Κατερίνα Γούλα (Γαλλία- ανταπόκριση).
Ανάμεσα στον Αλλάχ και στην ανία. Μεταξύ αυτών των δύο πόλων βλέπει ο αφηγητής να τραμπαλίζεται η χώρα του και μαζί η ζωή του. Δεν είναι άλλος από τον αδερφό του ανώνυμου Άραβα, του θύματος του Ξένου του Αλμπέρ Καμύ. Αυτού του Άραβα του παγκόσμια γνωστού μυθιστορήματος που χάρισε δόξα και αναγνώριση στο συγγραφέα του κι έγινε ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα έργα του κόσμου ολόκληρου, και που δεν αξιώθηκε να έχει ούτε ένα όνομα. Απλά Άραβας. Λες και Άραβας είναι έστω μια εθνικότητα. Ο αδερφός του Μούσσα – γιατί αυτό είναι το όνομα του άνδρα που ο Μερσώ πυροβολά κάτω από τον καυτό ήλιο στην παραλία –, παιδάκι ακόμα όταν έγινε ο φόνος του αδερφού του, βρέθηκε μόνος με την αγράμματη μάνα του, χωρίς ένα νεκρό σώμα να κλάψουν, χωρίς μια δικαιολογία για το φόνο, χωρίς να μάθουν ποτέ τον ένοχο. Αυτός ο αδερφός θα ζήσει κάτω από τον αβάσταχτο ζυγό αυτού του αδιευκρίνιστου πένθους, δε θα έχει δικαίωμα στην ευτυχία λόγω της συμφοράς που χτύπησε την οικογένειά του, θα πρέπει μια ζωή να υπομείνει το ερωτηματικό βουβό βλέμμα της μάνας του να τον ρωτά γιατί δε βρήκε το δολοφόνο, γιατί δε της έφερε το σώμα του γιου της, γιατί δεν τιμώρησε τον ένοχο, γιατί δεν πέθανε αυτός στη θέση του. Θα φτάσει μάλιστα στο σημείο να πάει σχολείο και να μάθει τη γαλλική γλώσσα μόνο και μόνο για να διαβάσει αυτό το βιβλίο όπου περιγράφεται ο φόνος του αδερφού του, αναζητώντας στις σελίδες του τις λεπτομέρειες ενός θανάτου που δεν μπορεί να αποκρυπτογραφήσει. Αλλά η Αλγερία γνώρισε άπειρους παράλογους θανάτους. Το 1962, τις πρώτες μέρες της Απελευθέρωσης της Αλγερίας, όταν οι Γάλλοι προσπαθούν πανικόβλητοι να εγκαταλείψουν σώοι τις περιουσίες τους, ο αδερφός του Μούσσα σκοτώνει, κάτω από το επιτακτικό βλέμμα της μάνας του, έναν Γάλλο. Έναν τυχαίο Γάλλο μιας και στον πόλεμο ποτέ κανείς δεν σκοτώνει κάποιον συγκεκριμένο. Με έναν παράλογο φόνο θέλησε να εξισορροπήσει το παράλογο που του στέρησε τη ζωή του και να δώσει στη μάνα του τη δυνατότητα να γεράσει πια ήσυχη κάτω από το βάρος των γηρατειών της και μόνο και όχι τσακισμένη από τη δηλητηριώδη μνησικακία της.
Είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Kamel Daoud και ίσως σε ορισμένα σημεία είναι κάπως αδύναμο, ή και άτεχνο, παρά τις σοφές αντιστοιχίες που εσκεμμένα πετυχαίνει σε επίπεδο και ύφους και περιεχομένου με τον Ξένο. Αλλά η μυθοπλαστική ιδέα του ήταν απλά καταπληκτική και γι’ αυτό ίσως λίγο έλειψε φέτος να τιμηθεί με το βραβείο Γκονκούρ έχοντας στο ενεργητικό του ένα μόνο μυθιστόρημα. Αυτό που θέλει δεν είναι να τα βάλει με τον Καμύ και να ανιχνεύσει στο έργο του μια εχθρική ή απαθή στάση απέναντι στο ακανθώδες για τους Γάλλους ζήτημα της Αλγερίας. Αντίθετα μάλιστα, δε χάνει ευκαιρία να εγκωμιάσει το αψεγάδιαστο έργο του, τη μαθηματική ακρίβεια με την οποία περιγράφει το έγκλημα. Δεν καταλαβαίνει όμως πώς μέσα σε τόσα εκατομμύρια αναγνώστες, τόσες δεκαετίες, δε βρέθηκε ένας να αναρωτηθεί πώς ονομαζόταν αυτός ο άνθρωπος, ποιος ήταν κι από ποιον θα έλειπε στο εξής, ούτε τι θα πει αυτό το «Άραβας» που μόνο οι μη Άραβες χρησιμοποιούν σαν όρο. Η ιστορία της Αλγερίας καθρεφτίζεται μέσα στον ζαλισμένο μονόλογο του ήρωά του: η τυφλή πίστη και ο φαταλισμός, η καταδίκη της γυναίκας, η ραθυμία και η ανία, η μητριαρχία του σπιτιού που συνυπάρχει με την πατριαρχία των θεσμών και η ασφυξία που πνίγει το διαφορετικό. Διαλέγει λοιπόν ένα δευτερεύον για την ιστορία πρόσωπο που θα φωτίσει το δικό του προσκήνιο και επιχειρεί μια εντελώς διαφορετική ανάγνωση του συμβάντος. Η μεταποικιοκρατική λογοτεχνική παράδοση έχει πολλά παραδείγματα ανάπλασης κλασσικών μυθιστορημάτων της Δύσης. Αντί λοιπόν για το «Σήμερα η μαμά πέθανε» που σφράγισε τη φιλοσοφία του παραλόγου, το μυθιστόρημα του Daoud, Meursault, contre–enquête, γίνεται ορόσημο για τη σημερινή αλγερινή λογοτεχνία με την εναρκτήρια φράση «Σήμερα, η μαμά είναι ακόμη ζωντανή». Κι ένα μικρό μυστικό για το έργο, μάλλον εμπνευσμένο από την παράδοση των Ουλιπό: τα δύο έργα έχουν ακριβώς τον ίδιο αριθμό χτυπημάτων…