Ο ζωγράφος Βλάσης Φρισύρας και η γιορτή του σώματος (του Ιάσονα Νεύρη)

1
372

 

 

του Ιάσονα Νεύρη

 

Σπάνια οι συλλέκτες ζωγραφίζουν, ο συλλέκτης Βλάσης Φρυσίρας, Ιδρυτής του Μουσείου Φρυσίρα στην Πλάκα, είναι μια έκπληξη. Το λοκντάουν και ο εγκλεισμός τον έσπρωξαν σε αυτό που ήταν πάντα η αγάπη του. Άρχισε να ζωγραφίσει για τον εαυτό του γιατί όπως λέει ο Γκερχαρντ Ρίχτερ « η ζωγραφική είναι μια ανοησία, που όμως για κάποιους έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον ,όπως έχει για τον ίδιο». Ο Φρυσίρας κάνει αυτή την «ανοησία» με επίγνωση. Ζωγραφίζει σειρά μεγάλων πινάκων, με κύριο θέμα γυμνά σώματα γυναικών, τμήμα των οποίων βρίσκουμε σε αυτό το βιβλίο του με τίτλο «Δέκα». Δέκα ιστορικοί, συγγραφείς και ζωγράφοι σχολιάζουν τους πίνακες του. Ο ιστορικός τέχνης Θανάσης Μουτσόπουλος ανοίγει  τον αφιέρωμα αυτό τονίζοντας τον πουριτανισμό της πλειοψηφίας της γενιάς του ΄80 που αν και το εικαστικό τους έργο ήταν απόλυτα ανθρωποκεντρικό εντούτοις τα γυμνά τους ήταν σε περιορισμένες δόσεις. Ο Βλάσης Φρυσίρας έχει μια από τις μεγαλύτερες συλλογές εικαστικών έργων από τη γενιά του ΄80 , τα οποία άρχισε να συλλέγει από τότε που οι περισσότεροι ήταν άγνωστοι. Ο Μουτσόπουλος ατενίζοντας τα γυμνά του Φρυσίρα θα σχολιάσει τη σχέση πορνογραφίας- γυμνού- τέχνης. Για τη σημερινή εποχή και τον ρόλο της πορνογραφίας θα πει ότι η πορνογραφία  δεν είναι παρά μια χυδαία αναπαραγωγή του σεξ. Αντίθετα για μια άλλη πορνογραφία που συμπληρώνει την τέχνη θα επικαλεστεί τον Τζεφ Χάρτμαν και τη ρήση του ότι «η μεγάλη τέχνη πλαισιώνεται πάντα από τις σκοτεινές αδελφές της, τη βλασφημία και την πορνογραφία», όπως και τον Μπατάιγ για να θυμίσει ότι ο άνθρωπος φοβάται τον εαυτό του, μιας και οι ερωτικές επιθυμίες του, τον τρομοκρατούν.  Ο συγγραφέας Γιάννης Μπασκόζος θα γράψει για την «τρομερή ειλικρίνεια του γυμνού». Σήμερα, λέει, που το γυμνό σώμα βανδαλίζεται ηδονοθηρικά στον ψηφιακό κόσμο ο Φρυσίρας επιλέγει την επιστροφή στο γυμνό, όπως το τίμησαν οι μεγάλοι ζωγράφοι από τον Μποτιτσέλι και τον Ενγκρ μέχρι τον Κλιμτ, τον Πικάσο και τους νεότερους. Θυμίζει μάλιστα το όμορφο απόφθεγμα του Εντουάρντο Γκαλεάνο «Η εκκλησία λέει: το σώμα είναι αμαρτία. Η επιστήμη λέει: Το σώμα είναι μια μηχανή. Η διαφήμιση λέει: Το σώμα είναι μια επιχείρηση. Το σώμα λέει: Είμαι μια γιορτή».

