Μέρος Γ΄. Οι γυναίκες του Παβέζε – ο μοιραίος έρωτας (Επιμέλεια: Γιάννης Η. Παππάς)

0
836

 

 

Επιμέλεια: Γιάννης Η. Παππάς

 

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

 

 

Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΚΑΙ ΜΟΙΡΑΙΟΣ ΕΡΩΤΑΣ[1]

 

Του Αντρέα Ραϊμόντι

 

ΤΙΝΑ ΠΙΤΣΑΡΝΤΟ

[Τορίνο 1903-1989]

 

Ένας από τους πιο δυστυχισμένους έρωτες του Παβέζε, που είχε σημαντική επίδραση στην απόφασή του να αυτοκτονήσει, ήταν ο έρωτάς του για την Μπατιστίνα («Τίνα» για τους φίλους) Πιτσάρντο. Η ίδια η Πιτσάρντο, με την αυτοβιογραφία που δημοσιεύθηκε μετά τον θάνατό της,[2] απέρριψε τη στερεότυπη εικόνα της γυναίκας–δολοφόνου που δημιούργησε ο Παβέζε στο ημερολόγιό του και στη συνέχεια την συνέχισε ο Ντάβιντε Λαγιόλο στη βιογραφία, αφιερωμένη στον συγγραφέα.[3]

Εξώφυλλο του βιβλίου Χωρίς δεύτερη σκέψη της Τίνας Πιτσάρντο και φωτογραφία του Τσέζαρε Παβέζε του 1935, που δημοσιεύεται στο ίδιο βιβλίο.

 

Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΒΡΑΧΝΗ ΦΩΝΗ

 

Η Τίνα Πιτσάρντο το 1930.

Η Τίνα ήταν για πολύ καιρό «η γυναίκα με τη βραχνή φωνή» προτού αποκαλυφθεί η ταυτότητά της. Γεννημένη στο Τορίνο το 1903, η Τίνα χάνει, νεότατη τη μητέρα της. Από το 1911 είναι στο κολλέγιο και, χάρη στην κλίση της στα μαθηματικά, το 1920 γράφεται στη Φυσικομαθηματική σχολή του πανεπιστημίου του Τορίνου. Τα πανεπιστημιακά χρόνια είναι σημαντικά για την πολιτική της διαμόρφωση. Επαναστατική από τη φύση της και αντιφασίστρια από ένστικτο, εντάσσεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Το 1926, ενώ βρίσκεται στη Ρώμη για να συμμετάσχει σε ορισμένους σχολικούς διαγωνισμούς, γνωρίζει τον Αλτιέρο Σπινέλι. Με τον Σπινέλι έχει μια έντονη σχέση –ως επί το πλείστον επιστολική, δεδομένης της μακράς φυλάκισης του μελλοντικού φεντεραλιστή ηγέτη.

Το φθινόπωρο του 1926 έλαβε τη θέση της καθηγήτριας των μαθηματικών στο Grosseto, όπου ήταν επίσης γραμματέας της τοπικής κομμουνιστικής ομοσπονδίας. Το 1927 συνελήφθη για πρώτη φορά. Μόλις απελευθερώθηκε, επιστρέφει στο Τορίνο και συλλαμβάνεται και πάλι: η ποινή είναι ένα έτος φυλάκισης και τρία έτη επιτήρησης. Από το 1928 ζει χωρίς σταθερή δουλειά και λόγω της ανεξάρτητης και ανυποχώρητης στάση της απομακρύνεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα για να έρθει πιο κοντά στην ομάδα των διανοουμένων που συγκεντρώνονται γύρω από τον εκδοτικό οίκο Einaudi. Μεταξύ αυτών, ο Λεόνε Γκίνζμπουργκ. Είναι ο ίδιος ο Λεόνε που της μιλάει για έναν φίλο που περνάει τις μέρες του στο καφέ, γράφοντας ποιήματα, καπνίζει την πίπα και βασανίζει το τσουλούφι του.

 

ΕΝΑΣ ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΡΩΤΑΣ

Η πρώτη συνάντηση με τον Παβέζε γίνεται στις 31 Ιουλίου 1933 στον ποταμό Πάδο. Η Τίνα ζητάει να προσπαθήσει να μανουβράρει τη βάρκα πάνω στην οποία βρίσκεται ο Τσέζαρε: αν και ενοχλείται, συμφωνεί. Η Τίνα δεν χειρίζεται πολύ καλά τα κουπιά αλλά τόσο το καλύτερο, θα υπάρξουν και άλλες ευκαιρίες για συνάντηση.

 

O Τσέζαρε Παβέζε σε βαρκάδα στον Πάδο μαζί με μια φίλη, το 1935.

Βλέπονται άλλες τρεις φορές. Το ποταμίσιο περιβάλλον, στο οποίο ο Παβέζε είναι πολύ άνετος, συμβάλλει στην καλλιέργεια της εικόνας του «σούπερμαν» που είχε δημιουργήσει αρχικά η Τίνα γι’ αυτόν. Στο τέλος του τέταρτου ραντεβού, ο Τσέζαρε δεν της ζητάει να συναντηθούν ξανά. Η Τίνα είναι απογοητευμένη, αλλά δεν τολμά να πάρει την πρωτοβουλία. Έτσι επιστρέφει στον σύντροφο Χένεκ. Πολωνοεβραίος, κομμουνιστής, πρόσφυγας στο Τορίνο, ο Χένεκ Ριέζερ, συνάντησε την Τίνα για πρώτη φορά το 1924. Συναντήθηκαν ξανά, οκτώ χρόνια αργότερα, όταν γεννήθηκε, μεταξύ τους, μια βαθιά και πολύπλοκη σχέση. Ο Χένεκ είναι αδέξιος, λιγομίλητος αλλά ικανός να ασκεί μια μυστήρια γοητεία πάνω στη νεαρή γυναίκα. Η Τίνα τον ερωτεύεται αμέσως, αλλά δεν ανταποκρίνεται. Ωστόσο, αυτό το απίθανο συναίσθημα, που της δίνει θλίψη, είναι για την Τίνα το μόνο που πραγματικά μετράει.

 

ΑΠΟ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΦΙΛΟΙ!

Στις 25 Ιανουαρίου 1934, ο Παβέζε εμφανίζεται ξανά. Η συνάντηση είναι ζωηρή και ο Τσέζαρε προσφέρεται να της κάνει μαθήματα Αγγλικών. Βλέπονται για ένα μήνα κατά τη διάρκεια του οποίου η Τίνα αισθάνεται να ξαναγεννιέται: αν με τον Χένεκ είναι αναγκασμένη στον μονόλογο, «ο διάλογος, η συμπάθεια» που της δείχνει ο Παβέζε «την κάνουν να επιστρέψει σε αυτή που ήταν πάντα». Μια μέρα ο Τσέζαρε ομολογεί ότι είναι ερωτευμένος μαζί της· ακολουθεί ένας έντονος διάλογος από τον οποίο δεν λείπουν οι εκρήξεις. Εκείνο το ίδιο βράδυ συναντιούνται ξανά: ο Παβέζε προσπαθεί να τη φιλήσει και τώρα μιλά για «αληθινή αγάπη». Η Τίνα αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο – ουσιαστικά αυτή είναι εκεί για να «γλυτώσει» από τον Χένεκ, ενώ οι προθέσεις του Τσέζαρε φαίνονται πολύ σοβαρές.

Στις 5 Μαρτίου 1934, έρχεται η πρώτη ρήξη: η Τίνα ανακοινώνει στον Τσέζαρε ότι η αγάπη τους, όπως την ονομάζει εκείνος, έχει τελειώσει. Έχουν φτιαχτεί για να είναι μόνο φίλοι: ή φίλοι ή τίποτα. Ο Τσέζαρε ξεσπάει σε παιδικά κλάματα. «Θυμάμαι», γράφει η Τίνα στο βιβλίο της,  «την απογοήτευση, την ενόχληση, την αμηχανία για τα δάκρυα που έπεφταν κάτω σαν βροχή και κυλούσαν στο γιακά του παλτού του ». «Καλύτεροι φίλοι από το τίποτα», της ψιθυρίζει, κρατώντας κάποια αμυδρή ελπίδα. Αν ο Παβέζε αισθανόταν την παραμικρή έλλειψη ελπίδας, λέει η Τίνα, θα είχε σκοτωθεί: γι’ αυτόν τον λόγο, είναι κοντά του, τουλάχιστον μέχρι να φύγει.

Ο Τσέζαρε Παβέζε, πορτραίτο από την  Τίνα Πιτσάρντο: «Ο Τσεζαρίνο εκείνα τα χρόνια ήταν ένα όμορφο αγόρι, ψηλό, αδύνατο, με ένα μεγάλο τσουλούφι να πέφτει στο μέτωπο, με πρόσωπο απαλό, φρέσκο, με πολύ όμορφα δόντια. Μου άρεσαν τα ερωτευμένα μάτια του, τα ποιήματά του, οι τόσο έξυπνες κουβέντες του, έτσι γινόμουνα και ’γω λίγο έξυπνη».

 

 

 

Το σύμφωνο φιλίας ακυρώνεται ένα μήνα αργότερα.  Ενώ η Τίνα επιστρέφει γρήγορα στον εαυτό της, ο Παβέζε είναι ήδη πεσμένος στα γόνατα και την παρακαλάει να τον παντρευτεί. «Αλλά πώς μπορούσα να τον πάρω στα  σοβαρά όταν μιλούσε για το γάμο και στη συνέχεια έκλαιγε σε κάθε άρνηση απειλώντας να σκοτωθεί; Ωστόσο, όταν δεν μιλούσε  για αγάπη και γάμο», διαβεβαιώνει η Τίνα, «οι ώρες που περάσαμε μαζί ήταν οι μόνες χαρούμενες της, δύσκολης και χωρίς ελπίδα, ζωής μου».

 

Η ΕΞΟΡΙΑ

Από συμφωνία σε συμφωνία, έρχεται το καλοκαίρι. Περνώντας ολόκληρες μέρες στη βάρκα, με τη συντροφιά τού «Παβέζε και των ποιημάτων του», η Τίνα αισθάνεται «τόσο όμορφα». Με τη χειμερινή περίοδο όμως, συμβαίνει μια ξαφνική αλλαγή: αναγκασμένη να ακολουθήσει την Τίνα σε μια εκδρομή στα βουνά, μαζί με πολλούς άλλους, ο Τσέζαρε γίνεται «ένα διωγμένο σκυλί που γαυγίζει», καταφέρνοντας να γίνει «εκτός από γελοίος, ανυπόφορος σε όλους».

 

Φωτογραφίες του Τσέζαρε Παβέζε από τη σήμανση, το 1935.

Ο Παβέζε, δεύτερος από αριστερά, με φίλους στην εξορία

 

Η αστυνομία κάνει εφόδους και διαλύει  την αντιφασιστική ομάδα του Τορίνου. Μεταξύ των συλληφθέντων: η Τίνα, ο Χένεκ και ο Τσέζαρε. Αν και άσχετος με την πολιτική, ο Τσέζαρε θα επέτρεπε στην Τίνα (η οποία ήταν υπό ειδική επιτήρηση για χρόνια) να λαμβάνει στη διεύθυνσή του την αλληλογραφία που απευθύνονταν σ’ αυτήν από τη φυλακή στη Ρώμη. Στις 15 Μαΐου 1935 ο Παβέζε συλλαμβάνεται για αντιφασιστική δράση και κλείνεται  πρώτα στις Νέες φυλακές στο Τορίνο και μετά στις φυλακές Ρετζίνα Κοέλι  στη Ρώμη. Τελικά καταδικάστηκε σε τρία χρόνια εξορίας· στη συνέχεια η ποινή μειώθηκε σε οκτώ μήνες. Η Τίνα και  ο Χένεκ, όμως, επιστρέφουν ελεύθεροι  το καλοκαίρι του 1935.

Στα απομνημονεύματά της, η Τίνα όχι μόνο απορρίπτει την εκδοχή σύμφωνα με την οποία ο Παβέζε θυσιάστηκε για να τη σώσει, αλλά ανατρέπει την υπόθεση. Σύμφωνα με αυτήν, ο Παβέζε «πάντα ονειρευόταν να καταστρέψει τον εαυτό του για μια γυναίκα», γι’ αυτό προτιμούσε να πιστεύει «ότι πήγε στην εξορία» εξαιτίας των επιστολών και κατά συνέπεια λόγω της Τίνα. Η Τίνα πιστεύει ότι τη γλύτωσε φτηνά, επειδή η αστυνομία δεν πίστευε ότι είναι πιθανό  μια φτωχή δασκάλα να εμπλέκεται πραγματικά με τη διανόηση του Τορίνου. Αν πιάστηκε στην έφοδο, αυτό ήταν τυχαίο, λόγω του Παβέζε.

Ωστόσο ο Τσέζαρε, κατά τη διάρκεια της εξορίας, βασανίζεται από μια υποψία που θα αποδειχθεί βάσιμη.

 

Στην Τ. (ίνα)

 [Μπρανκαλεόνε] 17 [Σεπτέμβριος 1935]

Αγαπητή,

Γράφω με την πέννα σου. Παρά την κακή εμπειρία, δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό μιας επιστολής. Δεν ξέρω αν οι κάρτες που έστειλα στη διεύθυνσή σου έφτασαν. Τέσσερις δικές σου έχουν έρθει. Επωφελούμαι απ’ αυτόν τον καλό άνθρωπο[4] για να σου στείλω μια ανάμνηση. Έχει ήδη χρησιμοποιηθεί, αλλά δεν έχω άλλο.

Περνάω τις μέρες μου (τα χρόνια) σε ’κείνη την κατάσταση αναμονής που ένιωθα στο σπίτι κάποια απογεύματα από τις δυόμισι έως τις τρεις. Πάντα, όπως την πρώτη μέρα, το πρωί με ξυπνά το τσίμπημα της μοναξιάς. Το να σου περιγράψω τις ανησυχίες μου είναι αδύνατον. Η τιμωρία μου δεν είναι αυτή που γράφτηκε, είσαι εσύ και το ήξερε καλά όποιος μας απομάκρυνε μ’ αυτόν τον τρόπο. Δεν γράφω τρυφερότητες· το γιατί το γνωρίζουμε· αλλά ψάχνω για την τελευταία μου ανθρώπινη ανάμνηση, είναι στις 13 Μαΐου.

Σε ευχαριστώ για όλες τις σκέψεις που έκανες για μένα. Εγώ για σένα έχω μία μόνο και δεν σταματά ποτέ. Δικός σου

 

Ακόμη, σε επιστολή που στέλνει ο Παβέζε από την εξορία στην αδερφή του Μαρία, αναφέρεται στη σιωπή της Τίνας. Ζητάει πληροφορίες, οι οποίες δεν του δίνονται. Ξαφνικά, στα μέσα του Μάρτη, παίρνει χάρη: φεύγει για το Τορίνο και στο σταθμό, μαθαίνει από τον φίλο του τον Στουράνι ότι η Τίνα παντρεύτηκε με κάποιον άλλο και γι’ αυτό είναι καλύτερα να την ξεχάσει. Στο άκουσμα της είδησης ο Παβέζε πέφτει κάτω λιπόθυμος. Το γεγονός αυτό θα του κοστίσει πολύ και θα τον χαράξει βαθιά για τα υπόλοιπα 14 χρόνια της ζωής του.

 

[Μπρανκαλεόνε,] 29 Φεβρουαρίου [1936]

 

Αγαπημένη μου Μαρία,

συνεχίζω να μην παίρνω τίποτα. Είστε σε συμφωνία με τον αιώνιο πατέρα: αυτός μου έστειλε το άσθμα, εσείς την καρδιοπάθεια. Εάν ήξερε τι δάγκωμα από καρχαρία και από καρκίνο έχει η απομάκρυνση, θα μου έγραφε. Το βιβλίο (Η Δουλειά κουράζει) της 24ης Ιανουαρίου το είχα στείλει σαυτήν. Δεν της ζητάω τίποτε άλλο παρά μια καρτούλα με μια υπογραφή. Στις 25 Φεβρουαρίου ήταν τα γενέθλιά της.

Τσέζαρε

 

Επιστρέφοντας στο Τορίνο, ενημερώνεται για τον επικείμενο γάμο της Τίνα και του  Χένεκ. Ο Τσέζαρε καταφέρνει και τη βλέπει ακόμα και πριν από το γάμο: φαίνεται ότι παραιτήθηκε, διαμαρτύρεται αλλά χωρίς εκρήξεις, όμως η Τίνα δεν είναι απόλυτα ήρεμη.

