναριογράφος, υποστηρίζει ότι πιθανότατα η Pucci ήταν ο πρώτος έρωτας για τον Παβέζε.
Ο βιογράφος και φίλος του Παβέζε, Ντάβιντε Λαγιόλο, στο βιβλίο που έγραψε για τη ζωή και το έργο του ποιητή[2], αναφέρει το ραντεβού του Παβέζε μ’ αυτήν τη γυναίκα. Αυτό το ραντεβού, σύμφωνα με τον Λαγιόλο, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον Παβέζε στη σχέση του με τις γυναίκες:
«Δίπλα στο σχολείο, υπάρχει η ζωή. Και οι πειρασμοί ενός μαθητή γυμνασίου είναι ειδικά για τις γυναίκες. Ο Παβέζε δεν είναι ένας από αυτούς τους θερμούς νεαρούς που ξεχνούν τα πάντα όταν βλέπουν γυναικεία φούστα. αλλά δεν θέλει να υστερεί απέναντι στους άλλους, και οι έρωτες ενός ντροπαλού άνδρα είναι πάντα πιο σοβαροί από εκείνους ενός τολμηρού. Και είναι ακριβώς στα χρόνια του λυκείου που έχουμε τη δεύτερη «συντριβή» του Παβέζε.
Δεν πρόκειται πλέον για μια συμμαθήτρια, διότι, συχνάζοντας με φίλους στα καφέ και στα βαριετέ, ένιωθε να του αρέσουν κορίτσια με χαμηλότερη κουλτούρα, πιο απλά ακόμα κι αν ήταν πιο επιδέξιες στο να εξαπατούν τους άντρες.
Το κορίτσι που τον αναστάτωσε εκείνα τα χρόνια είναι ακριβώς μια τραγουδίστρια-χορεύτρια, που εργάζεται στο μουσικό καφέ «La Meridiana›› […] Ένα βράδυ, αφού άκουσε το τραγούδι, ο Παβέζε ξεπερνάει την ντροπή του, παίρνει θάρρος και κλείνει ραντεβού μαζί της. Είχε ανταλλάξει λίγα λόγια με το κορίτσι τα προηγούμενα βράδια και είχε την εντύπωση ότι δεν είχε προσέξει τα επίμονα βλέμματα του. Το ραντεβού είναι για τις έξι το απόγευμα, μπροστά από την κύρια είσοδο του καφέ.
Στις έξι ακριβώς, ο Παβέζε είναι στην αναμονή. Αλλά η αναμονή συνεχίζεται. Η τραγουδίστρια – χορεύτρια δεν έρχεται ούτε στις έξι, ούτε στις επτά ούτε στις εννέα. Ο Παβέζε περιμένει πάντα και θα παρατείνει την αναμονή μέχρι τα μεσάνυχτα. Η επίμονη βροχή που πέφτει πάνω του από τις έντεκα δεν τον κάνει να παρεκκλίνει από τον σκοπό του. Ούτε φεύγει όταν είναι βέβαιο ότι το κορίτσι δεν θα έρθει πλέον. Μόνο όταν ένα ρολόι χτυπά τα μεσάνυχτα, λυπημένος, διαλυμένος, αποφασίζει να πάει στο σπίτι μούσκεμα μέχρι το κόκαλο. Θα μάθει την επόμενη μέρα ότι η χορεύτρια βγήκε στις έξι η ώρα, αλλά από μια πλαϊνή πόρτα του καφέ, όπου την περίμενε ένας λιγότερο επίμονος αλλά πιο τυχερός θαυμαστής. Η είδηση, η βροχή, το κρύο του σπάνε το ηθικό. Μετά τον πρώτο πυρετό, η κατάστασή του χειροτερεύει και τον χτυπάει και μια πλευρίτιδα η οποία τον αναγκάζει να εγκαταλείψει το σχολείο για τρεις μήνες».
Σε φίλους που τον επισκέπτονται και εντυπωσιάζονται από την ωχρότητα και τη αδυναμία του, απαντά ότι έχει χάσει, μαζί με τη φυσική του δύναμη, όλη του την αυτοπεποίθηση.