Τα έργα του Βλάση Φρυσίρα είναι σε μεγάλα τελάρα, θηλυκές φιγούρες που δεσπόζουν στον καμβά, ανέκφραστες ή με ένα διακριτικό μειδίαμα σχεδόν αρχαϊκό, σα να φορούν προσωπείο ή μια βενετσιάνικη μάσκα,  όπως θα σημειώσει ο ιστορικός και ζωγράφος Ανρέας Μαράτος. «Είναι εκεί απέναντί σου, δεν σου επιτρέπουν να παραβιάσεις την ιδιωτικότητά τους ούτε να αγγίξεις την άχρονη νιότη τους. Αυτά τα ανεξιχνίαστα μάτια τους σχολιάζει και η συγγραφέας Λένα Διβάνη. Τα ίδια μάτια εντυπωσιάζουν και τον συγγραφέα Χρήστο Οικονόμου. «Είναι μάτια που φοράνε τη γύμνια τους, που σε κοιτάνε κατάματα και είναι σα να διαβάζεις ιστορίες με αερικά, νεράιδες και άλλα πλάσματα μαγικά΄ που μετεωρίζονται ανάμεσα σε τούτο τον κόσμο και τους άλλους». Τα έργα αυτά είναι, συνεχίζει ο Οικονόμου, «ο ίδιος ο Φρυσίρας που λέει ιστορίες απαντοχής, γυμνότητας και πλησμονής, όρθιος ανάμεσα σε ουρανό και γη εκεί που σμίγουν πάντα όσα έρχονται από ψηλά κι όσα ανεβαίνουν από κάτω».

Ο ζωγράφος Αλέξης Βερούκας, ένας άνθρωπος που πορεύτηκε πολλά χρόνια μαζί του και παρακολούθησε την μακριά θητεία του Φρυσίρα στα ατελιέ των μεγάλων ελλήνων και ξένων ζωγράφων διακρίνει στα έργα του την «ταύτιση της μητρικής, της αδελφικής και της συντροφικής μορφής του έρωτα». Λέει γι αυτόν ότι «προσπαθεί να διεισδύσει στον πίσω κήπο των αισθημάτων τους, είναι οι δικές του υποψήφιες Σελεστίνες». Ο Ηλίας Μαγκλίνης και η Έλενα Μαρούτσου, δύο σημαντικοί πεζογράφοι της νεότερης γενιάς θα εμπνευστούν από τους πίνακες του Βλάση για να γράψουν δύο ξεχωριστά διηγήματα.

Ο φίλος του Κώστας Παππής μιλάει για τη ζωή του ζωγράφου και χαρακτηρίζει τα έργα του «γυμνές γυναικείες ζωγραφικές βόμβες μολότοφ». Τέλος ο ζωγράφος Κώστας Νταούλας θα σημειώσει την προσωπική σφραγίδα του εαυτού στο έργο του Βλάση Φρυσίρα. Για χρόνια έδειξε τα έργα άλλων ζωγράφων και άφησε στο τέλος τον εαυτό του, σπονδή στην τέχνη που αγάπησε και έζησε μαζί της τα περισσότερα χρόνια του. Η συλλογή αυτή ίσως είναι, κατά τον Ανρέα Μαράτο, «ένας (από)χαιρετισμός στην εφηβική ορμή και στην αχόρταγη ματιά της, ένας απολογισμός που αποκαλύπτει εκείνο το μικρό κουκούτσι που κρατάμε ατόφιο μέσα μας».

 

Προηγούμενο άρθροΔιανοούμενοι στη Μεθόριο – παλεύοντας στα σκοτεινά (του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου)
Επόμενο άρθροΠαγκόσμιο αστυνομικό – 30 προτάσεις από τη Γαλλία, β΄ μέρος (του Μάρκου Κρητικού)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Πάντα σ αυτόν τον τόπο ο ήλιος θα βρίσκει μια χαραμάδα ουρανού και θα μας στέλνει το φως του το φως το ελληνικό.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