Οι γυναίκες του Παβέζε- β΄μέρος, Νεανικοί έρωτες(του Γιάννη Η.Παππά)

0
389

 

του Γιάννη Η.Παππά

 

 

ΕΛΕΝΑ ΣΚΑΛΙΟΛΑ

  

Η ταυτότητα της γυναίκας αυτής παρέμεινε άγνωστη μέχρι το 2008[1] για διάφορους λόγους: πρώτα απ’ όλα, ο πρόωρος θάνατός της, (1953) ο οποίος συνέβη τρία μόλις χρόνια μετά την αυτοκτονία του συγγραφέα και στη συνέχεια η απόφαση μιας αδελφής της, να κάψει τα γράμματα που της έστειλε ο Παβέζε από τις αρχές της δεκαετίας του ’30, πιθανώς ξεκινώντας από το 1932 έως το 1942

Ο χρόνος σβήνει, αλλά μερικές φορές επιστρέφει κάποιο θραύσμα, ίσως εξαιτίας μιας απλής σύμπτωσης: ένας εγγονός, ο Πάολο Σκαλιόλα, ανακάλυψε στο σπίτι, στην Άλμπα, τα αντίγραφα μερικών ποιημάτων που της είχε στείλει ο Παβέζε.

Μίλησε γι’ αυτό με τον Ούγκο Ροέλο, για πολλά χρόνια διευθυντή της βιβλιοθήκης «Luigi Einaudi» του Dogliani και παθιασμένο μελετητή του Παβέζε. Οι δυο τους πήγαν να επισκεφθούν τον δικηγόρο Ιτζίνο Σκαλιόλα, τον ηλικιωμένο αδερφό της γυναίκας και παππού του Πάολο. Έτσι η μορφή  της Έλενας Σκαλιόλα αναδύθηκε από τη λήθη.

Είναι η ιστορία μιας νέας γυναίκας (γεννήθηκε το 1899) μελαχρινής και μικροκαμωμένης, ανεξάρτητης (αγαπούσε να καπνίζει τα πουράκια toscanello), δραστήριας και αρκετά καλλιεργημένης σε σύγκριση με τους περισσότερους από τους συνομηλίκους της εποχής, η οποία δεν δίστασε να πάει και να ζήσει μόνη της για μερικούς μήνες στη Γαλλία για να μπορέσει να τελειοποιήσει τα γαλλικά της. Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια πλούσια οικογένεια εμπόρων κρασιού από το Σάντο Στέφανο Μπέλμπο, την ίδια πατρίδα του Παβέζε, εννέα χρόνια νεότερη. Οι αναμνήσεις του δικηγόρου Σκαλιόλα ήταν ουσιαστικές.

Όμως το ερώτημα είναι: Υπήρξε ένας πραγματικός έρωτας;

Για λίγο, σίγουρα. Όχι μόνο επειδή, στις 18 Ιανουαρίου 1937, από το Φάνο, όπου είχε μετακομίσει για δουλειά, τον ρωτούσε σε ένα σημείωμα: «Γιατί δεν γράφεις; Ανησυχώ. Δώσε σημεία ζωής  ακόμη και με έναν απλό χαιρετισμό». Και την 1η Ιανουαρίου 1938, παίρνοντας ένα αντίγραφο της συλλογής  η Δουλειά κουράζει  με την αφιέρωση «στην Έλενα», της έγραφε με νοσταλγία  «… ζεις ήδη ανάμεσα στις πιο αγαπημένες μου αναμνήσεις». Ή επειδή τον Μάρτιο του 38 τον ενημέρωνε: «Αγαπητέ Παβέζε, είσαι η πιο όμορφη ανάμνηση της ζωής μου».

Υπάρχει και κάτι άλλο. Πάνω από τρία γράμματα του συγγραφέα, που βρέθηκαν στα χαρτιά το και στη συνέχεια δημοσιεύθηκαν στον τόμο των Επιστολών 1924-1944, που μαρτυρούν την ένταση της σχέσης. Χρονολογούνται από τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 1932 και απευθύνονται σε κάποια Ε., η οποία στις σημειώσεις των επιμελητών της αλληλογραφίας ορίζεται ως “συνάδελφος του Παβέζε στη διδασκαλία”, περιέχουν εύγλωττες προτάσεις: «Ήμουν άρρωστος όλη μέρα για να μην σε βλέπω στο δρόμο του Κρεβακουόρε»; «Κάνε, Ε., να μην τελειώσουν όλα εδώ: δώσε μου την ευκαιρία να σε αγαπήσω καλύτερα, να είμαι πιο πιστός στις σκέψεις μου, πιο άξιος από σένα!». «…Δεν θα ξεχάσω ποτέ ένα πράγμα: που σε δίδαξα – σε ανάγκασα – να με φιλήσεις στο στόμα. Ένιωσα ότι ξύπνησα μέσα σου μια νέα ζωή». Αγαπήθηκαν. Το αποκορύφωμα της σχέσης συνέπεσε με τις ημέρες που πέρασαν στο Μπρα, (κωμόπολη της περιοχής του Κούνεο) όπου και οι δύο είχαν πάρει μια προσωρινή θέση σε σχολείο.

