της Ειρήνης Δαφέρμου
Στη γκρεμισμένη τους φωλιά απάνω κελαηδούνε/ γι αυτό ζηλεύω των πουλιών κι όχι γιατί πετούνε
Η Μάγια Αγγέλου, η μαύρη Αμερικανίδα ποιήτρια που κακοποιήθηκε σεξουαλικά ως παιδί και μίλησε για πρώτη φορά στα 7 της χρόνια είπε κάποτε πως «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη οδύνη από το να κουβαλάς μέσα σου μια ανείπωτη ιστορία», ή όπως θα εξομολογηθεί μια άλλη μαύρη ποιήτρια της Αμερικής, και λεσβία, η Audre Lorde, «οι σιωπές μου δεν με είχαν προστατέψει». Γιατί, συνεχίζει η Lorde, «ποτέ δεν ήμασταν προορισμένες να επιβιώσουμε. Όχι ως ανθρώπινα όντα. Κι αυτή η ορατότητα που μας καθιστά άκρως ευάλωτες, είναι επίσης και η πηγή της πιο μεγάλης δύναμής μας. Γιατί η μηχανή θα προσπαθήσει να μας κονιορτοποιήσει έτσι κι αλλιώς, είτε μιλήσουμε είτε όχι. Μπορούμε να κάτσουμε στη γωνιά μας, αιώνια σιωπηλές, την ώρα που οι αδερφές μας και εμείς πάμε στράφι, την ώρα που μεταλλάσσουν και σκοτώνουν τα παιδιά μας, την ώρα που δηλητηριάζουν τη γη μας. Μπορούμε να κάτσουμε στην ασφαλή γωνίτσα μας και να πιούμε το αμίλητο νερό, αλλά πάλι φοβισμένες θα είμαστε[1]».
Η δουλειά της Τασούλας Βερβενιώτη, σε κάθε της βιβλίο, σε κάθε της καινούριο έργο, από τις γυναίκες της αντίστασης, τις ομάδες προφορικής ιστορίας, μέχρι τους άμαχους του ελληνικού εμφυλίου, η απάντηση της Τασούλας Βερβενιώτη, στο «ποτέ δεν ήμασταν προορισμένες να επιβιώσουμε» της Lorde, είναι πάντα μια κατάφαση, είναι ένα ναι κι ένα ναι κι ένα ναι, ένα επίμονο και ακαταπόνητο ναι, που διαβάζει ανάποδα τα αρχεία της κυριαρχίας και σπάει τις στάμνες του αμίλητου νερού. Η δουλειά της Τασούλας Βερβενιώτη και σε αυτό το βιβλίο, σε αυτό το εξαιρετικό έργο που αποκαλύπτει τη συστηματική της ενασχόληση στην περισυλλογή των ερειπίων μπροστά στα διάπλατα μάτια του Άγγελου της Ιστορίας, είναι να αναμετρηθεί με την οδύνη των ανείπωτων ιστοριών και να τις προσφέρει με την απλότητα και την αμεσότητα των ανθρώπων που τις είπαν.
Γιατί η μεγαλύτερη αρετή αυτού του βιβλίου, και κάθε άλλου έργου της, είναι οι σχέσεις που συνάπτει η Τασούλα με τους ανθρώπους με τους οποίους συνομιλεί. Στον φεμινισμό λέμε συχνά πως η ντροπή -άρα και ο φόβος- πεθαίνουν όταν οι ιστορίες λέγονται μέσα σε ασφαλείς χώρους. Η Τασούλα ξέρει να φτιάχνει αυτό τον ασφαλή χώρο, για να πεθάνει η ντροπή κι ο φόβος. Και είναι αυτός ο δεσμός που φτιάχνει με τις συνομιλήτριες της που την καθιστά την ίδια συναρπαστική αφηγήτρια και τα βιβλία της λαϊκό ανάγνωσμα -μα τι τέχνη! Η τέχνη της προφορικής ιστορίας στα χέρια μιας παθιασμένης εργάτριας της.
Θα μου πεις, τόση ώρα μου μιλάς για συναισθήματα κι εδώ ήρθαμε να ακούσουμε για ένα βιβλίο ιστορίας.
