του Αλέξη Σ. Ζήρα
Τις επτά ιστορίες που συγκεντρώθηκαν, μαζί με μια όγδοη, την «Πομόνα», η οποία και έδωσε τον τίτλο της σ΄αυτή τη συλλογή πεζών του πρωτοεμφανιζόμενου Αργύρη Φασούλα (γ.1985), αν τις διαβάσουμε γυρεύοντας το απολύτως πραγματολογικό τους δέσιμο με τον χώρο ή τον χρόνο, στην ουσία δεν θα το βρούμε και πολύ εύκολα στο πλάσιμο του μύθου τους. Μόνο μια ιστορία από αυτές, «Οι επιτάφιοι», γραμμένη (αν και όχι απολύτως) στο θεσσαλικό ιδίωμα με τις χαρακτηριστικά συγκοπτόμενες λέξεις, μάς γειώνει στον χώρο, δείχνοντάς μας το εδώ της εντοπιότητας, χωρίς ωστόσο ο περιορισμός στο επιχώριο όπου μας στέλνει η γλώσσα της αφήγησης, να επηρεάζει το πώς δένονται τα εσωτερικά της νήματα. Δηλαδή η δομή της. Διότι, παρά την επίφαση του θεσσαλικού ιδιώματος η ιστορία αυτή των «Επιταφίων» πλέκεται και στριφογυρίζει με τον ίδιο τρόπο της συνειρμικής αφηγηματικής τεχνικής που ήδη έχουμε συναντήσει σε όλες τις προηγούμενες, «Πώς σκότωσα τη μητέρα μου», «Τ΄αρνάκι», «Πομόνα», «Γυαλάκια», «Καναδέζα», «Η πίτα», «Ο Τάσος ο Βίγκας πίνει τσίπουρα». `Εναν τρόπο που κοχλιώνει την αφήγηση ανάποδα, βγάζοντας το μέσα έξω, και που θυμίζει τις γοτθικές και ρομαντικές ιστορίες του Ε.Τ.Α Χόφφμαν όπως και τον σκοτεινό εξπρεσιονισμό αρκετών από τα όψιμα πεζά του Κ.Γ. Καρυωτάκη. Επισημαίνοντας τη διττότητα αυτής ειδικά της ιστορίας-αλλού μάς πάει η γλώσσα και η ιδιαίτερη σύνταξή της κι αλλού μάς κατευθύνει η ψυχογραφική τυπολογία της- σπεύδω να υπογραμμίσω πως ο Φασούλας έχει φροντίσει να απαλείψει σε μεγάλο βαθμό τις παραπομπές σε κοινά δεδομένα, τις άμεσες αναφορές σε γεωγραφικά σημεία που μοιραία θα συνέδεαν το φαντασιακό του αναγνώστη με όσα του ανακαλούν οι ονομασίες, τα τοπωνύμια και εν γένει η πραγματολογική βάση της ρεαλιστικής λογοτεχνίας η οποία συνδέεται με το εντόπιο, θέλοντας να το αναπαραστήσει κατά το δυνατόν πιστότερα. `Όμως, στα πεζά της Πομόνας δεν προβάλλεται αυτού του είδους η αναπαράσταση. Δεν είναι πεζά που επιδιώκουν τον εστιασμό τους στα αληθοφανή του θεσσαλικού κάμπου, αντλώντας από εκεί την ταυτότητά τους.
