του Γιάννη Ν.Μπασκόζου
Αν όπως λέει ο ποιητής «η ποίηση ψάχνει γι’ απαντήσεις/σ’ ερωτήματα που ακόμα δεν έχουνε τεθεί» ο κριτικός ψάχνει απαντήσεις που έχουν διατυπωθεί αλλά δεν φαίνονται άμεσα στο ποίημα.
Φίλοι για κάποια χρόνια με τον Τίτο νόμιζα ότι τον ξέρω καλά- εννοώ ποιητικά. Όμως έρχεται αυτό το βιβλίο της Ελένης Αντωνιάδου Κείμενα για τον Τίτο Πατρίκιο (Βακχικόν) και μου φανερώνει πτυχές αθέατες. Συνήθως η ποίησή του κατατάσσεται σε μια γνωστή περιοδολόγηση- τα ποιήματα της επανάστασης- της διάψευσης – της υπαρξιακής αναζήτησης και εσχάτως τα ερωτικά.
Με το βιβλίο της Ελένης Αντωνιάδου βυθιζόμαστε βαθύτερα στην κουζίνα, όπως λέμε, του ποιητή. Ανοιγόμαστε σε άλλα μονοπάτια, ανακαλύπτουμε άλλες επιρροές, μας ανοίγει τον αθηναιοκεντρισμό του, την υλικότητα της ποίησης του, τον κυπριακό εαυτό του, ξαναρίχνει μια ματιά στον ερωτικό ποιητή για να καταλήξει στον στοχαστικό ποιητή.
Αναφέρω ορισμένα παραδείγματα που μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση. Για παράδειγμα: Ο Τίτος Πατρίκιος πολλές φορές αναφέρει σε συνεντεύξεις του τις οφειλές του στον Ρίτσο, στον Μαγιακόβσκι, στον Νερούντα . Η Ελένη Αντωνιάδου στη μελέτη της επικεντρώνει στην υποδόρια σχέση του με τον Σεφέρη. Εκκινώντας από την παρατήρηση του Δημ. Μαρωνίτη ότι η “Επιμονή μιας Πόλης” του Τίτου δικαιούται να καταγραφεί στα γράμματά μας ως ποίημα δίδυμο του σεφερικού “Βασιλιά της Ασίνη» η Ελένη Αντωνιάδου διατυπώνει ότι η ιδέα και των δύο ποιημάτων είναι η φθορά και ο χρόνος, όπως προσλαμβάνονται μέσα από την εμπειρία μιας επίσκεψης σε έναν τόπο με ιστορικό φορτίο. Υπάρχουν και στα δύο ποιήματα ένα εξωτερικό κι ένα εσωτερικό τοπίο, ένα ποιητικό υποκείμενο που παρατηρεί και σχολιάζει, διαρκώς μετασχηματιζόμενο, και ένα δεύτερο πρόσωπο, μια γυναίκα, που μοιράζεται αυτήν την ποιητική περιπέτεια.
Η συγγραφέας διαβάζοντας το ποίημα του Πατρίκιου Cava dei Tirreni σε παραλληλία με τον «Τελευταίο σταθμό» του Σεφέρη διαπιστώνει ότι η παραγωγή της ποίησης είναι δυνατή ακόμα και μέσα από δρόμους αντιθετικούς, φτάνει να υπάρχει η κατοικία της μνήμης και να μπορεί κάποιος να αναγνωρίζει τo παλίμψηστο της ιστορίας. Και δεν αναφέρει την κατοικία της μνήμης τυχαία, αλλά γιατί πιστεύει ακριβώς ότι ο Τίτος Πατρίκιος, μετά από πολλά χρόνια, όταν θα γράψει το ποίημα που έχει ακριβώς αυτόν τον τίτλο «Κατοικία της μνήμης», στη συλλογή «Η αντίσταση των γεγονότων», μιλά ακριβώς γι’ αυτό «το δάσος των σκοτωμένων φίλων», μιλά για «όσα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν», για τα οποία μιλά και ο Σεφέρης με τον δικό του τρόπο στον «Τελευταίο Σταθμό», αν και γραμμένο στο τυρηννικό χωριό «Cava dei Tirreni» στις 5 Όκτωβρίου του 1944. Μια κοπιαστική αλλά ουσιαστική παράλληλη ανάγνωση αυτών των δύο σημαντικών για τη Γραμματεία μας ποιημάτων.