Η ανθρωπολόγος Αν Λόρα Στόλερ μελετώντας τα ολλανδικά αρχεία της αποικιακής Ινδονησίας του 19ου αιώνα θα πει «Οι αποικιακές αρχές γνώριζαν αυτό που εμείς μόλις ξεκινήσαμε να αντιλαμβανόμαστε, ότι δηλαδή η βιωσιμότητα των αποικιακών καθεστώτων εξαρτιόταν από μέτριους διοικητές που προέβλεπαν και καθόριζαν ποια συναισθήματα και σε τίνος τα χέρια θα ήταν μεταδοτικά -και ποια όχι»[2]. Ίσως η Στόλερ και οι δυτικές ερευνήτριες να άρχισαν να το μελετούν σχετικά πρόσφατα, αλλά οι ερευνήτριες που έζησαν πρώτο χέρι τη βία της αποικιοκρατίας το είχαν υποψιαστεί νωρίτερα, ανάμεσα σε αυτές και η Τασούλα, που αναφέρει πολλές φορές μέσα στο βιβλίο τη λέξη κρυπτο-αποικία για το ελληνικό κράτος, και με αριστοτεχνικό τρόπο παρουσιάζει τους διοικητές και των δύο πλευρών στο ανάστημα που τους αντιστοιχεί. Η μάχη για την επικράτηση της εθνικοφροσύνης ή του κομμουνισμού ήταν μία μάχη ρύθμισης και παραγωγής συναισθημάτων, πάει να πει ρύθμισης και παραγωγής υποκειμένων. Και από τις δύο πλευρές. Δεν είναι μόνο το κράτος της εθνικοφροσύνης που επανεπινοεί τον ρόλο της μάνας του έθνους, για παράδειγμα, είναι και το ΚΚΕ που επιδιώκει να μετασχηματίσει «συνειδητές κομμουνίστριες» από τις επιστρατευμένες γυναίκες. Και το βιβλίο που μας παραδίδει η Τασούλα είναι ένα αντι-αρχείο συν-αισθημάτων μέσα στο οποίο μπλέκονται κρατικά έγγραφα, βασιλικές επιτροπές, επιστολές, περιοδικά, εφημερίδες, αφηγήσεις, απομνημονεύματα, φωτογραφίες, προφορικές μαρτυρίες, και το δικό της βλέμμα, σαν τη συγκολλητική ύλη του συν-αισθήματος, που θα έλεγε και η Σάρα Άχμεντ, για το πως τελικά παράχθηκαν τα υποκείμενα μέσα από την εμπλοκή τους με την ιστορία. Το δικό της βλέμμα, που λειτουργεί σαν σημείωμα πάνω σε καρέλια κασετίνα, όπως κι εκείνο που έδωσε κάποτε ο Στρατηγός στον Θωμά για να καταταγεί στην Αστυνομία. Σύντομο και αποτελεσματικό.
Γιατί όμως είναι τόσο σημαντικό ένα αντι-αρχείο και σε τι τελικά αντιτίθεται;
Ακολουθώντας τη σκέψη του Foucault , η οποία μας καλεί να θέσουμε υπό συζήτηση τις τελεολογικές ιστορικές συνθέσεις και να δεχτούμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα πλήθος διάσπαρτων συμβάντων[3], κι η προφορική ιστορία, δηλαδή η ίδια η ανθρώπινη ζωή, είναι ένα εκπληκτικό τέτοιο εργαλείο, αλλά και του Ντεριντά[4] για το αδύνατο του αρχείου, αφού πάντα θα ορίζεται από αυτό που αποκλείει, από αυτό που δεν χώρεσε, η Ann Cvetkovich[5] θα κατασκευάσει τον ενδιάμεσο χώρο εντός του οποίου θα εναποθέσει τη δυνατότητα του αντι-αρχείου. Ανάμεσα στη γνώση πως είναι αδύνατο να αναπαρασταθεί και στην ελπίδα ότι δεν έχει ακόμη αναπαρασταθεί. Ο ενδιάμεσος αυτός χώρος κατασκευάζεται από την Cvetkovich με τη συνδρομή των μετα-αποικιακών σπουδών, όπως τα γραπτά της Gayatri Chakravorty Spivak, για τη θέση και τις αντιστάσεις του υποτελούς υποκειμένου, και των αφροαμερικανικών σπουδών για την έρευνα μέσα και πέρα από το απόν αρχείο της δουλείας, όπως αυτή της Saidyia Hartman. Μα και η Τασούλα μας το ξεκαθαρίζει «οι προφορικές μαρτυρίες είναι τόσο αντικειμενικές, όσο και τα άλλα είδη πηγών» ή παρακάτω μας επισημαίνει πως «στην περίπτωση των γραπτών πηγών υπάρχει ο κίνδυνος ο ιστορικός να υπηρετήσει τον μύθο ότι είναι «ουδέτερος», ότι ανακαλύπτει και