του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Λέμε κάποτε πως έχουμε προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο ενός θανάτου, ιδίως αν ο τελευταίος έχει κρούσει πολύ ανησυχητικά τον κώδωνα του κινδύνου. Ωραίες και κυρίως μάταιες, ακόμα και άχρηστες, λέξεις. Γιατί όταν φτάσει εν τέλει ο θάνατος, όταν το πρόσωπο ενός πολυφίλητου και πολύχρονου φίλου καταστεί ανεπανόρθωτα και οριστικά απόν, όλα πρέπει να ξεκινήσουν από την αρχή σαν να μην έχει μεσολαβήσει η παραμικρή προετοιμασία και επεξεργασία. Πώς και τι ακριβώς να γράψω για την απώλεια του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου, που έφυγε την περασμένη εβδομάδα από τη ζωή; Πώς και τι να γράψεις για τον άνθρωπο με τον οποίο συμπορεύτηκες επί δεκαετίες, σε εφημερίδες και σε λογοτεχνικά περιοδικά, σε δημόσιες και σε ιδιωτικές συζητήσεις, σε ποιητικές ανθολογίες, σε συνέδρια και σε εκδηλώσεις, σε κριτικές επιτροπές, αλλά και σε σπίτια και σε τραπέζια με άλλους αγαπημένους φίλους, σε καφενεία και σε ταβέρνες, σε ταξίδια, όπως και σε παντός είδους συνευρέσεις; Πού να σκάψεις και να βρεις το κουράγιο να μιλήσεις για την ποίηση και την πεζογραφία του, για την κριτική και τη δοκιμιογραφία του, για τα ποιητικά άνθη των άλλων τα οποία συγκέντρωσε κατ’ επανάληψη στα βιβλία του, για την εμπλοκή του σε αλλεπάλληλες εκδόσεις λογοτεχνικών εντύπων, για την ακατάβλητη, κυριολεκτικά μέχρι την τελευταία ώρα, αρθρογραφία του; Και πώς να γίνουν όλα αυτά χωρίς να βάλει το βλαβερό του χέρι ο κακός δαίμονας της αισθηματολογίας, ικανός να σαρώσει τα πάντα;
Θα περιοριστώ (δεν είναι ο χρόνος για απεραντολογίες και για συνολικά πλάνα προσέγγισης) στην ποίηση. Πολλοί πιστεύουν, και το έχουν γράψει κατ’ επανάληψη (και ποιος δεν το έχει γράψει), πως η ποίηση του Παπαγεωργίου διατηρεί, σχεδόν από καταβολής της, οργανικούς δεσμούς με τον θάνατο. Σύμφωνοι, αλλά δεν πρόκειται για θανατολαγνεία ούτε για κάποιο είδος εμμονικής και φετιχιστικής προσκόλλησης. Θάνατος για την ποίηση του Παπαγεωργίου δεν σημαίνει κλαυθμός και θρήνος, αλλά πένθος: βαθύ, μόνιμο και ανεξάλειπτο πένθος για όσα έχουν χαθεί και σβηστεί ανεπιστρεπτί, για όσα είναι προορισμένα να ταξιδέψουν πλέον μόνο στο κενό και στο σκοτάδι, λουσμένα παρόλα αυτά, ας το έχουμε κατά νουν, σε ένα σεφερικό μαύρο φως. Σκέφτομαι, για παράδειγμα, ένα σπάραγμα από την τελευταία του ποιητική συλλογή, το Σωσίβιο χώμα, που κυκλοφόρησε στα τέλη της περασμένης χρονιάς, μερικούς μήνες μόλις προτού επέλθει το μοιραίο:
…δέρμα τυμπάνου ο ουρανός κι ας άλλοτε άστρα έπεφταν θριαμβευτικά στα πόδια των περαστικών τριμμένος ήχος.
Δεν ακούμε εδώ το κροτάλισμα του θανάτου, δεν μας καταδιώκει ούτε για μια στιγμή ίππος χλωρός, δεν τρομάζουμε μπροστά στη θέα της ρομφαίας των επερχομένων. Ανατριχιάζουμε, όμως, με το χαμηλότονο και βραδυφλεγές βουητό των λέξεων, με τη χαρακιά την οποία προλαβαίνουν να αφήσουν, παρά τον ελάχιστο αριθμό τους, βαθιά μέσα στο σώμα και στην ψυχή της ύπαρξης. Διότι ο θάνατος είναι για την ποίηση πρωτίστως υπαρκτικό μα και λογοτεχνικό-γλωσσικό γεγονός, και μόνο έτσι σε τελευταία ανάλυση κρίνεται. Ο Παπαγεωργίου, βέβαια, ήταν ανέκαθεν γλωσσοκεντρικός, τόσο στα πεζόμορφα όσο και στα υπόλοιπα ποιήματά του. Η γλώσσα, εντούτοις, διεκδικεί τώρα ένα καθεστώς απόλυτης αυτονομίας: πέρα από τον θάνατο, ή και ακριβώς εξαιτίας της ασήκωτης σκιάς του, η γλώσσα αναλαμβάνει να υποδυθεί το αναφαίρετο υποκατάστατό του όχι μόνο στη ζωή, αλλά και στην τέχνη. Και η γλώσσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο δεν είναι παρά πλησμονή και εκρηκτικός ορυμαγδός, λεκτική υπέρβαση και επέλαση, μεταϋπερρεαλιστικό πανηγύρι, καθώς και πολυσυλλεκτικός οργανισμός και πυρετικό διακείμενο, με παραπομπές στο δικό της ποιητικό παρελθόν, καθώς και στην ιστορία της ελληνικής ποίησης. Μια στοχαστική προετοιμασία θανάτου μα, ταυτοχρόνως, κι ένα ξόρκι τον θάνατο. Με τον τρόπο του Γιώργου Σεφέρη:
Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο,
που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον
και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή.