της Άννας Λυδάκη
«Μόνο ακίνητη δεν είμαι, είμαι πάντα και αποκλειστικά σε κίνηση, περιμένοντας είτε να φτάσω, είτε να επιστρέψω, είτε να φύγω… Τελικά το σκηνικό δεν έχει καμία σχέση: ο φυσικός χώρος, το φως, οι τοίχοι. Δεν έχει σημασία αν είναι κάτω από έναν ουρανό ή κάτω από τη βροχή ή μες στο καθαρό νερό το καλοκαίρι, στο τρένο ή στο αυτοκίνητο, στο αεροπλάνο ανάμεσα στα ακατάστατα σύννεφα, που είναι σκορπισμένα σαν κοπάδι μέδουσες… Είμαι εγώ και δεν είμαι, φεύγω και μένω πάντα εδώ…».
Η γυναίκα που αφηγείται στο βιβλίο της Τζούμπα Λαχίρι, δεν φθάνει πουθενά. Κινείται στο πεζοδρόμιο, στη γειτονιά, στο μπαρ, στο βιβλιοπωλείο, στο γραφείο της, σε άλλες χώρες, συναντά γνωστούς και αγνώστους, εραστές και παρ’ ολίγον εραστές… Όμως αυτές οι διαδρομές γίνονται αφορμή για να «ταξιδέψει» στον χρόνο και εντός της, στις μνήμες, στα αδιέξοδα και στις αυλακιές της ζωής της, σε απώλειες, σε απιστίες, σε απογοητεύσεις, στα χαμένα και κάθε άλλο παρά ατίθασα νιάτα της όταν διάβαζε, μελετούσε, υπάκουγε τους γονείς της: «Κι όμως, σε τελική ανάλυση δεν κατάφερα να τους ευχαριστήσω».
Η γυναίκα είναι γύρω στα σαράντα πέντε και, περιμένοντας στην αίθουσα αναμονής, σκέφτεται πως δεν θα έχει κανέναν δίπλα της όταν σε είκοσι χρόνια θα βρεθεί για τον ένα ή τον άλλο λόγο να περιμένει σε ένα ιατρείο. Ήξερε πως θα παρέμενε ένας μοναχικός άνθρωπος: «Η μοναχική ζωή έχει γίνει επάγγελμά μου». Αυτό την αποκαρδιώνει, όμως ξεκλέβει μικρές απολαύσεις και η μοναξιά της είναι διαφορετική από εκείνη της μητέρας της που το κύλισμα του χρόνου της έχει γίνει βάρος.
Η κάθε συνεδρία με την ψυχαναλύτρια –«θεραπευτήριο που φιλοξενεί ένα άγχος τη φορά»- είναι σαν το ξεκίνημα ενός ειδυλλίου που δεν εξελίχθηκε ποτέ, και επειδή δεν βρίσκει κάτι θετικό να πει από τα παιδικά της χρόνια μιλάει για το μπαλκόνι του σπιτιού της όταν λάμπει ο ήλιος‧ εκεί που πίνει καφέ με την φίλη της που όλο θέλει να φεύγει από τον σύζυγο και τα παιδιά αναζητώντας μια μικρή γωνιά για εκείνη.
Στο βιβλιοπωλείο συναντά τον πρώην αρραβωνιαστικό της που μια άλλη γυναίκα τον ήξερε το ίδιο καλά με εκείνη: Τον είχε μοιραστεί μαζί της επί σχεδόν πέντε χρόνια χωρίς να το έχει αντιληφθεί. Στον δρόμο συναντά ένα ζευγάρι και τα σκληρά τους λόγια φαντάζουν σαν κάτι χειροπιαστό που τρυπάει την ατμόσφαιρα, διαπερνάει τον γαλάζιο ουρανό και τον μαυρίζει.
