της Χριστίνας Γκορίτσα (*)
Η φημισμένη «αυτοβιογραφία» του Βασίλη Βασιλικού Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα κυκλοφόρησε πρόσφατα υπό την οριστική μορφή της από τις εκδόσεις Κέδρος. Έχουν προηγηθεί άλλες δύο εκδόσεις· η πρώτη του 1999 (εκδ. Λιβάνης) και αυτή του 2011, με τον τίτλο Μνήμη από μελάνι (εκδ. Διόπτρα). Ο Βασιλικός έχει επιλέξει έναν υπο-ειδολογικού τύπου τίτλο (σύμφωνα με την ταξινομική κατηγοριοποίηση του Γρηγόρη Πασχαλίδη), του οποίου η μειωμένη ειδοδηλωτική σύσταση κεντρίζει εξαρχής το ενδιαφέρον περιοριζόμενος στο να «υποψιάζει» μόνο τον υποψήφιο αναγνώστη, συνδηλώνοντας και όχι καταδηλώνοντας το είδος του κειμένου[1]. Η αυτοβιογραφία αποτυπώνεται ως μία μορφή από σελίδες ημερολογίου, «φθινοπωρινά φύλλα ημερολογίου», όπως ο ίδιος τα χαρακτηρίζει, κατά το πρότυπο του αγαπημένου του Αντρέ Ζιντ, που γράφτηκαν αναμένοντας τη γέννηση της κόρης του, κυρίως από τα τέλη του 1991 έως τα μέσα του 1992, γιατί ήθελε να γνωρίζει την ιστορία του πατέρα της. Για τον λόγο αυτό είναι εμποτισμένα από έναν βαθιά συναισθηματικό τόνο. Εξεδόθη, ωστόσο, μερικά χρόνια αργότερα, το 1999, όταν η κόρη του είχε μεγαλώσει και ο ίδιος είχε επεξεργαστεί το κείμενό του με μεγαλύτερη νηφαλιότητα και υπό ορισμένη απόσταση. Τα κατάλοιπα όμως εκείνης της πρώτης «εν θερμώ» γραφής είναι ηθελημένα αποτυπωμένα στην αφηγηματική ατμόσφαιρα του έργου («γιατί θέλω το κείμενο να διατηρήσει την παρθενιά της γραφής του»)[2]. Πρόκειται για ένα βαθιά εξομολογητικό και πολυπρισματικό κείμενο που ξεπερνά τα πλαίσια μιας «κλασικής» αυτοβιογραφίας, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας επισημαίνει· αναμενόμενο από μία αντισυμβατική συγγραφική ιδιοσυγκρασία, όπως του Βασιλικού. Άλλωστε, ο ιδιάζων αφηγηματικός χαρακτήρας των «αυτοβιογραφικών του προθέσεων» έχει ήδη προοικονομηθεί μέσα από το magnum opus του, τον Γλαύκο Θρασάκη, ως προς την διπλή υιοθέτηση του αφηγηματικού τεχνάσματος, αυτής του «βιβλίου μέσα στο βιβλίο» και του alter ego. Συνεπώς, ο ορίζοντας προσδοκιών του αναγνωστικού του κοινού έχει προετοιμαστεί κατάλληλα από την προγενέστερη συγγραφική του πορεία, ώστε μία αντισυμβατικά «ενορχηστρωμένη» ποικιλία αφηγηματικών τρόπων να εμπίπτει εντός του πλαισίου των αναγνωστικών του αναμονών.
