Οι δικοί μας “καταραμένοι”(της Δήμητρας Τζανάκη)

0
1905

 

 

της Δήμητρας Τζανάκη (*)

 

Θα σας θυμίσω ότι οι καταραμένοι ποιητές (γαλλικά: poètes maudits), όπως κατοχυρώθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από τον Αλφρέντ ντε Βινύ (Alfred Victor, Comte de Vigny) στο δραματουργικό του έργο, Stello, είναι ποιητές που διάγουν τη ζωή τους έξω από τα κοινωνικά πλαίσια ή ακόμα και εναντίον αυτών. Η κατάχρηση αλκοόλ  και ναρκωτικών, η τρέλα, το έγκλημα, η βία, και γενικά κάθε μη αποδεκτή κοινωνικά πράξη, όπως και ο πρόωρος θάνατος, αποτελούν τυπικά γνωρίσματα της βιογραφίας ενός καταραμένου ποιητή.

O Κώστας Κατσάπης μάς παρασύρει και μας τοποθετεί στην ελληνική πραγματικότητα, σε κάτι που δεν έχει ειπωθεί και, μάλιστα, με τρόπο που δεν αφήνει περιθώριο να πάρουμε ανάσα: Ορίστε, μας λέει, αυτοί είναι οι δικοί μας καταραμένοι αυτόχειρες, μικρο-εγκληματίες, παιδεραστές, βιτριολίστριες, μοιχοί, που έζησαν σε αυτό που σήμερα τολμά να μας παρουσιάζεται ως η χρυσή δεκαετία του 1960.

Κοντολογίς, κεντρική θέση στη θεματική του βιβλίου του έχουν, όπως αποδεικνύει άλλωστε και ο τίτλος, οι καταραμένοι. Στη συνέχεια, κεντρικό ρόλο αναλαμβάνει το ίδιο το «συμβάν»: η δεκαετία του 1960. Συμβάν μιας χρονικότητας, που ο Κώστας Κατσάπης το παρουσιάζει, όχι άδικα, ως το λούνα παρκ μιας μνήμης, μιας και με τρόπο αυθαίρετο, το διαδίκτυο μας έχει κατακλύσει με μια πλημμυρίδα νοσταλγίας για αυτήν τη «Χρυσή Εποχή». Ερχόμενος αντιμέτωπος με μια τέτοια ανάγνωση, ο συγγραφέας θα υπογραμμίσει, εξ’ αρχής,  ότι η μεθοδολογία του δεν αποβλέπει στο να αναπαράγει ένα πανομοιότυπο ανάγνωσμα, αλλά, λαμβάνοντας ως σημείο εκκίνησης τα μονόστηλα του Τύπου και τα αστυνομικά δελτία από έξι αθηναϊκές συνοικίες, στοχεύει να αναδείξει το αντίθετο· εντοπίζει δηλαδή τα συμβάντα όχι ως εξαιρέσεις, αλλά ως το πλαίσιο ενός αιτιοκρατικού δεσμού που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων και τον τρόπο κατανόησης της ζωής. Έτσι, σε μια εποχή κατά την οποία κορυφώνεται ο ανένδοτος Αγώνας, την επαύριον της δολοφονίας του Λαμπράκη, η μεθοδολογία που προτείνει ο συγγραφέας δεν αποτελεί παρά ένα εργαλείο κατανόησης του αόρατου. Το βιβλίο δεν μας αφήνει περιθώρια: «Στην περίπτωση της ιστορίας των συμπεριφορών και των νοοτροπιών, για να κατανοήσουμε την κοινωνία [του εξήντα] οφείλουμε να καταστήσουμε ορατό το αόρατο».

Το ορατό αναδεικνύεται απλόχερα, μέσα από τα αστυνομικά δελτία τα οποία μεταφέρουν στον αναγνώστη σκηνές βίας, πλάνης, μοιχείας και ολοένα και περισσότερες αντίστοιχες σκηνές που συσσωματώνουν τις σχέσεις άνδρας-γυναίκα, παιδί/έφηβος-άνδρας, πλούτος-φτώχεια, εμπόρευμα-εργασία. Ωστόσο, γνωρίζοντας τη γραφή του Κώστα Κατσάπη, τούτη η καταγραφή δεν επιδιώκει να διασφαλίσει την πρόσβασή μας στις πρακτικές ειδημόνων, αλλά μας παροτρύνει να τολμήσουμε να διαβάσουμε με ακρίβεια μια κυριολεκτικά ματωμένη ιστορία δίωξης ενάντια στην ανθρώπινη επιθυμία των καταραμένων. Μια ιστορία δίωξης της ανθρώπινης επιθυμίας από τους εκάστοτε ειδήμονες και —κυρίως— από μια κανονικότητα που επιμένει να μελετά τον εγκληματία, αλλά όχι το έγκλημα, εμμένοντας σε μια προσπάθεια ανάδειξης της αλήθειας μέσα από στατιστικές. Εξάλλου, ο συγγραφέας δεν μασάει τα λόγια του: «η στατιστική είναι ο ασφαλέστερος τρόπος να πει κανείς ψέμματα».