Στη συνέχεια το πάθος εξελίχθηκε σε μια στοργική φιλία, επειδή, εν τω μεταξύ, ο Παβέζε ερωτεύτηκε την Τίνα Πιτσάρντο, τη «γυναίκα με τη βραχνή φωνή». Ήταν ο πόλεμος, κατά πάσα πιθανότητα, που τους χώρισε για πάντα. Υπάρχει μια σημείωση του Παβέζε, στο Επάγγελμα της ζωής, που χρονολογείται από τις 26 Ιανουαρίου 1938, η οποία φαίνεται να υποδηλώνει τη ρήξη της σχέσης τους: «Θα τολμούσες να προκαλέσεις τόσο κακό; Θυμήσου πώς απέρριψες την Έλενα. Αλλά όλα είναι αμφίσημα. Την απέρριψες λόγω της αρετής ή της δειλίας;» Φαίνεται προφανές ότι η αναφορά αφορά την Ε. των ερωτικών επιστολών του ’32.

Ο δικηγόρος Σκαλιόλα, ο οποίος είναι ενενήντα έξι ετών και έχει μια εξαιρετική μνήμη, δεν ξέρει πότε εξαφανίστηκε το πάθος μεταξύ της αδελφής του και του συγγραφέα. Θυμάται όμως πολύ καλά την πρώτη φορά που τον είδε στο σπίτι του, στο Σάντο Στέφανο Μπέλμπο, κοντά στο σταθμό του τραίνου. Ήταν η περίοδος κατά την οποία ο Παβέζε ερχόταν να περάσει μερικές μέρες στο χωριό του, νοικιάζοντας ένα δωμάτιο στο εστιατόριο του σταθμού, κοντά στο σπίτι της Έλενας. Αφηγείται ο δικηγόρος:

«Πρέπει να ήταν Σεπτέμβριος, έπαιρνε να σκοτεινιάζει. Επέστρεφα στο σπίτι μετά από μια παρτίδα μπιλιάρδου. Στο σαλόνι βρήκα τα πάντα σκοτεινά. Σε μια γωνία η μαμά μου κοιτούσε σε μια πολυθρόνα. Ο Παβέζε και η αδερφή μου κάθονταν στον καναπέ, ήταν με τα χέρια πίσω από το κεφάλι του, ακουμπώντας  την πλάτη του, και κοιτούσε το ταβάνι. Κανείς δεν μιλούσε. Άναψα το φως, και χαιρετηθήκαμε. Στη συνέχεια, όταν έφυγε ο Παβέζε, ρώτησα τη μητέρα μου τι έλεγε στην Έλενα. Και αυτή, με τη γενοβέζικη προφορά της: «Σε δύο ώρες δεν είπε ούτε λέξη». Αλλά είναι πιθανό ότι δεν μίλησαν επειδή δεν ήταν μόνοι τους, όπως θα προτιμούσαν ». Ο δικηγόρος Σκαλιόλα συνεχίζει: “Θέλετε να μάθετε τι είδους σχέση υπήρχε μεταξύ της Έλενας και του Παβέζε;”. Χαμογελάει, και απαντά: «Κάτι περισσότερο από μια φιλία, λίγο περισσότερο. Ακόμα κι αν μεταξύ  τους υπήρχε μια πνευματική έλξη. Σε τελική ανάλυση, η Έλενα ήταν η πιο μορφωμένη και η πιο ελεύθερη της οικογένειας».

 

Η Έλενα πέθανε το 1953, αφού παντρεύτηκε έναν ξάδελφο το 1947.

