της Βαρβάρας Ρούσσου
Ο τίτλος του βιβλίου της Αντιγόνης Βλαβιανού με τον προσανατολισμό προς τον Προυστ υποβάλλει στις συμπυκνωμένες έννοιες του τόπου και του τρόπου (εύγλωττος προς αυτό ο συμφυρμός «τ(ρ)όπος) εκείνην του χρόνου αλλά και εμμέσως τη μνημονική λειτουργία στην αφήγηση. Το βιβλίο αποτελεί συναγωγή έντεκα συγκριτολογικών μελετημάτων, μερικά αρκετά εκτενή, και πάντως όλα ελκυστικά για τις συζευκτικές αναγνώσεις που καταθέτουν.
Οι δύο σταθερές, ο τόπος και ο χρόνος, διασταυρώνονται με μεταβλητές όπως: οι διαφοροποιήσεις του κομβικού δημόσιου χώρου της πλατείας αλλά και του βλέμματος των αφηγητών στο χρονικό άνυσμα ενός αιώνα («Μια περιπατητική ανάγνωση της πλατείας Ομονοίας (Μ. Μητσάκης-Γ. Ιωάννου-Μ. Κουμανταρέας)»)˙ το ζήτημα δημόσιο-ιδιωτικό και οι διαφορετικού βαθμού αλληοεισχωρήσεις τους, υπαγορευμένες από τις μεταβολές που επιφέρει ο χρόνος (/εσωτερική«Χώροι ημι-δημόσιοι και ιδιωτικοί στην ελληνογαλλική μεταπολεμική πεζογραφία»)˙ η χρήση του τόπου/τοπίου ως αυτοβιογραφική χαρτογράφηση διαμέσου της ανάμνησης («Ρόμπερτ Γκρέηβς –Εγώ, ο Κλαύδιος (1934)- Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, Αδριανού απομνημονεύματα (1951). Από την κλασική αρμονία του τοπίου στο άναρχο μπαρόκ της ψυχής και αντιστρόφως») όπου η Βλαβιανού προβαίνει σε μια ενδιαφέρουσα μεταφορά: με χρήση όρων αισθητικής ανάγει το λογοτεχνικό τρόπο δηλαδή την περιγραφή των τοπίων σε ψυχικό αποτύπωμα˙ η δημιουργία του προσωπικού χάρτη της πόλης με οδόσημο τον έρωτα, η ανακάλυψη της ομορφιάς και της προσωπικής «θέασης του ωραίου» (σ. 207) «σε μια παραμελημένη πλευρά της πραγματικότητας» (σ. 205), η μνήμη συνηρημένη σε αντικείμενα ενός ιδιότυπου προσωπικού μουσείου ως το κινούν της αφήγησης («Το έργο τέχνης ως δεύτερη ματιά και δεύτερη ζωή (Γκυ ντε Μωπασάν-Γιώργος Ιωάννου-Ορχάν Παμούκ)» -η προσωπική μου προτίμηση από τα μελετήματα και γιατί προτείνει υποθέσεις εργασίας για το χάρτη, την τέχνη ως αρχείο, την ερωτική επιθυμία, το προσωπικό λογοτεχνικό μουσείο κ.ά.)˙ η πολυδιάστατη λειτουργία της μνήμης (υποκειμενική ανάμνηση συνειρμική και ακούσια) ως μοχλός ανάκτησης του χαμένου χρόνου και του ξανακερδισμένου τόπου («Από το Κομπραί (Μαρσέλ Προύστ) στους Κορφούς (Νάσος Δετζώρτζης). Ο ξανακερδισμένος τόπος ως ultimum refugium in perpetuum»). Εδώ, το διήγημα «Ερωτικό» του λόγιου Νάσου Δετζώρτζη κινείται παράλληλα, στον άξονα ανάμνηση-αυτοβιογραφικός λόγος, με τον Προυστ. Χρήσιμη και