Η εξιστόρηση ξεκινά με τους αυτόχειρες και στον πυρήνα ενός τέτοιου τραγικού συμβάντος ο συγγραφέας υπογραμμίζει τη συνάντηση δύο βασικών στοιχείων: αφενός, την απεδαφικοποιημένη ζωή («η αυτοκτονία ήταν η πρέπουσα ‘τιμωρία’ για έναν άνθρωπο που συμπεριφερόταν με χαρακτηριστική ανευθυνότητα»)[1] και, αφετέρου, την υποχρέωση των συγγενών να εξασφαλίσουν την περιώνυμη «ιατρική βεβαίωση που να αποδεικνύει ότι ο άνθρωπός τους έπασχε από ψυχολογικά προβλήματα». [2] Μια τέτοια βεβαίωση, ενώ ήταν το απαραίτητο μέσο για να επιτραπεί στους συγγενείς του αυτόχειρα να θάψουν τον άνθρωπό τους,  ταυτόχρονα μετατρεπόταν σε μόνιμο στίγμα για αυτούς. Ένα στίγμα το οποίο αποκάλυπτε ότι ο παθογόνος κυνόδοντας ανήκε —κατά κύριο λόγο— σε αυτό το ιδιαίτερο είδος εκφυλισμένων, στον «εξ ανήθικης» μητρός απόγονο, οποίος, ταυτόχρονα, βρισκόταν μέσα στη φτώχεια, την παραβατικότητα, την εξαθλίωση, στοιχεία που φυσικά όλα αναγόντουσαν αποκλειστικά στη μητέρα.

Έτσι, μέσα από την ανάλυση των καταραμένων, ανακαλύπτεται η γειτονιά, η τάξη και η περιοχή, στις οποίες τα υποκείμενα αυτά, τα καταραμένα από το στίγμα, έρμαια του ευνουχισμού τους από τη μητέρα, ζουν και μετρούν τη ζωή τους μέσα από «μια χούφτα δολάρια», επαίτες και αλήτες των ορμών τους, πάντα σύμφωνα με τον κυρίαρχο βιοϊατρικό λόγο της εποχής και την εξουσία.  Έτσι, ενώ η παραβατικότητα, «δείχνει να είναι κάτι το δομικό, μια πραγματικότητα που τροφοδοτείται από τις δύσκολες κοινωνικές συνθήκες της εποχής και τον αγώνα της επιβίωσης».[3] Όπως τονίζει ο συγγραφέας, μια τέτοια εξήγηση δεν απασχολεί τον νόμο. Στην πραγματικότητα, αυτό που προάγεται ως ερμηνεία της εν λόγω παραβατικότητας είναι η εγγενής βιαιότητα αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι φαίνεται να πάσχουν από κάθε λογής ψυχικά νοσήματα, λόγω μιας μη-εξελιγμένης ψυχικής ενηλικίωσης. Σε αυτήν την αφήγηση, που αγγίζει ακόμα και περιπτώσεις του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας, ο συγγραφέας  εντοπίζει τις πρώτες ρήξεις και ασυνέχειες αυτού του μύθου, λαμβάνοντας ως παράδειγμα την ιστορία του «εγκληματία» του Σειχ Σουν, Αριστείδη Παγκρατίδη. Το συμπέρασμα είναι απλό. Ο Παγκρατίδης είναι ένας άνθρωπος χωρίς όρια, αφού μεγάλωσε με μία μάνα μόνη. Ο συγκεκριμένος τρόπος ανατροφής, αποκλειστικά και μόνο από τη μάνα, αποτελεί την αιτία του ηθικού ευνουχισμού του και θα καταγγελθεί και από τον εισαγγελέα Πρωτοδικών: «Ο Παγκρατίδης, ουδεμίας τυχών επιμελείας και διαπαιδαγωγήσεως, ετράπη εις την οδόν της διαφθοράς, αποκτήσας πολλάς ανωμαλίας χαρακτήρος και διαστροφάς… Ήταν ενεργητικός ομοφυλόφιλος, ηδονοβλεψίας, κλέπτης, υπεξαιρέτης, πότης, λιποτάκτης και καταχραστής χασίς».[4] Κάτω από αυτή την αγόρευση, μπορούσε πλέον και έννομα «να τεθή εις την πόρταν του [Παγκρατίδη] η επιγραφή που έχει ο Δάντης στην Κόλασή του, στη «Θεία Κωμωδία». ‘Ξεχάστε κάθε ελπίδα όσοι μπαίνετε εδώ μέσα’».