«Όταν η αδερφή μου Γκιζέλα τακτοποίησε τα χαρτιά της, συνάντησε τα γράμματα του Παβέζε. Και ήθελε να τα κάψει”, θυμάται. “Γιατί το έκανε; Από σεβασμό προς την Έλενα». Κάθε ίχνος της αγάπης τους εξαφανίστηκε. Ο Ιτζίνο Σκαλιόλα καταλήγει: «Θα με ρωτήσετε γιατί αυτή η ιστορία δεν ήρθε στο φως. Θα το εξηγήσω αμέσως: κανείς δεν μου είχε ζητήσει ποτέ να το πω ». Τώρα, χάρη σε αυτόν, η αγάπη μεταξύ της Έλενας και του Τσέζαρε ξαναβρίσκει την τρυφερότητα και τις αυταπάτες ενός όμορφου καλοκαιριού.

 

Τσέζαρε Παβέζε 

Στην Έλενα Σκαλιόλα

 

ΣΤΗΝ E.

 

[Τορίνο,] 15 Σεπτεμβρίου 1932

 

Ήμουν άρρωστος όλη μέρα που δεν σε είδα  στο δρόμο προς το Κρεβακουόρε.[2]

Ε., Πόσο άσχημο είναι το Τορίνο. Και το πιο λυπηρό από όλα αυτά είναι ότι θα ξεχάσουμε, χωρίς καν να γνωριστούμε. Δεν ξέρω τι βλέπεις εσύ μέσα μου, όμως εγώ μαντεύω σε σένα ένα θαύμα θηλυκότητας και τρυφερότητας, το οποίο, καθώς σχηματίστηκε σιγά σιγά μπροστά στα μάτια μου όλο το καλοκαίρι, έτσι και τώρα με την ίδια βραδύτητα θα εξαφανιστεί στα  γράμματα μας. Ε., φοβάμαι ότι οι τελευταίες μέρες μας στο * ̶ θα τις ξεχάσουμε ποτέ;  ̶  ήταν σαν μια κρίση, ένα μέγιστο σημείο, πέρα από το οποίο δεν θα μπορέσουμε να πάμε.

Αυτή είναι για την ώρα μια σκέψη που με απογοητεύει, αλλά τη ημέρα που θα με αφήσεις αδιάφορο, τη σκέφτεσαι Ε.; Δεν είναι η απογοήτευση, ο πόνος, που θα πρέπει να μας τρομάξει – αυτό δεν είναι τίποτα, είναι πράγματι αυτό που μπορεί να κάνει πιο υπέροχη μια άλλη συνάντηση – αλλά η στιγμή που δεν θα υποφέρουμε πλέον, που δεν θα νοιαζόμαστε πλέον, αυτή θα είναι η πιο τρομερή στιγμή.

Και να σκεφτούμε ότι πιθανότατα θα πρέπει σύντομα να χαθούμε, χωρίς να γνωρίζουμε ο ένας τον άλλον, χωρίς να γνωρίζουμε τίποτα για μας περισσότερο από μια ματιά, ένα φιλί στα δάχτυλα, κάποιο χάδι.

Τι σκέφτεσαι, Ε.; Γιατί φοβάσαι όταν είμαι μαζί σου; Τι υπάρχει μέσα στα μάτια σου όταν με βλέπεις να χαμογελάω και μετά να γίνεσαι σοβαρή, σχεδόν εχθρική και μετά πάλι χαμογελάς; Θα τα χάσω αυτά τα πράγματα χωρίς να τα γνωρίσω ποτέ.

Δεν ξέρω να κλαίω για την αγάπη Ε. ̶ κλαίω για να νιώσω μια αδικία, μια σκληρότητα, έναν πόνο ενός παιδιού – και δεν μπορώ ούτε να σου αφιερώσω τα δάκρυα για όλο το τεράστιο δώρο που μου έκανες αυτές τις μέρες. Ίσως θα κλάψω όταν θα ξανασκεφτώ  ̶  και θα είναι αργά  ̶  τον θησαυρό αυτής της αγάπης που σπαταλήθηκε έτσι, για κάποιον που δεν αξίζει τον κόπο: τόσο πολύ που τον αφήνει να πεθάνει τώρα χωρίς καν να συγκινηθεί, χωρίς να προσπαθήσει να κάνει τίποτα για να τον διατηρήσει, του αξίζει.

Αλλά τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε; Είναι ανώφελο να λέμε ψέματα: στην αγάπη μετράει το σώμα και το αίμα, η κατανόηση, η ζωή, και μεις πρέπει να μείνουμε χωριστά, πρέπει να έχουμε κρίση, λογική· ενώ ο λόγος δεν μετράει απέναντι στη ζωή.

Ξοδεύεις την αγάπη σου, Ε. Δεν ξέρω ότι σε αγαπώ αν δεν είμαι κοντά σου, και αυτό φοβάμαι σημαίνει ότι δε θέλω εκείνο το καλό που εσύ επιθυμείς.