Η ασφαλώς εσκεμμένη αυτή απάλειψη από τον συγγραφέα των έντονων τοπικών γνωρισμάτων, έτσι ώστε ο περιβάλλων τα πρόσωπα χώρος να είναι μια πόλη που δεν κατονομάζεται, όπως δεν κατονομάζεται η γύρω της αγροτική περιοχή, ο κάμπος. Αν λοιπόν διαβάσουμε αυτά τα πεζά χωρίς προϋπάρχουσες παρωπίδες, το πιθανότερο που θα σκεφθούμε είναι ότι βρισκόμαστε σε κάποιο σημείο από τα πολλά του αγροτικού ελλαδικού κόσμου. Και τούτο, ασφαλώς γιατί ο συγγραφέας θέλει, όπως νομίζω, να αποτρέψει τον αναγνώστη να τον ταυτίσει με την ιδιαίτερη πατρίδα του. Τον οδηγεί με τη φαντασία του να περιπλανηθεί σ΄έναν τόπο που είναι σαν τον θεσσαλικό κάμπο και που δεν είναι ο πρωταγωνιστής των όσων αφηγείται, αλλά απλώς ο φιλοξενητής τους! `Αλλωστε, διατρέχοντας τα διηγήματα του Φασούλα δεν είναι η πιστή αναπαράσταση του χώρου, αυτή που απασχολεί τον αναγνώστη, όσο οι καταστάσεις τις οποίες ζουν τα πρόσωπά του, καταστάσεις ψυχικής διασάλευσης, βίας, ενοχής, επιθυμίας. `Η, με άλλα λόγια, ο χώρος που περιέχει τα πρόσωπα είναι ένας χώρος καμωμένος από υλικά και άυλα στοιχεία. Χώμα, νερό λάσπη, αέρας, μα επίσης ψυχική ένταση, φόβος, κομματιασμένη μνήμη και μοιρασμένη σε εικόνες παραφοράς, φαντασίωσης, ακόμα και τρόμου. `Εναν χώρο μάγματος (για να δανειστώ την εντυπωσιακή σύμπτωση που υπάρχει ανάμεσα στο όνομα του εκδοτικού οίκου και στην κατάσταση της συνεχούς υπέρβασης των ορίων η οποία αφορά όλα ανεξαιρέτως τα πρόσωπα του βιβλίου…). Καθώς το μάγμα είναι στη μεν γεωλογία μια σύνθεση υλών, εξαερωμένων ή σε ρευστή κατάσταση, που στερεοποιούνται και επανατήκονται λόγω της υψηλής ηφαιστειακής θερμοκρασίας ‘ ενώ στη λογοτεχνική μεταφορά του, στον κόσμο που έφτιαξε ο Φασούλας, το μάγμα όπως είπαμε είναι μια σύνθεση εμπειριών, βιωμάτων και ψυχικών καταστάσεων. Σ΄ αυτό το μισοπραγματικό, μισοφανταστικό, ενορασιακό και ονειρικό μάγμα είναι ριγμένα όλα τα πρόσωπα των ιστοριών του Φασούλα. Πατούν στη γη, αλλά και σέρνονται μέσα της ή αεροβατούν και ανυψώνονται στον αέρα όπως τα πετούμενα ή τα φυτά. Και για να έρθουμε από τα σύμβολα στα καθαυτό λογοτεχνικά δεδομένα, ο χώρος μάγματος στα πεζά του είναι κι αυτός μη ρητά προσδιορίσιμος. Είναι χώρος υλικός που συνιστά την καθημερινότητα των προσώπων αλλά και χώρος απροσδιόριστος, ψυχικός που, κατά παράξενο τρόπο- κι αυτό το αλλόκοτο ή το παραξένισμα οφείλεται εξ ολοκλήρου στον συγγραφέα- υποβάλλει στον αναγνώστη την αίσθηση μιας πλασματικής «υλικότητας» η οποία είναι απτή και συνάμα υπερβατική! Των πραγμάτων και δια των πραγμάτων.
Θα έλεγα λοιπόν ότι και οι οχτώ ιστορίες είναι ιστορίες βάθους, αλλά βάθους και εγκάτων που δεν παραπέμπουν μόνο στη γη, στο χώμα, στο νερό, μα και, εξίσου, στην ατμόσφαιρα, στη ζωή, στις συνθήκες της τραχιάς καθημερινότητας και στο καταπώς οι συνθήκες αυτές περνούν και ενσταλάζονται στο μέσα, υπαρξιακό τοπίο των ανθρώπων, ως καταβυθίσεις της μνήμης, κρίσεις της συνείδησης, οριακά συναισθήματα πόνου, απελπισίας, επιθυμίας που η αφήγησή τους γίνεται πάντοτε μ΄ έναν ενδιάθετο, έντεχνα ασύνδετο, παραληρηματικό λόγο. Κάτι που εννοείται ότι δεν γίνεται τυχαία, καθώς ο λόγος αυτός ενισχύει με τη ροηκότητα αλλά και την σπασμωδικότητά του τη γενικότερη αίσθηση του ενιαίου, αδιαίρετου και μη μετρήσιμου εσωτερικού χρόνου! Αν διαβάσουμε τις ιστορίες της Πομόνας από αυτή την πλευρά, της απουσίας σταθερών ορίων, θα αναγνωρίσουμε ότι συνθέτουν ένα σύνολο αλλεπάλληλων μεταμορφώσεων. Σε αρκετές περιπτώσεις, λόγου χάριν, παρατηρούμε ότι τα κεντρικά πρόσωπα των ιστοριών επιστρέφουν σ΄ένα είδος αρχέγονης κατάστασης. Η νεαρή γυναίκα που σκότωσε τη μητέρα της και φύτεψε πάνω της δέντρα, ο Γιώργος Ζίτσιος, η Χρύσα, η Κική, ακόμα και ο Γιούλης στους «Επιτάφιους» που είναι, λόγω της γραφής του στην θεσσαλική ιδιωματική, το πιο κοντινό από όλα τα διηγήματα του βιβλίου στην ηθογραφική αναπαράσταση. `Ολες και όλοι βρίσκονται σε μια οριακή κατάσταση διάτρητου χρόνου, συχνά σαν να είναι η κατακομματιασμένη ομιλία τους ένα είδος ψυχορραγήματος! `Ετσι όμως, όπως έχουν αρπάξει με λαχτάρα τη ζωή, σαν να φεύγει από μέσα τους, έτσι όπως έχουν βυθιστεί στον σωματικό τους «χρόνο», σε μια μορφή εσωτερικής διασάλευσης που δεν ελέγχεται από τη λογική τάξη, τους είναι αδύνατο να κρατήσουν μια απόσταση από τα όσα τους συμβαίνουν και να ψάξουν ένα νόημα άλλο από αυτό το συγκεχυμένο που έχει κυριαρχήσει μέσα τους.