Η ιδιομορφία και η γοητεία του εν λόγω έργου έγκειται στην ύπαρξη δύο πρωταγωνιστών, του αυτοβιογραφούμενου συγγραφέα και του κ. Μαρούλη ως ένα είδος alter ego, που μιλάει σε άλλο γλωσσικό επίπεδο αποτελώντας την ειρωνική, αυτοσαρκαστική πλευρά του Βασιλικού. Ο αφηγητής, δηλαδή ο ίδιος ο Βασιλικός, βρίσκεται σε μία λατινοαμερικάνικη χώρα, όπου πήγε με κάποιο φίλο του για τα εικοσιπέντε χρόνια της μνήμης του Τσε Γκεβάρα και όντας σε κατ’ οίκον περιορισμό, μέχρι οι αρχές να διαπιστώσουν το σκοπό της επίσκεψής τους, του έρχεται στο μυαλό όλο το παρελθόν του, ό,τι έχει ζήσει, και μ’αυτόν τον τρόπο γράφεται η αυτοβιογραφία. Μέσα από σποραδικές αναμνήσεις ξεπηδούν τα παιδικά του χρόνια που, όπως λέει ο ίδιος, θυμάται μόνον αυτά που του έχουν διηγηθεί ως ενήλικου πια και ό,τι σώθηκε στις φωτογραφίες. Μέσα από μία ελεύθερα συνειρμική γραφή καταγράφει αναμνήσεις αποσπασματικές και θρυμματισμένες («Δεν μου αρέσει η παρατακτική αφήγηση. Προτιμώ την παλινδρομική, όπως λειτουργεί η μνήμη μας»)[3] χωρίς να προβάλει αντίσταση στη σειρά που του υποδεικνύει η «συναισθηματική μνήμη», δηλαδή στο ξεκλείδωμα των σκέψεων και των συναισθημάτων του σύμφωνα με τις εμπειρίες-σταθμούς που τον καθόρισαν συνειδησιακά. Το στοιχείο αυτό εξάλλου είναι ίδιον χαρακτηριστικό της συγγραφικής ιδιοσυστασίας του συγγραφέα, όπως έχει παρατηρηθεί σε προγενέστερα έργα του, όπως το Ζ, Το ημερολόγιο του Ζ, Οι φωτογραφίες, Τα σιλό, Ο Γλαύκος Θρασάκης κ.α. Για τον λόγο αυτό η αφήγηση της ζωής του μοιάζει με ένα τεράστιο μωσαϊκό, τα τμήματα του οποίου είναι αλληλοεξαρτώμενα και αλληλοσυμπληρούμενα, καθώς μέσω μιας πηγαίας εσωτερικής παρόρμησης ο Βασιλικός αναδεικνύει τις αλυσιδωτές επιδράσεις που δεχόταν και προσθέτονταν κάθε φορά στη συνειδησιακή του διαμόρφωση.
Κρίσιμης τεχνοτροπικής αξίας είναι το τέχνασμα του alter ego. Μέσω αυτού εισέρχεται στο κείμενο ένας ειρωνικός τόνος, που οικοδομείται επί μιας αφηγηματικής μεθοδολογίας, στην οποία ανήκει η καλλιέργεια μιας διαλεκτικής απόστασης και η πρόσδοση ενός παρωδιακού τόνου, μέσω της χρήσης γ΄ ενικού και της εναλλαγής γλωσσικού επιπέδου, δηλαδή υιοθέτηση της καθαρεύουσας από τον κ. Μαρούλη («Ο κύριος Μαρούλης εζήλευε τον μακάριον ύπνον των ιθαγενών, οίτινες ολημερίς δεν έκαμνον τίποτα»).[4] Πιθανότατα παρουσιάζει τον κ. Μαρούλη εξόριστο, εκκινούμενος από την ανάγκη αυτοψυχογράφησης του ως εξόριστου («έφτανε στην ταύτιση που τον ανακούφιζε, γιατί στο ξένο μέρος ο άνθρωπος έχει ανάγκη να βρει αναλογίες με το προσωπικό του παρελθόν, για να αισθάνεται λιγότερο μόνος»),[5] ενώ προβάλλεται η πολιτισμική διάσταση μεταξύ αυτού και του περιβάλλοντος εγκλεισμού του. Επί της συγκρουσιακής αυτής διαλεκτικής ενισχύεται ο πνευματικός αυτοπροσδιορισμός του («εν τη εξορία του εις Muyapampa, ανελογίζετο τι να εσημαινεν … εάν τους έλεγε ότι κατήγετο από τον Αυτοκράτορα του Βυζανίου …. Τι σχέση είχε αυτός με όλες τούτες τις πιρόγες, τις πράσινες καρύδες και τα εξωτικά φυτά;΄Ήτο απόγονος ενός πολιτισμού»).[6] Στον Βασιλικό η συνεχής εναλλαγή παραδοσιακότερων συμβάσεων αληθοφάνειας και παρωδιακής, ανατρεπτικής αυθιστόρησης του κ. Μαρούλη, που εμπίπτει σε έναν κόσμο με διακεκριμένο βαθμό ανοικείωσης, προσφέρει την παρακολούθηση του ανοίγματος-κλεισίματος της αυλαίας συντελώντας στην αναγνωστική απόλαυση. Παράλληλα, ο Βασιλικός ανακαλώντας σε πολλά σημεία την αγωνία του για την πρόοδο γραφής της αυτοβιογραφίας του κρίνοντας παράλληλα ότι η αναπαριστώμενη αλήθεια της αυτοβιογραφίας είναι ατελής και σχηματική, αποτυπώνει μία αυτοανακλαστική πτύχωση του αυτοβιογραφικού λόγου, που λαμβάνει τον χαρακτήρα ενός μετασχολίου.
