της Νεφέλης Πατρικίου-Πατεράκη
«Oh! Syria…»
Δεν ήταν σίγουρη αν ήταν όνειρο αυτό που την έφερε στην πραγματικότητα, αυτό που την έκανε να πεταχτεί απ’ το κρεβάτι της και να βρεθεί στη γωνία του μπαλκονιού, απ’ όπου αθέατη, μπορούσε να ψαχουλεύει με τ’ άρρωστα μάτια της τον θαμποσκότεινο δρόμο.
Αφέγγαρη νύχτα. Σκοτεινός ουρανός. Κρυμμένα τ’ αστέρια σαν φοβισμένα πουλιά.
Στο αδύναμο φως του ηλεκτρικού λαμπτήρα, μόλις που τον διέκρινε. Βάδιζε τόσο αργά, σάμπως να μετρούσε τον χρόνο που χρειαζόταν το ένα απ’ το άλλο του βήμα. Αθόρυβος βηματισμός. Ίδια ανάσα ανθρώπου, που προτού ξεψυχήσει προσπαθεί να συγκρατηθεί στη ζωή και να ολοκληρώσει την πορεία μιας μοίρας σκληρής που σημάδεψε το τέρμα.
Ωστόσο, όλο και ξεμάκραινε.
Από τη σκοτεινή γωνία του μπαλκονιού της έχανε αργά-αργά τη σκιά του. Το φως τoυ δρόμου όλο και λιγόστευε, λες και σκοπός του ήταν να τον καταπιεί το σκοτάδι. Και τότε έφτασε στ’ αυτιά της ο βραχνός αναστεναγμός του, όμοιος με πικρό κλάμα.
«Oh Syria, πατρίδα μου…»
Βήματα, σκιά, λυγμό, νοσταλγία του άστεγου άπατρι, τα κατάπιε η νύχτα.
Κι αυτή δεν είχε τη δύναμη να σκεφτεί, να κλάψει, όταν ένιωσε να πέφτουν πάνω της οι πρώτες χοντρές σταγόνες της βροχής. Τη φιγούρα φάντασμα την είχε καταπιεί το σκοτάδι. Μόνο που … έτσι της φάνηκε… μια διφορούμενη ηχώ φώλιασε βαθειά στο στήθος της.
«Oh Syri…a… Oh…»
Αύγουστος 2018
Εκ βαθέων
Κι όλα διαδραματίστηκαν με ταχύτητα αστραπής. Σε μια και μόνη στιγμή. Σε μια στιγμή άφατης λαμπρότητας του ήλιου και κρυστάλλινης διαφάνειας του ουρανού, που αδιάφορος κι ασυγκίνητος καθρέφτιζε τα επί γης τεκταινόμενα.
Στιγμή, στιγμούλα θα την έλεγε κανείς κυριολεκτώντας. Τόση δα! Όσο ακριβώς κρατάει ένα ανοιγοκλείσιμο των ματιών, ένα βλεφάρισμα, κατά την πλούσια και ποιητική διάλεκτο του μυθικού τόπου που σε γέννησε.
Μια πυγμαία διάσταση, αφάνταστα παράτολμη που δεν δείλιασε να αναμετρηθεί με τον γίγαντα χρόνο και να τον νικήσει, ν’ αποσπαστεί από τον ασφυκτικό κλοιό του, να δραπετεύσει και, ελεύθερη πλέον, αυτόνομη, προπαντός όμως ανέγγιχτη από τη φθορά του να αιωρείται εσαεί άχρονη, αγέραστη.
Στιγμή, που, παρά τη χρονική της ασημαντότητα, υπήρξε θηριώδες εφιαλτικό ορόσημο, βαθιά ανεπούλωτη πληγή, αιμάτινη διαχωριστική γραμμή μεταξύ ζωής και ανυπαρξίας, ερεβώδης αγκαλιά για ν’ απαγκιάσει ο απρόσμενος επισκέπτης που έφτασε με τους αφρούς των κυμάτων –κεραυνός εν αιθρία-, ο Θάνατος. Ένας θάνατος περήφανος, στητός, με το κεφάλι ψηλά, κυριολεκτικά «ειρηνικός και ανεπαίσχυντος» που πάγωσε τους κρουνούς των δακρύων.
Καλοκαιρινό απομεσήμερο ήταν και το τοπίο –ο σταθμός του δικού σου μισεμού- φρυγανισμένο από τις καυτές ριπές του ανέμου που εξακόντιζαν οι γειτονικές αφρικανικές ακτές. Και οι πλαγιές των γύρω λόφων, ζυμωμένες μ’ αίμα κι άνυδρο χώμα, πνιγμένες στους αγκαθωτούς βάτους και στο μαβί ολάνθιστο θυμάρι, να κατηφορίζουν προς τις ολοχρονίς αφρισμένες ακρογιαλιές, σ’ ένα αιώνιο, ατέρμονο πάντρεμα γης και πελάγους.
