της Έφης Κατσουρού
Κατά κανόνα απλώνουν το σώμα τους νωχελικά κάτω από έναν οξυκόρυφο ήλιο, κατοικούν στο λιμάνι, σε βάρκες, σε δρόμους πλακόστρωτους με γεύση αλμυρή από την θάλασσα που απλώθηκε τη νύχτα και εξατμίστηκε το ξημέρωμα, στις αιχμηρές απολήξεις των βράχων -εκεί που γεννιούνται οι πεταλίδες. Το τρίχωμά τους ήταν κάποτε μεταξένιο, τώρα θυμίζει τον βυθό τρικυμίας, άγριο και ερωτικό, κομίζει κοχύλια και όστρακα, φύκια και βάθος άπατο μίας ανεξάντλητης ελευθερίας. Κάπου-κάπου μόνο, θαμπό και άμορφο, υπομνηματίζει τη διαδρομή: η ελευθερία τη νύχτα διαθέτει τις σκοτεινές αποχρώσεις της. Τα μάτια τους, έκπτωτα άστρα και ηλιαχτίδες. Λάμπουν όσο δεν έλαμψε ποτέ μάτι γάτας.
Εγκαταστάθηκαν στο νησί μία φορά και έναν καιρό παλιό, τότε που γράφονταν τα παραμύθια και άσπρα άλογα με ιππότες έκλεβαν τις κόρες των ναυτικών για να βαδίσουν ευθεία στον Έρωτα. Δραπετεύοντας από ένα πειρατικό καράβι, κατέβηκαν στο λιμάνι, όπου οι γηγενείς πληθυσμοί των ζώων, τις δέχθηκαν με κάποια περίσκεψη και εν τέλει, διάθεση διόλου φιλική προς την μετοίκηση τους. Μετά από ολονύκτιους καυγάδες και διαβουλεύσεις, επέμειναν να ακολουθήσουν τον δρόμο της ανεξαρτησίας, εγκατέλειψαν για πάντα την πιθανότητα επιστροφής στο πειρατικό καράβι, αποχαιρέτησαν το γέρικο παπαγάλο, Τζεφ, με τον οποίο κατά τα μακρά ταξείδια τους είχαν δημιουργήσει ισχυρούς δεσμούς φιλίας και κινήθηκαν προς την ανώτερη κορυφή του νησιού, το όρος Έρως, που δεν κατοικείτο παρά μόνο από μία ιδιόρρυθμη γυναίκα με το όνομα Ευτυχία, και οι γηγενείς τούς το διέθεσαν πρόθυμα για κατοίκηση.
Η Ευτυχία ζούσε εκεί μόνη της, χειμώνες και καλοκαίρια, ανοίξεις και φθινόπωρα, χωρίς να ζητά συντροφιά, χωρίς να θλίβεται και χωρίς να γελά, με ένα μακάριο μειδίαμα στα χείλη. Οι περισσότεροι κάτοικοι του νησιού δεν την αντίκρισαν ποτέ· άλλοι από φόβο και άλλοι από έπαρση -καθώς γύρω από το όνομα της είχε δημιουργηθεί μία διαρκώς ανανεούμενη μυθολογία. Οι μικρές ιστορίες και οι μεγάλες δοξασίες, μικρές, όσο και η λιποψυχία του ανθρώπου και μεγάλες, όσο το μίσος του όταν φοβάται, μεταφέρονταν από στόμα σε στόμα, από γενιά σε γενιά, από κλαδί σε πουλί και από τον βράχο στον άνεμο. Εύκολα κατέλαβε τη θέση της κακιάς μάγισσας, της Ερινύας, αποτελώντας την πιο οικεία απειλή για το μικρό αγόρι που δεν έτρωγε το φαΐ του, για το κορίτσι που δεν κοιμότανε τα βράδια, για όποιον δεν συμμορφώνονταν με τις υποδείξεις των μεγαλυτέρων… Ένας από τους δημοφιλέστερους μύθους, έλεγε, πως η Ευτυχία ήταν άσχημη, τόσο μα τόσο άσχημη, που δεν άντεξε τον αποτροπιασμό στο βλέμμα των άλλων ανθρώπων και κρύφτηκε στο βουνό για να μην την κοιτά κανείς και να μην αντιμετωπίζει τον οίκτο στα μάτια των ανθρώπων. Η μοναξιά και η θλίψη την αγρίεψαν και κάθε που ακούει βήματα στο μονοπάτι αρχίζει να πετά πέτρες και κορμούς δέντρων για να αποφύγει ακόμη και την παραμικρή συνάντηση. Οι πιο μετριοπαθείς, αυτοί που δεν ήξεραν που ξεκινά η αλήθεια και που τελειώνει ο μύθος, εκείνοι που δεν πίστευαν στα παραμύθια, τα άσπρα άλογα και τις Ερινύες και προτιμούσαν να ζουν στην ακυμαντότητα μίας χλωμής ημέρας φθινοπώρου, χωρίς μεγάλα όνειρα και ισχυρές απογοητεύσεις, απέτρεπαν τους νεότερους από την όποια πιθανή επίσκεψη, λέγοντάς τους πως ο δρόμος είναι ανηφορικός και αυτή η γυναίκα, μπορεί και να μην υπάρχει αφού για χρόνια δεν την συνάντησε κανείς.