Στην πισίνα η γυναίκα παίρνει απόσταση από τη ζωή της και σκέψεις απαγορευμένες ανακατεύονται, κυλούν ανεμπόδιστα… Εκεί μια ηλικιωμένη θέλει να της χαρίσει τα φορέματά της γιατί εκείνη πάνε δεκαετίες που δεν έχει πια ζωή. Το κολύμπι καθαρίζει εσωτερικά, σκέφτεται, αλλά το νερό στην πισίνα δεν είναι πια καθαρό. «Έχει μέσα του πόνο, αγωνίες, έχει μολυνθεί… Όλα τα βάσανα δεν γλιστρούν μακριά, σαν το νερό που κάθε τόσο χώνεται στο αφτί, αντίθετα πάνε και φωλιάζουν στην καρδιά, μπήγονται σε κάθε γωνιά του κορμιού μου», λέει.
Κάθε φορά που αγοράζει εισιτήρια και ξέρει πως δεν θα μπορεί να τα αλλάξει, η αγορά τους της φαίνεται πράξη εμπιστοσύνης, αλλά συνάμα και ακραία, παράτολμη γιατί θυμάται πως ο πατέρας της αντί να πάει στο θέατρο, βρέθηκε μέσα στον νεκροθάλαμο. Εκείνη ξεναγείται στο παλιό θέατρο και, όταν ένας κύριος βγάζει φωτογραφία τη γυναίκα του που ποζάρει σαν βασίλισσα, δοκιμάζει να μετακινηθεί, όμως είναι στρυμωγμένη: «Αιφνιδιάζομαι, μπαίνω στο κάδρο συνένοχη, περισσευούμενη».
Τον Αύγουστο, όταν όλα τα μαγαζιά είναι κλειστά για διακοπές και έχουν κατεβάσει τα ρολά, «όχι λόγω πένθους αλλά λόγω ευδαιμονίας», ένας νεαρός αποφασίζει ν’ αδειάσει το σπίτι του και αραδιάζει μπροστά στην πόρτα του παλιά φθαρμένα πράγματα, πιατικά, φορέματα, κάδρα με μισοτελειωμένα πορτρέτα… Και η γυναίκα αγοράζει τα τετριμμένα, πεισματάρικα ίχνη ζωής που την κάνουν να ξεχνιέται ευχάριστα, τη συντροφεύουν.
Αν όμως μπει σ’ ένα μαγαζί, αν θαυμάζει κάτι κι έπειτα αντιστέκεται σ’ αυτό χωρίς να πλησιάσει στο ταμείο, αισθάνεται ενάρετη κόρη και όχι όπως τότε, όταν μικρή κοπέλα ξόδεψε το λιγοστό χαρτζιλίκι της για να αγοράσει ένα ζευγάρι ανάλαφρα κρεμαστά σκουλαρίκια που την είχαν εντυπωσιάσει και η μητέρα της θύμωσε. Τώρα, κάθε τόσο, ακόμη και όταν πεθαίνει από την πείνα, διαλέγει το πιο ταπεινό σάντουιτς, ή δεν τρώει καν.
Στο μπαρ ξυπνούν ξεφτισμένες αναμνήσεις για εραστές, για φλογερά επεισόδια που πια δεν την αφορούν. Τις νύχτες, οι σκέψεις που θρονιάζονται τις σκοτεινές ώρες είναι πάντα οι πιο ζοφερές, αλλά και οι πιο διαυγείς: «Η σιωπή, μαζί με τον μαύρο ουρανό, με συγκρατεί ώσπου να ‘ρθει το πρώτο φως να διασκορπίσει τις σκέψεις, ώστε να νιώσω ξανά της συντροφιά της ζωής που περνάει κάτω από το σπίτι… Νιώθω πάντα καλύτερα όταν με περιβάλλουν οι λεπτομέρειες των άλλων…»
Θυμάται έναν άγνωστο άνδρα που έμενε στο διπλανό δωμάτιο ξενοδοχείου όπου, χωρίς ο ένας να περιμένει τον άλλο και χωρίς προσυνεννόηση, κάθε πρωί και κάθε βράδυ και για τρεις μέρες τον συναντούσε. Αυτός ο βουβός δεσμός την «συμφιλίωνε ακαθόριστα με τον κόσμο». Εκείνος μιλούσε στο τηλέφωνο σε μιαν άγνωστη γλώσσα και με ευπρεπές αλλά και ειρωνικό χαμόγελο αντιστεκόταν στην πλήξη του συνεδρίου. Δεν τον είδε ποτέ ξανά, όμως βλέπει στην εφημερίδα τη φωτογραφία του. Το κείμενο δεν είναι επιστημονικό‧ έχει τίτλο «Μετά από μακρά ασθένεια…». Δεν είχε αντιληφθεί το παραμικρό.