 

Ο ΕΡΩΤΑΣ ΑΠΟΚΛΕΙΕΤΑΙ

Ιούλιος του 1937. Ο Χένεκ είναι στην Πολωνία για τον θάνατο του πατέρα του. Η Τίνα έμεινε στο Τορίνο. Από μια παράλογη ώθηση, σηκώνει το τηλέφωνο και καλεί τον Τσέζαρε. Οι δυο τους συναντιούνται, περπατούν για πολλές ώρες και ξαναβλέπονται στις επόμενες μέρες.

«Είμαστε καλά μαζί, αγαπιόμαστε… καταλαβαινόμαστε αμέσως, θαυμάζουμε ο ένας τον άλλον, κι όμως «ο έρωτας αποκλείεται».

Παρ’ όλα αυτά, κάθε φορά ο Παβέζε επιστρέφει στη θέση: «χώρισε και παντρευόμαστε». Η Τίνα, σε εκείνο το σημείο, θα είχε χωρίσει «για να βγάλει από την καρδιά της τον Χένεκ». Αλλά, να παντρευτείς τον Παβέζε;

«Αν ήταν ένας κανονικός άνθρωπος και όχι ό αιώνιος έφηβος που είναι, λέει η Τίνα, θα μπορούσα και να τον είχα παντρευτεί.»

Για να βάλει ένα τέλος στις πιέσεις του Τσέζαρε, μια μέρα του Αυγούστου η Τίνα του λέει:«Αυτό που από λύπη δεν του έλεγα, αυτό που εκείνος ξέρει και προσποιείται ότι δεν ξέρει, αυτό που δεν ήθελε ποτέ να ακούσει.»

Τι του είχε πει; Ότι δεν τον αγαπούσε και ότι δεν ήταν ο δυνατός και αποφασιστικός άντρας που περίμενε; Ή, η μέγιστη σκληρότητα, ότι δεν μπορούσε να ικανοποιήσει μια γυναίκα; Ό, τι όμως κι αν ήταν, έχει ένα εκρηκτικό αποτέλεσμα: για τον Τσέζαρε «είναι το τέλος όλων». Ακολούθησαν νέες συναντήσεις και άλλες τόσες ρήξεις. Ο οριστικός χωρισμός γίνεται τον Μάιο του 1938, όταν η Τίνα του ανακοινώνει ότι περιμένει παιδί από τον Χένεκ. Στη συνέχεια, συναντιούνται τυχαία στο Τορίνο και βλέπονται για  τελευταία φορά, χωρίς να μιλήσουν, στον Φράνκο Αντονιτσέλι.[5]

 

 

 

 

Η ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΓΥΝΑΙΚΑ

 Τον Αύγουστο του 1950 η Τίνα βρισκόταν σε διακοπές στην Κοιλάδα της Αόστα,[6] στο ίδιο μέρος όπου περνούν τις διακοπές τους η Ναταλία Γκίνζμπουργκ[7] και ο δεύτερος σύζυγός της, ο Γκαμπριέλε Μπαλντίνι. Στις 28 το πρωί ο ίδιος ο Μπαλντίνι αναφέρει στην Τίνα τι συνέβη τη νύχτα μεταξύ 26 και 27 Αυγούστου: ο Παβέζε αυτοκτόνησε. Η Τίνα ελπίζει, μάταια, σε  μια αποτυχημένη απόπειρα. Από εδώ, λέει η Τίνα, συνένοχος και ο Λαγιόλο, «αρχίζει η διαστρέβλωση του χαρακτήρα του Παβέζε».

Ο Λαγιόλο υποστηρίζει ότι η συνάντηση με την Τίνα, τη μοναδική γυναίκα που αγάπησε ο Παβέζε, αναστάτωσε ολόκληρη την ύπαρξή του, κάνοντάς τον δυστυχισμένο και, ουσιαστικά, τον ώθησε να αυτοκτονήσει. Η Τίνα απορρίπτει αυτές τις κατηγορίες, επισημαίνοντας ότι ο Παβέζε έζησε άλλα δώδεκα χρόνια μετά από το χωρισμό τους. Επιπλέον, για την Τίνα, ο Τσέζαρε αναζητούσε δυστυχισμένες αγάπες: «μόνο στο μαρτύριο του άνδρα που τον απορρίπτουν και τον προδίδουν, έβρισκε τον εαυτό του». Μετά, θα την ξεχάσει, με το να ερωτεύεται άλλες. Τέλος, η Τίνα επιτίθεται στις άλλες γυναίκες: «τον άφησαν να πεθάνει, ενώ έως ότου ήταν τρελός για μένα, ήξερα να τον παρακολουθώ και να τον σώσω.»

 

 

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

ΤΗΣ ΤΙΝΑΣ ΠΙΤΣΑΡΝΤΟ,

ΧΩΡΙΣ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΚΕΨΗ[8]

 

Και τώρα, τη στιγμή της εισαγωγής του Τσέζαρε Παβέζε στη σκηνή, πρέπει να είμαι δυνατή. Η αλήθεια δεν είναι εύκολη. Το θάρρος να την κοιτάξω στα μάτια, να το πω στον εαυτό μου, δεν το έχω χάσει ποτέ. (Έχοντας περάσει είκοσι ένα χρόνια ζωντανής καθολικής πίστης, προπονήθηκα με τη συνείδησή μου).

Για να πω την αλήθεια, πρέπει να μιλήσω και για τον Χένεκ,[9] για τον Χένεκ, όπως τον έβλεπα τότε: αυτό είναι επώδυνο, δύσκολο γιατί η σχέση  μου μαζί του είναι πάντα στενή, πάντα μυστηριώδης και, τολμώ να πω, ιερή.

Θα προσπαθήσω να είμαι ειλικρινής, εκθέτοντας ακριβώς τα γεγονότα – όσο αυτό είναι δυνατόν.

Λέω εισαγωγικά ότι τότε για να ζήσω έκανα μαθήματα που σε ορισμένες περιόδους έφθαναν τις δώδεκα ώρες την ημέρα, γι’ αυτό σημείωνα σε μια ατζέντα τις υποχρεώσεις μου. Εκτός από τη μνήμη, μέσω των επόμενων ημερολογίων, των κρυπτογραφημένων σημειώσεων που προσθέτω μερικές φορές και των επιστολών προς τον Αλτιέρο,[10] μπορώ να αναδημιουργήσω με ακρίβεια ολόκληρη την ιστορία ημερομηνιών και προσέγγιση της πραγματικότητας.

Για να μιλήσω για τον Παβέζε ξεκινώ με τον φίλο του: Λεόνε Γκίνζμπουργκ.[11]

Ο πιο έξυπνος, αλλά πάνω από όλα ο καλύτερος, ο πιο αδελφικός, ο πιο αγαπητός από τους νέους φίλους, αυτός που είχε κάνει τα περισσότερα για εμάς μετά τον θάνατο του πατέρα του, ήταν ο Λεόνε Γκίνζμπουργκ.

Φίλος με τον οποίο μπορούσες να μιλήσεις για τα πάντα, από την επιλογή ενός καπέλου μέχρι για φιλοσοφία και πολιτική, όπως και για τους έρωτές σου. Και για την παιδική σου ηλικία, για την  οικογένειά σου, τα διαβάσματά σου, τα πάντα.

Θυμάμαι τις φορές που επιστρέφοντας στο σπίτι μου (έμενε κοντά μου) μετά τις πολυάριθμες νυχτερινές ασχολίες του, σαν ένας γιατρός που θέλει να ολοκληρώσει την επίσκεψη στους ασθενείς του, ανέβαινε πάνω σε μένα. Ήταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα, αλλά αυτός ήταν ικανός να καθίσει εκεί και να μιλάμε για δύο ώρες. (Και την επόμενη μέρα η κυρία Βέρα μου τηλεφωνούσε για να με ρωτήσει, τι λέω, παρακαλώντας με να μην κρατάω τόσο αργά τον γιο της.)

[…] Πέρα από τις συζητήσεις, μιλούσε συχνά για τον εαυτό του, για τους έρωτές του, για τους φίλους του, αλλά πάντα χωρίς να αναφέρει ονόματα, με μυστήριες αλλά ποικίλες και συχνές συμβουλές. Τόσο πολύ, ώστε, χωρίς να το θέλω, καθένας από αυτούς σταδιακά φανερώνεται μπροστά μου και σε σχέση με τον χαρακτήρα αλλά και το ποιος είναι.

Τον χειμώνα του ’32 διάβαζα με ενθουσιασμό τον Μόμπι Ντικ ή Η φάλαινα [12]: και κείνος ο Τσέζαρε Παβέζε με τον οποίο ήμουν τόσο ευγνώμων και για την ανακάλυψη και την μετάφραση του βιβλίου ήταν φίλος του, ποιητής.

Όταν του είπα  ότι θα ήθελα να βρω έναν φίλο για να πάω στο καφέ, γέλασε και χωρίς να αναφέρει το όνομα, λέει ότι έχει έναν φίλο που περνάει τις μέρες του στο καφέ γράφοντας ποίηση, καπνίζει την πίπα του, βασανίζοντας το τσουλούφι του: κρίμα γιατί είναι ένας μεγάλος περιφρονητής των γυναικών.

Είμαι ερωτευμένη με τους λόφους μας; Ένας φίλος του ποιητής γράφει όμορφα ποιήματα για τους λόφους, τα  διαβάζει σε μερικούς εκλεκτούς και σίγουρα όχι σε γυναίκες, επειδή «οι γυναίκες δεν μετράνε» και παραθέτει μερικούς στίχους από το ποίημα «Οι θάλασσες του Νότου» και έπειτα από ένα άλλο ποίημα: «… γυναίκα που γεμίζει τη βάρκα μου».

Όταν συνάντησα τον Παβέζε στο σπίτι της φίλης μου της  Μπάρμπαρα: τσουλούφι, πίπα, κακοκεφιά με κάνει να τον αναγνωρίσω προτού να μου τον συστήσουν.

Νομίζω ότι ξέρω τα πάντα γι ‘αυτόν και ότι μας αρέσουν τα ίδια πράγματα.

Αργότερα θα ανακαλύψω ότι αυτό που ξέρω γι ‘αυτόν είναι λιγάκι λάθος. Μετέφρασε τον Μόμπι Ντικ, άρα αγαπά τη θάλασσα. Όχι, μισεί τη θάλασσα. Τις θάλασσες του νότου τις ανακάλυψε ανεβαίνοντας τα μικρά ρεύματα του Πάδου.  (Όμως και ’γω αγαπώ τον Πάδο, και άρχισα επίσης να οδηγώ τη βάρκα με το κουπί.) Το κολύμπι; Λίγο και μόνο στα βρώμικα νερά του Πάδου, που στις γυναίκες προκαλούν αηδία.

Οι λόφοι του δεν είναι εκείνοι του Τορίνου, είναι εκείνοι των Λάνγκε. (Δικές μου είναι και αυτοί των Λάνγκε, όπου πέρασα όλα τα καλοκαίρια μέχρι την αποφοίτησή μου, γιατί ο παππούς μου ήταν από την περιοχή αυτή. Όλοι αγρότες από τον πατέρα στο γιο, σε ένα αγρόκτημα που τους ανήκε)

Ότι  είναι ένας δυνατός άνδρας και ένας που περιφρονεί τις γυναίκες, συνεχίζω να το πιστεύω και με κάνει να θέλω να είμαι φίλη με έναν τέτοιο τύπο: να του δείξω ότι δεν είναι όλες οι γυναίκες γκρινιάρες. Στον Πάδο πιστεύω ότι θα μπορούσα να είμαι μπροστά.

Δεν ξέρω πόσες φορές τον συνάντησα στο σπίτι της Μπάρμπαρα, σίγουρα λίγες γιατί δεν ερχόταν με ευχαρίστηση: μιλούσε πάρα πολύ για την πολιτική … και για όλους τους τρελούς … και για … πράγματα που δεν είναι γι’ αυτόν.

Στις 31 Ιουλίου 1933 είμαι σε μια βάρκα με τον Giulio Muggia, του είπα απλώς ότι θα ήθελα να μάθω καλά να την οδηγώ, ποιος ξέρει αν υπάρχει κάποιος ικανός ανάμεσα στους φίλους που μπορεί να με διδάξει και να, επιστρέφοντας στην προβλήτα, βρίσκουμε τον Παβέζε πάνω σε μια  βάρκα.

Νομίζω ότι ακόμη τον βλέπω μπροστά μου: ψηλό, εφηβικό σώμα μαυρισμένο από τον ήλιο, με το μαγιό καπέλο μέχρι τα γυαλιά. (Μόνο εκείνος υπήρχε στο ποτάμι που φοράει το καπέλο με το μαγιό, αυτός και οι εργάτες.)

[…] Χωρίς να υπακούω στις εντολές του χωρίς να κάνω φασαρία, μαθαίνω αμέσως να κρατώ τη βάρκα στην ευθεία. Είμαι εκπαιδευμένη στα σπορ, το κουπί δεν με βαραίνει. Φαίνεται ότι χειριζόμουνα αρκετά καλά το κουπί που τον είδα να χαμογελάει: «Προς το παρόν τα πάει καλά, αλλά θέλω να τη δω με τα ρεύματα».

[…] Μπροστά στον Στουράνι ο Παβέζε διασκέδαζε να με καθοδηγεί  σαν να ήμουν μούτσος και ’γω υπάκουα  με χαρά, μόνο και μόνο για να του δείξω ότι δεν ήμουν σαν τις άλλες.

Θυμάμαι το διασκεδαστικό, ευχαριστημένο βλέμμα του όταν έδειξα ευκινησία, θάρρος. καθώς ένας άντρας κοιτάζει ένα αγόρι που πραγματοποιεί τις  οδηγίες του.

Μια φορά μου έκανε ένα κομπλιμέντο λιγάκι ασαφές. Είπε ότι είχα ωραίες γάμπες σαν αγόρι.

[…] Στις 18 Αυγούστου, κατεβαίνοντας από το τραμ στην Porta Nuova για να επιστρέψω στο σπίτι (ο Στουράνι είχε κατέβει νωρίτερα), περίμενα τον Παβέζε, όπως συνήθως, να πει: «Λοιπόν, πότε μπορείς να έρθεις;» Πάει να μιλήσει, αλλά σταματάει, δεν λέει τίποτα. Νιώθω άσχημα, αλλά δεν θέλω να πάρω την πρωτοβουλία.

Δεν εμφανίστηκε ποτέ. Λυπάμαι, αλλά ακριβώς επειδή ήταν ένας σούπερμαν δεν τολμούσα να τον ψάξω εγώ, όπως ίσως θα το έκανα με κάποιον άλλο.

Πόσες φορές λοιπόν, σκέφτηκα ότι αυτή η στιγμή του δισταγμού στάθηκε  τόσο αποφασιστική για τις ζωές μας. Αν συνεχίζαμε να βλεπόμαστε, δεν θα πήγαινα να ψάξω τον σύντροφο Χένεκ και οι ζωές μας θα ήταν, ποιος ξέρει, διαφορετικές.

 

Ο Παβέζε και το ωραίο καλοκαίρι

 Στις 25 Ιανουαρίου του 1934 ξαναβρίσκω τον Παβέζε στο σπίτι της Μπάρμπαρα.

Τον είχα στο μυαλό μου εκείνους τους μήνες; Νομίζω ναι.

Η συνάντηση ήταν από την πλευρά του ζωντανή και θερμή. Προσφέρεται να με βοηθήσει να τελειοποιήσω τα αγγλικά που διαβάζω, χωρίς να ξέρω να τα  μιλάω. (Ναι, πάντα θέλω να σπουδάσω, να μάθω ακόμα κι αν ποτέ δεν μάθω τίποτα.

Από τις 27 Ιανουαρίου, στην αρχή κάθε δύο μέρες και μετά κάθε μέρα συναντιόμαστε είτε σε μένα είτε στο σπίτι του για τα μαθήματα των αγγλικών. (Ένιωθα εξαιρετικά άβολα να πηγαίνω στο σπίτι ενός νεαρού άνδρα, ακόμα κι αν ζούσε με την οικογένειά του, ενώ  στο σπίτι ενός συντρόφου, ακόμα κι αν ζούσε μόνος του, πήγαινα πάντα με μεγάλη φυσικότητα.)

[…] Με έκανε να διαβάσω το Αποχαιρετισμός στα όπλα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, και την ανθολογία του Σπουν Ρίβερ του Έντγκαρ Λη Μάστερς, αλλά όλο και πιο πολύ παραμελούσα  τα Αγγλικά για να μιλήσω για εμάς και να ανακαλύψουμε πως είμαστε άλλες φορές ίδιοι άλλες διαφορετικοί, κάποτε ίδιοι κάποτε διαφορετικοί, με την ίδια όμως γοητεία.