Η αβίαστη και αμείωτη ανατροφοδότηση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος επιτυγχάνεται, καθώς παρακολουθούμε όχι μόνο ένα μεγάλο εύρος ζητημάτων αλλά και την απροσδόκητη οπτική γωνία υπό την οποία ο συγγραφέας τα φωτίζει και τα παραδίδει στην κριτική υποδοχή τους από τον εκάστοτε αναγνώστη. Μέσα από την προσωπική του ιστορία παρακολουθούμε σελίδες της σύγχρονης ιστορίας, από τον Μεσοπόλεμο έως το τέλος του εικοστού αιώνα, υπό μία ειλικρινή, αυθόρμητη και συναισθηματική διάθεση, χωρίς εξωραϊσμούς, παρά πολλές φορές με έναν αιχμηρό ρεαλισμό επιθυμώντας την αναπαράσταση των εμπειριών, όπως σημάδεψαν την ψυχή του. Ως ο πλέον χαρακτηριστικότερος κοσμοπολίτης Έλληνας συγγραφέας, ζωντανεύει το πεδίο δράσης και δημιουργίας του σε μεγάλες πρωτεύουσες—Ρώμη, Παρίσι, Βερολίνο, Νέα Υόρκη— αλλά και χαρακτηριστικές στιγμές της συνάντησης, συνύπαρξης και πνευματικής διασταύρωσής του με φωτεινές προσωπικότητες της ελληνικής αλλά και διεθνούς καλλιτεχνικής, λογοτεχνικής και πολιτικής σκηνής. Μέσα από την αυτοβιογραφική εξιστόρηση επιφορτίζονται ιδιαίτερα οι περίοδοι της Κατοχής, της χούντας και της Μεταπολίτευσης, το ξαναζωντάνεμα των οποίων αποτελεί μία πανοραμική, συμπεριληπτική επισκόπηση χαρακτηριστικών στιγμών της ελληνικής ιστορίας του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα.