`Επειτα η Χρύσα σέρνεται, σπασμένα, στο πάτωμα. Πάει να στηρίξει τους πόνους της σε μια καρέκλα, αλλά η καρέκλα δεν πλησιάζει ούτε λίγο. Η Χρύσα την κοιτάει θολή στην άκρη του ορίζοντα. Και το σώμα της έχει μαγκώσει στον αέρα. Ζουπάει το στομάχι της στο στενό στήθος και σφίγγεται. Σφίγγεται. Η Χρύσα σφίγγεται γύρω από το σκελετό της. Στα πλευρά και στη ράχη της, η Χρύσα έχει τσακίσματα και λακκούβες. Από παντού είναι χτυπημένη… έπρεπε να το βλέπατε…η Χρύσα μες στο σώμα της τεντώνονταν και ζάρωνε.[1]
Πάντως, αυτό που πρώτα μου τράβηξε το ενδιαφέρον στις ιστορίες του Φασούλα, δεν ήταν τόσο οι εξ αντικειμένου καταστάσεις των προσώπων όσο οι εξ υποκειμένου, δηλαδή η εσωτερική τους διασάλευση την οποία βγάζουν προς τα έξω και μάλιστα μ΄ έναν θρυμματισμένο και έντονα συνειρμικό λόγο. Ακόμα ειδικότερα, μ΄ ενδιάφερε η σχέση των προσώπων με τον με τον ίδιο τον συγγραφέα, με τον αφηγητή που τα βλέπει όλα και που κρατάει τα νήματα της μυθοπλασίας στα χέρια του. Συνήθως στην ελληνική πεζογραφία τα πλασματικά πρόσωπα είναι κατά κάποιο τρόπο φερέφωνα του δημιουργού τους ’ αν μη τι άλλο διερμηνεύουν τις σκέψεις του. Στα διηγήματα της Πομόνας, αντίθετα, η επικράτηση του αλλόκοτου, του άμετρου και αποκλίνοντος είναι συστατικό στοιχείο της «λογικής» που έχει αυτή εδώ η λογοτεχνία του φανταστικού, οπότε ο δημιουργός για να αναπαραστήσει αυτόν τον κομματιασμένο κόσμο θα πρέπει να του παραδοθεί, να μην έχει αποστάσεις ασφαλείας από εκείνον, έτσι ώστε τα πρόσωπα που επινόησε να μπορούν να είναι οι εαυτοί τους και όχι οι ρεπλίκες του συγγραφέα. Μ΄ αυτό δεν θέλω να πω, ακριβώς, ότι ο διηγηματογράφος Φασούλας έχει ταυτιστεί με τα πρόσωπά του, τον Ζίτσο, την Χρύσα ή τον Κώστα Τζουμέρα, όσο, αντιστρόφως, ότι είναι εκείνος που δανείζεται τον τρόπο ομιλίας και τον τρόπο σκέψης τους και μας τον μεταφέρει. Γίνεται ένα είδος αναδόχου τους, όπως περίπου είμαστε όλοι, λίγο ως πολύ, ανάδοχοι των μορφών που βλέπουμε στα όνειρά μας, και μάλιστα όταν αποφασίζουμε να καταγράψουμε τα όσα είδαμε και ακούσαμε και νιώσαμε!