Υπήρχαν όμως και κάποιοι λίγοι, ελάχιστοι άνθρωποι, που την είχανε γνωρίσει, είχανε ζήσει κοντά της, περιτριγυρισμένοι από τις πολύχρωμες γάτες της, ένα απόγευμα ζεστό καλοκαιριού. Ήτανε κάποια λιγοστά παιδιά, που οι μαμάδες τους τα έπιασαν από το χέρι και τα οδήγησαν στο μονοπάτι προς το βουνό ξεπερνώντας κάθε φόβο και κάθε ενδοιασμό, όταν ο δρόμος γινόταν δύσβατος και ανηφορικός τα σήκωναν στα χέρια και συνέχιζαν τη διαδρομή μέχρι να φτάσουν στην κορφή, στο σπίτι της Ευτυχίας. Εκεί η μέρα πλάταινε, το καλοκαίρι γινόταν πιο θερινό και η αθώα καμπύλη του παιχνιδιού ορίζουσα της ημέρας. Η γάτες νιαούριζαν ασταμάτητα, σε τόνους σοπράνο οι θηλυκές και βαρυτόνων οι άρρενες, συνθέτοντας ένα σιγαλό τραγούδι που γέμιζε τη σιωπή του υψομέτρου, χαϊδεύονταν στις γάμπες των παιδιών και αφήνονταν έρμαια στη διάθεση του παιχνιδιού, να φορεθούν με μπέρτες και στέμματα, να κρατήσουν γάντζους και μονόκλ και αναποδογυρίζοντας τις πυξίδες να αλλάξουν τον προσανατολισμό του καιρού και να συντονιστούν με την γαλανή φαντασία των επισκεπτών τους. Η Ευτυχία παρακολουθούσε από κοντά το αχόρταγο παιχνίδι των παιδιών και λίγο πριν νυχτώσει, γέμιζε τις τσέπες τους με άνθη αμάραντα, βάζα γλυκά του κουταλιού και όνειρα και τα επέστρεφε στις μητέρες τους, που κάθονταν λίγο πιο κάτω και ατένιζαν από μακριά τον ήλιο να βασιλεύει στο πρόσωπο τους από την γλυκιά κούραση του παιχνιδιού. Η ιδιόρρυθμη εκείνη γυναίκα είχε πια εγγραφεί για πάντα στη μνήμη τους. Στον δρόμο της επιστροφής, με μαθηματική ακρίβεια, τα παιδιά αποκοιμόντουσαν εξουθενωμένα στην αγκαλιά των μαμάδων τους και κάπου ανάμεσα στο πρώτο και το τρίτο όνειρο, έφτανε η φωνή της σαν νανούρισμα στα αφτιά τους και έσβηνε σαν υπνοπαιδεία: «Όσο δύσβατη και αν είναι η διαδρομή / την Ευτυχία πάντοτε να ψάχνεις στη ζωή. / Σού φέρθηκε απόψε τι γλυκά / να την ζητάς και να την επισκέπτεσαι συχνά.»