Να σημειώσουμε ότι το επεισόδιο αυτό ενέπνευσε τον ιταλό τραγουδοποιό Francesco De Gregori να γράψει το τραγούδι- Alice non lo sa [η Αλίκη δεν το ξέρει] (1973)
Ο Παβέζε 16 ετών, μαθητής λυκείου.
……………………………………………………………………………….
Μίλλυ – Κάρλα Μινιόνε
Μια από τις πρώτες αγάπες που αναφέρει ο Παβέζε στα γράμματά του ήταν η χορεύτρια και τραγουδίστρια Μίλλυ[3], η οποία εκείνη την εποχή δούλευε σε ένα θέατρο στο Τορίνο. Ο Παβέζε της έστειλε μια επιστολή τον Μάρτιο του 1927 και αργότερα στην επιστολή της 12ης Ιουλίου 1927 προς τον φίλο του Τούλιο Πινέλι γράφει ότι η χορεύτριά του ήταν στο Τορίνο. Στην ίδια επιστολή αποκάλυψε ότι «κουράστηκε από ανώτερες σκέψεις, κουράστηκε να τη σκέπτεται, κουράστηκε από τα πάντα», σκέφτηκε την αυτοκτονία ελπίζοντας ότι θα είχε κάποτε το κουράγιο να την πραγματοποιήσει. Ο Παβέζε το 1927 ήταν μόλις 19 ετών. Η ιδέα της αυτοκτονίας τον συνόδευσε στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Ο έρωτας για τη Μίλλυ, ήταν μόνο πλατωνικός, ένας έρωτας εξαιτίας του οποίου ο Παβέζε βρέθηκε συχνά σε καταστάσεις απελπισμένης κατάθλιψης.
Οι επιστολές που έστελνε ο Παβέζε στη Μίλλυ φτάνανε στον προορισμό τους, αλλά η Μίλλυ δεν τις είχε διαβάσει ποτέ. Η μητέρα της Εμίλια τής έδινε μόνο αυτές που προέρχονταν από σημαντικά πρόσωπα τα οποία θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν στην καριέρα της.
Μονάχα μετά την αυτοκτονία του Παβέζε εκείνες οι επιστολές δημοσιεύτηκαν και έγινα γνωστές. Μόνο τότε θα ανακαλύψει και η Μίλλυ, με οδυνηρό τρόπο, ότι ποτέ δεν μπόρεσε να απαντήσει σ’ αυτόν τον νεαρό άνδρα. Αν το έκανε, ίσως, αυτή η τραγωδία δεν θα είχε συμβεί. Στη μνήμη του θα συμπεριλάβει στο ρεπερτόριό της το τραγούδι «Ανάμνηση του Τσέζαρε Παβέζε», γνωστό επίσης και ως «Μια πατρίδα σημαίνει να μην είμαστε μόνοι».
Η Μίλλυ στο τραγούδι «Ανάμνηση του Τσέζαρε Παβέζε»:
https://www.patriaindipendente.it/terza-pagina/pentagramma/favoloso-mondo-milly/
Όπως αναφέρουν οι Εντουάρντο Πάολα και Τζιοβάννα Καστελάνο στο βιβλίο τους Η ζωή και η καριέρα της Κάρλα Μινιόνε (2019), οι εμφανίσεις της Μίλλυ στο Τορίνο είχαν πολύ μεγάλη επιτυχία. Ανάμεσα σε αυτούς που πήγαιναν να την ακούσουν ήταν και ο Πρίγκιπας Ουμπέρτο, ο μελλοντικός βασιλιάς της Ιταλίας. Ο Ουμπέρτο ένα βράδυ της έστειλε στο καμαρίνι της μια ανθοδέσμη με κόκκινα τριαντάφυλλα.