Εκτός από τις συναρπαστικές αφηγήσεις περιστατικών και αποκαλυπτικών πληροφοριών για τη ζωή σπουδαίων (υπό την έννοια της κοινωνικής επίδρασης που άσκησαν στην εποχή τους) προσωπικοτήτων το ενδιαφέρον του αναγνώστη αγκιστρώνεται από πολλά άλλα στοιχεία, που εμπίπτουν στην ιδιοσυγκρασιακή ιδιαιτερότητα του Βασιλικού. Αναφορικά με την πρώτη περίοδο της ζωής του, ιδιαίτερα βαρύτητα έχουν τα τραύματα από την Κατοχή, που υπήρξαν καθοριστικά για τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκε στη συνείδησή του η πρόσληψη του κόσμου αλλά και για την ανάγκη του να την αποτυπώσει μέσω της γραφής («ίσως, ενήλικος, να μην είχε ανάγκη να γράψει», «Εκεί, λοιπόν, θα πρέπει να αναζητηθεί ο πυρήνας της κατοπινής του έφεσης προς την έκφραση»). [7]Επιπλέον σημαντική θέση στην αφήγηση των νεανικών του χρόνων κατέχει η βαθιά σύνδεσή του με τη Θάσο—το στίγμα της οποίας φαίνεται κυρίως στο Πηγάδι, αλλά διάσπαρτα και σε άλλα πεζογραφήματα—, οι πρώτες επαφές του με την πολιτική εξαιτίας της πολιτευτικής δράσης του πατέρα του που σημάδεψαν την ιδεολογική του συνείδηση, η περίπλοκη σχέση με τον πατέρα του, στην οποία πολλές φορές επανέρχεται αποκαλύπτοντας την αποτύπωσή της στο διήγημα «η Ομολογία» στην Αυτοκτονία με ερωτηματικό, στη Διήγηση του Ιάσονα, στα Θύματα ειρήνης, ο θαυμασμός της μητέρας του για τα νεανικά του ποιήματα, η επιρροή του Αντρέ Ζιντ (ποίημα «Συλλέκτης Ναργιλέδων», Νέα Εστία, 1952, στα πρότυπα του «Mopsus»), δάσκαλοι που τον ενέπνευσαν («του καθηγητή μας των Νέων Ελληνικών, του Λάμπρου Παραρά, του δημοτικιστή και λάτρη του Γρυπάρη … τα μετέφερα στον Ιάσονα. Εκεί, στο πρόσωπο του Χείρωνα, πέτυχα, νομίζω, το πορτρέτο του καθηγητή μας Νίκου Παπαχατζή»).[8]Στα πρώτα συγγραφικά του χρόνια ξεχωρίζουν οι νεανικές εμπειρίες από τη μετεμφυλιακή, λογοτεχνική Θεσσαλονίκη, και οι επαφές του με πρόσωπα της διανόησης στον πνευματικό κύκλο της Θεσσαλονίκης (Πέτρος Ωρολογάς, Πέτρος Σπανδωνίδης), της Αθήνας (Μάνος Χατζιδάκις, Νίκος Γκάτσος, Παναγιώτης Μουλλάς), με αντιπροσώπους της γενιάς του ’30 (Θεοτοκάς, Βενέζης). Κατά την περίοδο αυτή ξεχωρίζει το ταξίδι του στο Παρίσι με τον Αντώνη Σαμαράκη, το οποίο εν αγνοία του τότε, έμελλε να σταθεί καθοριστικό, καθώς του προσέφερε τη γνωριμία του με τον εκδοτικό οίκο Gallimard, που μαζί με την στενή επαφή του με τον Κίμων Φράιερ και Λακαριέρ ,που γνώρισε κατά το ταξίδι του στην Αμερική, υπήρξαν το κλειδί μιας μετέπειτα διεθνούς πρόσληψης των έργων του· ευτυχείς συγκυρίες στις οποίες ο Βασιλικός επανέρχεται αρκετές φορές με ευγνωμοσύνη. Έπεται η σταδιακή συγγραφική και συναισθηματική ωρίμανσή του, όπως ανακαλείται μέσα από την αφήγηση της γνωριμίας και του εξελικτικά αναπτυσσόμενου δεσίματος με τη Μιμή, την πρώτη του γυναίκα, και του στενού φιλικού του περιβάλλοντος με τους παράλληλα ανερχόμενους Κρίτωνα Χουρμουζιάδη και Μένη Κουμανταρέα («Τους διάβαζα τη νέα βδομαδιάτικη εκδοχή του Πηγαδιού»).[9] Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο προσωπικός του αγώνας ως νέου συγγραφέα, προκειμένου να ξεπεράσει ποικίλες δυσκολίες (οικονομικές δυσκολίες εκδόσεων των πρώτων έργων, παρασκήνιο του βραβείου των Δώδεκα το ’61, παράλληλες επαγγελματικές ενασχολήσεις), αλλά και ό,τι αφορά την εγκατάστασή του στην Αμερική το 1959 και 1960, που, παρά την ρεαλιστική και απομυθοποιημένη αποτύπωση των συνθηκών και των καταστάσεων και χωρίς ο Βασιλικός να το επιδιώκει, μεταγγίζεται στον αναγνώστη η εσάνς της συναρπαστικής ηπείρου με την ποικιλία ερεθισμάτων, εικόνων, γνώσεων και κοινωνικών επαφών (Καλβίνο, Κίμων Φράιερ, Μυριβήλης) που προσέφερε στον διψώντα για ζωή νεαρό συγγραφέα.