αναγκαία ερευνητικά (γιατί είναι σκόπιμο να επαναπροσεγγίσουμε γενικά το Δετζώρτζη) η υπόμνηση για τη προυστική μετάφραση Δετζώρτζη και η επάνοδος της Βλαβιανού στο συγγραφέα[1] που στο 2020 μας επανέφερε, σε εξαιρετικό του μελέτημα, και ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος[2]. Άλλο μελέτημα της Βλαβιανού προτείνει το Καλό και το Κακό στην πολιτική-κοινωνική διάστασή του, διηθημένο από τις προσωπικές μνήμες και με δεσπόζουσα -ακόμη μια φορά- την έννοια του χρόνου («Εισαγωγή στις έννοιες του Καλού και του Κακού στη ζωή και το έργο των Ναγκίμπ Μαχφούζ και Πιερ Πάολο Παζολίνι»). Ο Παζολίνι επανέρχεται σε άλλα δύο μελετήματα, συναρμοσμένος με τον Ιωάννου: «Η μνήμη των πραγμάτων στο έργο των Ζωρζ Περέκ και Γιώργου Ιωάννου με τα μάτια του Παζολίνι» (όπου μια ειδολογική ταξινόμηση της μνήμης και των λειτουργιών της συνεπάγεται μια σχεδόν ανακατασκευή της έννοιας της καθημερινότητας και των καθημερινών πραγμάτων του παρελθόντος (αντικείμενα, χώροι, στιγμιότυπα, απλές πράξεις) και: «Πιερ Πάολο Παζολίνι – Γιώργος Ιωάννου. Από τη διήγηση καθ’ υπερβολήν στην αφήγηση καθ’ υπέρβασιν»). Επίσης ο Ιταλός συνεξετάζεται με τον Κουμανταρέα («Άνθρακες ο θησαυρός. Μένης Κουμανταρέας-Πιερ Πάολο Παζολίνι. Από την αυτό-βιογραφική trama στο προφητικό trauma») συνδυάζοντας μια ακόμη μεταβλητή των μελετημάτων, αυτήν του αυτοβιογραφικού λόγου, με το τραύμα (ένα ακόμη κείμενο στις προσωπικές μου προτιμήσεις).
Το περιορισμένο πλαίσιο του παρόντος κειμένου δεν επιτρέπει την αναλυτικότερη συζήτηση όλων των κειμένων του βιβλίου αλλά και των μεθοδολογικών βάσεων και των διασυνδέσεων της Βλαβιανού επομένως επανέρχομαι σε μια γενικότερη αδρομερή παρουσίαση.
Οι ορίζουσες τόπος-χρόνος-μνήμη, η προβολή τους σε άλλες έννοιες (ό,τι ορίστηκε ως μεταβλητές, όπως ο έρωτας, η ομορφιά, το Καλό-Κακό, η αυτοβιογραφική οπτική, τα αντικείμενα ως φορείς συμπυκνωμένης ανάμνησης κ.ά) αλλά και ο τρόπος που εντέλει λεκτικά υφαίνουν το κείμενο τα παραπάνω, όλα λοιπόν απαρτίζουν τη συναστρία κειμενικών παραγόντων και σε κάθε μελέτημα η διαφοροποιημένη μεθοδολογική προσέγγιση της Βλαβιανού, η πρόκριση και άλλης συνιστώσας από τις παραπάνω, φέρνει στο προσκήνιο διαφορετικές αλληλεξαρτήσεις. Έτσι, για παράδειγμα στο προαναφερθέν «Πιερ Πάολο Παζολίνι – Γιώργος Ιωάννου. Από τη διήγηση καθ’ υπερβολήν στην αφήγηση καθ’ υπέρβασιν» στο επίκεντρο βρίσκεται ο τρόπος οργάνωσης διηγημάτων των Ιωάννου και Παζολίνι.