Και πράγματι, τα παιδιά μεγάλωναν, και κάποτε μόνα και άλλοτε ερωτευμένα, σκαρφάλωναν στο όρος Έρως, για να περάσουν λίγες στιγμές κοντά της. Η διαδρομή τους ήταν γνώριμη, απροσδιόριστα γνώριμη, όπως η ανάμνηση της πρώτης αγκαλιάς της μητέρας τους. Οι γάτες τους πλησίαζαν και έλεγχαν τις αποσκευές τους, αν έβρισκαν ρούχα διπλά, ανάκατα και κουβαριασμένα, τριαντάφυλλα και όρκους αιώνιας αγάπης αποσύρονταν διακριτικά· και από την άλλη πλευρά, αν συναντούσαν βιβλία, τετράδια, πένες και χρώματα, ρούχα της απολύτου ελευθερίας και εισιτήρια με ανοιχτή επιστροφή, ήξεραν πως είχανε βρει καλή παρέα, κούρνιαζαν, σε μία καρέκλα, ένα πεζούλι, κάθονταν δίπλα στον αγαπητό επισκέπτη για ώρα κρατώντας του την πιο ήσυχη, την πιο γαλήνια συντροφιά.
Οι στιγμές κάποτε σώνονταν και τα παιδιά που είχαν γίνει πλέον μεγάλοι και τα παιδιά που παρέμεναν παιδιά, επέστρεφαν στη βάση τους· δεν είχαν τίποτε να πουν, καμία απτή πληροφορία να παραδώσουν. Το πρόσωπο της Ευτυχίας παρέμενε για εκείνους ακατέργαστα οικείο, και για καθέναν τους, ολότελα διαφορετικό. Οι ερωτευμένοι έλεγαν πως η γυναίκα εκείνη, που τους καλοδέχτηκε στο βουνό της, είχε τα μάτια του αγαπημένου τους, τα παιδιά πως έμοιαζε ασύλληπτα στη μητέρα τους, και οι λιγοστοί μοναχικοί επισκέπτες, με τα τετράδια και τα βιβλία τους, με τα χρώματα και τις πένες τους, πως τα μάτια της ήταν η ίδια η θάλασσα.
Οι γάτες, όμοιες με τις γάτες των κεραμιδιών και διαφέρουσες στα σημεία, είχαν μείνει για χρόνια δίπλα της. Μετά την μετοίκησή τους από το πειρατικό καράβι, πέρασαν χρόνια καλά και χρόνια δίσεκτα κοντά της, την κατέκτησαν και κατακτήθηκαν από εκείνη, της κράτησαν συντροφιά στις πιο σκοτεινές περιόδους, που ο φόβος κέρδιζε τους ανθρώπους και οι επισκέψεις τους γίνονταν όλο και πιο σπάνιες, όλο και πιο ακριβές· και εκείνη τους έδωσε τον χώρο και τον χρόνο που τους ανήκε. Τους χάρισε τροφή και στέγη και ζεστά σκεπάσματα για να γεννήσουν τα παιδιά τους. Κι έτσι οι γάτες δυνάμωσαν και ομόρφυναν και πλήθυναν τόσο που άφοβα πια απλώθηκαν σε όλο το νησί, έφτασαν μέχρι το λιμάνι και ανέβηκαν σε βάρκες και οπλίσαν τα κανόνια. Ήταν μία μέρα Αυγούστου, που ξεκίνησε η μαζική κάθοδός τους. Από όλους τους κατηφορικούς δρόμους του νησιού, από όλα τα κάθετα στενά, κατέβαιναν γάτες, μικρές και μεγάλες, μαύρες, άσπρες, πολύχρωμες, ασπρόμαυρες, τιγρέ και κάποιες όμοιες με πορτοκάλια: «Κατεβαίνουν, κατεβαίνουν», φώναξε ένα παιδί γύρω στα δέκα, «είναι οι γάτες της Ευτυχίας». Λίγοι κατάλαβαν τι εννοούσε τότε το παιδί και απέφυγαν για λόγους ευνόητους να ανοίξουνε κουβέντα.
Στα μάτια τους υπάρχει πάντα ο αντικατοπτρισμός εκείνης της γυναίκας, στην συστροφή της ουράς τους η ανηφορική καμπύλη του δρόμου που οδηγεί στον Έρωτα, το υψηλότερο βουνό της Ύδρας, και στην ελευθερία τους, ένα έψιλον κεφαλαίο που γίνεται πεζό, κατρακυλά και εκπίπτει από την Ευτυχία στην ευτυχισμένη ώρα· παραδίδεται στα παιδιά, στους έρωτες και τους μοναχικούς διαβάτες, που κάποτε είναι οι ποιητές.