αποκαλύπτει την αλήθεια, ενώ στην πραγματικότητα την κατασκευάζει» (σελ. 45), αναπτύσσει δηλαδή το ήδη κατασκευασμένο από την κυριαρχία αρχείο, θα προσθέσω. Το αντί-αρχείο, επομένως και η έρευνα της Τασούλας, δεν περιορίζεται στη διεύρυνση της αναπαράστασης των αποκλεισμένων σωμάτων και αποσιωπημένων γεγονότων προηγούμενων εποχών, αλλά στοχεύει, όπως μας αναφέρει και η ίδια στη μελέτη της μνήμης που «θα δώσει τη δυνατότητα να απελευθερώσουμε την ιστορική μας φαντασία». Οι Cifor και Wood[6], συναδέλφισσες αρχειονόμες και φεμινίστριες κι εκείνες, υποστηρίζουν, κι εγώ συμφωνώ, πως τα αντι-αρχεία (έχουν τη δυνατότητα) να δουλεύουν «για τη διάλυση της ετεροκανονικής, καπιταλιστικής και ρατσιστικής πατριαρχίας σε πολλά μέτωπα και από πολλούς δρόμους». Η προσπάθεια για να πεις μια ιστορία που δεν θα απαντάει στην εξουσία, η προσπάθεια δηλαδή να κατασκευάσεις ένα αρχείο χωρίς αρχή, το εξεταστικό και αναστοχαστικό βλέμμα, όχι μόνο για τη θέση που δεν βρήκαν τα αποκείμενα της κυριαρχίας μέσα στα τυπικά αρχεία, αλλά κυρίως για την αμφισβήτηση των υποκειμενοποιήσεων και των παραδομένων ταξινομήσεων -σαν κι εκείνη τη βραδιά στη Νιάλα τον Απρίλη του 1947, Μεγάλο Σάββατο, όπως μας τη διηγείται η Τασούλα, που εξαιτίας μιας μεγάλης χιονοθύελλας κοιμήθηκαν αντάρτες και στρατιώτες στις ίδιες τις σκηνές, ή σαν τις αμέτρητες φορές που τα δίκτυα συγγένειας και οι πολιτισμικές πρακτικές ενός οριακά προ-νεωτερικού κόσμου θα απέτρεπαν συλλήψεις, εκτελέσεις, πυρπολήσεις, κι από τις δυο πλευρές, «εμείς στο χωριό μας δε χαλαστήκαμε» θα πουν περήφανα οι Καταφυγιώτες.
Αυτό το γκρέμισμα των ταξινομήσεων, και το ανάμεσα που δημιουργεί, μια τέχνη που η προφορική ιστορία και η Τασούλα Βερβενιώτη την ξέρουν καλά, είναι μια πρακτική που ανοίγει το ενδεχόμενο για μια Αρχειακή Αναταραχή -ω τι θαυμάσια κατάσταση!
Η Πατρίς, η Θρησκεία και η Οικογένεια – από τα δεξιά κι από τ’ αριστερά.
Διαβάζοντας έμφυλα το βιβλίο της Τασούλας, αν και δεν μπορώ να φανταστώ άλλη ανάγνωση έτσι κι αλλιώς, συνειδητοποιούμε πως το πεδίο της ιδεολογικής αντιπαράθεσης μεταξύ εθνικοφρόνων και κομμουνιστ(ρι)ών στο σύνθημα που καθόρισε την ελληνική δεξιά «πατρίς θρησκεία οικογένεια», είναι μάλλον περιορισμένο. Ενώ καταγράφεται και εδώ, όπως και σε πολλά άλλα έργα, η χειραφέτηση που έφερε το αντάρτικο και ο εμφύλιος στις ζωές των γυναικών -ο πόλεμος, θα πω εγώ, γιατί όπως και σε κάθε άλλη περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας ο ρόλος στην παραγωγή καθόριζε σε μεγάλο βαθμό και την κοινωνική θέση της γυναίκας και στον πόλεμο είχαν ανάγκη από χέρια, καταγράφεται επίσης ξεκάθαρα, και μάλιστα μέσα από το στόμα των ίδιων των μαχητριών, και ο ρόλος του Κόμματος ως Πατέρα που θα διαφυλάξει την τιμή της κόρης. «Οι δεσμοί ήταν απαγορευμένοι με έναν τρόπο: η οργάνωση έπρεπε να τα ξέρει όλα. Αν υπήρχε δεσμός, έπρεπε να μπει κάτω από τη γνώση και τον έλεγχο της οργάνωσης και, εάν και εφόσον οι δουλειές και η βίδα του καθοδηγητή το επέτρεπαν, συνεχιζόταν, αλλιώς απαγορευόταν» (σελ. 126). Το κόμμα, μας λέει η Τασούλα, φοβόταν την αντίδραση, τις κατηγορίες των εθνικοφρόνων, αλλά ίσως και τα μέλη του δεν ήταν πεπεισμένα ότι οι ερωτικές σχέσεις πρέπει να είναι ελεύθερες (σελ. 127).