Τις επόμενες μέρες, ένας υπάλληλος του παλατιού πηγαίνει στο σπίτι της όμορφης χορεύτριας: ο Πρίγκιπας θέλει μια φωτογραφία της με την υπογραφή της. Στη συνέχεια έρχεται και η πρόσκληση για συνάντηση. Από εκείνη τη στιγμή θα ξεκινήσει μια περίοδος με βόλτες με τα αυτοκίνητα, με κομψά ρούχα, γενναιόδωρα δείπνα και χορούς. Η Μίλλυ μπήκε στην καρδιά του Πρίγκιπα και γι’ αυτήν ήταν επίσης ανοιχτές οι πόρτες της καλοκαιρινής κατοικίας των Σαβόια. Αυτό γινόταν, μέχρι που άλλαξαν οι καιροί, και η οικογένεια του Ουμπέρτο τού επέβαλε την επίσημη δέσμευση με τη Μαρία Χοσέ, κόρη των Βέλγων βασιλιάδων. Στις συμφωνίες ήταν και η αποποίηση της φιλίας με τη νεαρή χορεύτρια.
Για τη Μίλλυ ο Παβέζε έγραψε, το 1925, το ποίημα «Ω χορεύτρια, μελαχρινή χορεύτρια». Το ποίημα είναι ανέκδοτο στα ελληνικά και δημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά.
Ω χορεύτρια, μελαχρινή χορεύτρια
Ω χορεύτρια, μελαχρινή χορεύτρια
Ω ψυχή παθιασμένης σάρκας,
ενώ εσύ χορεύεις η ίδια πάντα και πανέμορφη
κάτω από τη μουσική και τα φώτα
που φτιάχτηκαν μονάχα για σένα
με το μεγαλείο τους και τις δυνατές συγκινήσεις,
εγώ βασανίζομαι στο σκοτάδι
και πυρετός με ζώνει, για να με καταστρέψει
στο θόρυβο των φώτων, με την ψυχή
γεμάτη από γαλάζια νευρικά μαρτύρια,
τις συντριβές και τα μεγάλα σκληρά όνειρα
που υψώνονται πάνω από σένα.
ΣΤΗ ΜΙΛΛΥ
Στη Μίλλυ, Ρώμη [Τορίνο, Μάρτιος 1927]
Είναι λογικό Δεσποινίς ότι δεν θα μπορέσει να σας καταπλήξει, για να μην πω τίποτα χειρότερο, αυτή η επιστολή γραμμένη από ένα άτομο που εσείς δε γνωρίζετε.
Θα ήθελα να με συγχωρήσετε γράφοντάς σας ότι αν και σεις δεν με γνωρίζετε, εγώ σας γνωρίζω, αλλά δεν θα ήταν θράσος ο ισχυρισμός; Μάλλον…
Εγώ σας ξέρω, δεσποινίς, σας ξέρω, επαναλαμβάνω, αλλά έτσι, καθώς περνούσατε, σας ακολούθησα, σας παρακολουθούσα για πολύ καιρό, μερικές φορές, αλλά ποτέ δεν τολμούσα να σας πλησιάσω. Γνωρίζω τις διαδρομές σας, κάποιες στιγμές της ζωής σας και πάνω απ’ όλα εκείνο το λίγο της ψυχής που μπορεί να αποκαλύψει ένα πρόσωπο σε έναν προσεκτικό παρατηρητή.
Αλλά είναι λίγο, δεσποινίς, σε σχέση με αυτά που θα ήθελα να μάθω για σας.
Είμαι μόνο ένας συνηθισμένος 19χρονος μαθητής και σεις είστε μακρινή, τόσο μακρινή.
Πώς θα μπορούσα να σας πλησιάσω, εδώ στο Τορίνο; Πάντα σας έβρισκα με παρέα και θα ήταν γελοίο να σας μιλήσω. Επιπλέον, ακόμη και αν μπορούσα να σας συναντήσω μόνη σας, θα ήμουν μπερδεμένος με τον αριθμό των «κυνηγών» και όλα θα είχαν τελειώσει. Αυτό με φόβιζε και δεν το τολμούσα. Και έτσι, επειδή φοβόμουν ότι θα καταστρέψω, θα καταστρέψω την εικόνα σας στα μάτια μου, ίσως σας έχασα χωρίς να μπορέσω να βρω καταφύγιο.