Όπως έγινε αντιληπτό, τα μελετήματα της Βλαβιανού άλλοτε είναι απομακρυσμένα χρονικά (Μητσάκης-Ιωάννου-Κουμανταρέας) αποδεικνύοντας ότι η χρονική απόσταση δεν αποκλείει δυναμικές συγκριτολογικές μελέτες, άλλοτε αποτελούν αναπάντεχες πλην γόνιμες συναντήσεις (Μαχφούζ-Παζολίνι ή Μωπασάν-Ιωάννου-Παμούκ), άλλοτε επανέρχονται σε οικείους λογοτέχνες με επαναπροσεγγίσεις που εμπλουτίζουν το πεδίο, όπως ο Ιωάννου (και ας θυμηθούμε εδώ και τις προηγούμενες εργασίες της Βλαβιανού για το συγγραφέα) αλλά και ο Κουμανταρέας ή ο Παζολίνι και βέβαια με διαρκή μνεία της αφηγηματικής πολυπλοκότητας του Προυστ του οποίου το έργο αποτελεί μεθοδολογικό σημείο εκκίνησης και σχεδόν επέχει θέση λογοτεχνικής μήτρας.
Η Βλαβιανού αντλεί και επιβεβαιώνει τις απόψεις της από/με τα ίδια τα κείμενα. Έτσι προκύπτει ένας αριθμός αποσπασμάτων από τα μελετώμενα έργα που ενώ θα μπορούσαν να δρούν αποδιαρθρωτικά, λειτουργούν συναρθρωτικά: αφενός τεκμηριωτικά ως προς τα σχόλια και τις παρατηρήσεις της Βλαβιανού που αναδεικνύονται έτσι περισσότερο καίρια και σαφή αφετέρου μεταβατικά στρέφοντας συχνά την ανάγνωση στην ίδια τη λογοτεχνία. Συνεπώς, στο βιβλίο ο αυστηρά στεγανοποιητικός (εφόσον προτείνει πρότυπα με τη στεγανότητα προκαθορισμένων σχημάτων) ή/και καταδυναστευτικός λόγος της θεωρίας (όταν αυτή στρεβλωτικά μεταστρέφεται από χρήσιμο υποστηρικτικό εργαλείο σε αντικείμενο μελέτης υποσκελίζοντας τα ίδια τα λογοτεχνικά κείμενα) έχει αποφευχθεί και η θεωρία ενυπάρχει στα ή παράγεται από τα ίδια τα κείμενα.
Η τεκμηριωμένη συγκριτική ανάγνωση της Βλαβιανού φέρνει στο προσκήνιο το θέμα της συγκριτικής μελέτης. Όπως αναφέρει στον πρόλογό της, η συγκριτική ανάγνωση εντέλει αποδεικνύεται «η μόνη ικανή να διερευνήσει και να αποτιμήσει την ιδιαιτερότητα κάθε κειμένου κατά το πέρασμά του από το ατομικό στο τοπικό και, επέκεινα, στο παγκόσμιο.». Όπως αναφέρεται στον πρόλογο από τη μελετήτρια η προσέγγιση των κειμένων γίνεται «μέσω της θεμελιώδους παραμέτρου της διακειμενικότητας εν είδει πρισματικού κατόπτρου» (σ. 17).
Όλες οι «στοχαστικές προσαρμογές» κειμένων στο βιβλίο που λειτουργούν όπως η Λίζυ Τσιριμώκου εύστοχα το αποδίδει στον τίτλο της εισαγωγής της «συνδυάζοντας τόπους, χρόνους, ανθρώπους» (σ. 23) καλούν τον αναγνώστη να σκεφτεί ότι τα λογοτεχνικά κείμενα, οι ερμηνείες τους και οι μεθοδολογικές προσεγγίσεις τους δεν έχουν σύνορα.
[1] Αντιγόνη Βλαβιανού, «Πορτραίτα μεταφραστών, Νάσος Δετζώρτζης» Μετάφραση ΄03 σ. 85-108
[2] Δημήτρης Δασκαλόπουλος, «Νάσος Δετζώρτζης, ένας ευπατρίδης» στο Χωρικά ύδατα. Μελέτες νεοελληνικής λογοτεχνίας Μελάνι 2020 σ. 115-124.
Αντιγόνη Βλαβιανού, Ο ξανακερδισμένος τ(ρ)όπος της λογοτεχνίας. Έντεκα συγκριτικές ανα-γνώσεις. Εισαγωγή Λίζυ Τσιριμώκου, εκδ. Πατάκη 2020