Ο ρόλος στην παραγωγή άλλωστε των αγροτισσών είναι εκείνος που τις καθιστά έτοιμες αντάρτισσες αλλά και τον πληθυσμό που θα συμβάλλει καθοριστικά στην επιμελητεία του λαϊκού στρατού. Δεν υπήρχε η διάκριση ιδιωτικού δημοσίου με την ίδια καθετότητα όπως στις πόλεις. Οι γυναίκες αυτές ήταν ήδη στα βουνά, φρόντιζαν ζώα, χωράφια, παιδιά, γέρους, κουβαλούσαν, κυκλοφορούσαν, γιατροπόρευαν χωριά ολόκληρα. Αλλά και πάλι, όπως λέει η Βασίλω, που ήταν άξια Επονίτισσα από το Καταφύγι, με τον ερχομό των ανταρτών άλλαξε η ζωή των κοριτσιών. «Ε, τότε ξεβγήκαν τα κορίτσια! Ε, τότε εβγήκαμαν!» «Πήγαιναμ’, έβγαζαν λόγο, χόρευαμ’, ήταν οι οργανώσεις εκεί». Πέρα όμως από το πλησίασμα των δύο φύλων σε κοινωνικές εκδηλώσεις και τον πολιτισμό, όπως το θέατρο, που καταγράφονται στην ελληνική επαρχία και ειδικά στις ορεινές της περιοχές πρώτη φορά με την έλευση των ανταρτών και των ανταρτισσών και βέβαια του ΕΑΜ, επισπεύδοντας μία επαφή με τις πόλεις μάλλον, παρά ένα τόσο ρηξιακό και επαναστατικό πρόταγμα, εκείνο που κατά τη γνώμη μου αλλάζει δραματικά τη θέση των γυναικών μέσα στις γραμμές του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ είναι το όπλο. Η Λυσίκα, ανθυπολοχαγός στην 9η μεραρχία εξηγεί: «μετά από λίγο καιρό το όπλο ήταν για μένα σα να είχα χίλιους άντρες» (σελ. 206), ή εκείνη η αντάρτισσα του PKK που κάποτε είπε, 18 χρονών βγήκα στο βουνό, όλα μου τα είχαν πει από το κόμμα, μόνο την δύναμη που σου δίνει το όπλο δεν μου είχαν πει. Δεν θα γυρνούσε ποτέ πια πίσω στην παλιά της ζωή.
Θέλω να πω πως ο πόλεμος ώθησε τις γυναίκες και των δύο αντίπαλων στρατοπέδων σε μεγαλύτερη συμμετοχή στον δημόσιο βίο, με τις δεξιές να βρίσκουν πόρτα προς την πολιτική μέσω της φιλανθρωπίας και του Εράνου της Βασίλισσας, όπως άλλωστε και η ίδια η Βασίλισσα, αλλά τελικά και οι δύο πλευρές το επέτρεψαν μέσα από το πρίσμα ενός πατριαρχικού πλαισίου, ήταν γυναίκες, μανάδες και φροντίστριες. Η συμμετοχή τους στον όποιο αγώνα, γινόταν κάτω από αυτή την ταυτότητα. Της έμφυλα φυσικοποιημένης φροντίδας και της ευθύνης της αναπαραγωγής. Ακόμη και σήμερα, ακόμη και στην αριστερά, η γυναίκα σύμβολο ενός αντιφασιστικού αγώνα, αναδεικνύεται στη δημόσια σφαίρα μέσα από τη λέξη μάνα. Πόσες φορές ακούσαμε τη φράση για την Μάγδα Φύσσα, η μάνα όλων μας;
Εκεί, όμως, που χτύπησε η καρδιά ενός άλλου κόσμου, ήταν σε αυτά τα κορίτσια που ήταν ακόμη απάντρευτα, στα επιθυμητικά υποκείμενα της Σάρα Αχμεντ, willful subjects τα ονομάζει, που δεν ξέρουν γιατί αλλά ξέρουν πώς να σπάσουν τα δεσμά τους, κι έτσι μας λέει η μαχήτρια και κομμουνίστρια Αλλέγρα πως οι μανάδες τα έκρυβαν να μην τα επιστρατεύσει ο ΔΣΕ κι εκείνα φώναζαν «εδώ είμαστε!». «Ξεφεύγαν από την επιτήρηση των γονιών, το να βγουν έξω ουσιαστικά ήταν απελευθέρωση δική τους. Ζούσαν με ίσους όρους με τους άντρες» (σελ. 358). Ο καινούριος κόσμος ήταν η ένοπλη διαφυγή τους από τη σκλαβιά του κύκλου της εμμένειας, ήταν η απόδραση τους από όλα όσα τους επιφύλασσε το φύλο τους, ακόμη κι αν στο ΔΣΕ τις ήθελαν γιατί ήταν παλικάρια από τις αγροτικές δουλειές και μαθημένες στην υπακοή στο αντρικό κατεστημένο (σελ. 357). Ούτε, όμως, ο Αποστολόπουλος, Διοικητής των έμπεδων του ΔΣΕ στη Ρούμελη, που τα έγραφε αυτά δεν μπορούσε να υπολογίσει τη δύναμη που έδινε σε εκείνα τα κορίτσια το όπλο.