Ο συγκεκριμένος αναλυτικός προσανατολισμός του Κώστα Κατσάπη δεν στοχεύει κυρίως στην κατανόηση, εκ μέρους του αναγνώστη, της απώλειας της ελπίδας των Καταραμένων, αλλά στη διάνοιξη μιας πολύ σημαντικής διόδου. Αυτή η δίοδος συνίσταται στην κατάδειξη των αλληλοϋποστηρίξεων που αφορούν το πλέγμα γνώσης-εξουσίας της εποχής, το οποίο καταλήγει  να ονομάζει «καταραμένους» εκείνους που πάσχουν ψυχικά, που έχουν ευνουχιστεί κάποια στιγμή στη ζωή τους, που δεν έχουν καταφέρει να ενηλικιωθούν σωστά. Αυτό άλλωστε αποτελεί και τη δικαιολογητική βάση της εμφάνισης έμφυλων και σεξουαλικών ανωμαλιών, αλλά ακόμα και της τέλεσης εγκλημάτων, από ζήλεια και μίσος προς τον Πατέρα.

Έτσι, η εξιστόρηση των σχέσεων του Παγκρατίδη γίνονται τελικά ένα είδος εξιστόρησης της ψυχικά ευνουχισμένης ζωής, της εκθηλυμένης ζωής που αφήνεται στα πάθη, τις ηδονές, τις καταχρήσεις και τα ένστικτά της. Της ζωής που δεν μορφώθηκε και για αυτό μετατράπηκε σε κτήνος, φτάνοντας στην απόπειρα του βιασμού και στο έγκλημα στο Σειχ Σουν. Υπό το πρίσμα της συσχέτισης γνώσης-εξουσίας-εφαρμογής δικαίου, ο ανήθικος βίος, η ομοφυλοφιλία, το χασίς, η πορνεία, η φτώχεια, η λιποταξία, ως στοιχεία αποδιδόμενα στον Παγκρατίδη, όλα μαζί εκφράζουν τον τεντιμποϊσμό του και φαίνονται αρκετά για να αποκρούσουν τις μαρτυρίες που τον ήθελαν αθώο για τα εγκλήματα στο Σειχ Σουν. Όπως σημειώνεται στο βιβλίο, οι καταραμένοι δεν παύουν να θυμίζουν τις «υπο-οικογενειακές τομές». Εξάλλου, σε αυτό έβρισκαν αντανάκλαση και οι στίχοι της Ρίτας Σακελλαρίου, όπως μας θυμίζει ο συγγραφέας, «Είναι γλυκό το πιοτό της αμαρτίας, ποιος είν’ αυτός που δεν λαχτάρησε να πιει, αυτή την γλύκα της κλεμμένης ευτυχίας, λίγο πολύ όλοι την έχουμε γευτεί».[5]

Φυσικά, δεν ήταν όλοι οι φτωχοί καταραμένοι. Ο κανονικός φτωχός είναι αυτός που υπομένει την πενία σαν πραγματικός άνδρας και εργάζεται για την οικογένεια του. Ο κανονικός φτωχός αποδέχεται την αστική ηθική, παντρεύεται και διαφυλάσσει την τιμή της γυναίκας του. Ο κανονικός φτωχός δεν πάσχει από ψυχικά νοσήματα. Ο κανονικός φτωχός, είτε άνδρας, είτε γυναίκα, υπακούει στην ανδρική εξουσία, έναν ρόλο που κρατά ο εκάστοτε αρχηγός και οι διάφορες εκδοχές του.

Έτσι, αν κάποιος πάρει στα χέρια του το έργο του Κώστα Κατσάπη, να μην λησμονήσει ότι είναι ένα έργο κριτικής προς την αλήθεια η οποία παρουσιάζει τη δεκαετία του ‘60 ως η χρυσή εποχή. Είναι η εξιστόρηση της δίωξης της ανθρώπινης ζωής και των ανθρώπινων σχέσεων. Το βιβλίο δεν προτείνει λύσεις, δεν προτείνει Παραδείσους, αλλά τολμά να ξανασυζητήσει το υποκείμενο και την αλήθεια, να αναρωτηθεί σχετικά με το τι είναι αυτό που συνιστά τελικά τη χρυσή εποχή.