Μια άλλη οπτική στον αθέατο κόσμο των ποιημάτων του Τίτου που δίνει η συγγραφέας είναι τα υλικά πράγματα. Γράφει: «σκέφτηκα πολλές φορές πόσο πολλές πληροφορίες και με πόσο εναργή τρόπο μπορεί να μας δώσει η ποίησή του για μια ολόκληρη εποχή που συνδέεται με τα σημαντικότερα ιστορικά γεγονότα της σύγχρονης Ελλάδας, όχι μόνο ως προς τον δημόσιο αλλά και τον ιδιωτικό μας βίο. Με δεδομένο πάντοτε ότι ο υλικός κόσμος άλλοτε αποτελεί το αναγκαίο περιβάλλον του ποιητικού γεγονότος και άλλοτε αποτελεί την προβολή των ανθρώπινων συναισθημάτων». Χωρίζει μάλιστα τον τρόπο εικονοποίησης του κόσμου των απτών πραγμάτων στην ποίηση του Πατρίκιου σε δύο μεγάλες ομάδες ποιημάτων. Η πρώτη περιλαμβάνει τα ποιήματα που γράφτηκαν ως τη Μεταπολίτευση και η δεύτερη ξεκινά από την οριστική εγκατάσταση του στην Αθήνα ως σήμερα. Από την καταγραφή των υλικών πραγμάτων είτε είναι μια ταράτσα με μαλτεζόπλακες είτε οι πατάτες, το τσιγάρο, ο καφές. Ακόμα είναι τα κτίρια: σπίτια, μουσεία, εστιατόρια, μαγειρεία, νοσοκομεία, κέντρα διασκέδασης. Μεταφορικά μέσα: κάρα, σούστες, βάρκες, πλοία, αεροπλάνα, τραμ, λεωφορεία, τρένα κάθε λογής. Είδη ένδυσης: τεζαριστά φορέματα, περισκελίδες, σλιπ, καπέλα, παπούτσια κάθε λογής. Έπιπλα: καναπέδες, τραπέζια, πολυθρόνες, κρεβάτια, γραφεία. Φαγητά, ποτά και γλυκά αναφέρονται στην Αθήνα ως μνήμη, ως παρόν αλλά και ως κιβωτός του ιδιωτικού βίου και των προσωπικών αναστοχασμών. Την εξέλιξη αυτής της υλικότητας του Τίτου θα την βρούμε στις πόλεις της Ευρώπης «ως διεύρυνση της ποιητικής του γεωγραφίας αυτήν τη φορά και τέλος, στην Ελλάδα ως ευρύτερος γενέθλιος αλλά και μυθολογικός τόπος». Τα υλικά πράγματα αποκτούν μια άλλη σημαντική γίνονται φορείς στοχασμού. Είναι σαν ο ποιητής να περνάει από την ρεαλιστική απεικόνιση ενός Κουρμπέ στην μετα-ιμπρεσιονιστική αναζήτηση του Σεζάν.
Μια άλλη συνεισφορά της Ελένης Αντωνιάδου είναι η αναζήτηση του χώρου στην ποίηση του Τίτου. Τα ποιήματα του, όπως λέει, « κατοικούν σε πόλεις. Διαβιούν σε διαμερίσματα πολυκατοικιών, κυκλοφορούν σε δρόμους, σε σταθμούς τρένων ή λεωφορείων, παίρνουν αεροπλάνα, καταλύουν σε δωμάτια ξενοδοχείων. Παιδί της πόλης είναι εξάλλου ο ίδιος και είναι αρκούντως εντυπωσιακό το γεγονός ότι ξεκινά την ποιητική του πορεία από έναν μακρύ «χωματόδρομο» και ένα υπαίθριο ποιητικό τοπίο που περιλαμβάνει τόσες σκηνές φύσης και αγροτικής ζωής για να καταλήξει στις μεγάλες πλατείες των ευρωπαϊκών πόλεων. Από μια άποψη ο Τίτος μας θυμίζει τα τοπόσημα του Μένη Κουμανταρέα : Η οδός Δερβενίων, η οδός Μάρνη, η οδός Καποδιστρίου, η Αρμοδίου και Αθηνάς, η Μενάνδρου, ο σταθμός Λαρίσης, η Όμόνοια, το Μοναστηράκι, του Ψυρρή, το Θησείο, το καπνοκοπτήριο, το θέατρο «Ερμής», το καφενείο «Στέμμα» στην Όμόνοια, άλλα κτήρια που δεν υπάρχουν πια και μαζί με αυτά ένας πολύχρωμος κόσμος ανθρώπων που κατοικούν στα ποιήματα του και όπως σωστά λέει η συγγραφέας « αναπλάθουν τον κοινωνικό ιστό και τη ζωή αυτής της πόλης που μας περιβάλλει και μας περιέχει και που η ανάσα της φθάνει στ’ αυτιά μας αυτή την ώρα που μιλάμε εδώ, σ’ αυτή την αίθουσα».