[…] Στις 25 Φεβρουαρίου ήταν Κυριακή, αλλά δεν πήγα στο βουνό και δεν πήγα για να απομακρυνθώ λίγο από τον Χένεκ. Εκείνο το απόγευμα η αδερφή μου και η Νίνα είχαν βγει έξω, ο Παβέζε και εγώ είμαστε μόνοι.

Βρισκόμαστε στο γραφείο μου, όπου δέχομαι μαθητές και φίλους, ξαπλώνω μισά στον καναπέ-κρεβάτι, αυτός στα πόδια μου, πάνω σε ένα σκαμνί. Η κουβέντα κυλάει τόσο εύκολη και διασκεδαστική όσο τις άλλες φορές.

Του αρέσει κάτι που είπα τόσο πολύ που με κοιτάζει να γελάω, μαγεμένος και αμέσως πέφτει κάτω, κρύβει το πρόσωπό του στα χέρια μου. Παραμένει έτσι και πρέπει να τον αρπάξω από το τσουλούφι για να τον σηκώσω. Γελώντας ακόμα, λέει, «Φοβάμαι ότι αρχίζω να σε ερωτεύομαι.»

Και εγώ με τον ίδιο τόνο: «Νόμιζα ότι ήσουνα ήδη. Από τον Αύγουστο κάτι είχα καταλάβει.»

Του λέω ότι καθ ‘όλη τη διάρκεια του ταξιδιού στο Gran Paradiso τον νόμιζα σαν … σαν θεό.

[…] Το βράδυ κουβεντιάζουμε στους σκοτεινούς δρόμους (όπου προσπαθεί να με φιλήσει, και αυτό φαίνεται παιδικό εκτός από σκανδαλώδες), μετά σε ένα καφέ όπου μένουμε μέχρι αργά. για τα πράγματα που είπε όλο το βράδυ αρχίζω να νιώθω λίγο λιγότερο ασφαλής, τον ρωτάω: «Πόσο χρονών είσαι;»

Είναι είκοσι έξι. Ότι εγώ  είμαι τριάντα ένα το  ήξερε:

«Στην αληθινή αγάπη, η διαφορά ηλικίας δεν μετράει», λέει.

[…] Στις 5 Μαρτίου, ακριβώς οκτώ ημέρες μετά τις 25 Φεβρουαρίου (ημερομηνία έναρξης της γνωριμίας μας), σε ένα τραπέζι που βρίσκεται ακόμα στη γωνία της Piazza Statuto με τη via Cibrario, λέω στον Παβέζε ότι η αγάπη μας, όπως την αποκαλεί, ήταν ένα κτύπημα τρέλας, και εναπόκειται σε μένα που είμαι πέντε χρόνια μεγαλύτερη να έχω μυαλό για δύο: είμαστε έτοιμοι για να είμαστε φίλοι και ελπίζω ότι δεν είναι πολύ αργά. Ή φίλοι, ή τίποτα. Ή φίλοι ή να σταματήσουμε τις συναντήσεις μας.

Και εδώ είναι ο δυνατός άνθρωπος στον οποίο μια εβδομάδα πριν σκέφτηκα να ζητήσω βοήθεια, ο ελαφρύς άντρας που θα έπρεπε να είχε ρωτήσει: «Ποιος είναι ο άλλος;» να που ο Τσέζαρε Παβέζε αρχίζει να κλαίει σαν παιδί. Θυμάμαι την απογοήτευση, την ενόχληση, την αμηχανία για εκείνα τα δάκρυα που έπεφταν σαν  τη βροχή και κυλούσαν πάνω στο γιακά του παλτού του.

«Καλύτερα φίλοι παρά τίποτα», έλεγε δακρυσμένος. Εμπιστεύονταν  τον οίκτο μου. Ήλπιζε ακόμα. Αν δεν είχε ελπίδα θα είχε σκοτωθεί.

Θα είχε σκοτωθεί. Ήταν ικανός να το κάνει, ως ηθοποιός που παίζει τον ρόλο του μέχρι το τέλος. Ένας ακόμη που βάζει τη ζωή του στα χέρια μου. Το ήθελα και τώρα πρέπει να το παρακολουθήσω και να το βοηθήσω μέχρι να περάσει – είπα στον εαυτό μου.

Σύμφωνο φιλίας, λοιπόν. Να βλεπόμαστε μια φορά την εβδομάδα. Ούτε καν ένα φιλί; Όχι, ούτε καν ένα.

Και έτσι βρέθηκα να έχω δύο φίλους για να πηγαίνω στο καφέ: ο ένας μιλούσε λίγο για τον εαυτό του και επέτρεπε στον εαυτό του να αγαπιέται με ειρωνική επιείκεια. Ο άλλος, αρκεί να με αγαπήσει, μίλησε πολύ καλά.

[…] Τον Μάρτιο, μαζί με άλλους, συνελήφθη ο Γκίνζμπουργκ. «Τουλάχιστον τώρα που είναι στη φυλακή, δεν θα μπορεί να χώνει τη μύτη του στις δουλειές μας», έλεγε χαριτολογώντας ο Παβέζε.

[…] Η φευγαλέα μου αγάπη με έλεγε «Τίνα», «θησαυρέ», «γλυκιά». «Τσεζαρίνο», του έλεγα εγώ.

Τσεζαρίνο: Ο Τσεζαρίνο εκείνα τα χρόνια ήταν ένα όμορφο αγόρι, ψηλό, αδύνατο, με ένα μεγάλο τσουλούφι να πέφτει στο μέτωπο, με πρόσωπο απαλό, φρέσκο, με πολύ όμορφα δόντια. Μου άρεσαν τα ερωτευμένα μάτια του, τα ποιήματά του, οι τόσο έξυπνες κουβέντες του, έτσι γινόμουνα και ’γω λίγο έξυπνη, μου άρεσε η αίσθηση της αδελφότητας που ερχόταν από την ίδια καταγωγή, από μια παιδική ηλικία που ζήσαμε και οι δύο στα δικά μας μέρη στην περιοχή των Λάνγκε, αλλά και για πολλούς παρόμοιους λόγους.

Αλλά πώς να το παίρνω στα σοβαρά όταν μιλούσε για γάμο και έπειτα έκλαιγε γιατί του είπα όχι, πότε για να κάνει τον δυνατό άντρα φώναζε, ορκιζόταν, αλλά ως κακός κωμικός τα έκανε όλα τελείως λάθος και γινόταν γελοίος, όταν για να με παρακινήσει να σπάσω τη συμφωνία φιλίας απειλούσε να αυτοκτονήσει.

Είχε βάλει τυφλά τον εαυτό του στα χέρια μου και δεν ήθελα να τον πληγώσω. Επέμεινα να τον κάνω φίλο, δεν τα κατάφερα, αλλά ποιος ξέρει, ένα σύμφωνο φιλίας μετά το άλλο, στο τέλος θα είχε πειστεί και ο ίδιος.

Και μετά οι ώρες που περνούσαμε μαζί, στα καφέ, στην βάρκα στον Πάδο, ή στο σπίτι μου με την Καρλοτίνα, με τον Έμπε, μερικές φορές με την Εστέλα, ήταν οι μόνες ευτυχισμένες ώρες της κουρασμένης και χωρίς ελπίδα ζωής μου. Όσοι τον γνώρισαν αργότερα τον θυμούνται σιωπηλό, αποξενωμένο, ακατάδεκτο· δεν μπορεί να φανταστεί κανείς πόσο εύκολο και υπέροχο ήταν να βρίσκεται κάποιος  μαζί του όταν ήταν νέος.

 

Η προδοσία

 Ένα μελαγχολικό καλοκαίρι ήταν εκείνο του ’35. Όλοι οι φίλοι είχαν σκορπίσει, εγώ είχα χάσει τις επαφές γιατί κάτω από την επιτήρηση, ο Χένεκ και εγώ περνούσαμε όλες τις ελεύθερες ώρες μαζί. Ο επικείμενος πόλεμος της Αιθιοπίας μας ΄έδινε κάποια ελπίδα για αλλαγές, αλλά ποιες;

Ο Χένεκ είχε ήδη αρχίσει να μιλάει για γάμο. Του είπα: Ξέρω γιατί θέλεις να με παντρευτείς, γιατί απ’ όταν άνοιξαν ένα γκαράζ στο στενό, δεν μπορείς να ησυχάσεις στο δωμάτιό σου. Είσαι πολύ τεμπέλης για να ψάξεις για άλλο, και προτιμάς να με παντρευτείς για να ζήσεις μαζί μου, στο δικό μου σπίτι που είναι τόσο ήσυχο μέρος. Γέλασε; ακόμη και τώρα όταν του λέω γελάει, αλλά ποτέ δεν διαμαρτυρήθηκε και ίσως να ήταν έτσι.

Τώρα, τη στιγμή που παντρεύομαι έναν Εβραίο με πολωνική υπηκοότητα, θα μπορούσαμε να χωρίσουμε, γιατί το διαζύγιο με Εβραίους (όχι καθολικούς) επιτρέπεται στην Πολωνία. Με δικαίωμα στο διαζύγιο για μένα, ο γάμος με τον Χένεκ, εκείνη τη στιγμή, δεν ήταν παρά μια κίνηση ερωτικής στρατηγικής. Αυτό πρέπει να υπενθυμίσω στον εαυτό μου καθώς γράφω για να κατανοήσω, σήμερα, τη συμπεριφορά μου, τα επόμενα δύο χρόνια. Μόνο όταν έμεινα έγκυος στον γιο μας ο γάμος για μένα θα γίνει ιερός.

Είχα γνωρίσει πολλούς ερωτευμένους για να ξεγελαστώ για τα συναισθήματα του Χένεκ: του ζέσταινα την ύπαρξή του, με αγάπησε και ήταν τόσο τεμπέλης. Πάντα ήμουνα πολύ δυστυχισμένη μαζί του, ξεγελάστηκα, όπως όλοι οι ερωτευμένοι, άνδρες και γυναίκες, ότι η κοινή ζωή θα τον άλλαζε· αλλά ακόμα δίσταζα, ειδικά για τον Αλτιέρο. Υποσχέθηκα στον εαυτό μου να τον βοηθήσω μέχρι την απελευθέρωσή του, μόνο τότε θα τον αφήσω σίγουρα. Η προειδοποίηση μου είχε αφαιρέσει την άδειά να του γράψω, αλλά ίσως οι γονείς του θα μπορούσαν για άλλη μια φορά να το επιστρέψουν σε μένα.

Δεν ξέρω για ποιο λόγο, ο Αλτιέρο πήρε δύο χρόνια αμνηστίας και θα έβγαινε (μετά από έντεκα χρόνια) τον Φεβρουάριο του ’37, δηλαδή σε ένα χρόνο περίπου.

Ένα χρόνο, και ο πολωνικός νόμος που απαγόρευε το γάμο μεταξύ Εβραίων και Καθολικών ήταν ίσως ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο, σίγουρα μεγάλο και δύσκολο να το ξεπεράσεις. Αυτό ήταν που με έκανε να το αποφασίσω.

Νομίζω εγώ ήμουνα –τα εμπόδια με κάνουν να θέλω να τα ξεπεράσω– που επινόησα τον τρόπο για να αποφύγω το νόμο.

Είναι ένα πραγματικό τέχνασμα: η άδεια για το γάμο μας έρχεται με απροσδόκητη ταχύτητα. Είναι καλύτερα να την εκμεταλλευτούμε προτού ανακαλυφθεί το τέχνασμα – γιατί τώρα, με βάση το δικό μας τέχνασμα, και άλλα ζευγάρια, αυτή Καθολική, αυτός Πολωνός Εβραίος, προωθούν στον πρόξενο αίτημα για να μπορέσουν παντρευτούν.

[…] Από την εξορία ο Παβέζε δεν τολμούσε να μου γράψει τίποτα άλλο εκτός από καρτ-ποστάλ: μία κάθε 25 του μήνα, σε ανάμνηση της 25ης Φεβρουαρίου που είχα τα γενέθλιά μου. Μάθαινα νέα από την αδερφή του η οποία μερικές φορές μου έδειχνε τα γράμματα, επειδή δεν καταλάβαινε ορισμένα παραπλανητικά κομμάτια τα οποία πράγματι μόνο εγώ μπορούσα να  καταλάβω.

Ο Παβέζε μόλις μια φορά κατάφερε να μου στείλει ένα γράμμα που το εμπιστεύτηκε σε έναν από τους ντόπιους μαθητές του που ήρθαν στο Τορίνο. Ίσως πλήρωσε το ταξίδι για να έρθει και να μου το φέρει.

Δεν ξέρω πότε –αλλά σίγουρα δεν ήμουν ακόμα αποφασισμένη να παντρευτώ, γιατί δεν θα το κρατούσα κρυφό– η αδερφή του Παβέζε με κάλεσε για να μου πει, με μεγάλη αμηχανία και πολλές δισταγμούς: «Ο Τσέζαρε θα ήθελε να ζητήσει χάρη, αλλά δεν τολμά να το κάνει, για σένα, γιατί φοβάται ότι θα τον περιφρονήσεις».

Ο Λεόνε απάντησε: «Αίτηση χάριτος, ποτέ, για κανέναν  λόγο».

Προσπάθησα να τα εξηγήσω όλα στην αδερφή του Παβέζε. «Τελικά, εσύ είσαι με το ναι;»

«Ούτε ναι ούτε όχι, πρέπει να αποφασίσει αυτός. Σε κάθε περίπτωση, για μένα θα είναι ακριβώς το ίδιο με πριν. Αυτό δεν μπορεί να αλλάξει τη γνώμη μου γι’ αυτόν.»

Τότε η καλή Μαρία με  ρωτάει, ντροπαλά, τι προθέσεις έχω για τον Τσέζαρε.

«Καμιά. Δεν θα τον παντρευτώ ποτέ, αν αυτό θέλεις να μάθεις. Και το ξέρει. Πιστεύω ότι συμφωνείτε μαζί μου».

«Ναι, είναι μεγάλη η διαφορά ηλικίας.»

Ο Παβέζε έκανε αίτηση χάριτος για να σταματήσει η εκτόπιση (ποιος ξέρει τι του είχε αναφέρει η αδερφή του) και τον Μάρτιο γύρισε από την εξορία. Δεν θυμάμαι την ακριβή ημερομηνία αλλά ήταν σίγουρα πριν τις 19 Μαρτίου, γιατί το δεύτερο εισιτήριο μετά την επιστροφή του έχει αυτή την ημερομηνία, το πρώτο δεν έχει ημερομηνία.

Στην εξορία, από ορισμένες μυστηριώδεις ενδείξεις της αδελφής του, ο Παβέζε νόμιζε ότι ήμουν στη φυλακή (όπως αποδεικνύεται από ένα σημείωμα που έχω). Φτάνοντας, έμαθε από τον Στουράνι ότι επρόκειτο να παντρευτώ.

[…] Μόλις έφτασε, ήρθε να με βρει στο σπίτι. Μου έφερε ένα γελοίο και συγκινητικό δώρο: ένα μικρό κουτί με καλλυντικά που είχε αγοράσει για μένα στη Γένοβα ανάμεσα σε δύο τραίνα. Για να είμαι ακριβής, πρέπει να πω ότι δεν είχα ποτέ τον χρόνο, ούτε και την τέχνη, να βάλω κάτι στο πρόσωπό μου, εκτός από ένα μικρό κραγιόν στα χείλη μου.

Ήταν πολύ λυπημένος, αλλά περίεργα ήρεμος. Δεν έδειχνε όμως με κάποιον ο οποίος  αισθάνεται προδομένος Στην πραγματικότητα, σκέφτηκα, ξέρει ότι δεν έχει κανένα δικαίωμα. Πάντα ήμουν ειλικρινής μαζί του (εντός των ορίων της αξιοπρέπειας) και δεν του είχα δώσει ποτέ ελπίδες.

Φαινόταν ότι είχε αποδεχτεί τον σωστό ρόλο του ως φίλου. Όπως πάντα, ήταν τόσο εύκολο να τον εμπιστευτώ. Όχι, δεν ήμουν ανήσυχη και ευτυχισμένη νύφη. μάλλον μελαγχολική, αντίθετα: γιατί ήξερα ότι ήμουν μόνο «αγαπημένη», όχι ερωμένη. Ωστόσο, ένιωθα ότι μπορούσα να εμπιστευτώ κάποιον που, σε αντίθεση με εμένα και τις προηγούμενες σχέσεις μου, ήταν τόσο προσεκτικός, γεμάτος λόγια και υποσχέσεις, απολύτως – και σκληρά– ανίκανος να πει ψέματα. Και τότε ήταν καλός, γενναιόδωρος, συγχωρητικός, καθώς, φυσικά, εξαιρετικά έξυπνος και πολύ καλλιεργημένος. Μαζί του θα τελειώσουν οι καταιγίδες με τις οποίες ήμουν πολύ ευχαριστημένη. Μαζί του θα γινόμουνα και ’γω σοβαρή, ισορροπημένη και ήταν η ώρα. Αν δεν τα κατάφερνα, υπήρχε η διαφυγή του διαζυγίου.

