της Δήμητρας Ρουμπούλα
«Από ποια χώρα είσαι;
Από την έρημο.
Μακάρι να ήξερε ο Ρίχαρντ πόσο μεγάλη ακριβώς είναι η Σαχάρα (…) Για πρώτη φορά τού έρχεται η σκέψη ότι τα σύνορα που έχουνε χαράξει οι Ευρωπαίοι στην πραγματικότητα δεν αφορούν καθόλου τους Αφρικανούς (…) Όμως τώρα χαμογελάει το αγόρι, μάλλον γι΄αυτόν, και λέει: Από τον Νίγηρα.
Είναι κι εσύ Γιορούμπα;
Όχι, Τουαρέγκ;
Και να που δεν ξέρει τίποτα πάλι».
Τι γνωρίζει ο Δυτικός πολίτης για τους πρόσφυγες και μετανάστες, για τους «ξένους» που βλέπει σιωπηλούς στις πλατείες; Τι ξέρει για τον τόπο τους, την ιστορία, την κουλτούρα, τη γλώσσα τους; Πόσο αντιλαμβάνεται και συναισθάνεται τα τραύματα που κουβαλούν μέσα τους; Πώς εν τέλει τους αντιμετωπίζει, με φόβο και αποτροπιασμό; Και τι «βλέπει» όταν τους κοιτάζει στα μάτια; Από την άλλη, τι γνωρίζουν και οι ίδιοι για τη χώρα από την οποία περνούν προσωρινά ή εκείνη, τη «γη της Επαγγελίας», στην οποία θέλουν να καταλήξουν; Μήπως οι διαδρομές και των δύο πλευρών έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά, θαμμένα στο βάθος του χρόνου, αφού η Ιστορία είναι φτιαγμένη από μετακινήσεις, προσφυγιές και ξεριζωμούς;
Στα βαθιά νερά ενός από τα πιο καυτά προβλήματα του καιρού μας βουτάει η Γερμανίδα συγγραφέας Τζέννυ Έρπενμπεκ για να απαντήσει, ή να θίξει, ερωτήματα, όπως τα παραπάνω, χωρίς διδακτισμό και υψωμένο το δάκτυλο, προσπερνώντας με μαεστρία κοινοτυπίες και φθηνές ηθικολογίες. Το βιβλίο της, με τον δηλωτικό τίτλο «Περαστικοί» (εκδ. Καστανιώτης), είναι ένα άκρως επίκαιρο βιβλίο και μας αφορά όλους, το οποίο αν και αποτελεί ένα λογοτεχνικό οικοδόμημα αντανακλά μια παγκόσμια πραγματικότητα. Όχι, η συγγραφέας δεν αναλύει το προσφυγικό πρόβλημα, ούτε προτείνει λύσεις, αν και στο περιθώριο της πλοκής θα βρούμε σκέψεις της και καυστικά σχόλια για την αντιμετώπισή του εκ μέρους κυβερνήσεων και επίσημων θεσμών ή και για συμφωνίες. «Με το Δουβλίνο ΙΙ κάθε ευρωπαϊκή χώρα που δεν έχει παραλία στη Μεσόγειο εξαγόρασε το δικαίωμα να μην υποχρεούται ν΄ ακούσει τους πρόσφυγες που έρχονται περνώντας τη Μεσόγειο», διαβάζουμε κάπου, ενώ δεν λείπουν οι σχετικές αναφορές σε Ελλάδα και Ιταλία.
