της Ελένης Σβορώνου.
«Ξερίζωμα. Μια χαρά δείχνει για πτώμα. Μόνο που ποτέ δεν έβαζε πράσινη σκιά ματιών, ποτέ δεν ήταν τόσο ακίνητη. Της έσπασαν τα πλευρά –δε φαίνεται τίποτα, τα καθάρισαν όλα, αλλά τα φαντάζομαι κάτω από το φόρεμά της, τα σημάδια από τα ράμματα, που δε θα επουλωθούν ποτέ. Κάποιος άγνωστος γιατρός έχωσε το χέρι του στον θώρακά της, βαθιά ως την καρδιά της. Σίγουρα επηρεάζει την άποψή σου για την αγάπη… Ήταν μάταιο, φυσικά, η καρδιά της αρνήθηκε να υπακούσει στα χέρια του. Ο μπαμπάς μου το βρήκε υπερβολικό να την ανοίξουν στα δύο ενώ δεν υπήρχε καμία ελπίδα πλέον. Πάντως, αξίζει να προσπαθήσει κανείς, σωστά;
Το χρώμα στο πρόσωπό της είναι ξεκάρφωτο, πολύ ροζ, λες και μόλις βγήκε από το μπάνιο, και η κάσα δεν είναι στο στιλ της. Ειδικά τα χερούλια. Εκείνη προτιμούσε το ασημί, όχι το χρυσαφί.».»
Δεν είναι ένας κυνικός, έξαλλος χούλιγκαν που κάνει αυτές τις σκέψεις στην κηδεία της μητέρας του. Είναι ένας εξαιρετικά ευαίσθητος και έξυπνος έφηβος 18 χρονών που χάνει τη μητέρα του από αυτοκινητιστικό ατύχημα. Από την πρώτη αυτή δυνατή σκηνή ξετυλίγεται σιγά σιγά το νήμα της οργής του. Από το πώς φέρθηκαν στην ετοιμοθάνατη μάνα του, ως το πώς ετοίμασαν το πτώμα, τι κάσα διάλεξαν, και πόσο άστοχες είναι οι «παρηγορητικές» ατάκες των συγγενών («θα είναι ασφαλής τώρα» λέει μια ανόητη θεία). Ο Γουιλ έχει ακόμη την ορμή του ζεματισμένου από το χτύπημα ανθρώπου. Μπορεί να έχει σφηνωθεί μια σφαίρα στο κορμί σου, αλλά μπορείς να τρέξεις. Ύστερα έρχεται ο πόνος.
Έτσι συμβαίνει και στον Γουιλ. Πιο πολύ και από τον πόνο, ορμητικά, πιεστικά, αδυσώπητα έρχονται τα «γιατί». Όλα τα ερωτήματα και οι αναζητήσεις που ούτως ή άλλως χαρακτηρίζουν την εφηβεία, αποκτούν άλλη υπόσταση σε μια τέτοια συνθήκη τραγωδίας, όπως εύλογα χαρακτηρίζει ο Γουιλ αυτό που συνέβη στην οικογένειά του. Η ζωή των τριών ανδρών που μένουν πίσω, πατέρας και δυο γιοι, κόβεται πια στα δυο, στο «πριν» και στο «μετά». Με τα λόγια του ήρωα:
«’Η μητέρα σου είπε ο μπαμπάς καθώς με οδηγούσε στο αυτοκίνητο. Πήγαμε στο νοσοκομείο, η σιωπή μας αψηφούσε τον θάνατό της, κι εγώ αναρωτιέμαι συνεχώς γιατί δεν μπορούσε να με είχε αφήσει λίγο παραπάνω σ’ εκείνο τον άλλο κόσμο –εκεί όπου είχα μητέρα. Όπου τα πράγματα δεν βάραιναν κι έμοιαζαν τόσο ανάλαφρα.»