“Το βιβλίο της Τασούλας μιλάει για το σήμερα”,
έγραψε μια γυναίκα προχτές στο facebook «Μια Παλαιστίνια, τραυματισμένη, όχι πολύ βαριά. Έχασε τον άντρα της. Μια κουβέντα είπε θρηνώντας: «Τι ξέρω εγώ από τον κόσμο έξω από τον άντρα μου;», και συνέχισε λέγοντας πόσο τη συμπονά, κι εκείνη και τις «εντειχισμένες γυναίκες», και πως παρόλο που και στο δυτικό κόσμο είμαστε καταπιεσμένες, τουλάχιστον όταν πεθαίνει ο άντρας μας χηρεύουμε, δεν μένουμε ορφανές. Η διατύπωση αυτή παραγνωρίζει και αποσιωπά την ελληνική ιστορία αλλά και την έμφυλη ιστορία της αποικιοκρατίας και των γυναικείων αγώνων στις περιοχές αυτές, ειπωμένη με χίλια στόματα από τις αντι-αποικιακές φεμινίστριες και τον μαύρο φεμινισμό.
Ειπωμένη στο βιβλίο της Τασούλας απ’τη Μαριγούλα, την περήφανη ανιψιά του καπετάν Αγραφιώτη, για την ορφανεμένη χήρα της Καστανιάς. «Την κρέμασαν και την καπίνησαν», είπε η Μαριγούλα. Της έβαλαν φωτιά. […] Στην Καστανιά η γυναίκα «είχε παιδί αντάρτη και κορίτσι. Το κορίτσι είχε πεθάνει απ’ τον πάγο το 1947». Λέγοντας «πάγο», εννοεί το πέρασμα της Νιάλας. Οι βασανιστές της ήξεραν ότι το κορίτσι της είχε πεθάνει και ότι το «παιδί» της ήταν στο βουνό. Η γυναίκα αυτή ήταν χήρα. Δεν είχε άντρα και γι’ αυτό υπέστη πιο πολλά δεινά από τις γυναίκες που άνηκαν σε κάποια οικογένεια και οι άντρες τους μπορούσαν, έστω δυνητικά, να τις προστατεύσουν». Οι βασανιστές της ήταν οι εθνικόφρονες, οι υπερασπιστές του «ανήκομεν εις την Δύσιν». Ίσως κι η γυναίκα της Παλαιστίνης να σκέφτεται πως τώρα είναι διπλά ευάλωτη στα όπλα της ισραηλινής κατοχής και της πατριαρχίας, πιο ευάλωτη στη διπλή της καταπίεση.