Από την επταετία της χούντας περιγράφεται με ιδιαίτερη ενάργεια το πνευματικό κλίμα του Παρισιού κατά τη διάρκεια της αυτοεξορίας του. Ξεχωρίζουν οι αναφορές σε πρόσωπα της διανόησης, που συνεισέφεραν στη διεθνή πρόσληψη του έργου του, όπως η Μέρυ ΜακΚάρθυ και η Μαργκερίτ Ντυράς, καθώς και η μεγάλη αλληλεπιδραστική δύναμη που αναδυόταν τότε μεταξύ των πνευματικών ανθρώπων, οι οποίοι βίωναν έντονα την ανάγκη μιας ομαδικής συσπείρωσης, για την προσωπική πνευματική και ηθική τους ανατροφοδότηση αλλά και μιας έντονης διακίνησης ιδεών. Ως πρόσωπα του κοινωνικού περιβάλλοντος του συγγραφέα ξεχωρίζουν ο Ιταλο Καλβίνο, το ζεύγος Σαρτρ-Μποβουάρ, η Μελίνα Μερκούρη, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Ελύτης, ο Γιώργος Χειμωνάς. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η κινηματογραφική αποτύπωση του Ζ, γεγονός που επίσης διακρίνει ως σταθμό στην συγγραφική του παρουσία στην παγκόσμια λογοτεχνική σκηνή. Τα χρόνια της ολιγόχρονης επανόδου του στην Ελλάδα στιγματίζει η φιλία του με τον Αλέκο Παναγούλη, που άσκησε μεγάλη επίδραση στην πολιτική του θέση («πριν από την απόπειρα του Αλέκου ενάντια στον δικτάτορα … ήμουν με τους λεγόμενους ανανεωτές της αριστεράς … μετά τη δυσμενή κριτική τους … απομακρύνθηκα συναισθηματικά … ήταν επόμενο, λοιπόν, να γίνω παναγουλικός, αφού το όνομα αυτό … Δεν είχε παρελθόν»).[10]
Κατά τη Μεταπολίτευση ξεχωρίζουν οι λεπτομερείς αναφορές στις εκδοτικές συνεργασίες του («Έτσι, η Μεταπολίτευση με βρίσκει εγκατεστημένο στην Πλειάδα»),[11] η σχέση του με Ανδρέα Παπανδρέου και οι αξιολογικές κρίσεις κυβερνητικής πολιτικής ΠΑΣΟΚ και των προσώπων που διετέλεσαν μέλη του κόμματος, η θητεία του στην ΕΡΤ ως αναπληρωτής διευθυντής προγράμματος, η διαβρωτική ηγεμονία των ΜΜΕ, η επαναξιολόγηση των αξιών και η επικυριαρχία δυνατών εξουσιαστικά προσώπων, που επηρεάζουν τη διαμόρφωση του γούστου και κινούν τα νήματα σε ζητήματα αισθητικής και πρόσληψης ώστε να αναδεικνύονται πολύπτυχα οι τελευταίες δεκαετίες, που οδήγησαν στο κατώφλι του εικοστού πρώτου αιώνα. Με τον τρόπο αυτό το κείμενο αναδεικνύεται ως αντιπροσωπευτικό της σύγχρονης εποχής.