Στη θάλασσα, όπου ο σαματάς του αέρα και ο άγριος παφλασμός κατατρώει τα πάντα, η γυναίκα σκέφτεται πως υπάρχει πάντα ένα άγριο στοιχείο που είτε το αντέχεις είτε το ξεπερνάς, ένα στοιχείο τόσο περιζήτητο όσο και εχθρικό, και αναρωτιέται πώς γίνεται και η αναταραχή της θάλασσας μας ηρεμεί τόσο πολύ.
Κάθε ανθρώπινη χειρονομία, όπως εκείνη στον σταθμό, την τονώνει, όμως ξεχαρβαλώνει τα πάντα και της έρχεται να βάλει τα κλάματα. Σκέφτεται τον άνδρα της φίλης που μοιράστηκε μαζί της μια σοκολάτα βάζοντας λίγη στοργή στην άκρη για εκείνη. Ένας σκύλος με σβέλτο βήμα την απομακρύνει από τον κίνδυνο του παραστρατήματος και η λειψή ερωτική ιστορία δεν της λείπει πια. Όμως νιώθει πως της λείπει η ευεργετική σκιά ενός ανθρώπου, αλλά ξέρει ότι δεν μπορεί να δεθεί με έναν άλλο, αφού ακόμη αποζητά να γεμίσει το κενό που υπήρχε ανάμεσα στους γονείς της.
Η γυναίκα ομολογεί πως πιο πολύ κι από την καθημερινή ζωή, νιώθει αποξενωμένη από τη βασική της οικογένεια και από τα νιάτα της και αναρωτιέται γιατί οι γονείς της εξακολουθούν να την καταδιώκουν: «Σε ποιον από τους δύο μοιάζω; Σ’ εκείνον που θα έμενε στο δωμάτιο του για να διαβάσει, όπως εγώ; Ή σ’ εκείνη, που θα ήθελε να βγει να χορέψει; …Δεν μπορεί κανείς να γλιτώσει από τη σκιά της οικογένειάς του…»
Κάτι τη σπρώχνει πέρα από το καβούκι της ζωής της και η γυναίκα περιγράφει «διαδρομές», όπως στο μουσείο, όπου οι ζωγραφισμένοι τοίχοι με θαλερά δέντρα, ρόδια ανοιγμένα, πουλιά κουρνιασμένα σε λεπτά κλαδιά αποκτούν μια αλλόκοτη ζωντάνια, στο νεκροταφείο, το περικυκλωμένο από ψυχές στολισμένες, θαμμένες στη σειρά σαν σε γραμματοθυρίδες, στην εξοχή, σε δείπνα παράξενα, στον καθρέφτη, μόνη με τον εαυτό της… Είναι περαστική από παντού και εν τέλει στον ίδιο πάντα τόπο μένει.
Στο συναρπαστικό, γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο αυτό μυθιστόρημα της Τζούμπα Λαχίρι μια γυναίκα χωρίς όνομα ξετυλίγει τις σκέψεις που της γεννούν δρόμοι, τόποι και συμβάντα και, κυρίως, τα συναισθήματα που σαν σκιές κινούνται μαζί της, ακόμη κι όταν είναι ακίνητη. Η ίδια ομολογεί ότι ο μόνος τόπος της είναι οι λέξεις, εκείνες τη βάζουν στον κόσμο. Και εμάς μαζί της, θα συμπληρώναμε, αφού οι λέξεις της μας παίρνουν σε ένα συγκλονιστικό ταξίδι σε τόπους ανομολόγητους.
Jhumpa Lahiri, Στις δικές μου διαδρομές (μετ. Άννα Παπασταύρου), Gutenberg, Αθήνα 2023.