[…] Ότι ο Παβέζε με εμπιστευόταν φαίνεται από τις επιστολές της 25ης Μαρτίου και της 2ης Απριλίου, τις μόνες εκείνων των ημερών. Η δεύτερη συνόδευε ένα δώρο με βιβλία, συγκεκριμένα: Ένα αυτοκρατορικό μήνυμα του Κάφκα, τα διηγήματα του Πιραντέλο, Το φτερωτό φίδι του Λόρενς, σε ανάμνηση των φυλακών του Τορίνου, της Ρώμης, της Νάπολης όπου τα είχε διαβάσει.

Αν ήταν γαμήλια δώρα θα μπορούσα να τα δεχτώ, του είπα, διαφορετικά θα τα είχα αρνηθεί. Απάντησε ότι θα μπορούσα να τα δεχτώ.

Από τις συναντήσεις μας, δεν ξέρω πόσες, νομίζω τρεις ή τέσσερις, μεταξύ της επιστροφής του (πριν από τις 19 Μαρτίου) και του γάμου μου (19 Απριλίου), θυμάμαι καλά την έκφραση του πόνου και της τρυφερότητας· και ο τόνος που ήταν αργός και ειλικρινής. Σαν να είχαμε χωρίσει όχι δέκα μήνες, αλλά δέκα χρόνια και τώρα βρεθήκαμε σοφοί και μεγάλοι, αυτός ήταν ακόμα νέος, ερωτευμένος όπως ήμουν εγώ κάποτε, αλλά με την επίγνωση ότι  η ζωή είχε βάλει ένα εμπόδιο ανάμεσά μας.

[…] Μου είπε τα πάντα για τους οκτώ μήνες της εξορίας στο Brancaleone, τα πάντα και ειλικρινά. Δεν μπορώ ποτέ να πιστέψω ότι μου είπε ψέματα. Δεν είχε όλους αυτούς τους μήνες ούτε ερωμένη ούτε επιθυμία για άλλες γυναίκες. Σύμφωνα με τον μύθο, το κορίτσι που θα του έδινε την αγάπη του, το είδε μόνο από μακριά και ποτέ δεν του μίλησε. Ο μύθος κυκλοφόρησε από εκείνους που κατάλαβαν λίγα από τα βιβλία του και τίποτα από αυτόν αν μπορούσε να πιστέψει, με μια καρδιά γεμάτη ελπίδα και αγάπη, και έπειτα γεμάτη άγχος και μετά με  απελπισία γι ‘αυτήν, ο Παβέζε θα μπορούσε να παραδοθεί στην επιθυμία για μια άλλη;

Το λέω αυτό για χάρη της αλήθειας, γιατί θα προτιμούσα να πιστεύω, και ακόμη και σήμερα θα προτιμούσα να πιστεύω, στον έρωτα  για μια άλλη. Ήθελα να ερωτευτεί ξανά και να καταλάβει ότι εμείς  φτιαχτήκαμε για να είμαστε φίλοι.

Είπα ότι ο Παβέζε ήταν καλλιτέχνης και τώρα λέω ότι δεν μπορούσε να πει ψέματα. Ποτέ δεν έλεγε ψέματα.

[…] Υπάρχει ένα επεισόδιο που κανείς, πιστεύω, δεν γνωρίζει και το αναφέρω γιατί μου φαίνεται ότι ρίχνει λίγο φως στο κρυφό του μαρτύριο. Θυμάμαι το φτωχό του χαμόγελο καθώς έλεγε ότι ένας γιατρός που ήταν μαζί του στην εξορία του είχε κάνει μια μικρή χειρουργική επέμβαση… «κάτι σαν περιτομή» «Έτσι… για το τίποτα… για να προετοιμαστώ για τον γάμο …»

Φαινόταν παραιτημένος, αλλά τον ήξερα πολύ καλά για να έχει την  ψυχή του ήσυχη. Ήταν αυτός που μου είχε πει, μια φορά, «Ο Παβέζε βασανίζεται», και οι φίλοι του τρέχανε και δεν τον άφηναν ούτε λεπτό φοβούμενοι ότι θα αυτοκτονήσει.

Αυτή τη φορά ήταν οι δικές μου (και δικές του) φίλες η  Π., η Φ., η Νίνα, που τον φρόντισαν από τη στιγμή που επέστρεψε μέχρι, λίγο μετά το γάμο, που δεν ήθελε πλέον να τις βλέπει και εμπιστεύτηκε τον εαυτό του στους άλλους.

Μια πήγαινε για να περάσει μαζί του το πρωί, μετά από κάποιες ώρες τον παρέδιδε στην άλλη, και ούτω καθεξής, με τη σειρά, μέχρι αργά το βράδυ όταν επέστρεφε στην αδελφή του. Για να είμαι ακριβής, δεν ήταν μόνο αυτές που τον προσέχανε, αλλά ήταν αυτές που δεν τον άφηναν ποτέ μόνο του.

Οι φίλες μου θυμούνται ακόμα εκείνες τις μέρες.

Η Φ., πονεμένη κι αυτή τότε εξαιτίας της  προδοσίας της μοναδικής αληθινής αγάπης της ζωής της, λέει ότι έμαθε από τον Παβέζε ότι υπάρχει αληθινή αγάπη. Η μεγάλη μοιραία αγάπη που λένε τα μυθιστορήματα, την παρακολούθησα και την πίστεψα μόνο τότε.

Η Π., η οποία με μεγάλη αξιοπρέπεια, χωρίς εμπιστοσύνη, χωρίς ένα παράπονο απογοητεύτηκε και τραυματίστηκε σκληρά από την οικογένειά της, θυμάται ενοχλημένη όταν αφού συνόδευε τον Παβέζε στις ταβέρνες και έπινε μαζί του ότι ήθελε να μεθύσει, έπρεπε επίσης να τον βοηθήσει αργότερα, ενώ έκανε εμετό κρασί και απειλές.

Και η Νίνα,  από τη Ρώμη, πονηρή (και εξαιρετικά έξυπνη), όταν θυμάται εκείνες τις μέρες γελάει: «Αχ! Τι σπουδαίος καλλιτέχνης ο Τσεζαρίνο μας! ».

Συμφωνώ και με τις τρεις φίλες μου. «πραγματικά ερωτευμένος» και «μεγάλος καλλιτέχνης» δεν είναι αντιφατικές κρίσεις: μπορεί κανείς να βιώσει μια μεγάλη αγάπη και ταυτόχρονα τη χαρά να το απαγγέλλει. Η επιθυμία να μεθύσει, ακόμα κι αν, χωρίς να αντέχει το κρασί, λυγάει από τον εμετό, είναι μέρος του παιχνιδιού.

Η τέχνη της ζωής

 Είμαστε στον Ιούλιο του ’37. Είμαι παντρεμένη  δεκαπέντε μήνες. Κατάλαβα αυτό που θα έπρεπε να γνωρίζω εδώ και καιρό: η κοινή ζωή δεν διαλύει το μυστήριο του Χένεκ, γιατί δεν μπορεί να αλλάξει. Με αγαπά πάρα πολύ, είναι πολύ ευγενικός, με φροντίζει, είναι συγκαταβατικός, αλλά θα είναι ακόμα και πάντα ειρωνικός, σιωπηλός, αδιαπέραστος. Πρόθυμος να μιλήσει για τα πάντα, αλλά όχι για προσωπικά πράγματα.

Εκτός από τις δύο μικρές περιόδους μοναξιάς κατά τη διάρκεια της φυλακής δεν ήμουν ποτέ τόσο μόνη, γιατί τώρα όλες οι φίλες μου βρίσκονται επίσης μακριά από το Τορίνο. Και δουλεύω πυρετωδώς όπως πριν, και ίσως περισσότερο από πριν. Η αδερφή μου που μένει μαζί μας ήταν πάντα το κοριτσάκι που πρέπει να προστατευτεί και ως εκ τούτου δεν υπάρχει διάλογος μεταξύ μας.

Τώρα, τον Ιούλιο του ’37, εκτός από τους μαθητές μου στα ιδιαίτερα, δεν βλέπω ψυχή ζωντανή· η αδερφή μου είναι στη θάλασσα, ο Χένεκ πήγε στην Πολωνία για το θάνατο του πατέρα του και δεν γράφει. Μερικές φορές νομίζω ότι, πάντα ερωτευμένος με την άλλη, δεν θα επιστρέψει ποτέ. Περιπλανιέμαι στο άδειο σπίτι και βασανίζομαι.

Κυριακή, 4 Ιουλίου αργά το απόγευμα, θα έπιανα το τηλέφωνο για να βρω κάποιον να βγω λιγάκι έξω, να ανταλλάξω δύο κουβέντες, αλλά δεν βρήκα κανέναν, γιατί δεν υπάρχει πλέον κανένας στο Τορίνο.

Σχηματίζω τον αριθμό του Παβέζε.

 

Μετά από μήνες που η Τίνα ήταν εξαφανισμένη από το ημερολόγιο του Παβέζε, αυτός γράφει:

 

ΣΤΙΣ 4 ΙΟΥΛΙΟΥ ΓΥΡΙΣΕ Η  ΤΙΝΑ

 

Συνεχίζει στο βιβλίο της η Τίνα:

Σκέφτηκα, δίστασα, και μετά με μια τρεμάμενη καρδιά αποφάσισα; Όχι, δεν θυμάμαι κάτι τέτοιο. Νομίζω ότι το έκανα … χωρίς δεύτερη σκέψη.

[…] Παίρνω τον αριθμό τηλεφώνου έτοιμη να το κλείσω χωρίς να πω ούτε λέξη, αν μου απαντούσε η αδερφή του, αν ακούσει τη φωνή μου ο Παβέζε θα απαντήσει με προσβολές ή με παθιασμένους στεναγμούς. Αντ’ αυτού παίρνει τον σωστό τόνο: «Ω! Τίνα Ω! Τίνα! Εσύ είσαι? Τι ευχαρίστηση. Πώς κι έτσι…». Θυμάμαι τις λέξεις, θυμάμαι τον τόνο που είναι ο επιθυμητός φιλικός τόνος.

[…] Μετά από δεκαπέντε μήνες χωρίς έχουμε ειδωθεί, μετά από  δύο χρόνια μετά την τελευταία παραβίαση των συμφωνιών φιλίας, μου φαίνεται φυσικό να έχει γίνει ξανά φίλος· ο μοναδικός αληθινός φίλος που μου  όρισε η μοίρα.

Συναντηθήκαμε μετά  το δείπνο και περπατήσαμε τις λεωφόρους γύρω από το σπίτι μου μιλώντας με ανανεωμένη εγκατάλειψη, πολύ χαρούμενοι, λιγάκι χαλαροί. Θυμάμαι τότε ότι καθίσαμε σε ένα γρασίδι ανάμεσα σε νέα σπίτια (όπου τώρα υπάρχει η Piazza Risorgimento) και μου φάνηκε ότι το γρασίδι ήταν απέραντο, ότι τα σπίτια είχαν απομακρυνθεί για να μας αφήσουν μόνους μας για να μιλήσουμε κάτω από τα αστέρια. Μόνοι, οι δυο μας, σε μια σχέση χαρούμενης αυτοπεποίθησης, όπως τότε στα πρώτα μαθήματα των αγγλικών.

Τις επόμενες δύο μέρες μιλάμε στο τηλέφωνο, την 7η μέρα κάνουμε μια βόλτα, νωρίς το πρωί, στους λόφους. Την  8η και την 9η ημέρα τρώμε μαζί. Πρέπει να φύγει στις 10 για την Ανκόνα και να μείνει εκεί, φιλοξενούμενος των Μονφερίνι, για ένα μήνα, αλλά τώρα δεν θέλει πλέον να φύγει.

Θέλει να χωρίσω και να τον παντρευτώ.

Έχω σκεφτεί πολύ για το διαζύγιο σε αυτούς τους πρώτους μήνες του γάμου, αλλά ξανά και ξανά και πάντα δεν θέλω να παντρευτώ τον Παβέζε: για να ζήσω χωρίς αγάπη με τον άντρα που αγαπώ ή για να ζήσω ελεύθερη και μόνη, αυτή είναι η εναλλακτική λύση.

Φεύγει στις 10, στις 11 παίρνω  ένα τηλεγράφημα, στις 13 ένα μεγάλο γράμμα επείγον, στις 14 ένα τηλεφώνημα.

Στις 15, ο Χένεκ επιστρέφει, και του λέω ότι έχω ξαναδεί τον Παβέζε και πέρασα πολλές ώρες μαζί του.

Ο γάμος δεν μου είχε διεγείρει την επιθυμία για ερωτική εκδίκηση. Περίμενα (επιθυμούσα) σκηνές σύγκρουσης. Θα είχα επιτέλους την ευκαιρία να του πω πόσο υπέφερα μαζί του και γιατί.

Με ακούει, σκοτεινιάζει, λέει ότι είναι ενοχλημένος. Χωρίς πόνο, μόνο ενοχλημένος. Και όλα τελειώνουν εκεί. Τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη μου φαίνεται ότι επιβεβαιώνει την υποψία μου ότι εξακολουθεί να είναι με την άλλη.

(Αργότερα, όταν τα χρόνια της συνύπαρξης μας τον γνώρισα καλύτερα, κατάλαβα ότι υπάρχουν πραγματικά άνθρωποι που δεν μπορούν να εκφράσουν τα συναισθήματά τους. Ο Χένεκ όπως ο αδερφός του –όπως ήξερα, πως ήταν και  ο πατέρας του– ανήκουν σε αυτή, την παράξενη, για μένα, φυλή. Μόνο τότε προσπαθούσα να ερμηνεύσω κάποιες σιωπές που με είχαν τόσο πληγώσει.)

Στις 17 άλλο τηλεγράφημα του Παβέζε ο οποίος στις 18 ήταν ήδη στο Τορίνο. Στις 19 συναντιόμαστε στο καφέ.

Ξαναρχίζουν οι καταιγίδες που ξέρω και που είχα ξεχάσει.

Είμαστε καλά μαζί, αγαπάμε ο ένας τον άλλον, έχουμε πάντα χίλια πράγματα να πούμε ο ένας στον άλλο, καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον, θαυμάζουμε ο ένας τον άλλον – και από αυτό εκείνος καταλήγει: ας παντρευτούμε, και εγώ: παραμένουμε φίλοι.

Ακόμα και τώρα δεν τολμώ να του πω: δεν ξέρεις ή προσποιείσαι ότι δεν ξέρεις ότι η αγάπη, καταλαβαίνεις τι εννοώ;, η αγάπη μας στέκεται εμπόδιο. Όλα μας έχουν δοθεί για να είμαστε –για λίγο! – ευτυχισμένοι μαζί, αρνούμενοι μονάχα– εσύ ξέρεις ποιο πράγμα. Γιατί κάνεις πως δεν ξέρεις; Και δεν είναι λίγο, στην πραγματικότητα είναι αυτό που πάνω απ ‘όλα ήθελες από μένα.

Για αυτό ακριβώς δεν τον θέλω; Για αυτό από μόνο του και για τις επιδράσεις που έχει στον χαρακτήρα του. Τότε, δεν είναι αλήθεια ότι είμαι ερωτευμένη με τον Χένεκ; Είμαι ερωτευμένη με τον Χένεκ. Μια αγάπη που με κάνει να υποφέρω και με ταπεινώνει, από την οποία με τις δικές μου μονάχα δυνάμεις δεν μπορώ να απομακρυνθώ. Αν ο Παβέζε ήταν ένας κανονικός άντρας, ένας άντρας και όχι ο αιώνιος έφηβος που είναι, από απελπισία, θα του εμπιστευόμουνα να μου αφαιρέσει τον άλλο από την καρδιά, από το μυαλό, από τη ζωή.

Τελικά, στις 13 Αυγούστου ’37 (σε ένα τραπεζάκι στην Porta Palazzo) για να βάλλω τέλος στη βασανιστικές εμμονές του, βρίσκω το κουράγιο να του πω αυτό που πάντα δεν του έλεγα από  οίκτο, αυτό που το  ξέρει και προσποιείται ότι δεν το ξέρει, αυτό που δεν ήθελε να ακούσει ποτέ.

«Τελείωσαν όλα», είπε.

«Την ημέρα που θα το θέλεις θα είμαστε ξανά και μόνο φίλοι», του απαντάω. Και φεύγουμε.