Η λύση του προβλήματος απαιτεί προφανώς πολιτική ηθική και όχι ατομικές συμπεριφορές, με τις οποίες μπορεί να ασχοληθεί η λογοτεχνία. Η Έρπενμπεκ ρίχνει μια νέα ματιά στους «περαστικούς» από «προσωρινούς τόπους», θέλοντας να αφυπνίσει συνειδήσεις στη Γηραιά Ήπειρο. Κεντρικό πρόσωπο είναι ο Ρίχαρντ, Ομότιμος καθηγητής κλασικής φιλολογίας, άρτι συνταξιοδοτηθείς από το πανεπιστήμιο όπου δίδασκε γλώσσες, με πολύ χρόνο πλέον στη διάθεσή του για να φροντίζει την τάξη του σπιτιού του και να παρατηρεί τη λίμνη απέναντι όπου είναι βυθισμένο το πτώμα ενός άνδρα που πνίγηκε κάνοντας μπάνιο. Ξαφνικά βρίσκεται αντιμέτωπος με μια νέα κατάσταση που δεν είχε ποτέ φανταστεί ασχολούμενος με τις σχεδόν αφηρημένες ιδέες της επιστήμης του. Περνά έξω από το Κόκκινο Δημαρχείο του Βερολίνου αλλά δεν παρατηρεί μια ομάδα από άνδρες σκούρου χρώματος, οι οποίοι αρνούνται να αποκαλύψουν την ταυτότητά τους και κρατούν μια πινακίδα που γράφει «Γινόμαστε ορατοί». Χρειάστηκε να μεσολαβήσει η είδηση της απεργίας πείνας αυτών των νεαρών και η εικόνα των αντίσκηνων στην Αλεξάντερπλατς, από την τηλεόραση, για να καταλάβει την πραγματικότητα από την οποία πέρασε δίπλα της, αλλά δεν διάβασε την αφήγηση πίσω απ΄ αυτή. Ζητούν να παραμείνουν στη Γερμανία, να εργαστούν. Ζητούν ανθρώπινη ζωή με αξιοπρέπεια και μνήμη που κάποιοι την καταστρέφουν. «Broke the memory» (Σπάσανε τη μνήμη), θα πει κάποια στιγμή ο Αβάντ, όταν θα του διηγηθεί το περιστατικό με τους στρατιώτες στη Λιβύη που σπάσανε τις κάρτες μνήμης από τα κινητά τηλέφωνα των αιχμαλώτων.
Ο Ρίχαρντ ζει μόνος του. Η σύζυγός του έχει πεθάνει, η ερωμένη του τον έχει εγκαταλείψει. Δεν έχει παιδιά, παρά κάποιους σταθερούς φίλους με τους οποίους συναντάται συχνά και τους κάνει κοινωνούς στο νέο θέμα που τον απασχολεί. Μένει κοντά στη Πύλη του Βρανδεμβούργου, μια περιοχή που ευτυχώς δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα από την εποχή της ΛΔΓ (στο Βερολίνο της ΛΔΓ γεννήθηκε και η συγγραφέας το 1967). Ο φάκελός του στη Στάζι τού δημιούργησε κατά καιρούς διάφορα μπερδέματα. Με την επανένωση νιώθει και Γερμανός και ξένος. Είναι αναγνωρισμένος στη Δύση, αλλά η σύνταξή του είναι μικρότερη από εκείνη των δυτικών συναδέλφων του. Ως πολίτης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για την πολιτική. Η κλασική φιλολογία, οι γλώσσες, ο Όμηρος στον οποίο ανατρέχει συστηματικά και ο Μπαχ που ακούει πάντα, αποτελούν τα σταθερά ενδιαφέροντά του. Όμως τώρα ξυπνά μέσα του (αρχικά) η περιέργεια να γνωρίσει αυτούς τους άνδρες, που είναι καταδικασμένοι να περιμένουν αποφάσεις για τη ζωή τους, με πιθανότερη την απέλαση. Όμως συνειδητοποιεί ότι δεν γνωρίζει τίποτα για τις χώρες τους, ούτε πού βρίσκεται η Μπουρκίνα Φάσο και ποια είναι η πρωτεύουσα της Σιέρα Λεόνε, ούτε ότι η αφρικανική ήπειρος έχει 54 χώρες. Διαβάζει σχετικά βιβλία και επινοεί μια σειρά ερωτήσεων για να τους