Το νήμα των πιεστικών ερωτήσεων ξετυλίγεται σιγά σιγά σαν κοχλίας. Στην πυρήνα ερωτήματα για το ίδιο το τραγικό γεγονός που εξελίσσονται στα γενικότερα ερωτήματα για τη ζωή: Γιατί πέθανε η μάνα; Είναι τρομακτική η στιγμή του θανάτου; Ποιος είναι υπεύθυνος για την ιστορία της μητέρας μου; Γιατί συμβαίνει κάποιοι να μένουν ζωντανοί και άλλοι να πεθαίνουν; Είναι δυνατό να γευτούν οι άλλοι τον πόνο σου; Όταν κάτι τελειώνει, πάντα αρχίζει κάτι άλλο; Τι αξίζει η ζωή μου; Υπάρχει αυτό που λέμε πεπρωμένο; Είμαι έτοιμος για την ανοιχτή θάλασσα (της ζωής); Τι γίνεται αν δεν έχω την ικανότητα να αναγνωρίσω την αλήθεια; Τι είναι ευτυχία; Φέρνει η γνώση ευτυχία; Ή μήπως η πίστη σε μια ιδέα για την οποία αξίζει να πεθάνεις είναι ο καλύτερος δρόμος προς αυτήν;
Ερωτήματα, δηλαδή, που θέτουν και επιχειρούν να απαντήσουν οι φιλόσοφοι. Και σε αυτούς καταφεύγει ο Γουιλ. Εξαιρετική ιδέα του Γουιλ και της συγγραφέως! Μέσα από τις περιπλανήσεις στις τοπικές βιβλιοθήκες προσεγγίζουμε κάποιες απαντήσεις που έδωσαν ο Σωκράτης, Σενέκας, ο Μάρκος Αυρήλιος, ο Κίρκεγκορ, ο Νίτσε, ο Βιτγκενστάιν, οι γκουρού της ανατολικής φιλοσοφίας… Ο Γουιλ περιπλανιέται στα έργα των φιλοσόφων γιατί φλέγεται από επιθυμία για απαντήσεις, είναι ζήτημα ζωής, επιβίωσης για κείνον. Δεν υπάρχει ίχνος πρόθεσης να μας κάνει μάθημα η συγγραφέας. Πόσο πολύ όμως καταφέρνει να εγείρει το ενδιαφέρον για τη Φιλοσοφία!
Ως ενήλικας, διαβάζοντας το βιβλίο απορείς που η Φιλοσοφία δεν είναι το αγαπημένο μάθημα των εφήβων. Ίσως οι εκπαιδευτικοί που τη διδάσκουν να ξεκινούσαν από αυτό το βιβλίο. (Η σκηνή με τον Σωκράτη να θέτει ερωτήματα για τον πόλεμο στον Γουιλ και στους περαστικούς της σύγχρονης Μελβούρνης είναι εξαιρετική.)
Οι περιπλανήσεις όμως του ήρωα δεν είναι μόνο στις βιβλιοθήκης αλλά και στις αναμνήσεις από τη μητέρα του, στα όνειρα και, κυρίως, στον έρωτα. Στο πρόσωπο της Τάρεν ενσαρκώνεται ο ιδανικός έρωτας. Ούτε όμως αυτό είναι από μόνο του η λύση. Χρειάζεται να περάσει ο ήρωας από μια άλλη πορεία αντιμετώπισης του τεράστιου κενού που αφήνει η απώλεια της μάνας. Μια πορεία που περιλαμβάνει σύντομη γνωριμία με τα ναρκωτικά, το αλκοόλ, τα γκράφιτι στους τοίχους της πόλης με στόχο την αφύπνιση των κοιμισμένων συνειδήσεων και των βολεμένων ανθρώπων, τη σύγκρουση με τον αδερφό και την εύρεση μιας νέας ισορροπίας στην κολοβή οικογένεια. Μια ισορροπία που ίσως να είναι και πιο ουσιαστική από την προηγούμενη μια και αναγκάζονται οι τρεις άνδρες να φέρουν στο φως καλά κρυμμένα συναισθήματα πικρίας και παράπονα.
Ένα εξαιρετικό βιβλίο που λέγεται «Οδηγός ζωής για αρχαρίους» ενώ πρωταγωνιστεί ο θάνατος. Παράλογο; Εύλογο. Γιατί μπροστά στον θάνατο του αγαπημένου προσώπου είμαστε και θα είμαστε πάντα όλοι μας αρχάριοι.
Η Λία Χιλς είναι ποιήτρια και συγγραφέας. Γεννήθηκε στη Νέα Ζηλανδία και ζει στη Μελβούρνη. Αυτό είναι το πρώτο της μυθιστόρημα.
Λία Χιλς
Οδηγός ζωής για αρχάριους
Μετ. Μαρίνα Τουλγαρίδου
Εκδ. Τόπος, 2014
Βιβλία της τελευταίας πενταετίας με το ίδιο θέμα, την απώλεια της μητέρας.
Χωρίς τη μαμά μου
Εκδ. Ψυχογιός, 2010
Το τέρας έρχεται
Εικ. Τζιμ Κέυ
Μετ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου
Πατάκης, 2012
*Θυμίζουμε: Κριτική παρουσίαση στον ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ από την Ελένη Χοντολίδου