Γίνεται αντιληπτό, όλο και περισσότερο καθώς η ανάγνωση προχωρά, πως, οι εξιστορήσεις του, χωρίς να εξαγγέλλουν ή να ηθικολογούν, θέτουν τον αναγνώστη ενώπιον κρίσιμων πνευματικά ζητήματων. Υπό αυτή την έννοια, η παρούσα αυτοβιογραφία προεκτείνει την πρόθεσή της και έξω από τον άξονα του προσωπικού, λαμβάνοντας τον χαρακτήρα ενός κοινωνικού κειμένου, διαπλέκοντας την ατομική με την ιστορική και κοινωνική ταυτότητα. Οι άνθρωποι και τα γεγονότα αναπαριστώνται εντός ορισμένου χωροχρονικού και ιστορικο-κοινωνικού πλαίσιου, ως αντικατόπτρισμα του πολιτιστικού (αναφορικού) κώδικα κατά τον Barthes[12], ως δηλαδή αντίστοιχα μ’ αυτά που συνθέτουν το κοινό βίωμα, εκφράζοντας την κοινή εμπειρία, ώστε ο Βασιλικός ουσιαστικά να επιχειρεί μία πρόταση αναδιατύπωσης της κοινωνικής γνώσης και των κοινών όρων ερμηνείας αυτής. Παραδειγματικά, χαρακτηριστικά είναι τα ζητήματα που θέτει ως προς την κοινωνική προσφορά και την αξία της λογοτεχνίας («Η αξία της λογοτεχνίας, λοιπόν, έγκειται σε αυτό։ στο να πλουτίζει την ερμηνεία της πραγματικότητας»… «Εγώ τα καυτηρίασα όλα αυτά … και τι έγινε; … «Αφήνουμε όμως ένα λιθαράκι»)[13],ως προς μια αντισυμβατική κριτική αποτίμηση της δεκαετίας του ’60 («Υπήρξε η τελευταία της κοινωνίας του θεάματος, πριν περάσουμε στην θέαση της κοινωνίας από τη μικρή οθόνη … ως νέοι δεν τη βρίσκουμε σε τίποτα να ξεχωρίζει πάρεξ ότι, ύστερα από αυτή, άλλαξε η γεωλογία της ανθρωπότητας»)[14] αλλά και μιας ολόκληρης εποχής, («Λες και είναι μες στα χρωμοσώματα της ανθρώπινης ύπαρξης να θεωρεί καλύτερο, αυθεντικότερο, ό,τι έχει περάσει. Και φριχτό το τώρα. Στην ουσία πρόκειται για μετάθεση ευθυνών»),[15] ή ως προς την ανάδειξη της αξίας της πνευματικής παράδοσης του τόπου του («οι καλύτεροι ποιητές μας (Σολωμός, Κάλβος, Καβάφης) … για να συλλάβεις το μεγάλο νόημα του να έχεις γεννηθεί Έλλην»).[16]
Ειδικό θεματικό πεδίο άξιο αναφοράς θα μπορούσαν να αποτελέσουν οι εξομολογούμενες σκέψεις επί της πράξης της γραφής και τα σχόλια ερμηνευτικού χαρακτήρα του συγγραφέα για πολλά από τα έργα του. Σε πολλά σημεία ο αναγνώστης εισέρχεται σε μια αφηγηματική ατμόσφαιρα όμοια με εκείνη του Γλαύκου Θρασάκη. Ως κοινά σημεία σύγκλισης των δύο έργων αναγνωρίζονται η διαδικασία της αυτοψυχογράφησης, τα ερωτηματικά που αφορούν κυρίως την υπαρξιακή σχέση του με τον σωσία («Ο κύριος Μαρούλης κι εγώ είμαστε το αυτό πρόσωπο … Τι εννοούμε ως εγώ, αυτό είναι το μέγα μυστήριον),[17] η αποκάλυψη της σχέσης του με τη γραφή και τον λόγο («Ωστόσο, η ισορροπία με τις λέξεις σημαίνει για μένα ισορροπία με τον κόσμο … με τους ανθρώπους»),[18] το εγχείρημα μιας αυτοκριτικής της γραφής του («Επιμένω πως δεν είναι απομνημονεύματα αλλά συγγραφικές αναμνήσεις. Γιατί, όπως πάντα, τα πιο σημαντικά δεν τα διηγούμαστε ποτέ έτσι, για να περάσει η ώρα…Τα βασικά μένουν έξω από αυτό το γραπτό»),[19] τα σχόλια επί της ψυχαναλυτικής πράξης της δημιουργίας («Το «νερό» γράφτηκε κι αυτό σε πλήρη εξέλιξη των γεγονότων, όπως το Ζ και το Κ Δεν περιμένω να κρυώσει το γεγονός για να το μετουσιώσω σε λογοτεχνία… το παρελθόν δεν