Τελείωσαν όλα, είπε. Τον Οκτώβριο μού γράφει ένα κείμενο αβυσαλέου μίσους (η επιστολή καταστράφηκε)!»

Παραμένει μυστήριο τι είπε η Τίνα Πιτσάρντο στον Παβέζε στις 13 Αυγούστου 1937.

Κατά τη διάρκεια των διακοπών μεταξύ 28 Οκτωβρίου και 4 Νοεμβρίου, περνάω μια εβδομάδα με τον Χένεκ στο Παρίσι, που ήταν αποκλειστικά αφιερωμένη στον ισπανικό πόλεμο: συναρπαστικά δημοφιλή γεγονότα, μακρές συνομιλίες με τον Βαλέριο Σπινέλλι που, μετά από μια σειρά ηρωικών αεροπορικών επιδρομών, εγκατέλειψε τις Διεθνείς Ταξιαρχίες επειδή η επανάσταση προδόθηκε από τους ίδιους τους Ρώσους και συναντήσεις με συναδέλφους- φίλους που έχουν δραπετεύσει.

Επιστρέφοντας στο Τορίνο, η υπηρέτρια με μια μυστηριώδη συμπεριφορά λέει ότι μια αρσενική φωνή με έχει αναζητήσει επανειλημμένα στο τηλέφωνο.

Την επόμενη μέρα ο Παβέζε με βρίσκει στο τηλέφωνο και με ήρεμο τόνο ζητά να με δει.

Μετά από όσα του είπα με σκληρότητα δύο μήνες πριν, αν με ψάχνει τώρα, αυτό σημαίνει ότι δεν θέλει να χάσει τη σχέση φιλίας και εμπιστοσύνης που, πέρα ​​από την αγάπη, μας ενώνει: αυτό θέλω να πιστεύω.

Η πρώτη συνάντηση στο καφέ είναι στις 8 Νοεμβρίου. «Καλύτερα η φιλία  από το τίποτα», γυρίζει και μου λέει, όπως συνήθως, και μετά ως συνήθως ήθελε περισσότερα. Επαναλαμβάνουμε τις συναντήσεις γιατί νιώθω οίκτο, γιατί νιώθω τόσο καλά μαζί του, γιατί η εμμονική αγάπη του με παρηγορεί, με εκδικείται για τις σιωπές του Χένεκ. Ήταν η εποχή που είχα βγάλει τη βέρα, διότι ο Χένεκ αρνιόταν να φοράει τη δική του και περισσότερο από ό, τι πριν είχα χάσει την ιδέα να ξαφνιάσω τον Χένεκ με το αίτημα για διαζύγιο.

Εναλλάσσονται περίοδοι ευχάριστες και θυελλώδεις με περιόδους ρήξης τις οποίες, με ανακούφιση, πιστεύω ότι είναι οριστικές. Αν μετά από κάθε ρήξη υποχωρώ, είναι επειδή με εκβιάζει: «Αν δεν έρθεις, θα σκοτωθώ» ή ακόμα και «θα σκοτώσω αυτόν». Έχω ένα καλό ρητό: ιστορίες, δεν θα σκοτώσει κανέναν, αλλά έναν φόβο τον έχω.

Με τον Χένεκ υπήρχε εμπιστοσύνη. Έπρεπε να του εξηγήσω, να του πω τα πάντα από την αρχή: Την πάτησα, γιατί δεν αντέχω τη μοναξιά στην οποία με καταδικάζεις. Αλλά θα ήταν μια διαμαρτυρία, ένα κάλεσμα, ένας θρήνος, μια πρόκληση, όλα πράγματα από τα οποία, αγαπώντας ειλικρινά, αποφεύγω – γιατί αν έπαιρνα κάτι, θα ήταν το πιο πικρό.

Μόνο σε μια στιγμή ειλικρινούς αμοιβαίας εμπιστοσύνης θα μπορούσα να μιλήσω. Αλλά, λόγω του εσωστρεφή χαρακτήρα του, τέτοιες στιγμές δεν θα υπάρξουν ποτέ μεταξύ μας.

Παρόλο που, όπως είπα, η γαμήλια τελετή δεν με ενδιέφερε καθόλου- μια τυπικότητα που επιτρέπει να ζούμε μαζί χωρίς σκάνδαλο – ένιωθα άβολα, ένιωθα άπιστη.

Ζήτησα συμβουλές από τον σοφό Μπαστιάνο, που μας γνώριζε καλά όλους. Ο Μπαστιάνο είπε ότι δεν ήταν πολύ κακό να βιαστείς για τη διάσωση όποιου απειλούσε με αυτοκτονία και δολοφονίες. Με αυτό ησύχασε η ψυχή μου.

(Πόσες φορές το σκέφτηκα ότι την τελευταία ημέρα της ζωής του, αν στο τηλεφώνημά του – και φαίνεται να είχε τηλεφωνήσει  σε πολλούς – κάποιος είχε τρέξει, δεν θα είχε αυτοκτονήσει. Και αναρωτιέμαι αν εκείνη την ημέρα προσπάθησε να καλέσει και μένα, αλλά δεν ήμουν στο Τορίνο, εγώ που, σοφή και μεγαλύτερη, τον γνώριζα τόσο καλά, ίσως θα μπορούσα να τον σώσω.)

Στις 25 Φεβρουαρίου, ’38, μέρα των γενεθλίων μου,  (ήμασταν σε περίοδο ρήξης, αλλά ο Παβέζε ήταν πολύ τυπικός με  τις επετείους) περασμένα μεσάνυχτα χτυπάει το τηλέφωνο. Ο Χένεκ βρίσκεται ήδη στο κρεβάτι, στο δωμάτιό του, πάω για να το σηκώσω.

Από το δωμάτιό του ο Χένεκ φωνάζει «Ποιος ήταν;»

«Ήταν ο Παβέζε», του απαντάω από την πόρτα, «λέει ότι σου έγραψε μια επιστολή, τώρα είναι έχει μετανιώσει και με συμβουλεύει να την κλέψω».

Μου απάντησε: τι είναι κι αυτή η ιστορία, έλα εδώ να μιλήσουμε για αυτή. Λέει κουρασμένος: «Ανοησίες, μπορείς να πάρεις το γράμμα, να κάνεις ό, τι θέλεις» και γυρίζει στο βιβλίο που διαβάζει.

Το επόμενο πρωί η επιστολή είναι εκεί, και  απευθύνεται στον Χένεκ. Του τη δίνω, σηκώνει τους ώμους: «Κάνε ό,τι θέλεις», επαναλαμβάνει. Τη σκίζω μπροστά του, και την πετάω στα σκουπίδια.

Αργότερα – κάτι που γενικά δεν το έχω κάνει ποτέ– μαζεύω τα κομμάτια, και ξαναφτιάχνω το γράμμα. Έλεγε σε γενικές γραμμές: «Μου πήρες μακριά μου τη γυναίκα που αγαπώ. Σκέψου αν θέλεις να χτυπηθούμε. Είμαι στη διάθεσή σου κ.λπ. Τσέζαρε Παβέζε.»

Ήταν μια μονομαχία που ήθελε.

 

[…]

Θυμάμαι ότι μια φορά ήρθε στο σπίτι ένα μεγάλο μπουκέτο με κόκκινα τριαντάφυλλα – τα λουλούδια που μου έστελνε κάποτε ο Παβέζε. Δεν υπάρχει συνοδευτική κάρτα και όταν ο Χένεκ έρχεται σπίτι, του λέω, ντροπαλή και ξαφνιασμένη: Έλαβα ένα μπουκέτο … γελάει: «Όχι, μη σου μπαίνουν ιδέες, εγώ το έστειλα».

Αυτό πρέπει να συνέβη σε μια από τις συχνές περιόδους οριστικής ρήξης: κάθε φορά που το διαλύαμε ήταν «για πάντα». Αλλά μετά από μια εβδομάδα ή δύο μήνες ερχόταν η απελπισμένη κλήση του, και ’γω φοβισμένη και τρομοκρατημένη έτρεχα κοντά του.

 

Σήμερα αναρωτιέμαι γιατί δεν του το είχα κάνει σαφές: Αγαπάω απεγνωσμένα τον άντρα μου και συ για μένα είσαι μονάχα ο πιο αγαπητός και πρόθυμος  από τους φίλους μου. Βρίσκω ένα γράμμα στα χαρτιά μου μια επιστολή, όπου του το εξηγώ αυτό σε δύο σελίδες. Του την  έδωσα και μου την επέστρεψε; Πιθανότατα επειδή φοβόμουνα να του τη δώσω, προβλέποντας την αντίδρασή του: Θα αυτοκτονήσω, θα τον σκοτώσω, θα σκοτώσω και τους δύο, και τους τρεις. Ή ίσως θα είχε πει: είναι ψέμα για να με ξεφορτωθείς, ξέρω ότι τον παντρεύτηκες από ενδιαφέρον.

[…] Συνεχίζουμε με δάκρυα μέχρι τον Μάιο του ’38. «Περιμένω παιδί», του λέω, «τώρα έχει τελειώσει πραγματικά, δεν θα περιμένεις να σπεύσω στις κλήσεις σου  με ένα παιδί … στην αγκαλιά μου!»

Δέχεται την είδηση ​​με δυσπιστία: «Ένα κόλπο για να με ξεφορτωθείς;».

Στις 13 Ιουλίου ζητάει το οριστικό αντίο, ορκίζεται ότι θα προσπαθήσει να κάνει μια ζωή, μια οικογένεια, τότε μπορούμε να συναντιόμαστε, μόνοι μας ή με άλλους, ως φίλοι· ορκίζεται ότι θα μου στείλει ένα αντίτυπο κάθε βιβλίου του. Όμως, στις 4 Ιουλίου, την επέτειο του δυσάρεστης τηλεφωνικής κλήσης μου, κατάφερε να με οδηγήσει σε ένα άλλο τελευταίο αντίο. Αυτό το τρίτο και πραγματικά τελευταίο αντίο πραγματοποιείται στις 6 Ιουλίου, στο κανάλι Michelotti. Εδώ, αφού ανανέωσε επίσημα τους όρκους των άλλων δύο αντίο, μου προσφέρει, ως σύμβολο του τέλους του μυθιστορήματος, το ημερολόγιο που άρχισε να το γράφει από το Μπρανκαλεόνε το οποίο το διάβασα σταδιακά. Τώρα έχω μια αμφιβολία: το ημερολόγιο ήταν σε σκόρπια φύλλα, ίσως κάποιες σελίδες δεν μου τις έδωσε, γιατί στο ολοκληρωμένο ημερολόγιο βρήκα αποσπάσματα που δεν θυμάμαι να τα είχα διαβάσει.

[…] Από τότε ο Παβέζε δεν θα ξαναμιλήσει για την Τίνα Πιτσάρντο.

[…]  «Αρνήθηκα το ημερολόγιο για την ανόητη γενναιοδωρία για την οποία πάντα μετανιώνω. Το διάβασα, ήξερα ότι ήταν το μοναδικό αντίγραφο, ήξερα ότι ο Παβέζε έδινε μεγάλη σημασία σε κάθε γραπτό του. (Το μοναδικό αντίγραφο, τώρα δεν είμαι και τόσο σίγουρη: Έχω δει δημοσιευμένα ποιήματα, διηγήματα για τα οποία είχα το «μοναδικό αντίγραφο»). Θα είχε ίσως μετανιώσει που θυσίασε τόσες πολλές σελίδες για μένα.

Ποτέ δεν πίστευα ότι θα μπορούσε να δημοσιευτεί τόσο σύντομα.

Όταν πριν από τη δημοσίευση μου επιτράπηκε, λόγω της ντροπής του Ίταλο Καλβίνο που δεν τόλμησε να μου αρνηθεί, να διαβάσω ολόκληρο το δακτυλογραφημένο αντίγραφο, υποψιαζόμουν ότι ο Παβέζε είχε επεξεργαστεί το μέρος που με αφορά, ή αφαίρεσε, οργισμένος, κάποια διαφωτιστικά αποσπάσματα. Εάν είχα αποδεχτεί το δώρο, το απόσπασμα που έχω στην κατοχή μου θα είχε δημοσιευτεί σε εκατό χρόνια. Υπό την προϋπόθεση ότι σε εκατό χρόνια θα μπορούσε να έχει ακόμα ενδιαφέρον.

Όταν επρόκειτο να εκδοθεί και ο Einaudi αρνήθηκε να συζητήσει τις περικοπές μαζί μου, τρομοκρατήθηκα. Ακόμα και τότε δεν μπόρεσα να μιλήσω με τον Χένεκ γι’ αυτό, παρόλο που το είχα προσπαθήσει. Την παραμονή της δημοσίευσης, αφού αγωνίστηκα μόνη και κρυφά χωρίς επιτυχία για τις περικοπές που ήθελα, βρήκα το θάρρος να πω στον Χένεκ: «Αυτό το ημερολόγιο… καλύτερα να μην μπει στο σπίτι μας.»

[…] Ο Παβέζε δεν μου έστειλε ποτέ αντίτυπα των βιβλίων του. Όταν βγήκε το πρώτο, Οι πατρίδες σου, το θαύμασα, σκανδαλίστηκα, προσβλήθηκα ότι δεν τήρησε την υπόσχεσή του, γιατί στον δικό μου ηθικό κώδικα οι υποσχέσεις τηρούνται πάντα.

Δεν μου έστειλε το πρώτο ή οποιοδήποτε άλλο βιβλίο του. Από εκδίκηση δεν ήθελα να το αγοράσω. Δεν ήθελα ούτε να το διαβάσω, αλλά όταν ήρθε στα χέρια μου δεν μπορούσα παρά να το ξεφυλλίσω, έχοντας πάντα ένα συναίσθημα ανησυχίας και θυμού. Αυτό που διάβασα μου φάνηκε ψεύτικο.

[…] Ο Παβέζε βγήκε από τη ζωή μου, παρά τις καταιγίδες (φυλετική εκστρατεία, πόλεμος, αντίσταση και πάντα δυστυχία και δουλειά), βρήκα ηρεμία στην αγάπη μου  για τον Χένεκ και για τον γιο μας. Στο ημερολόγιο τη στιγμή της φυλετικής εκστρατείας υπάρχει «… ακούω ότι δεν διαμαρτύρονται”: Νομίζω ότι αναφέρεται σε εμάς.

Από το χωρισμό μας ο Παβέζε έζησε ακόμη 12 χρόνια και κάποιες φορές συναντηθήκαμε, αλλά χωρίς να ανταλλάξουμε μια κουβέντα, ένα γεια.

Θυμάμαι καλά όλες τις τυχαίες συναντήσεις μας. Η πρώτη ήταν τον Αύγουστο (νομίζω) του ’38. Περνούσα κάτω από τις στοές του Corso Vittorio, και έχοντας μια αίσθηση ναυτίας (ήμουν τους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης), μπαίνω σε ένα καφέ, παραγγέλνω μια λεμονάδα στον πάγκο. Τον βλέπω να κάθεται σε ένα τραπέζι να γράφει και να στριφογυρίζει· με βλέπει και το πρόσωπό του συστέλλεται έχοντας μια έκφραση μίσους και  απωθητικότητας. Πίνω την λεμονάδα στα γρήγορα, πληρώνω και φεύγω.

Χρόνια αργότερα θα μάθω από τη  φίλη μου τη Ναταλία ότι ο Παβέζε, φοβούμενος να με συναντήσει, απέφευγε ακόμα τους δρόμους που οδηγούσαν  από το σπίτι μου στο κέντρο.

Στην via Cernaia, έναν από τους δρόμους που περνούσα καθημερινά, τον συνάντησα, όταν το αγόρι μου ήταν ήδη μεγάλο και περπατούσε δίπλα μου πιασμένο από το χέρι μου. Ήταν μαζί μας η ξαδέρφη μου  η Μάγδα. Αυτός ήταν μαζί με μια ξανθιά κοπέλα, νομίζω ότι ήταν Φερνάντα Πιβάνο. Με είδε και έστρεψε το πρόσωπό του αλλού.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου περνούσε με το ποδήλατό του, κόβοντας το δρόμο σε μένα και τον Χένεκ. Τον είδα καλά στο πρόσωπο, είχε την προσεκτική και ανήσυχη έκφραση του μύωπα που φοβάται την κίνηση και ήταν πολύ γερασμένος. Δεν μας πρόσεξε.

Μετά τον πόλεμο, ένα απόγευμα που πήγαινα στο σχολείο και είχα αργήσει, συναντηθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο κάτω από τις στοές του Corso Vinzaglio, αυτός δεν με είδε ή δεν με αναγνώρισε. Αν δεν είχα αργήσει, θα τον σταματούσα και θα του έλεγα αυτό που είχα στο μυαλό μου από καιρό: τώρα που είμαι μεγάλη και δεν σε φοβίζω φοβάμαι, θα ήθελα να σου πω … Θα του μιλούσα για τα βιβλία του. Κι όμως δεν σταμάτησα, αλλά τον προσπέρασα χωρίς να του πω τίποτα.