υποβάλει. Ερωτήσεις για την καταγωγή, τους γονείς, την κουλτούρα τους, το ταξίδι στην Ευρώπη, το τι σκέφτονται: Που μεγαλώσατε; Ποια είναι η μητρική σας γλώσσα; Σε ποια θρησκεία ανήκετε; Είχατε τηλεόραση; Έχετε πάει σχολείο; Με ποιο σκοπό φύγατε; Τι πήρατε μαζί σας; Πώς φανταζόσασταν την Ευρώπη; Αν είχατε παιδιά που μεγάλωναν εδώ, τι θα τους λέγατε για την πατρίδα σας; Μπορείτε να φανταστείτε ότι θα γεράσετε εδώ; Που θέλετε να σας θάψουν;
Αυτοί οι άνθρωποι κρύβουν δράματα και άγριες αναμνήσεις. Και «αφού επέζησαν περνώντας μια πραγματική θάλασσα, πνίγονται τώρα σε ποταμούς και θάλασσες φακέλων». Ο Ρίτσαρντ ρωτά, εκείνοι απαντούν, στοιχειοθετώντας τις προσωπικές τους ιστορίες. Ο Απόλλωνας (έτσι τον μετονομάζει ο Ρίτσαρντ) προέρχεται από τους Τουαρέγκ και αναγνωρίζει τους δρόμους στην έρημο από τις ιστορίες. «Ποτέ ως τώρα η σχέση μεταξύ χώρου, χρόνου και ποίησης δεν του ήταν τόσο σαφής όσο αυτή τη στιγμή. Χωρίς αναμνήσεις ο άνθρωπος ήταν μόνο ένα κομμάτι κρέας πάνω σ΄έναν πλανήτη», ομολογεί ο καθηγητής. Ο Αβάντ (Τριστάνος κατά τον Ρίτσαρντ) γεννημένος στη Γκάνα, κατέφυγε με τον πατέρα στη Λιβύη, όπου τον έχασε σε συγκρούσεις, και βρέθηκε για εννέα μήνες σε καταυλισμό στη Σικελία. Ο Ρασίντ από τον Νίγηρα διηγείται ότι ο πατέρας κάηκε ζωντανός σε ένα αυτοκίνητο, ότι είδε και το σπίτι του να καίγεται και έφτασε στη Λιβύη, όπου υπέμεινε συλλήψεις, δολοφονίες και βομβαρδισμούς μέχρι να προσπαθήσει να διασχίσει με βάρκα τη Μεσόγειο. Ήταν στους διασωθέντες από τους 800 (χάθηκαν 550). «Κι εγώ δεν ξέρω πια ποιος είμαι. Ξένος γίνεσαι. Για τον εαυτό σου και για τους άλλους», λέει.
Ακούγοντας αλήθεια τους, και εκείνη την απίστευτη φράση: «Να μην υπάρχει αλήθεια σ΄ ολόκληρη τη γη ένα μέρος όπου να μπορώ να ξαπλώσω και να κοιμηθώ;», ο καθηγητής αρχίζει να «βλέπει», να μαθαίνει, να αφυπνίζεται, να συνειδητοποιεί, να στήνει ένα άλλο έργο ζωής μακριά από τα πανεπιστημιακά έδρανα, να συσχετίζει τις νέες σκέψεις του με ό,σα διάβασε μια ζωή και δίδαξε. Προσγειώνεται στην πραγματικότητα και αναρωτιέται: «Πού πάει ένας άνθρωπος, όταν δεν ξέρει πού να πάει;». Τούτη μόνο τη συγκλονιστική πρόταση η Έρπενμπεκ τοποθετεί σε δύο αντικριστές λευκές σελίδες, βάζοντας τον αναγνώστη, όπως και τον κεντρικό ήρωά της, να σκεφτεί, να προβληματιστεί, να αναλάβει δράση, τουλάχιστον να δει με άλλη ματιά τους άλλους, τους «ξένους», να ενδιαφερθεί για τις ιστορίες τους, γιατί αυτές μπορεί να μοιάζουν λίγο με τη δική του, τις δικές μας ή των γονιών και παππούδων μας. Ο Ρίτσαρντ υπήρξε κι αυτός ένα παιδί του ξεριζωμού μέσα στις «ανακατωσούρες του Πολέμου», όπως έλεγε η μάνα του. Και η δική του παιδική ηλικία σημαδεύτηκε από τις φρικαλεότητες των ναζί. Σήμερα, αισθάνεται ευτυχής που μπορεί να επισκεφθεί τους τάφους των οικείων του, όμως πολλοί από τους πρόσφυγες δεν γνωρίζουν αν τα μέλη της οικογένειάς τους είναι ζωντανά ή πού είναι θαμμένα.