μπορώ να το ξαναζωντανέψω. Νομίζω πως είναι ένα από τα βασικά κλειδιά της ψυχοσύνθεσής μου, η κλειδαρότρυπα από όπου θα μπορούσε κανείς να με ερευνήσει ψυχαναλυτικά για την πράξη της δημιουργίας»),[20] η αυτοαξιολόγηση, αποκαλυπτική για τη συγγραφική του πρόθεση («πολυπρόσωπες εξόδους από το τραυματικό εγώ που επιχείρησα να δώσω με τα άλλα μου βιβλία όπως … Δεν λέω πως η Τριλογία δεν μου αρέσει. Αλλά για μένα αποτελεί το caso ενός καλοδιατηρημένου αστού, που επαναστατεί εγκεφαλικά …κατοπινά βιβλία μου, που εγγράφονται σε μία άλλη κοινωνική διαλεκτική»).[21] Παράλληλα, ο αναγνώστης εισέρχεται στα άδυτα της συγγραφικής γέννησης και σύνθεσης πολλών έργων του, καθώς πληροφορείται για τους τόπους συγγραφής και για το πώς η ιδιάζουσα κοινωνική ατμόσφαιρα ορισμένων πόλεων επέδρασαν στη συγγραφική σύνθεσή τους, αλλά και για το ποιες τροφοδότησαν περισσότερο την έμπνευσή του, ώστε η έννοια του τόπου, ως η άλλη διάσταση της ιστορικής-κοινωνικής πραγματικότητας, να ανασημασιοδοτείται λαμβάνοντας την έννοια του τοπίου και είναι υπό την αίσθηση αυτή που υπεισέρχεται και στα πεζογραφήματά του. Επιπλέον παρακολουθεί τα ερμηνευτικά σχόλια επί των έργων του («Η πεμπτουσία της ερωτικής ζωής μου βρίσκεται στην «Πρώτη νύχτα της σκοπιάς», στ’ Αγγέλιασμα.»),[22] την αυτοκριτική αυτών («Η μυθολογία της Αμερικής ήταν ουσιαστικά το πρώτο βιβλίο στη χώρα μας που έκανε μια κριτική από μέσα της Αμερικανικής δυναστείας),[23] την αποκάλυψη του εδάφους της πεζογραφικής τους σύνθεσης («Το ψαροντούφεκο δεν θα μπορούσα να το είχα γράψει, αν δεν είχα γνωρίσει καλά την ψυχολογία αυτών των κυριών της στρατιωτικής αμερικανικής αποστολής στην Ελλάδα»),[24] την ειδολογική διασαφήνισή τους («Όχι, ούτε Το νερό ούτε ο Ιατροδικαστής είναι σκέτα ντοκουμέντα. Ούτε και το Ζ»).[25] Το γεγονός ότι κατά βάση εκφράζει την προτίμησή του για έργα του που δεν είναι τόσο προβεβλημένα («Ο κομήτης του Χάλευ—παντελώς άγνωστο στην Ελλάδα—είναι νομίζω, το πιο σημαντικό, γιατί σηματοδοτεί τη στροφή στην αφηγηματική μου τεχνική»)[26] και βάλλει κατά του κατεστημένου των μηχανισμών πρόσληψης της τέχνης («η ιθύνουσα τάξη βρέθηκε να είναι μετά τον εμφύλιο, η παρέα της Αγγλοελληνικής Επιθεώρησης … Μα εγώ ποτέ δεν ξεχνώ τους αφανείς της τέχνης, τους μεγάλους αφανείς, αυτούς που γράφουν ιστορία»)[27] επιμαρτυρεί την αντισυμβατική φύση του, που είναι άλλωστε άρτια και ακραιφνώς εντεταγμένη στα έργα του. Γίνεται λοιπόν αντιληπτό πως στη συγκεκριμένη περίπτωση η εν λόγω αυτοβιογραφία δεν αποτελεί απλώς ένα επιπλέον κείμενο που προστίθεται στο ήδη γνωστό έργο του Βασιλικού αλλά— θα τολμούσε να πει κανείς— ένα ξαναγράψιμο του τελευταίου, μια ύστατη δεύτερη γραφή, μεθερμήνευση αυτού. Με την καταγραφή των εμπειριών του εν τέλει προσκαλεί το κοινό του να διαβάσει την υπόλοιπη αφηγηματική παραγωγή του με αυτοβιογραφικό γνώμονα[28] αναγνωρίζοντας το λογοτεχνικό και το αυτοβιογραφικό του έργο ως στιγμές μιας ενιαίας διαδικασίας, μιας συνεχούς αυτοβιογράφησής του, επιτρέποντας στον αναγνώστη να συμμετάσχει στο παιχνίδι μιας συνεχούς αυθερμηνείας.