Τελευταία φορά: Ο Χένεκ και ’γω είχαμε προσκληθεί σε μια δεξίωση προς τιμήν του Πολωνού προξένου στο σπίτι του Antonicelli. Είχα δει τον Παβέζε από μακριά, κι αυτός με είχε δει και έκανε έναν μορφασμό βασανισμού. Μετά, ενώ μιλούσα με την οικοδέσποινα και ήμασταν έξω από το σαλόνι, στο οποίο είχα γυρισμένη την πλάτη μου, συνειδητοποίησα ότι εκείνος είχε πλησιάσει σιωπηλά και είχε τεντώσει το αυτί του, όχι στις κουβέντες μας, αλλά στη φωνή μου. Λίγο αργότερα, η Ναταλία μού είπε: «Ο Παβέζε ήρθε για να με χαιρετήσει, έφυγε γιατί είστε εσείς.»

Τον Αύγουστο του 1950 ήμουν στο Maen, όπου ήταν επίσης η Ναταλία με τον Μπαλντίνι και τα παιδιά της. Το δεύτερο καλοκαίρι, όταν έβαλα το αγόρι μου στο κρεβάτι και προσπάθησα να γράψω ένα δικό μου μυθιστόρημα που δεν δημοσιεύτηκε ποτέ. Το απόγευμα της 28ης Αυγούστου, πήγα στο κρεβάτι έχοντας τελειώσει τη σκηνή όπου ο Ντανιέλε, ένας χαρακτήρας εμπνευσμένος από τον Παβέζε, προσπαθεί, στα αλήθεια  ή για κωμωδία, δεν ξέρω, την αυτοκτονία.

Το επόμενο πρωί πάω για ψώνια στο μοναδικό κατάστημα στο Maen, έρχεται ο Μπαλντίνι και, θλιμμένος, λέει: «Ο Παβέζε αυτοκτόνησε».

Όχι, σκέφτομαι, δεν είναι νεκρός. Είναι απλά μια απόπειρα  και θα τον σώσουν.

Ο Μπαλντίνι συνεχίζει: «Έφτασε ένα τηλεγράφημα από τον Einaudi, πρέπει να πάμε στο Τορίνο για την κηδεία».

Τις προηγούμενες μέρες η Ναταλία μου είχε πει για τον Παβέζε: «Είναι στη θάλασσα δίπλα στον Einaudi και είναι πιο τρελός από ποτέ. Είναι τρελαμένος με  ένα μικρό κορίτσι, αδελφή ενός συνεργάτη του Einaudi ».[13]

Επιστρέφοντας στη Maen μετά την κηδεία, η Ναταλία μου είπε ότι, εκτός από το βιβλίο με τα λόγια που όλοι γνωρίζουν,[14] υπήρχε μια επιστολή για το κορίτσι, για το οποίο είχε προτιμήσει να μείνει σιωπηλός. Στη συνέχεια, η επιστολή δημοσιεύτηκε είκοσι χρόνια αργότερα στο βιβλίο με  τις επιστολές του. Μου είπε επίσης για το ημερολόγιο που έμεινε κλειστό στο τραπέζι, και σε ένα φύλλο ήταν γραμμένο με μπλε μολύβι: «Αυτό που εσύ αποκαλούσες ημερολογιάκι.»

Με την απόκρυψη της επιστολής προς το κορίτσι και με το βιβλίο του Λαγιόλο, ξεκινά η παραποίηση του χαρακτήρα του Παβέζε.

Ο Λαγιόλο -ο οποίος, θέλοντας να δημοσιεύσει κάτι γρήγορα, συμβουλεύτηκε μόνο τον Σ.[15] – ήθελε να αποδείξει ότι ο Παβέζε δεν αγάπησε παρά μονάχα μια γυναίκα και αυτή ήμουνα εγώ. Αυτή είναι στην πραγματικότητα η άποψη του Σ. ότι επειδή δεν έκανα παρέα με τον Παβέζε από την εποχή της «προδοσίας».

Μου είναι πάντα αγαπημένη η ανάμνηση του Παβέζε και ακόμα λυπάμαι  που δεν ήθελε να γίνω φίλη του, όπως με είχε προορίσει  η φύση, τον σκέφτομαι συχνά και πιστεύω – κυρίως επειδή τον γνώρισα όταν ήταν πολύ νέος και απαγγέλλω τον χαρακτήρα του από έμπνευση και όχι από συνήθεια ή περιφρόνηση – πιστεύω ότι πάντα αναζητούσε στα τυφλά δυστυχισμένες αγάπες. Για, ποιος ξέρει, ποιο ψυχικό καταναγκασμό, μόνο στο μαρτύριο του περιφρονημένου και προδομένου ανθρώπου έβρισκε τον εαυτό του.

[…] Τώρα, ειλικρινά πρέπει να πω ότι όσο μεγαλώνω το καταλαβαίνω ότι, παρόλο που ο Χένεκ δεν ήταν ερωτευμένος μαζί μου, μου έδωσε όλη την αγάπη που ήταν ικανός να μου δώσει.

Με τον ένθερμο χαρακτήρα μου, τους απότομους τρόπους, τις εκρήξεις θυμού, τις βιαστικές αποφάσεις, τι θα ήταν για μένα χωρίς την αγάπη του, την ανοχή του, τη φιλία του;

Με τα χρόνια ηρέμησα, έμαθα να σιωπώ, να κλείνομαι τον εαυτό μου: δηλαδή, εξαιτίας της  αγάπης έχω γίνει ίδια μ’ αυτόν.

Αφού λαχταρούσα τη φιλία – την  απόλυτη φιλία, όπως για λίγο διάστημα είχα όταν ήμουν νέα –σήμερα δεν έχω παρά συγκεκριμένες φιλίες– που ανταποκρίνονται στα περιορισμένα και διαφορετικά ενδιαφέροντά μου- και στ’ αλήθεια είμαι πολύ μόνη. Είμαι πολύ καλά μόνη μου και το γράψιμο είναι μια καλή συντροφιά.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΝΤΑΒΙΝΤΕ ΛΑΓΙΟΛΟ

ΤΟ ΠΑΡΑΛΟΓΟ ΕΛΑΤΤΩΜΑ. Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΒΕΖΕ[16]

 

Η γυναίκα με τη βραχνή φωνή

 

Τα τελευταία χρόνια του πανεπιστημίου, στο κέντρο της ιδιωτικής ζωής του Παβέζε βρίσκεται η συνάντηση που θα αναστατώσει ολόκληρη την ύπαρξή του. Τότε μπαίνει στη ζωή του η μοναδική γυναίκα που αγάπησε πραγματικά. Πριν από αυτή, οι συναντήσεις και οι συγκρούσεις, ακόμα κι αν ακολουθούνταν από πράξεις απελπισίας και λιποθυμίας, ήταν εκδηλώσεις της υπερβολικής του ευαισθησίας, όχι της αγάπης. Αυτή είναι, αντίθετα, η γυναίκα της απόλυτης συνάντησης. Ο Παβέζε διαποτίζεται από αυτή, από την πρώτη μέρα.

Και εμείς δεν θα δώσουμε άλλο όνομα σε αυτήν τη γυναίκα, αν όχι αυτό που αφιέρωσε ο Παβέζε  στα ποιήματα της συλλογής Η δουλειά κουράζει: η γυναίκα με τη  βραχνή φωνή. Από τη συνάντηση με αυτή τη γυναίκα, η ύπαρξη του Παβέζε σπάει τον ρυθμό της, η στροφή είναι μεγάλη. Χάνοντας αυτή τη γυναίκα θα χάσει την ελπίδα, την τρυφερότητα για τη γυναίκα, την αίσθηση της οικογένειας, τη σιγουριά του να είσαι άντρας, τη γλυκύτητα της πατρότητας, τη γοητεία του να μπορείς να αποκτήσεις ένα παιδί. Ακόμη και η παιδική του ηλικία θα επιστρέψει στη μνήμη με μια διαφορετική γεύση και όλα τα έργα του θα φέρουν μέσα τους την αγάπη αυτής της γυναίκας, την απογοήτευση και την προδοσία μέχρι ακόμη και την ανεπανόρθωτη και μοιραία μοναξιά.

Η γυναίκα με τη βραχνή φωνή δεν είναι πολύ όμορφη, αλλά έχει έναν χαρακτήρα σταθερό, ψυχρό, έντονο. Και δυνατή στον αθλητισμό σαν άντρας, αλλά και για την  πανεπιστημιακή σχολή που επέλεξε, τα μαθηματικά, είναι το αντίθετο της ανθρώπινης κλίσης του Παβέζε.

Οι πιο κοντινοί φίλοι, ο Μίλα και ο Στουράνι, μόλις παρατηρήσουν την αλλαγή της ψυχικής του διάθεσης, καταλαβαίνουν την αιτία. Από την άλλη πλευρά, δεν ήταν δύσκολο ή παράξενο να αναγνωρίσεις τον ερωτευμένο Παβέζε. Όμως σε αυτή την περίπτωση ο Τσέζαρε είναι αγνώριστος ακόμη και για τους πιο στενούς φίλους. Για πρώτη φορά, κρατάει μυστικό το όνομα της αγαπημένης του. Σε κάθε ερώτηση, απαντάει με σιωπή, μένει αδιαπέραστος σε οποιαδήποτε προσπάθεια των  άλλων να θέλουν να μάθουν κάτι. Εκμυστηρεύεται κάτι στον Στουράνι, αλλά μόλις ο φίλος του θα προσπαθήσει να τον συμβουλεύσει να είναι προσεκτικός, θα αρνηθεί απότομα να τον ακούσει ξανά.

Για τον Παβέζε αυτή η γυναίκα είναι διαφορετική από τις άλλες ακριβώς επειδή η γοητεία προέρχεται από τη δύναμη, αρσενικές συμπεριφορές, σκληρή σωματική διάπλαση, ισχυρό και αποφασιστικό χαρακτήρα. Ο ντροπαλός Παβέζε αισθάνεται συνοδευμένος και προστατευμένος, ενθουσιασμένος και προφυλαγμένος. Νιώθει ότι αυτό το χρειάζεται. Ο αδύναμος χαρακτήρας του, οι συνεχείς αμφιβολίες που τον βασανίζουν βρίσκουν λύση και δύναμη σε αυτήν. Μαζί της, αισθάνεται ότι μπορεί να ελπίζει, να ζήσει και να σκέφτεται το μέλλον χωρίς φοβίες και εφιάλτες.

[…] Μετά από καιρό και λόγω αυτής της σχέσης, ανακαλύπτουμε έναν Παβέζε ανθρώπινο, απλό και χαρούμενο, που δεν θα ξαναβρούμε ποτέ σε καμία άλλη στιγμή της ζωής του. Η ντροπή του γίνεται τρυφερότητα. η απογοήτευση μπροστά στη γυναίκα, που τον κρατούσε σε μια κατάσταση κατωτερότητας από την εφηβεία ως τη νεανική ηλικία, μεταμορφώνεται, μέσω της γυναίκας με τη βραχνή φωνή, σε αυτοπεποίθηση. Ο Παβέζε  είναι πλέον ανοιχτός στην ανθρώπινη συνομιλία. Η τραγωδία του, που ο ίδιος ονόμαζε ιδιωτική, θα ξεκινήσει μόλις θα αναγκαστεί να συνειδητοποιήσει ότι αυτή η γυναίκα τον εγκατέλειψε και τον απέρριψε χωρίς κανένα έλεος. Θα είναι η τραγωδία που θα έχει τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στο σώμα του, το ηθικό του, και επίσης στη μοίρα του ως συγγραφέα. Έκτοτε, θα κρυσταλλωθεί μέσα του η ανισορροπία μεταξύ φιλοδοξίας και ικανότητας, η οποία θα συνεχίσει, όλο και πιο δραματικά, μέχρι την απελπισμένη χειρονομία της αυτοκτονίας.

Μετά από αυτήν την προδοσία, κάθε γυναίκα θα θεωρείται και θα παρουσιάζεται από τον Παβέζε, σε όλες τις ιστορίες και τα μυθιστορήματά του, απλώς ως σαρκικός καρπός ή ως η έκφραση της  αδιαφορίας και της απιστίας. Και για να ξεφύγει από αυτόν τον πόνο, τότε θα αναζητήσει καταφύγιο στους μύθους, αλλά η σκιά που θα πέφτει πάνω στη γυναίκα θα είναι πάντα αυτή του πόνου και της απελπισμένης περιφρόνησης. Η πληγή θα παραμείνει ανοιχτή και θα επουλωθεί μόνο με τον θάνατο. Κατά την περίοδο των ευτυχισμένων συναντήσεων με τη γυναίκα με τη βραχνή φωνή, γεννιούνται οι πιο συναισθηματικές αιτίες για τα ποιήματα της συλλογής Η δουλειά κουράζει. Δημοσιεύουμε εδώ ένα ποίημα που βρέθηκε ανάμεσα στα άλλα, το οποίο πληκτρολογήθηκε από τον ίδιο τον Παβέζε, και  δημοσιεύθηκε στην πρώτη έκδοση του εκδοτικού οίκου Solaria και στη συνέχεια αποκλείστηκε στη δεύτερη έκδοση των εκδόσεων Einaudi.

Παραθέτω ολόκληρο το ποίημα, όπως το άφησε ο Παβέζε μετά από την πρώτη σύνθεση:

 

Προδοσία[17]

 

     Σήμερα το πρωί δεν είμαι πια μόνος. Μια νέα γυναίκα

είναι ξαπλωμένη στο βάθος και βαραίνει την πλώρη

της βάρκας μου, που προχωράει αργά στο ήρεμο νερό

που είναι ακόμη κρύο και θολό στον νυχτερινό ύπνο.

Βγήκα από τον Πάδο των γρήγορων κυμάτων και των εργατών,

ταραγμένος αντίκρυ στον ήλιο και ξεπερνώντας τη στροφή

μετά από πολλά τραντάγματα, κρύφτηκα

στον Σανγκόνε[18] «Τι όνειρο» παρατήρησε εκείνη η γυναίκα

χωρίς να κουνάει το κορμί της που είναι γυρισμένο ανάσκελα,

κοιτώντας στον ουρανό.

Δεν υπάρχει ψυχή τριγύρω και οι όχθες είναι ψηλές

και στο ψηλότερο σημείο στενεύουν, κλεισμένες από λεύκες.

 

Πόσο αδέξια είναι η βάρκα σ’ αυτά τα ήρεμα νερά

Όρθιος στην πρύμνη να ανεβοκατεβάζω το κουπί,

βλέπω τη βάρκα να προχωράει δύσκολα: είναι η πλώρη που βυθίζεται

από το βάρος του γυναικείου κορμιού, τυλιγμένου στα λευκά.

Η φίλη μου είπε ότι είναι τεμπέλα και δεν μπορεί ακόμη να κινηθεί.

Ξαπλώνει για να κοιτάει τις κορυφές των δέντρων

και είναι σαν να βρίσκεται στο κρεβάτι και μου πιάνει όλη τη βάρκα.

Τώρα έβαλε το ένα χέρι στο νερό και τ’ αφήνει να βρέχεται

και μου πιάνει όλο το ποτάμι. Δεν μπορώ να την κοιτάω

–πάνω στην πλώρη όπου ξαπλώνει το κορμί της- που πιέζει το κεφάλι

και με κοιτάει περίεργα από κει χαμηλά, κουνώντας την πλάτη.

Όταν της είπα ότι πρέπει να έρθει στη μέση της βάρκας ,αφήνοντας την πλώρη,

μου απάντησε με ένα δειλό χαμόγελο: «Με θέλετε κοντά σας;».

 

Άλλες φορές, μουσκεμένος από μια βουτιά ανάμεσα στους κορμούς και στις πέτρες,

συνέχιζα να κοιτάω τον ήλιο, μέχρι να μεθύσω,

και πλησιάζοντας σ’ εκείνη την γωνιά, πέφτω ανάσκελα

 τυφλωμένος από το νερό και τις ακτίνες, πετώντας μακριά το κουπί,

για να σταματήσω τον ιδρώτα και την δυσκολία στην αναπνοή

 των φυτών και την αγωνία του χορταριού. Τώρα η σκιά φλέγεται

στον ιδρώτα που βαραίνει στο αίμα και στα παραλυμένα μέλη,

και η δεντροστοιχία φιλτράρει το φως

του δωματίου. Καθισμένος στο γρασίδι, δεν ξέρω τι να πω

και πιάνω τα γόνατά μου. Η φίλη μου χάθηκε

μέσα στο δάσος με τις λεύκες, γελώντας, και ’γω θα ’πρεπε να την ακολουθήσω.

