του Κίμωνα Θεοδώρου
Octavio is dead! – Μια κάπως παράξενη ταινία της Sook-Yin Lee.
Ποιητής αφήνει γυναίκα και κόρη. Δεν τις ξαναβλέπει. Γίνεται μεγάλος και τρανός με το έργο του. Όταν πεθαίνει η κόρη πάει στο διαμέρισμα που έμενε ο πατέρας. Είναι στοιχειωμένο. Επιπλέον, η τριγωνική επιθυμία κάνει το θαύμα της: γνωρίζει τον νεαρό εραστή του συγχωρεμένου και καρδιοχτυπά.
Οι παραπάνω σειρές συνοψίζουν το μεταφυσικό queer δράμα της Sook-Yin Lee. Τριγύρισε σε κινηματογραφικά φεστιβάλ ανά τον κόσμο τους τελευταίους μήνες. Και ο τίτλος αυτού: «Octavio is dead!». Νεορομαντικό ψεύδος στα όρια του ενοχλητικού, όμως, με τον τρόπο του αληθινό.
Τα πρώτα λεπτά βάζουν τον θεατή στο ψητό: κυλούν με την αναγγελία θανάτου του ποιητή Octavio και έναν κλαυσίγελο. Η σύζυγος γιορτάζει πίνοντας, γελώντας και χορεύοντας, προσπαθώντας να μεταδώσει τον ενθουσιασμό της απώλειας του πατέρα στην κόρη. Από τη μια στιγμή στην άλλη ξεσπά ένα κλάμα όταν η μουσική αλλάζει και ακούγεται ένα τραγούδι μελό. Η μουσική σκηνοθετεί συναισθήματα ή τα σπρώχνει σε ένα χείλος για να αποκαλυφθούν. Τα ηχητικά ντυσίματα υποβάλλουν κατά τη διάρκεια της ταινίας μια ατμόσφαιρα μεταφυσική. Ωστόσο, το όλο εγχείρημα στο ζύμωμα μετεωρίζεται μεταξύ υπερφυσικής αγωνίας και γκροτέσκο. Υποφώσκει η γελοιότητα του καθημερινού. Μια διπολική δομή συναισθημάτων ψηλαφίζεται, αφανείς κόσμοι άβολα ανταλλάζουν γρονθοκοπήματα με πραγματικότητες. Κάποια πλάνα δοκιμάζουν τη δημιουργία ενός εικαστικού περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο ο ανταγωνισμός τέχνης και ζωής μετατρέπεται σε διελκυστίνδα. Αχνοφέγγει η παράξενη αίσθηση του αποτυχημένου αριστουργήματος, κι όμως, το σινεμά της Sook-Yin Lee έχει ενδιαφέρον, ένα βλέμμα στο τετριμμένο που θέλει γαρνιτούρες: θέματα φύλου, σκελετοί στο μπάνιο, ποιητικά αμπαλάζ, απόπειρες αγάπης, παράξενο σεξ, κυνισμός και αναζήτηση κόσμων έξω από αυτόν.
Η Tyler, κόρη του ποιητή, λέει «δεν γνώρισα ποτέ τον πατέρα μου», σε τόνο ανθρώπινης σκληρότητας που ψάχνει να λυγίσει με ασάφεια. Μαθαίνει αργά ότι ο Octavio θέλησε να έρθει σε επικοινωνία μαζί της πριν από μερικά χρόνια. Το κουβάρι ξετυλίγεται σταδιακά κατά τη διαχείριση της διαθήκης: αφήνει τα πάντα στην Tyler. Η μάνα διεκδικεί μερίδιο και το παίρνει, μια ανάσα οικονομικής ελευθερίας της δίνει νέα ζωή. Θα προσπαθήσει να κρύψει ότι η ίδια είχε διώξει τον ποιητή, επειδή δεν άντεχε που ο ποιητής αγαπούσε άντρες.
Η Tyler είναι μπερδεμένη. Αποφασίζει να πάει στο διαμέρισμα του Octavio που κληρονομεί. Ίσως πουληθεί, θα πιάσει καλά λεφτά. Ανταμώνει το φάντασμα του πατέρα: θάνατος είναι όταν πια δεν υπάρχουν εξομολογήσεις στη ζωή. Ο Octavio δεν έχει πεθάνει –ένα πτώμα, ένα βιολογικό τέλος, δεν σημαίνει τίποτα- η επιθυμία του Octavio για εξομολογήσεις και να συναντήσει την παραμελημένη κόρη τον κρατά μέσα στο διαμέρισμα. Συνομιλεί με την Tyler για να τον κατανοήσει, τί είναι φερειπείν να κουβαλάς το βάρος ενός μεγάλου ποιητή, αυτή ίσως καταλάβει. Γνωρίζει έναν ομοφυλόφιλο φοιτητή ελληνικής καταγωγής, εραστή του πατέρα της. Πρόκειται για τον Αποστόλη που νομίζει ότι η Tyler είναι αγόρι και ερωτοτροπούν. Η Tyler σιγοψήνεται και φοβάται να τού αποκαλύψει ότι είναι γυναίκα ώστε να μην καταστραφεί το ειδύλλιο. Η Tyler (Sarah Gadon) και ο Αποστόλης (Δημήτρης Κίτσος) κρατούν την ταινία όπου χρειάζεται δέσιμο.
«Δεν μπορείς να αμυνθείς απέναντι σε ανθρώπους που σου ασκούν έλξη»», της λέει το φάντασμα του πατέρα, κλείνοντας το μάτι απολογητικά για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του ιδίου, της κόρης, όλων των ανθρώπων γενικά.
Κατά τον Αποστόλη, δεν φταίει που δεν είναι αγόρι, όταν αποκαλύπτεται η Tyler, αλλά που είπε ψέματα. Υπάρχουν αγκάθια στους νόμους της έλξης όπου δεν παίζει κανένα ρόλο το φύλο, παρά ανθρώπινα αμαρτήματα όπως το ψέμα. Η Tyler θέλει απλά να τον φιλήσει. Άραγε, τα γιάνει όλα ένα χάδι ή ένα φιλί; Αυτό είναι το ερώτημα που σκηνοθετεί η Sook-Yin Lee, μια ιστορία με πλοκή απλή και κάπως χλιαρή, σοβαρή και αστεία, απροσποίητη και παράξενη, απωθητική και συμπαθητική. Μεροληπτώ καθώς βρίσκω όλα όσα κάνει η Sook-Yin Lee τρομερά «κάτι» -δεν υπάρχει κατάλληλη λέξη- και εννοώ «κάτι», εκτός από την ουσία του σέξυ με αβεβαιότητα. Εντέλει, κάπως μουδιάζει τις κριτικές η ταινία, χωρίς να εξαντλείται σε ένα μου άρεσε/δεν μου άρεσε. Με όρους σόσιαλ μίντια αξίζει μια καρδούλα.