Η συγγραφέας καταγράφει και μια άλλη πτυχή, το πώς βλέπουν εμάς οι πρόσφυγες, οι οποίοι ζουν με ελάχιστα πράγματα. Όταν μετακόμισε κάποτε ο Ρίτσαρντ, θυμάται, πακέταραν ογδόντα κούτες μόνο με βιβλία, πέρα από τα υπόλοιπα. Και τι γνωρίζουν από την ιστορία μας. «Έχεις ακούσει ποτέ το όνομα Χίτλερ; Who;» «Οι Αφρικανοί σίγουρα δεν ήξεραν ποιος ήταν ο Χίτλερ, αλλά παρ΄ όλ΄ αυτά: Μόνο αν επιβίωναν τώρα στη Γερμανία, είχε χάσει πράγματι τον πόλεμο ο Χίτλερ», σκέφτεται ο (αφηγητής) καθηγητής.
Οι «Περαστικοί» είναι ένα μυθιστόρημα που συνθέτει αριστοτεχνικά την προσωπική ιστορία του Ρίτσαρντ και των μελών μιας ομάδας προσφύγων, μπολιάζοντας το αποτέλεσμα με δυνατές σκέψεις και αναστοχασμούς. Η δύναμη του μυθιστορήματος βρίσκεται στην απλότητα και την ευελιξία να συνδέει το πριν και το μετά, τις εποχές της Ιστορίας και τα βάσανα των λαών, να περνά με ανεπιτήδευτο τρόπο από τη μια βιωμένη διαδρομή στην άλλη, να καταγράφει τα διαφορετικά επίπεδα συνείδησης του Ευρωπαίου, να μιλάει τόσο πειστικά για το μέγα θέμα της μνήμης και της πολιτισμικής κληρονομιάς. Να συνδέει ακόμη με τα δρώμενα της πλοκής τις «Μεταμορφώσεις» του Οβίδιου, τα παραμύθια των αδελφών Γκριμ, τον Χέλντερλιν, τον Μπρεχτ, τον «Τριστάνο» και μια αλήθεια από τον Σενέκα: «Να αναγκάζεις διαρκώς τον εαυτό σου να σκέπτεται ότι αυτός τον οποίο εσύ ονομάζεις σκλάβο σου είναι της ίδιας προέλευσης με εσένα, ότι χαίρεται τον ίδιο ουρανό, ότι αναπνέει όπως εσύ, ζει και πεθαίνει».
Μακριά από εύκολους διδακτισμούς, ανώφελους συναισθηματισμούς, καλολογικά στοιχεία και ηχηρές καταγγελίες, η συγγραφέας επιλέγει μια ήρεμη γραφή, έναν λιτό ρεαλιστικό λόγο για ένα θέμα που εξελίσσεται στον παρόντα χρόνο κι εδώ βρίσκεται το στοίχημα στο οποίο βγαίνει νικήτρια. Επιφυλάσσει ένα θετικό τέλος, όταν σε αρκετούς πρόσφυγες, μετέωρους από την εφαρμογή της Συμφωνίας του Δουβλίνου, προσφέρεται στέγη από Ανατολικούς Βερολινέζους, φίλους του Ρίτσαρντ, οι οποίοι ανοίγουν τις πόρτες και τις καρδιές τους. Μια γενναιοδωρία σε προσωπικό επίπεδο που αντιβαίνει τις ψυχρές αποφάσεις των επίσημων αρχών, μετατρέποντας το ανάγνωσμα από γροθιά στο στομάχι σε μια ζεστή ανακούφιση. Ίσως μέχρι εδώ είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας: η ευαισθητοποίηση.
info: «Περαστικοί» Τζέννυ Έρπενμπεκ, εκδόσεις «Καστανιώτης», μτφρ. Αλέξανδρου Κυπριώτη, 393