Όμως δεν μπορούσα να σας ξεχάσω, όταν φύγατε. Και τότε, ψάχνοντας όλες τις εφημερίδες, σας ξαναβρήκα επιτέλους στη Ρώμη.
Αν δεν τα κατάφερα να σας κάνω να γελάσετε, δεσποινίς, ρίξτε με σε μια γωνιά και όλα θα έχουν τελειώσει, αλλά αν τουλάχιστον έχω εκφράσει ένα ψίχουλο από αυτό που νιώθω και σεις το έχετε καταλάβει, τότε δεν θα με αφήσετε σε αυτήν την αμφιβολία. Είναι μια τρελή ελπίδα, αλλά μια καλοπροαίρετη απάντηση θα ήταν μεγάλη χαρά για μένα. Έχω πολλά πράγματα να σας πω αν είστε αρκετά καλή για να με ακούσετε.
Θέλετε δεσποινίς Τσέζαρε Παβέζε
ΣΤΟΝ ΜΑΡΙΟ ΣΤΟΥΡΑΝΙ,[4] [Ιούλιος 1927]
Επέστρεψε η χορεύτριά μου. Γι’ αυτό άργησα να σου απαντήσω. Την πρώτη μέρα ήθελα να τη δω ξανά, μετά αναγκάστηκα να πάω όλη τη νύχτα στους δρόμους των λόφων μου, μέσα στα δάση. Έκανε ψοφόκρυο.
Είναι όμορφη, ναι, νέα, υπέροχη, όλα αυτά μπορούν να ειπωθούν, αλλά υπάρχουν οι πολυθρόνες ανάμεσα σε μένα και σ’ αυτήν και πάντα υπάρχουν πολλοί άντρες που κάθονται σε αυτές τις πολυθρόνες.
Αυτό το μικρό γεγονός με έκανε να προβληματιστώ και σιγά-σιγά, και δεν υπέφερα πολύ, ο όμορφος, ο θεϊκός, ο αφρικανικός εργάτης των ποδιών έχει εξαφανιστεί από το μυαλό μου. Δηλαδή, είναι ακόμα εδώ, ως μια ωραία ανάμνηση, αλλά σίγουρα δεν θα ανάψει πια.
Επιστολή στον Μάριο Στουράνι
ΣΤΟΝ ΤΟΥΛΙΟ ΠΙΝΕΛΙ,[5] ΚΙΑΒΑΡΙ[6]
[Ρεάλιε,] 12 Ιουλίου 1927
Επέστρεψε η χορεύτριά μου. Είναι πιο όμορφη, νέα, υπέροχη από ποτέ. Τελικά ανακάλυψα ποια είναι η μοναδική της γοητεία να χορεύει στη σκηνή. Μια γλυκύτητα, μια παιδική ελαφρότητα γεμάτη φοβερή χάρη, σε καθηλώνει, κάτι που δεν είχα συναντήσει ποτέ πριν στη ζωή μου.
Και με όλα αυτά είμαι κουρασμένος κουρασμένος.
Είμαι κουρασμένος από ανώτερες σκέψεις, κουρασμένος να τη σκέφτομαι, κουρασμένος από τα πάντα. Δεν έχω πλέον, τις περισσότερες φορές, παρά εμπνεύσεις αδύναμων ενεργειών προς τολμηρά κουραστικά έργα, τα οποία δεν ξέρω πότε και πώς θα τα ολοκληρώσω. Και, στο βάθος σε κάθε μου έξαρση, η υπέρτατη έξαρση της σκέψης της αυτοκτονίας. Ω, μια μέρα θα βρω το κουράγιο! Τη σκέφτομαι πότε πότε τρέμοντας Είναι η τελευταία μου παρηγοριά. Γράψε μου κάτι, θέλω να ακούσω, να ακούσω, είμαι πολύ μόνος, χάνομαι.
Την ίδια στιγμή που την βλέπω τόσο όμορφη, με ενοχλεί να τη σκέφτομαι! Τι θα κάνω με αυτό; Άκου: βρήκα αυτό το εκλεπτυσμένο όργανο βασανισμού: κάθε φορά, που, συγκεχυμένα, όπως κάνει πάντα το πνεύμα μου, επιδιώκω κάτι, αναρωτιέμαι: τι θα κάνω με αυτό; και δεν μπορώ πλέον να βρω ησυχία.