Το δέρμα μου είναι μαυρισμένο από τον ήλιο και ακάλυπτο.

 

Η φίλη μου που είναι ξανθιά, βάζοντας τα χέρια της

στα δικά μου για να βουτήξει στο νερό, μ’ έκανε να νοιώσω

με την απαλότητα των δακτύλων της,

το κρυφό άρωμα του κορμιού της. Άλλες φορές το άρωμα

ήταν το νερό που στέγνωνε πάνω στο ξύλο και ο ιδρώτας στον ήλιο.

Η φίλη μου με λέει ανυπόμονο. Μέσα στο λευκό της φόρεμα

γυρίζει ανάμεσα στους κορμούς και ’γω θα ’πρεπε να την ακολουθήσω.

 

(25-30 Ιουνίου 1932)

 

 

Ο Παβέζε, λοιπόν, συγκέντρωσε ολόκληρο τον κόσμο του στο χέρι της γυναίκας του: τους λόφους, την παιδική ηλικία, τον ουρανό, τα πιο καθαρά και πιο απομακρυσμένα πρωινά, γιατί αυτή είναι το πρωινό. Η σκληρή, βραχνή φωνή της είναι η φωνή των λόφων, της φύσης. Ακόμη και το τοπίο αποκτά, μαζί της, ένα ανθρώπινο πρόσωπο. Όταν οι στιγμές της ευτυχίας θρυμματίζονται από την αμφιβολία και όταν φοβάται ότι η γυναίκα του μπορεί να γίνει αποχαιρετιστήρια ανάμνηση, ο Παβέζε καταφέρνει να ηρεμήσει στην ποίηση. Και είναι επίσης αυτή που επιστρέφει στον κύκλο ερωτευμένη με τους λόφους, όπως στο ποίημα «Αγωνία»:

 

Αγωνία

 

Θα γυρίσω στους δρόμους μέχρι να κουραστώ

θα μάθω να ζω μόνη μου και να κοιτάω στα μάτια

κάθε πρόσωπο που περνάει και να μένω η ίδια.

Αυτή η ψύχρα που ανεβαίνει για να βρει τις φλέβες μου

είναι ένα πρωινό ξύπνημα που δεν το δοκίμασα ποτέ

τόσο αληθινό: νιώθω πιο δυνατή

για το κορμί μου, και μια κρύα αγωνία συντροφεύει

                            το πρωινό.

 

Είναι μακριά τα πρωινά που ήμουν είκοσι χρόνων.

Και αύριο, εικοσιένα: αύριο θα βγω στους δρόμους,

για να θυμηθώ κάθε πέτρα και τα κομμάτια τ’ ουρανού.

Από αύριο ο κόσμος θα ξαναρχίσει να με βλέπει

 και θα είμαι όρθια και θα μπορώ να σταματώ για λίγο

και να καθρεφτίζομαι στις βιτρίνες. Κάποτε τα πρωινά,

ήμουνα νέα και δεν το ήξερα, δεν ήξερα

 ότι το πρόσωπο που περνούσε ήμουν εγώ – μια γυναίκα,

αφεντικό του εαυτού της. Το αδύνατο κοριτσάκι που ήμουνα,

ξύπνησε από ένα κλάμα που κράτησε χρόνια:

τώρα είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ εκείνο το κλάμα.

 

Θέλω μόνο χρώματα. Τα χρώματα δεν κλαίνε

 είναι σαν ένα ξύπνημα: αύριο τα χρώματα

 θα επιστρέψουν.  Καθεμιά θα βγει στο δρόμο

 κάθε κορμί θα γίνει ένα χρώμα– ακόμα και τα παιδιά

Αυτό το σώμα με το ελαφρύ κόκκινο φόρεμα

θα ξανάβρει τη ζωή του μετά από τόση χλωμάδα .

Γύρω μου θα νιώσω να γλιστρούν τα βλέμματα

 και θα μάθω ότι είμαι εγώ: ρίχνοντας μια ματιά

 θα με δω ανάμεσα στον κόσμο. Κάθε καινούριο πρωινό,

 θα βγαίνω στους δρόμους ψάχνοντας τα χρώματα.

 

[1933]

 

Όταν το πρόσωπο της γυναίκας δεν το νιώθει δικό του, δεν είναι πλέον το καθαρό πρωινό, είναι ένα σύννεφο, αλλά ένα «σύννεφο» που εξακολουθεί να είναι «γλυκύτατο» και, ακόμη και αν «ζει αλλού», αντανακλά πάντα «το αρχαίο υπόβαθρο». Αυτοί οι λόφοι και αυτός ο ουρανός επιστρέφουν ακόμα, πολύ ανθρώπινοι, σαν τη “γλυκιά κοιλότητα» του στόματός του.

Η γυναίκα με τη βραχνή φωνή παραμένει μέσα του, ακόμη και μετά την προδοσία. Εάν δε μπορεί να εμπιστευτεί άλλες γυναίκες, είναι επειδή ξεγελά τον εαυτό του που βρήκε αυτή τη γυναίκα και την εμπιστεύτηκε. Όταν η ψευδαίσθηση διαλύεται, κάθε γοητεία τελειώνει και υποφέρει ξανά μόνος του με τις ανησυχίες και τις αυταπάτες του.

Είναι αυτή που επιστρέφει στο όνειρο, στη μνήμη, στις παραισθήσεις. Τον ακολουθεί, τον κυνηγάει, εξακολουθεί να είναι αυτή που κρατά την καρδιά του, μόνο αυτή  μπορεί να το καταφέρει –για μια στιγμή– να τον ηρεμήσει. Να και πάλι αυτή στο ποίημα «Μια ανάμνηση»:

 

Μια ανάμνηση

 

Δεν υπάρχει άντρας που να άφησε σημάδι

πάνω της. Κάθε ίχνος της χάθηκε σ’ ένα όνειρο,

σαν το όνειρο το πρωί. Τίποτα δεν μένει. Μονάχα εκείνη.

Εάν δεν ήταν το ανθισμένο πρόσωπό της ξαφνικά

θα ’μοιαζε κατάπληκτη. Τα μάγουλά της χαμογελούν.

Πάντα αυτό το χαμόγελο.

 

                          Οι μέρες δεν συγκεντρώνονται,

στο πρόσωπό της, για να αλλάξουν το ελαφρύ χαμόγελο

που διαχέεται στα πράγματα. Με σκληρή αποφασιστικότητα

κάνει κάθε τι, αλλά φαίνεται κάθε φορά η πρώτη·

όμως ζει μέχρι την τελευταία στιγμή. Φανερώνεται

το δυνατό κορμί της, το ερευνητικό της βλέμμα ,

σε μια φωνή, χαμηλή και λίγο βραχνή: μια φωνή

ενός κουρασμένου άντρα. Καμιά κούραση δεν την αγγίζει.

 

Κοιτώντας το στόμα της, χαμηλώνει το βλέμμα

προσμένοντας: κανένας δεν τολμάει να κουνηθεί.

Πολλοί άντρες την έχουν δει να χαμογελάει με κείνο το διφορούμενο χαμόγελο,

ή μ’ εκείνο το ξαφνικό ζάρωμα του φρυδιού της. Αν υπάρχει ένας άντρας

που την βλέπει στις οδύνες της αγάπης, να βογκάει, ταπεινωμένη από το πάθος,

αυτός ο άντρας πληρώνει. Μέρα με τη μέρα πληρώνει, αδιαφορώντας γι’ αυτήν

που ζει το σήμερα.

                                              Περπατώντας στο δρόμο.

χαμογελάει μόνη της με το πιο διφορούμενο χαμόγελο.

 

[Οκτώβριος 1935]

 

Πόνος, απογοητεύσεις, προδοσίες έχουν πληγώσει τώρα πια τον άνδρα και τον ποιητή. Αλλά αν υπάρχει κάτι που μπορεί να ελπίζει, μόνο αυτή η γυναίκα μπορεί να του το ξαναζωντανέψει. Εάν μπορεί ακόμα να ζει, αν ζει, είναι επειδή αυτή είναι ακόμα η ζωή: «ακόμη ζει μέχρι την τελευταία στιγμή».

Και αυτή μόνο είναι ακόμα η οικογένεια, ακόμα και όταν η μοναξιά ξανανάβει στη νοσταλγία ενός παιδιού. Παραθέτω το ποίημα «Πατρότητα».

 

Πατρότητα       

 

       Άντρας μόνος αντίκρυ στην ανώφελη θάλασσα,

περιμένοντας το βράδυ, περιμένοντας το πρωί.

Τα παιδιά παίζουν, μα ο άντρας αυτός θα ήθελε

να έχει ένα παιδί και να το βλέπει να παίζει.

Μεγάλα σύννεφα φτιάχνουν ένα παλάτι στο νερό

που κάθε μέρα καταστρέφεται και ξαναγίνεται και βάφει

τα παιδιά στο πρόσωπο. Πάντα θα υπάρχει η θάλασσα.

 

Το πρωινό πληγώνει. Σ’ αυτή την υγρή αμμουδιά

σέρνεται ο ήλιος, πιασμένος σε δίχτυα  και σε πέτρες.

Βγαίνει ο άντρας στον θολό ήλιο και περπατάει 

κατά μήκος της θάλασσας. Δεν κοιτάζει τους μουσκεμένους υγρούς αφρούς

που βρέχουν την ακτή και δεν ησυχάζουν ποτέ πια. 

Αυτή την ώρα τα μωρά λαγοκοιμούνται ακόμα

στη θαλπωρή του κρεβατιού. Αυτή την ώρα λαγοκοιμάται

στο κρεβάτι μια γυναίκα, που θα έκανε έρωτα

αν δεν ήταν μονάχη της. Ο άντρας γδύνεται αργά,

και γυμνός όπως και η γυναίκα που λείπει, κατεβαίνει στη θάλασσα.

 

Κατόπιν τη νύχτα, που η θάλασσα ξεθυμαίνει, ακούει

το μεγάλο κενό που υπάρχει κάτω από τα αστέρια. Τα παιδιά

μέσα στα κοκκινισμένα σπίτια σκουντουφλάνε από τη νύστα 

και κάποιο κλαίει. Ο άντρας, κουρασμένος από την αναμονή,

σηκώνει τα μάτια στ’ αστέρια που δεν νιώθουν τίποτα.

Υπάρχουν γυναίκες που αυτή την ώρα ξεντύνουν ένα παιδί

και το κοιμίζουν. Υπάρχει κάποια σ’ ένα κρεβάτι

αγκαλιασμένη με έναν άντρα. Από το σκοτεινό παράθυρο

μπαίνει ένα βραχνό λαχάνιασμα που κανείς δεν το ακούει

παρά μονάχα ο άντρας που ξέρει όλη την ανία της θάλασσας.

 

[Οκτώβριος 1935]

 

Ίσως δεν θα βρούμε πλέον, σε κανένα από τα γραπτά του Παβέζε, τη συνειδητοποίηση της περιττότητας της μοναξιάς όπως σε αυτό το ποίημα. Και είναι ακόμη η ζεστασιά της γυναίκας με τη βραχνή φωνή που του δίνει αυτήν την επίγνωση.

Η γυναίκα με τη βραχνή φωνή είναι η μόνη που πραγματικά αγάπησε ο Παβέζε. Πολλές άλλες γυναίκες θα συναντηθούν μαζί του, και μερικές φαίνεται να ριζώνουν στη σκιά του για να του δώσουν πίσω την ψευδαίσθηση ότι εξακολουθεί να είναι ερωτευμένος, αλλά, ούτε η ξανθιά αμερικάνα[19] στην οποία αφιέρωσε τους τελευταίους στίχους του, που έχουν ήδη μέσα τους την απόφασή του να αυτοκτονήσει, θα του δώσει αληθινή ελπίδα. Οι άλλες γυναίκες της ζωής του και εκείνες που δημιουργεί ως χαρακτήρες θα χρησιμεύσουν για να ξεπεράσει τη ζωντάνια του, να γίνουν δικαιολογία για την περιφρόνησή του, θα είναι μια ύπαρξη πιο αδύναμη απ’ αυτόν πάνω στην οποία θα φορτώσει την οργή, τις απογοητεύσεις, τις ήττες, τις ανικανότητες.  Μετά από τη γυναίκα με τη βραχνή φωνή, στο κέντρο της ζωής του Παβέζε θα είναι μονάχα ο Παβέζε, το μαρτύριό του και η ποίησή του.

 

[…]  Ο Παβέζε αγαπούσε μια γυναίκα, επειδή αναζητούσε και είχε ανάγκη τη γυναίκα. Και με τη γυναίκα – και όχι μόνο με τη λογοτεχνία – που ήθελε να κερδίσει. Μετά από κάθε βιβλίο, μετά από κάθε λογοτεχνική νίκη, προσπαθούσε να νικήσει με τη γυναίκα, για να βρει ζεστασιά, και να μη φοβάται. Δεν υπάρχει διήγημα, μυθιστόρημα, σελίδα ενός βιβλίου, όπου δεν φαίνεται  η ανάμνηση ή το πρόσωπο ή η επιθυμία μιας γυναίκας. Φυσικά, αυτό το συνεχές άγχος συνδέεται επίσης με την επίμονη επιθυμία του να στηλιτεύσει ή να αναθεματίσει τη μοναξιά, αλλά συμβαίνει πάντοτε μέσω της γυναίκας.

 

[…] Εάν η γυναίκα δεν είναι η μόνη αιτία της αυτοκτονίας, είναι η πιο άμεση και πιο συνεχής εμπνευσμένη από τις αυτοκτονικές του σκέψεις. Από τα πρώτα χρόνια, στο φόβο των πρώτων γοητειών και στην απογοήτευση των πρώτων απογοητεύσεων, από τις επιστολές του Λυκείου που γράφτηκαν στον Στουράνι, από την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας του, μέχρι την τελευταία του σημείωση [25 Μαρτίου 1950] στο βιβλίο του Το επάγγελμα της ζωής: «Δεν αυτοκτονεί κανείς για τον έρωτα μιας γυναίκας. Αυτοκτονεί γιατί ένας έρωτας, οποιοσδήποτε έρωτας, μας αποκαλύπτει τη γύμνια μας, την αθλιότητά μας, την αδυναμία μας, το τίποτα”, είναι μια συνεχής επιβεβαίωση.  Και στη συνέχεια όταν δέκα μέρες πριν να θέσει τέρμα στην ζωή του, κάνοντας «τον τελικό απολογισμό ενός χρόνου που ακόμα δεν τελείωσε», φαίνεται να μας προειδοποιεί: «Δεν ενδιαφέρουν τα ονόματα. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά ονόματα τυχαία, ονόματα συμπτωματικά –αν δεν ήταν αυτά θα ήταν άλλα;…»

 

[…] Για να σωθεί, ίσως θα αρκούσε μόνο η τρυφερότητα μιας δικής του  γυναίκας, το συναίσθημα της αγάπης, η ζεστασιά ενός σπιτιού. Ίσως ήταν αρκετό για αυτόν, που δεν ήθελε να θεωρείται ένας περίπλοκος άνθρωπος, αλλά μόνο ένας άνθρωπος που υποφέρει, η απλότητα που ήταν κοινή σε πολλούς άλλους μιας ζωτικής εμπειρίας. Δεν το είχε. Και είναι στη συνέχεια που οργίζεται ενάντια στη γυναίκα, υποφέροντας σαν το σκυλί  που κλαίει κάτω από το μαστίγιο του αφεντικού, αλλά που  θα συνεχίσει όμως να τον φυλάει.

Από τη στιγμή του αποχαιρετισμού στη γυναίκα με τη βραχνή φωνή, οι γυναίκες που θα ζωντανέψει στα βιβλία του θα κακομεταχειριστούν. Αυτό μπορούμε ήδη να το αισθανθούμε την αρχή των ποιημάτων της συλλογής Η δουλειά κουράζει, τα οποία γράφτηκαν το 1936. Στο ποίημα «Πρόγονοι», οι γυναίκες της οικογένειας ορίζονται ως εξής:

 

[…] Στην οικογένειά μας οι γυναίκες δεν υπολογίζονται.

Θέλω να πω, ότι οι δικές μας γυναίκες μένουν στο σπίτι

και μας φέρνουν στον κόσμο και  δεν μιλάνε

δεν υπολογίζονται  καθόλου και δεν τις θυμόμαστε.

Κάθε γυναίκα μάς ενσταλάζει στο αίμα κάτι το καινούριο,

αλλά όλες σκοτώνονται στη δουλειά και μεις,

έτσι ανανεωμένοι είμαστε οι μόνοι που αντέχουν.