Καταληκτικά, θα μπορούσε να σημειωθεί πως η εναλλαγή μεταξύ δοκιμιακής γραφής (π.χ κρίσεις του για αξία γραφής, ρόλο λογοτεχνίας κ. α), που συνεπισύρει μια σύνθετη αξιολογική αυτενέργεια του αναγνώστη, και αυτοπεριγραφής-αυτοεξέτασης, που επιφέρει μία σχετικά αδρανή στάση ενατένισης, δημιουργεί μία προσληπτική ένταση, που συμβάλλει στην αναγνωστική απόλαυση, ενώ ταυτόχρονα πιστοποιεί και τη διδακτική δύναμη του βιβλίου, ίδιον άλλωστε της πεζογραφίας του Βασιλικού.
(*) Η Χριστίνα Γκορίτσα είναι Υπ. Διδάκτωρ ΕΚΠΑ στο τμήμα νεοελληνικής φιλολογίας
[1] Βλ. Γρηγόρης Πασχαλίδης, Η ποιητική της αυτοβιογραφίας, «Οι τίτλοι της αυτοβιογραφίας», Σμίλη, Αθήνα 1993, σ. 275.
[2] Βλ. Βασίλης Βασιλικός, Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα. Αυτοβιογραφία. Κέδρος, Αθήνα 2021, σ. 120.
[3] Βλ. Βασίλης Βασιλικός, ό.π., σ. 100.
[4] Βλ. ό.π., σ. 33.
[5] Βλ., ό.π., σ. 347.
[6] Βλ., ό.π., σ. 184.
[7] Βλ. ό.π., σ. 273, 276.
[8] Βλ. ό.π., σ. 87.
[9] Βλ., ό.π., σ. 97.
[10] Βλ. ό.π., σ. 71-72.
[11] Βλ. ό.π., σ. 454.
[12] Βλ. R. Barthes, S/Z, Jonathan Cape, London, 1974 (γαλλική έκδ. 1970), σ. 20 και 205-6.
[13] Βλ. Βασίλης Βασιλικός, ό.π., σ. 478, 520.
[14] Βλ., ό.π., σ. 483.
[15] Βλ., ό.π., σ. 497.
[16] Βλ., ό.π., σ. 205.
[17] Βλ., ό.π., σ. 34.
[18] Βλ., ό.π, σ. 534.
[19] Βλ., όπ., σ. 39-40.
[20] Βλ., ό.π., σ. 172-173.
[21] Βλ., ό.π., σ. 285-286.
[22] Βλ., ό.π., σ. 89.
[23] Βλ., ό.π., σ. 119.
[24] Βλ., ό.π., σ. 121.
[25] Βλ., ό.π., σ. 180.
[26] Βλ., ό.π., σ. 458.
[27] Βλ., ό.π., σ. 508.
[28] Βλ. Lejeune Philippe, Le Pacte autobiographique, Seuil, Paris 1975.
Βασίλης Βασιλικός, Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα, Κέδρος
Βρες το εδώ