Η Ελένη Αντωνιάδου επεκτείνει τους προβληματισμούς του και στις τελευταίες συλλογές του Τίτου, τις μεγάλες συνθέσεις, στις οποίες επιστρέφει ο Πατρίκιος μετά από πολλά χρόνια, όχι κλείνοντας τον κύκλο, αλλά επιμένοντας στην αενάως ανοιχτή σπείρα. Μιλώντας μαζί του μου είχε πει ότι διαβάζοντας τους σύγχρονους αγγλοσάξονες ποιητές διαπίστωσε πώς η ποίηση γίνεται πιο αφηγηματική, πιο αυτοβιογραφική. Και αισθάνθηκε δικαιωμένος καθώς κι αυτός από την πλευρά του έμοιαζε ασυνείδητα να διαπερνάται από το ίδιο ρεύμα. Πρόκειται για τα ποιήματα «Έχουν την ώρα τους τα λόγια», «Το σπίτι», «Υμνώ το σώμα», «Σε βρίσκει η ποίηση», καθώς και κάποια άλλα ακόμα. Η Ε.Αντωνιάδου παρατηρεί ότι σε αυτά τα ποιήματα, το κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι η έκταση κατά έναν περίεργο τρόπο είναι ευθέως ανάλογη προς τη συμπύκνωση. Σ’ αυτά τα εξομολογητικά εν πολλοίς ποιήματα, «η βασική διαφορά με τις νεανικές του συνθέσεις είναι ότι ο ποιητής δεν μιλά πια ως «εμείς» για να εκφράσει το συλλογικό, αλλά ως ένα εγώ που εκφράζει το προσωπικό, το οποίο όμως η ποιητική διαδικασία αρκεί πλέον για να το μετατρέψει σε συλλογικό».
O Τίτος Πατρίκιος είναι πια ο στοχαστής ποιητής. Έμεινε πιστός σε μια ποιητική ηθική αυτή που είχε διακρίνει ο φίλος του Δημήτρης Μαρωνίτης γράφοντας για την πρώτη μεταπολεμική γενιά που επικεντρωνόταν στην τριάδα Αλεξάνδρου, Αναγνωστάκης, Πατρίκιος. Τα τελευταία χρόνια (τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και δημόσιο) εκφράζεται πολιτικά με την πλατιά έννοια του όρου. Ο ίδιος έχει διαπιστώσει «Δεν χάθηκαν τα γεγονότα απλώς σκεπάστηκαν όπως οι σιδηροτροχιές των τραμ που θάφτηκαν στην άσφαλτο. Τώρα τα επαναφέρουν όχι όπως ήταν ακριβώς αλλά όπως επιτάσσουν οι καινούργιες γραμμές τροχιοδρόμων» . Πολλά από τα τελευταία του ποιήματα όπως και στο «Ο πειρασμός της νοσταλγίας» είναι η σκέψη /παρέμβαση/ κριτική του ποιητή στο σήμερα. Μπορεί να ακούγεται σκληρό όταν μιλάει για την Πατρίδα αλλά ποιος θα διαφωνούσε:
«Μ’ αρέσει που θα τελειώσω τη ζωή μου στην πατρίδα
κι ας είναι μια πατρίδα αλλιώτικη από εκείνη που ονειρεύτηκα
είναι όμως πατρίδα αληθινή
γι’ αυτό και κάθε μέρα όπως όλοι οι γεννήτορες
γίνεται πιο ξένη.
info: Ελένη Αντωνιάδου, Κείμενα για τον Τίτο Πατρίκιο, Εκδόσεις Βακχικόν