Στο βιβλίο της Παλαιστίνιας ποιήτριας Ράνα Σουμπάιρ «Στη Γάζα τολμώ να ονειρεύομαι»[7] διαβάζουμε «Σουμούντ στα αραβικά σημαίνει κυριολεκτικά σταθερότητα ή σταθερή επιμονή. Ως πολιτική στρατηγική πρωτοεμφανίστηκε στην Παλαιστίνη μέσα από την εμπειρία της καταπίεσης και της αντίστασης, στον απόηχο του πολέμου των έξι ημερών το 1967. Μέχρι τα μέσα του 1970 το σουμούντ σηματοδοτούσε μία στρατηγική συνδεδεμένη άμεσα με τη γη και την αγροτική ζωή, της οποίας μια διαφορά με τον ένοπλο αγώνα ήταν πως αφορούσε όλους τους ανθρώπους και όχι μόνο τον τυπικό άντρα της αντίστασης. […] Κατά τη διάρκεια της πρώτης ιντιφάντα το σουμούντ επαναηματοδοτήθηκε ως μια πιο ενεργή μορφή καθημερινής αντίστασης. Με αυτό τον τρόπο στο πεδίο της καθημερινής ζωής ξεκίνησε το μποϊκοτάζ των ισραηλινών προϊόντων, η μη πληρωμή φόρων, η άρνηση πώλησης γης, όπως και η παύση τελετουργιών και γιορτών. Η σταθερή και συνεχής αντίσταση απαιτούσε πολλές φορές η καθημερινή ζωή να μπει σε αναστολή και να θυσιαστεί για τον εθνικό σκοπό της απελευθέρωσης. Είχε επίσης μία έμφυλη διάσταση, καθώς τα δίκτυα αυτά που καλούνταν να τεθούν σε αναστολή ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία τα ανεπίσημα κοινωνικά δίκτυα των γυναικών. Η έννοια του σουμούντ βοηθάει στην καλύτερη κατανόηση των τρόπων με τους οποίους οι γυναίκες κάνουν πολιτική στην καθημερινή τους ζωή. Είναι στρατηγικά συνδεδεμένη με τον καθημερινό αγώνα ων γυναικών να διατηρούν τις σχέσεις, την αφοσίωση στον αγώνα, την οικογένεια και την κοινοτική ζωή. Αφορά στα ειδικά βάσανα και την πολλαπλή τους αντίσταση απέναντι στις κοινωνικές και πολιτικές πιέσεις, την καθημερινή δουλειά να λειάνουν τις υλικές καταστροφές από την Κατοχή, αλλά επίσης να αντιμετωπίσουν και να αντιδράσουν στον εξευτελισμό, την απόγνωση και την κατάθλιψη και να διατηρούν ζωή μέσα στην καταστροφή».
Αν ποτέ μεταφραστεί το βιβλίο της Τασούλας στα αραβικά, τότε ίσως Σομούντ να είναι ο τίτλος του. Γιατί η παράγραφος αυτή από το βιβλίο της Σουμπάιρ περιγράφει τη στάση και τη ζωή των «αμάχων» γυναικών -στον ολοκληρωτικό πόλεμο δεν υπάρχουν άμαχοι, στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές, έτσι όπως τις μοιράστηκαν με τη συγγραφέα.
Εκεί, όμως, που πραγματικά αισθάνθηκα πως διαβάζω τις σελίδες του σήμερα για την Ελλάδα, ήταν στο κεφάλαιο Μετακινήσεις Πληθυσμών, στο οποίο περιγράφονται οι αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών, στα Κέντρα Ασφάλειας στις πόλεις, αυτές που διενεργεί ο ελληνικός στρατός μαζικά το 1948 προκειμένου να στερέψει το νερό μέσα στο οποίο κολυμπάει σαν ψάρι ο αντάρτης, τους πληθυσμούς στα ορεινά χωριά που στήριζαν την επιμελητεία και το συνολικό δίκτυο υποστήριξης και στρατολόγησης του ΔΣΕ -είτε εθελοντικά είτε όχι και τόσο.
Διαβάζουμε «Σύμφωνα με το Δημοκρατικό Στρατό, τον Ιούνιο του 1948, βρίσκονταν στα Γιάννινα 20 χιλιάδες «ξεσπιτωμένοι» (έτσι ονομάζει ο ΔΣΕ τους πρόσφυγες) στοιβαγμένοι σε χάνια, σε χαμόσπιτα ή σε σκηνές που είχα στήσει στα εβραϊκά μνήματα. Από τον συνωστισμό πέθαναν τρεις γυναίκες και πέντε παιδιά από τύφο». Cut. Φακός στο camp Μαλακάσας, σημερινή ανακοίνωση/αναφορά της συλλογικότητας Solidarity with Migrants: «H κατάσταση της υγείας των ανθρώπων είναι πολύ κακή. Δερματικά και άλλα προβλήματα υγείας δεν αντιμετωπίζονται, αφού η θανατοπολιτική του ελληνικού κράτους έχει επιβάλλει να υπάρχει ένας γιατρός για χιλιάδες κόσμο, και μάλιστα συγκεκριμένες ώρες και μέρες μόνο, να μη δίνονται τα απαιτούμενα φάρμακα». Cut. Πίσω στην αναφορά του ΔΣΕ για τα Γιάννινα: «Οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν, ενώ κάποιες προσφυγοπούλες «έχασαν την τιμή τους» για ένα πιάτο φαγητό. Τις «διέφθειραν» οι χωροφύλακες και οι Χίτες, οι οποίοι καθημερινά διενεργούσαν μπλόκα και συλλήψεις» (σελ. 419).