Είμαστε γεμάτοι ελαττώματα ,ιδιοτροπίες και φόβους 

-Εμείς, οι άνδρες, οι πατεράδες –κάποιος σκοτώθηκε,

ποτέ δεν γνωρίσαμε ντροπή,

δεν υπήρξαμε ποτέ γυναίκες, ποτέ δούλοι σε κανέναν.

 

[…] Γεννηθήκαμε για να περιπλανιόμαστε πάνω σ’ αυτούς τους λόφους,

δίχως γυναίκες, βάζοντας τα χέρια πίσω από την πλάτη.

 

 

 

Το ποίημα «Τοπίο V» το αφιερώνει στην Τίνα.

 

                                                                      (στην Τίνα)

 

       Δύο άνθρωποι καπνίζουν στην όχθη του ποταμού. Η κοπέλα

που κολυμπάει  χωρίς να ταράζει το νερό, δεν  βλέπει παρά το πράσινο 

του  ορίζοντά της. Ανάμεσα στον  ουρανό και τα δέντρα 

 απλώνεται αυτό το νερό και η γυναίκα  κινείται

 χωρίς σώμα. Στον ουρανό ακουμπάνε σύννεφα,

ακίνητα. Ο καπνός σταματάει στη μέση.

 

Κάτω από το παγωμένο νερό υπάρχει το χορτάρι. Η γυναίκα

το περνάει ανήσυχη· αλλά εμείς  λιώνουμε

το πράσινο χορτάρι με το κορμί μας. Εκτός από μας, κανένα άλλο βάρος

δεν υπάρχει κατά μήκος του νερού. Μυρίζουμε το χώμα.

Ίσως το  ψηλό κορμί της, που είναι βυθισμένο στο νερό

 νιώθει την άπληστη παγωνιά να τις απορροφά το μούδιασμα

των χεριών και ποδιών που τα λούζει ο ήλιος και να την αφήνει ζωντανή

στο ακίνητο πράσινο. Το κεφάλι της δεν κουνιέται.

 

Ήταν ξαπλωμένη κι’ αυτή, όπου το χορτάρι ήταν γερμένο.

Το μισοκρυμμένο  πρόσωπό της ακουμπούσε στο μπράτσο της

και κοιτούσε το χορτάρι. Κανείς μας δεν ανάσαινε.

Το νερό πήρε το κορμί της με ένα παφλασμό· ο ήχος

ακόμα μένει στον αέρα. Πάνω μας αιωρείται ο καπνός.

Τώρα έφτασε στην όχθη και μας μιλάει, στάζοντας

στο μαυρισμένο κορμί της που αναδύεται από τους κορμούς.

Πάνω στο νερό ο μοναδικός ήχος  είναι η φωνή της

βραχνή και δροσερή, είναι η προηγούμενη φωνή.

                                                     Σκεφτόμαστε, ξαπλωμένοι,

στην όχθη, σε κείνο το  βαθύ και  δροσερό πράσινο

που βύθισε το κορμί της. Ένας από μας

πέφτει στο νερό και διασχίζει, σκεπάζοντας  τις πλάτες

με μεγάλες αφρισμένες απλωτές, το ακίνητο πράσινο.

 

Στο ποίημα «Ο Θεός τράγος» οι γυναίκες περιγράφονται σαν ζώα και ο Παβέζε, ανάμεσα στον μύθο και την πραγματικότητα, υπάρχει στον Θεό-τράγο:

Που έψαχνε την κατσίκα και χτυπούσε το κεφάλι του στους κορμούς των δέντρων.

Έτσι,  θυμούνται οι συμμαθητές του στο λύκειο, συμπεριφερόταν, ρίχνοντας κεφαλιές στον τοίχο, όταν, κλεισμένος στο σπίτι, περνούσε τις μέρες του «μαρτυρίου» ή του ερωτικού «πόνου».

Στη συνέχεια, η γυναίκα ταυτίζεται με τη μοναξιά της: πικρή, παρούσα και απόμακρη, αόριστη και απαραίτητη:

Και όταν η γυναίκα, και εδώ είναι η πραγματική γυναίκα, αυτή με τη βραχνή φωνή, φεύγει, τη συγχέει με το φως του φεγγαριού όπως στο ποίημα «Γυναίκες του πάθους»:

 

[…]

«Εκείνη η άγνωστη ξένη, που τη νύχτα κολυμπούσε

μόνη και γυμνή, στο σκοτάδι, όταν αλλάζει το φεγγάρι,

χάθηκε μια νύχτα και δεν θα γυρίσει ποτέ πια.

Ήταν ψηλή και θα ’πρεπε να είναι λευκή εκτυφλωτική,

Έτσι όπως την προφτάσανε τα μάτια μες απ’ της θάλασσας τα βάθη.»

 

Στο ποίημα «Καμένες πατρίδες», όπου ο Παβέζε συναντά τις γυναίκες της πόλης, εκείνες που «ξέρουν πώς να απολαμβάνουν την αγάπη», υπάρχει ήδη ο θρήνος:

 

                                            «Στο Τορίνο φτάνεις το βράδυ

και βλέπεις αμέσως στο δρόμο  τις πονηρές γυναίκες,

 που ντύνονται για να τις βλέπουν, να περπατάνε μόνες.

Εκεί, η καθεμιά δουλεύει για το φόρεμα που φοράει,

αλλά το ταιριάζει με το κάθε φως. Υπάρχουν χρώματα

για το πρωί, χρώματα για βόλτες στις λεωφόρους,

και για διασκέδαση τη νύχτα. Αυτές οι γυναίκες, που περιμένουν

και που νιώθουν μόνες, ξέρουν σε βάθος τη ζωή.

Είναι ελεύθερες. Τίποτα δεν τους αρνείται ποτέ.»

 

Και ακόμη, από την πόλη στην εξοχή, στο ποίημα «Ανοχή»:

 

[…]

«Αύριο θα κάνει κρύο και θα υπάρχει ο ήλιος πάνω απ’ τη θάλασσα.

Μια γυναίκα με το μεσοφόρι σκουπίζει το στόμα της

στη βρύση, και το σάλιο της γίνεται κόκκινο. Έχει σγουρά

ξανθά μαλλιά, σαν τις φλούδες των πορτοκαλιών που είναι πεταμένες

στο χώμα. Σκυφτή στη βρύση, κρυφοκοιτάζει έναν μαυριδερό μάγκα

που την καρφώνει μαγεμένος.

Μελαγχολικές γυναίκες ανοίγουν διάπλατα στην πλατεία τα παράθυρα

-οι άντρες τους λαγοκοιμούνται ακόμα στο σκοτάδι.

Όταν γυρίζει το βράδυ, πιάνει πάλι η βροχή

κροταλίζοντας πάνω σε πολλά μαγκάλια.

Οι παντρεμένες ξανάβουν τα κάρβουνα, ρίχνουν ματιές στο

σκοτεινιασμένο σπίτι και στην έρημη βρύση.

Το σπίτι έχει τα παραθυρόφυλλα κλειστά, όμως μέσα υπάρχει ένα κρεβάτι

 και πάνω στο κρεβάτι μια ξανθιά κερδίζει τη ζωή.

Σ’ όλο το χωριό αναπαύεται η νύχτα,

όλο, εκτός από την ξανθιά, που πλένεται την αυγή.

 

 

Στο ποίημα «Σκέψεις της Ντέολα»:

 

[…]

Στην πανσιόν έπρεπε να κοιμάται αυτή την ώρα

για ν’ αναπληρώσει τις δυνάμεις της: το σκέπασμα στο κρεβάτι

το λερώνανε με τα παλιοπάπουτσα φαντάροι και εργάτες,

οι πελάτες που σπάνε  την πλάτη σου.

 

Είναι ήδη η εποχή του σεξ, η γυναίκα και το κρεβάτι, η γυναίκα και η αγάπη ξοδεύτηκαν γρήγορα χωρίς να ακολουθήσουν λόγια. Όμως ο Παβέζε έχει την επιθυμία και την ανάγκη να νιώσει σαν ένας άνθρωπος που ζει. Χωρίς τη γυναίκα όλα είναι αγωνία, ατελείωτο κλάμα. Ας διαβάσουμε μαζί μερικούς στίχους από το ποίημα «Περιπέτειες», όταν το αγόρι κατασκοπεύει τον κρυφό έρωτα των γάτων:

 

[…] Στην αναλαμπή της αυγής

σβήνονται ακόμη και τα μάτια των γάτων στον έρωτα

που κατασκόπευε το αγόρι. Η γάτα κλαίει,

 γιατί δεν έχει γάτο.

Δεν υπάρχει τίποτε που ν’ αξίζει

 –ούτε οι κορυφές των δέντρων ούτε τα κόκκινα σύννεφα-

για να κλαίει στον ανοιχτό ουρανό, σα να ήταν ακόμη νύχτα.

 

Για τον Παβέζε, τίποτα δεν μπορεί να τον παρηγορήσει για την έλλειψη του έρωτα, ακόμη και του αγορασμένου στο δρόμο. Αλλά η περιφρόνηση εμφανίζεται ήδη στο ποίημα «Πορτρέτο του  συγγραφέα»:

 

[…]

«Εγώ δεν μυρίζω γιατί δεν έχω γένια. Το λιθόστρωτο μού παγώνει

τη γυμνή μου πλάτη, που αρέσει στις γυναίκες

γιατί είναι λεία: είναι κάτι που δεν αρέσει στις γυναίκες;

Όμως δεν περνούν γυναίκες. Αντιθέτως  περνάει η σκύλα

κυνηγημένη από ένα σκυλί που έχει πάρει με τη βροχή

τόση βρωμιά.»

 

Και στο ποίημα «Μπαλέτο»

 

[..]

«Η γυναίκα δεν υπολογίζεται,

είναι διαφορετική κάθε βράδυ, αλλά είναι πάντα ένα κοριτσάκι,

της αρέσει να γελάει κουνώντας το μικρό της κώλο που χορεύει.»

 

Και πάντα το ίδιο μοτίβο στο ποίημα «Ένστικτο»:

 

[…]

«Και αυτή

σαν όλες τις σκύλες δεν ήθελε να ξέρει τίποτε γι΄ αυτά,

αλλά είχε το ένστικτο.

Ο γέρος άνδρας αισθάνονταν  δεν ήταν ακόμη φαφούτης.

Η νύχτα ερχόταν, έφτανε στο κρεβάτι.

Πόσο ωραίο ήταν το ένστικτο.»

 

 

Και μετά την περιφρόνηση, μόλις εμφανιστεί ξανά το πρόσωπο μιας γυναίκας, επιστρέφει ένα νήμα ελπίδας και η αίσθηση προσκόλλησης στη ζωή. Παραθέτω τους σχετικούς στίχους από το ποίημα «Νυχτερινές επιθυμίες»

 

[…]

Όλοι μας έχουμε ένα σπίτι που περιμένει στο σκοτάδι

να γυρίσουμε: μια γυναίκα μας περιμένει στο σκοτάδι

αφημένη στον ύπνο: το δωμάτιο είναι ζεστό από τις μυρωδιές.

[…]

Απόψε θα γυρίσουμε στη γυναίκα που κοιμάται,

με τα παγωμένα  δάχτυλα για να βρούμε το κορμί της,

και μια ζέστη θα μας συνταράξει  το αίμα, μια ζέστη γης

σκαμμένης από χυμούς: μια ανάσα ζωής.

 

 

 

[1] Ο Αντρέα Ραϊμόντι πήρε πτυχίο από το τμήμα  Ξένων Γλωσσών και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Ανατολικού Πιεμόντε και απέκτησε το διδακτορικό του από το University College Cork (Ιρλανδία). Διδάσκει αγγλική γλώσσα και έχει δημοσιεύσει αρκετά δοκίμια για την πολυγλωσσία στους συγγραφείς του Πιεμόντε.
https://rivistasavej.it/lamore-secondo-cesare-pavese-7b5ca736c081

[2] Τίνα Πιτσάρντο, Χωρίς δεύτερη σκέψη, Il Mulino, Μπολόνια 1996.

[3] Ντάβιντε Λαγιόλο, Το παράλογο ελάττωμα. Ιστορία του Τσέζαρε Παβέζε, Il Saggiatore 1960. Στη συνέχεια κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Mondadori το 1972 και το 1978. Τώρα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Daniela Piazza Editore, 2008.

 

 

[4] Εννοεί τον κομιστή της επιστολής.

[5] Ο Φράνκο Αντονιτσέλι (1902 – 1974) ήταν δοκιμιογράφος, ποιητής και αντιφασίστας.

[6] Η Κοιλάδα της Αόστα είναι περιφέρεια της Ιταλίας, στο βορειοδυτικό μέρος της, στα σύνορα με την Ελβετία και τη Γαλλία. Στο νότιό της μέρος συνορεύει με την περιφέρεια του Πιεμόντε.

[7] Η Ναταλία Γκίνζμπουργκ, σπουδαία πεζογράφος, δραματουργός και δοκιμιογράφος, κατατάσσεται στις επιφανέστερες προσωπικότητες των ιταλικών γραμμάτων στον 20ό αιώνα. Γεννήθηκε το 1916 (με το επίθετο Λέβι) στο Παλέρμο της Σικελίας, από πατέρα Εβραίο και μητέρα χριστιανή. Μεγάλωσε στο Τορίνο, σ’ ένα σπίτι όπου συναθροίζονταν αντιφασίστες ακτιβιστές, διανοούμενοι και καλλιτέχνες. Το 1938 παντρεύτηκε τον Λεόνε Γκίνζμπουργκ.  Ο σεναριογράφος Γκαμπριέλε Μπαλντίνι (1919-1969) υπήρξε ο δεύτερος σύζυγος της συγγραφέως.  Πέθανε στη Ρώμη το 1991.

[8] Τίνα Πιτσάρντο, Χωρίς δεύτερη σκέψη, Il Mulino, Μπολόνια 1996.

[9] Ο Χένεκ Ριέζερ ήταν Πολωνός μηχανικός, πρόσφυγας στο Τορίνο. Μαζί με την Τίνα  συμμετείχαν στην κομμουνιστική κίνηση της εποχής εκείνης στην περιοχή του Τορίνου. Από τον γάμο τους γεννήθηκε το 1939 ο γιος τους Βιτόριο, ο οποίος πέθανε το 2014.

[10]  Ο Αλτιέρο Σπινέλι  ήταν ένας από τους ιδρυτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρωτοστάτησε στη σύνταξη της πρότασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για μια ομοσπονδιακή ευρωπαϊκή ένωση, η οποία ονομάστηκε «σχέδιο Σπινέλι». Σε ηλικία 17 ετών, ο Σπινέλι έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος, με αποτέλεσμα να παραμείνει φυλακισμένος από το ιταλικό φασιστικό καθεστώς από το 1927 μέχρι το 1943. Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ίδρυσε το Φεντεραλιστικό Κίνημα Ιταλίας.

[11] Ο Λεόνε Γκίνζμπουργκ  (1909 – 1944) ήταν Ιταλός συγγραφέας και αντιφασίστας, ένας από τους κύριους εμψυχωτές του ιταλικού πολιτισμού τη δεκαετία του ’30.

[12] Χέρμαν Μέλβιλ, Μόμπι Ντικ ή Η φάλαινα, μετάφραση: Τσέζαρε Παβέζε, Τορίνο, Frassinelli, 1η έκδοση 1932. Τώρα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις, Adelphi, 1987.

[13] Στοιχεία για το κορίτσι αυτό θα δημοσιευθούν στο επόμενο μέρος του αφιερώματος

[14] «Όλους τους συγχωρώ και από όλους ζητώ συχώρεση, εντάξει; Και να λείπουν τα κουτσομπολιά».

[15] Εννοεί τον Στουράνι, φίλο του Παβέζε.

[16] Ντάβιντε Λαγιόλο, Το παράλογο ελάττωμα. Ιστορία του Τσέζαρε Παβέζε, Il Saggiatore 1960.

[17] Τα ποιήματα προέρχονται από το βιβλίο Cesare Pavese Τα ποιήματα, μτφρ. Γιάννης Η. Παππάς, εκδόσεις Printa, Αθήνα 2004.

[18] Ποτάμι της περιοχής.

[19] Πρόκειται για την αμερικανίδα ηθοποιό Κόνστανς Ντόουλινγκ με την οποία θα ασχοληθούμε στο πέμπτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος.

Προηγούμενο άρθροΜario Vitti: ένας κοσμοπολίτης γεφυροποιός δύο λογοτεχνιών (του Ευριπίδη Γαραντούδη)
Επόμενο άρθροΑνασυνθέτοντας το παζλ της θρυμματισμένης πραγματικότητας (του Χρήστου Δανιήλ)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