Όμως για  ένα πράγμα θα είμαι χαρούμενος, αν δεν φοβόμουν ότι όλα θα τελείωναν με αυτό: τα απογεύματά μας στο * για να κοιταζόμαστε στα μάτια και να χαϊδευόμαστε. Αυτά δεν θα τα ξεχάσω ποτέ. Κάνε κάτι Ε., να μην τελειώσουμε εδώ: δώσε μου μια ευκαιρία να σε αγαπήσω καλύτερα, να είμαι πιο πιστός στις σκέψεις μου, πιο άξιος για σένα!

Αν μου γράψεις, πρέπει να μου ορκιστείς ότι στο Μπρα[3] θα είμαστε πάντα μαζί χωρίς να κουραζόμαστε.

Αλλά πώς θα τελειώσουμε Ε.; Υπάρχει κάτι πιο παράλογο από τον έρωτα; Αν τον απολαμβάνουμε μέχρι το τέλος, αμέσως θα κουραστούμε, θα αηδιάσουμε· αν τον κρατήσουμε ψηλά για να τον θυμόμαστε χωρίς τύψεις, μια μέρα θα μετανιώσουμε για τις ανοησίες και τη δειλία μας που δεν τολμήσαμε. Ο έρωτας ζητά μόνο να γίνει μια συνήθεια, μια κοινή ζωή, μια σάρκα μόνο για δύο και, μόλις γίνει τέτοιος, είναι νεκρός. Το να το σκεφτόμαστε μας τρελαίνει! Είναι ανώφελο, ο έρωτας είναι ζωή και η ζωή δεν θέλει σκέψη. Αλλά μπορούμε να αφήσουμε τους εαυτούς μας να πάνε κάτω τόσο απελπισμένοι; Πού καταλήγουμε; Δεν μπορώ να βρω λόγια παρηγοριάς για σένα που να αξίζουν, αν όχι να θυμόμαστε εκείνη την ημέρα που ήμασταν αγκαλιασμένοι, όρθιοι, και φαινόταν ότι ο ένας από τους δύο θα έπρεπε να οδηγήσει τον άλλο να πυροβολήσει και όμως όλα ήταν χαρούμενα. Θυμήσου με εκείνη τη στιγμή, Ε., αν μου γράψεις και πες μου πότε θα είμαστε στο Μπρα.

Σε φιλώ έτσι, όπως θέλεις εσύ, αν και ήσουνα κακιά που δεν ήρθες στο δρόμο του Κρεβακουόρε.

 

Έλενα Σκαλιόλα

Στον Τσέζαρε Παβέζε

25 Μαρτίου,1938

Πολυαγαπημένε μου Παβέζε, είσαι η ομορφότερη ανάμνηση της ζωής μου όχι εξαιτίας της χάρης ή της θέλησή σου, αλλά εξαιτίας της δύναμης των πραγμάτων. Ήρθα να σε δω όχι για να σε βρω συναισθηματικό ή γοητευτικό. Αν είχες μια ιδέα για μένα, το απλό γεγονός ότι ήμουν η πρώτη που ήρθα να σε αναζητήσω θα έπρεπε να σιγουρευτείς για την κυριαρχία μου πάνω σ’ αυτό.

Ήρθα να σε αναζητήσω για να βρω σε σένα τον φίλο με τον οποίο θα μιλήσω για δικά μας πράγματα τωρινά αλλά και περασμένα. Ναι, ίσως ακόμη και το παρελθόν, ειδικά επειδή αυτός ο χώρος έχει αλλάξει τόσο πολύ.

 

[1]  Μάσσιμο Νοβέλι, εφημερίδα La Repubblica 15 Μαρτίου 2008 .

https://ricerca.repubblica.it/repubblica/archivio/repubblica/2008/03/15/quel-segreto-amore-di-gioventu.html

 

[2] Το Κρεβακουόρε είναι μια κωμόπολη 50 χιλιόμετρα βόρεια του Τορίνου.

[3]  Το Μπρα είναι μια κωμόπολη στην επαρχία του Κούνεο, στο Πιεμόντε. Ο Παβέζε στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’30 δίδασκε αγγλικά σε ιδιωτικά σχολεία στο Μπρα, στο Σαλούτσο, στο Βερτσέλι και στο Τορίνο.

Προηγούμενο άρθρο“Χαλκομανία”(της Βαρβάρας Ρούσσου)
Επόμενο άρθροΗ ποίηση της βενετσιάνικης Κρήτης (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