Αντίστοιχες είναι όμως, αν και όχι τόσο γλαφυρές, οι περιγραφές των κρατικών αξιωματούχων και των Κυριών του Εράνου της Βασίλισσας για τους πρόσφυγες στα Γιάννενα -αν και υπήρχαν και οι περιπτώσεις που απαντούσαν «You have not been to Samos» (sic)[8]. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις δικές τους αναφορές, οι πρόσφυγες δεν είχαν κλινοσκεπάσματα, παρόλο που ήταν χειμώνας, και έμεναν σε σκηνές οι οποίες κατέρρεαν από τις βροχές ενώ απειλούνταν με θάνατο λόγω ψύχους. Το κράτος τους παρήχε μόλις 80 δράμια ψωμί και 100 δραχμές ημερησίως. Cut. Μαλακάσα πάλι: «Πολλοί άνθρωποι στα στρατόπεδα Μαλακάσα 1 και 2 δεν παίρνουν φαγητό, τα παιδιά τους επίσης συχνά δεν μετράνε ως έξτρα γεύμα. Ίδια η κατάσταση και σε άλλα καμπς. Ακόμα και το φαγητό που παίρνουν, συχνά δεν τρώγεται». Στην ίδια ανακοίνωση διαβάζουμε: «Oι μετανάστες/στριες αναγκάζονται να δουλέψουν με τους χειρότερους όρους για τους Έλληνες εργοδότες στη γύρω περιοχή: τοπικές βιοτεχνίες και βιομηχανίες στη ζώνη των Οινόφυτων, χωράφια στα γύρω χωριά […]. Φυσικά, αρκετός κόσμος πηγαίνει για εποχιακή αγροτική εργασία στα χωράφια της Θήβας. Εκεί δουλεύουν μετανάστες/στριες και Ρομά μαζί. Δεν είναι τυχαίο ότι τα καμπς που έχουν διατηρηθεί γύρω από την Αθήνα, βρίσκονται σε περιοχές-κλειδιά και για την εκμετάλλευση παρανομοποιημένης εργασίας». Ή όπως γράφει η Τασούλα στο κεφάλαιο για το οποίο συζητάμε: «και πριν τον εμφύλιο οι πληθυσμοί αυτοί ζούσαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, έξω από την οικονομία της αγοράς. Η απόλυτη ανέχεια, όμως, στην οποία είχαν περιέλθει με την προσφυγοποίησή τους, δημιούργησε ένα εργατικό δυναμικό χωρίς εμπειρία και γνώση των δικαιωμάτων του, το οποίο εγγυάτο της διατήρηση των ταξικών σχέσεων, ενώ η κρατική πρόνοια εύκολα έγινε αποδεκτή ως φιλανθρωπία» (σελ. 432).
Λίγο παρακάτω αναφέρει πως σύμφωνα με τα στοιχεία από τον Έρανο της Βασίλισσας περίπου 1500 νέες γυναίκες μπήκαν στα νοσοκομεία για να γεννήσουν και τα έξοδα καλύφθηκαν από τον έρανο. Με δεδομένο ότι οι αγρότισσες γεννούσαν σπίτι με τη μαμή, η Τασούλα συνδυάζει αυτή την πληροφορία που εντοπίζει στα αρχεία του Εράνου, με το δημοσίευμα της ίδιας περιόδου στην εφημερίδα της Πανελλήνιας Δημοκρατικής Ένωσης Γυναικών Μαχήτρια, στις 10 Ιουλίου του 1949. Εκεί διαβάζουμε πως στα Γιάννινα, στα οποία οι πρόσφυγες διαβιούν κάτω από συνθήκες που σόκαραν και τις Κυρίες του Εράνου, τα «άβγαλτα κοριτσόπουλα» έπεσαν θύματα σωματεμπόρων, και 300 από αυτά «ατιμάστηκαν» και έμειναν έγκυες. Μάλιστα οι Αρχές έφτιαξαν ξεχωριστό στρατόπεδο, από όπου στρατολογούσαν γυναίκες για την πορνεία. Η διαπλοκή αυτή κρατικών υπηρεσιών, φιλανθρωπικών οργανώσεων και μαφίας, πάνω στη διασταύρωση της έμφυλης καταπίεσης και της απόλυτης φτώχειας, δεν γνωρίζει σύνορα και εποχές, και διαβάζοντας το σκεφτόμουν διαρκώς την 19χρονη από την Ηλιούπολη, τη 12χρονη από τον Κολωνό, και τα εκατοντάδες ανήλικα προσφυγόπουλα στα στρατόπεδα ανά την επικράτεια, που τα ονόματά τους δεν θα τα μάθουμε ποτέ.