Εξάλλου η κριτική, όπως θα σημειώσει ο Michel Foucault, «δεν έχει τη μορφή προκείμενης ενός συλλογισμού που θα κατέληγε: ‘ορίστε λοιπόν, αυτό είναι που πρέπει να γίνει’. [Αντιθέτως] Πρέπει να είναι εργαλείο για αυτούς που μάχονται, αυτούς που αντιστέκονται και δεν θέλουν πλέον αυτό που υπάρχει. Η χρήση της πρέπει να γίνεται σε διαδικασίες σύγκρουσης και αναμέτρησης, σε δοκιμές άρνησης. Δεν χρειάζεται να καθορίζει τον νόμο για τον νόμο. Δεν είναι ένα στάδιο προγραμματισμού. Είναι μια πρόκληση σε σχέση με αυτό που υπάρχει. Η κριτική, με άλλα λόγια, συνίσταται σε μια σκόπιμη ενέργεια διαμόρφωσης συνθηκών ώστε […] οι πράξεις, οι χειρονομίες και οι λόγοι που μέχρι τότε τους φαίνονταν αυταπόδεικτες να γίνουν προβληματικές, δύσκολες και επικίνδυνες».[6]

Εν κατακλείδι, ο Κώστας Κατσάπης κατάφερε να κινηθεί σε «γκρίζες ζώνες», χώνοντας το βλέμμα του στο «βολικό κενό του πατέρα», όπως θα έλεγαν οι G. Deleuze και F. Guattari, αναδεικνύοντας, αφενός, τον ηθικό πανικό που κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1960 γύρω από τον ανήθικο εγκληματικό Άλλο, έναν ρόλο που ενδύεται ο ψυχικά ευνουχισμένος. Ο Κατσάπης, αφετέρου, επιτυγχάνει να φέρει στην επιφάνεια και τη συνακόλουθη γενικευμένη αστυνόμευση των λαϊκών στρωμάτων, αφού αντί να προβληθούν οι ταξικές διακρίσεις και η αδικία ως προβληματικές προς επίλυση, ξεχύθηκε, μέσα από τις χιλιάδες ροές της εξουσίας, η ερμηνεία της συλλογικής ψυχικής εκτροπής των λαϊκών στρωμάτων, όπως αυτή καταγράφεται από τα εκατοντάδες αστυνομικά δελτία της εποχής. Έτσι, όμως, ο Κατσάπης κατάφερε να αναδείξει τους «μηχανισμούς» και τους τρόπους με τους οποίους μια τέτοια αλήθεια εισέρχεται ξανά στις σύγχρονες κοινωνίες, μέσω της ανάδυσης μιας δήθεν «χρυσής εποχής». Οι λόγοι μιας τέτοιας προβολής σαφέστατα δεν είναι τυχαίοι και, ιδωμένη υπ’ αυτό το πρίσμα και όχι μόνο,  η μελέτη της προβολής αυτής είναι πολύτιμη.

(*) Η Δήμητρα Τζανάκη είναι ​δρ Ιστορίας Πανεπιστήμιο Οξφόρδης, μεταδιδακτορική ερευνήτρια ΠΕΔΔ, ΕΚΠΑ

[1] Κ. Κατσάπης, Οι καταραμένοι. Σπαράγματα Κοινωνικής Ιστορίας, Αντίδοτο στη νοσταλγία του Εξήντα, Αθήνα, Εκδόσεις Οκτώ, 2019, σ. 68.

[2] Στο ίδιο, σ. 73.

[3] Στο ίδιο, σ. 98.

[4] https://el.wikipedia.org/wiki/Αριστείδης_Παγκρατίδης [ανακτήθηκε Οκτώβριο 2020].

[5] Κ. Κατσάπης, Οι καταραμένοι. Σπαράγματα Κοινωνικής Ιστορίας, Αντίδοτο στη νοσταλγία του Εξήντα, ό.π., σ. 181.

[6] Γιάννης Καραγιάννης, Μισέλ Φουκώ. Γιατί η φυλακή; Ζητήματα μεθόδου, επιμέλεια Θανάσης Λάγιος, Αθήνα, Πλέθρον/μικρόκοσμος, 2019, σ. 22.

 

Βρες το εδώ

 

Προηγούμενο άρθροΈρεβος ή το άλλο φως (του Γιώργου Κόκκινου)
Επόμενο άρθροΜετρώντας των ωρών τα χτυπήματα (της Αγάθης Γεωργιάδου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