Πίνακας κάλλους θεϊκής γενναιοδωρίας και απλοχεριάς.
Η δική σου αγαπημένη γωνιά καθώς δική σου την ένιωθες και δική σου την αποκαλούσες. Μυστηριακή, δυσερμήνευτη έλξη, όμοια με μαυλιστικό τραγούδι Σειρήνας, όμοια με πάθος ερωτικό, σε τραβούσε κοντά της. Αποξεχνιόσουν αγναντεύοντας την απεραντοσύνη της θάλασσας, αφουγκραζόσουν με ευλάβεια προσκυνητή τον ασίγαστο παφλασμό των κυμάτων, ονειρευόσουν, όπως σε ανύποπτο χρόνο εκμυστηρεύτηκες, ελεύθερος, απαλλαγμένος από κάθε κοινωνική πίεση και συμβατική αναστολή, ακόμη και τ’ ανέφικτα, προσμένοντας ασύνειδα το πεπρωμένο σου, το πεπρωμένο που με ζηλευτή συνέπεια βρέθηκε παρόν στο ραντεβού σας, που «τις οίδε ποιος προκαθόρισε;»
Ό,τι όμως παραμένει και δυστυχώς θα παραμείνει για πάντα γρίφος, ανερμήνευτο, αναπάντητο ερωτηματικό, είναι εκείνο το αινιγματικό, το κυριολεκτικά υπερβατικό μειδίαμα που φώτισε ξαφνικά το πρόσωπό σου με μια πρωτόγνωρη λάμψη και μια καθαρότητα υπέρτατης ψυχικής ευφροσύνης. Αναμφίβολα θα ήταν η στιγμή που οι δείκτες του βιολογικού σου ρολογιού πλησίαζαν στην ώρα μηδέν, κι εσύ, έμπλεος ευδαιμονίας ενώ ετοιμαζόσουν να κάνεις τον μοιραίο διασκελισμό για να περάσεις στην άλλη όχθη, βρήκες τη δύναμη, τη δύναμη που σε διέκρινε σ’ ολόκληρο τον επίγειο βίο σου να μην απειθαρχήσεις στην κρίσιμη ιερότητα της ώρας και να κοιτάξεις για λίγο προς τα πίσω χαρίζοντας ένα βλέμμα, ύστατο ατίμητο δώρο σ’ ό,τι αγάπησες, σ’ ό,τι δια παντός πλέον εγκατέλειψες.
Όχι! Δεν αποδέχτηκα και δεν θα αποδεχτώ ποτέ τη φοβερή λέξη: Τετέλεσται!…
γιατί τίποτε δεν άλλαξε με το πέρασμα των καιρών: χρώματα, λόγια, γέλια, θυμοί, δάκρυα… όλα ζωντανά, όλα αναλλοίωτα. Μύθος για αφελείς ο χρόνος-γιατρός.
Άλλαξες απλώς ταυτότητα. Μεταμορφώθηκες σε στοιχείο της φύσης και με τη νέα σου ιδιότητα ζεις και υπάρχεις παντού. Στη βροχή, στον αέρα, στη σιωπή της νύχτας, στο βουητό της μέρας, στο μπουμπούκιασμα των λουλουδιών αλλά και στον μαρασμό τους, στην αύρα που κάνει τα φύλλα των δέντρων να θροΐζουν, στο άρωμα των λεμονανθών που αφθονούν στην πατρώα γη, στα ξεχασμένα προσκυνητάρια με τις ξεθωριασμένες εικόνες και τα σβηστά καντήλια που σηματοδοτούν τόπους θυσίας, στους επιτάφιους θρήνους, στα ωσαννά της ανάστασης, στους δικούς μου συνετούς λογισμούς όταν πρυτανεύει η ψυχρή λογική τού «πρέπει», τού «έτσι είναι η ζωή», τού «δύο και δύο κάνουν τέσσερα» και ποτέ λιγότερο ή περισσότερο, αλλά και στους παραλογισμούς μου, που σβήνουν μ’ ένα σφουγγάρι τον πίνακα και ακυρώνουν κάθε προσπάθειά μου συμφιλίωσης με το κενό και την ισόβια απουσία.
Έχεις φωλιάσει παντού, έφραξες κάθε χαραμάδα, κυρίευσες όλα τα κάστρα, όλα τα οχυρά, έστησες τη θύμησή σου καρτέρι σε όλα τα μετερίζια, ρίζωσες, Ιωάννη, σφήνα πικρή, νυφοστολισμένη με άσπρα και μαβιά νεκρολούλουδα.
Ιανουάριος 2011
Σημείωση : Η Νεφέλη Πατρικίου-Πατεράκη γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου του 1918 στη Θεσσαλονίκη. Φοίτησε στη Σχολή Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ και εργάστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος. Έχει δύο κόρες. Ζει πάντα στη Θεσσαλονίκη.