Το βιβλίο της Τασούλας μιλάει για τον ελληνικό εμφύλιο μέσα από ένα αρχείο συν-αισθημάτων που συγκεντρώνει η ίδια σπυρί σπυρί στη διαδρομή της δικής της ζωής, είναι μια προσωπική και γι’ αυτό πολιτική υπόθεση, είναι οι μαρτυρίες των αμάχων, κι οι άμαχοι έχουν ισχυρό έμφυλο πρόσημο, όπως και η δουλειά της κι αυτό δεν το έκρυψε ποτέ. Το βιβλίο της Τασούλας είναι μία μαρτυρία αντοχής, ανθεκτικότητας, σθένους και αγώνα των υποκειμένων που δεν ήταν για να επιζήσουν. Το βιβλίο της Τασούλας λέει την ιστορία μας με τρόπο συγκαιρινό και γι’ αυτό καθολικό και διεθνικό, γιατί αν ο εμφύλιος είναι μια ιστορία απελευθέρωσης εκείνων που δεν λογίστηκαν ως άνθρωποι, εκείνων που δεν ήταν για να επιζήσουν, τότε ο εμφύλιος δεν τέλειωσε ποτέ.
Στη γκρεμισμένη τους φωλιά απάνω κελαηδούνε,
γι αυτό ζηλεύω των πουλιών κι όχι γιατί πετούνε.
**
[1] Audre Lorde, Sister outsider, εκδόσεις Κείμενα, Αθήνα, σ. 59.
[2] Αν Λόρα Στολερ, Συν-αισθηματικά κράτη στο Συν-αίσθημα στο πολιτικό, επιμέλεια Ειρήνη Αβραμοπούλου, εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, σελ. 282
[3] Μισέλ Φουκώ, Η Αρχαιολογία της Γνώσης, εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα, 2017, σ. 38-39.
[4] Ζακ Ντεριντά, Η έννοια του αρχείου, εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα, 1996.
[5] Ann Cvetkovich, The queer art of the couterarchive, Chao Center for Asian Studies, Rice University, 2012, https://www.youtube.com/watch?v=pefn1BI9bOE
[6] Cifor & Wood, Critical Feminism in the Archives. Journal of Critical Library and Information Studies, 1(2). 2017. https://doi.org/10.24242/jclis.v1i2.27
[7] Antifa sisterhood, 2021.
[8] «Οι μαρτυρίες των κατοίκων από το Καταφύγι, που έζησαν στον καταυλισμό των προσφύγων στην Καρδίτσα, καθόλου δεν συμπίπτουν με την έκθεση του Νομάρχη. Και η Κυρία του Εράνου Έλλη Ζαλοκώσα, που επισκέφτηκε την Καρδίτσα τον Ιούλιο του 1949, περιέγραψε με πολύ μελανά χρώματα της συνθήκες ζωής των «προσφύγων», «τους οποίους μετέφερε ο Στρατός, και οι οποίοι είναι οικογένειαι ανταρτών» (χρησιμοποιεί τη λέξη αντάρτες και όχι συμμορίτες και τη λέξη πρόσφυγες και όχι ανταρτόπληκτοι ή συμμοριτόπληκτοι). Η Κυρία σημειώνει επίσης ότι κάποιοι ζούσαν ακόμη σε σκηνές και ότι σε μια σκηνή έμειναν μέχρι και δέκα οικογένειες, που δεν είχαν ούτε ρούχα, ούτε τρόφιμα. Σε αντίθεση με τα παραπάνω, ο Νομάρχης πιστεύει ότι η στέγαση των προσφύγων, συνολικά, ήταν «αρκετά άνετος» (σελ.429).
Τασούλα Βερβενιώτη «Οι άμαχοι του ελληνικού εμφυλίου: η δυναμική της μνήμης», Κουκκίδα