Αχ ζωή ζωή! Αρχίζω να καταλαβαίνω τι σημαίνει.
Υστερόγραφο. Χθες βράδυ, βγαίνοντας από το θέατρο όπου την είδα (κόντεψα να τρελαθώ, αν δεν τρελάθηκα ήδη!) γύρισα στο δρόμο προς το Ρεάλιε[7] και περιπλανήθηκα σαν λύκος όλη τη νύχτα και στο δρόμο και στο δάσος, μέχρι το Κιέρι[8] σχεδόν. Ξαναγίνομαι άγριος. Το ήθελα αυτό. Αλλά είναι θεϊκό να είσαι μανιακός!
Τσέζαρε Παβέζε
ΣΤΗ ΜΙΛΛΥ
Τορίνο, 25 Δεκεμβρίου 1927, βράδυ
Τι μπορώ να σας πω, Δεσποινίς μου; Στις αρχές αυτής της χρονιάς, όταν ήσασταν στο Τορίνο, σας είδα την πρώτη φορά και έκτοτε μπήκα σε ένα υπέροχο όνειρο που δεν με άφησε ήσυχο για όλο αυτό το διάστημα.
[…] Σας ακολούθησα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ποτέ δεν τόλμησα να σας μιλήσω. Ήταν τόσο τρελό! Και μετά δεν σας έβλεπα μόνη.
[…] Στη συνέχεια στις αρχές Μαρτίου φύγατε. Υπέφερα όλον τον πόνο. Σκέφτηκα ακόμη … Ήξερα τις πρώτες μέρες ότι είσαστε στη Ρώμη. Μετά τίποτα. Και τώρα απόψε σας είδα ξανά με άλλο όνομα, με άλλες παρέα, αλλά είστε πάντα η ίδια, όλο και πιο όμορφη και πιο γοητευτική.
[…], ένα βράδυ τον Φεβρουάριο, προς το απόγευμα, διαβάζατε στο τραμ το Mimì Bluette.[9] Εάν έχετε διαβάσει αυτό το βιβλίο, και αν είστε πραγματικά όπως σας φαντάστηκα, πρέπει να νιώσετε όλη την ταπεινή διάσταση αυτού που σας προσφέρω.
Ελάτε λοιπόν, απαντήστε μου με μια λέξη, Δεσποινίς.
[1] H Ίζα Μπλουέτε, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Τερέζας Φερέρο (Τορίνο 1898 – 1939), ήταν Ιταλίδα ηθοποιός, τραγουδίστρια και χορεύτρια σε περιοδεύοντες θιάσους, τη δεκαετία του 1920 και του 1930.
[2] Ντάβιντε Λαγιόλο, Tο παράλογο ελάττωμα. Ιστορία του Τσέζαρε Παβέζε (1960)
Mondadori, 1978
[3] Η Μίλλυ, ψευδώνυμο της Καρολίνας Φραντσέσκας Τζιουζεπίνας Μινιόνε (1905 – 1980), ήταν τραγουδίστρια και ηθοποιός.
[4] Ο Μάριο Στουράνι (1906 – 1978) ήταν ζωγράφος και κεραμίστας.
[5] Ο Τούλιο Πινέλι (1908-2009), συμμαθητής και φίλος του Παβέζε, ήταν συγγραφέας, σεναριογράφος και δραματουργός.
[6] Παραθαλάσσια κωμόπολη κοντά στη Γένοβα.
[7] Το Ρεάλιε είναι μια κωμόπολη κοντά στο Τορίνο.
[8] Το Κιέρι απέχει περίπου 25 χιλιόμετρα από το Τορίνο.
[9] Mimì Bluette λουλούδι του κήπου μου, είναι ένα μυθιστόρημα γραμμένο από τον Γκουίντο ντα Βερόνα το 1916. Θεωρείται ένα βιβλίο σταθμός της ερωτικής –αισθηματικής ιταλικής λογοτεχνίας.