Ασφαλώς, τα οχτώ διηγήματα (αν και οι ορισμοί του τι είναι διήγημα δεν είναι επαρκείς για τα πεζά της Πομόνας) τα συνιστούν οριακές στιγμές ενός κόσμου που άλλοτε είναι κοινά αναγνωρίσιμος ως ένα βαθμό, ενώ άλλοτε (θα έλεγα συχνότατα) υπόκειται σε μια διαδικασία βίαιης αποσυναρμολόγησης. Αισθάνονται παράταιρα, ανοίκεια, αποδιωγμένα, περισσευούμενα στη ζωή που περνούν, αλλά αυτό δεν σχετίζεται με τις παρούσες συνθήκες, με την εποχή μας, με τις ιδιαίτερες νομοτέλειές της. Μπορεί να εντυπωσιάζει η ωμότητα, η βαναυσότητα, η επιθετικότητα, η τραχύτητα στον τρόπο που τους επιβάλλονται οι άλλοι, σπρώχνοντάς τους στην εξουθένωση και στην παράκρουση, όμως όλα αυτά δεν είναι γνωρίσματα της εποχής μας και μόνο. Η διασάλευσή τους και το σπρώξιμο προς την παράνοια περισσότερο βγαίνουν από ρίζες βαθύτερες, ενός παιδεμού ψυχικού που μεταμορφώνει την αδικία σε ενοχή και μίσος. Ας θυμηθούμε συγκριτικά τις διασαλευμένες μορφές στο `Εγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι, ή τη μορφή της Φραγκογιαννούς στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Βγαίνουν μέσα από έναν αρχαϊκό κόσμο κορυφαίων παθών, από έναν προβιομηχανικό κόσμο στον οποίο η σχέση με τη γη και τους κανόνες της μικρής κοινότητας είχε πολύ μεγαλύτερη σημασία. Και με αυτή την έννοια, η ψυχική διασάλευση των προσώπων του Φασούλα παίρνει ένα νόημα που ξεπερνάει τον τόπο όπου αυτά ζουν. Είναι μια διασάλευση που έρχεται από παλιά και είναι αμεταμφίεστη, γι΄αυτό και πολύ πιο άγρια, αν την παραλληλίσουμε με περιπτώσεις διχασμένων μορφών από τις οποίες είναι γεμάτη η σύγχρονη αστική πεζογραφία. Ο διχασμός ή η πολλαπλή σχάση των προσώπων στα διηγήματα της Πομόνας τα σπρώχνει πέρα από τα συμβατικά όρια του ανθρώπινου. Για ορισμένα, όπως ο Γιούλης στους «Επιτάφιους», τα όρια ανάμεσα στο ανθρώπινο και το μη ανθρώπινο είναι δυσδιάκριτα, για τούτο και τον ακούμε στον παραληρηματικό μονόλογό του (που τον οξύνει δραματικά η θεσσαλική ιδιωματική λαλιά του) να μιλάει ως άνθρωπος ενώ την ίδια στιγμή σέρνεται κάτω από τη γη σαν σκουλήκι. Ζώντας έτσι μια μεταμόρφωση που μας θυμίζει αρκετά τη μεταμόρφωση του καφκικού Γκρέγκορ Σάμσα σε σκαθάρι:
`Αραγε τι μ΄έπιασε, δι ξέρου. Σα να μι τράβαγι μια μεγαλ΄ δύναμη μες΄στη γη […] Αλλ΄ όμους ήξιρα ότι καλά πήγινα -ήθιλ΄ όλου κατ΄ να πάου. Πού αλλού να πήγινα μες στ΄ μπαγουνιά. Γι΄ αυτό και άνοιγα δρόμου σαν του σκουλήκ’ μες στα χώματα. Σκουπός ήταν να χουθώ πιο βάθους.[2]
Αυτό το διφορούμενο, αν και όχι με τον ίδιο σχισματικό τρόπο των «Επιτάφιων» το βρίσκουμε σε όλες σχεδόν τις ιστορίες της Πομόνας, καθώς σε όλες αναδύεται ένα είδος αμφισημίας της ανθρώπινης οντότητας, που άλλοτε τείνει προς το συμβατικά ανθρώπινο και οικείο μας, και άλλοτε προς το ζωώδες ή και το φυτικό. `Αλλωστε, η λογοτεχνία με τους ποικίλους τρόπους της, αυτό ακριβώς μας δείχνει: ότι ουσιαστικά ό,τι ονομάζουμε παράλογο και υποτίθεται ότι είναι εκτός της ταξινόμησης της έλλογης σκέψης, είναι κι αυτό μέρος της ζωής μας! Θα έλεγα μάλιστα ότι ακόμα περισσότερο μπορεί να είναι το κατώφλι της αποδοχής και της γνώσης του κοντινού μας άλλου ή και του ίδιου μας του εαυτού. Κι αυτό διότι δεν είναι λίγες οι στιγμές στη ζωή μας στις οποίες ο ίδιος μας ο εαυτός ενεργεί ως ξένος, μάς είναι ακατανόητες οι στιγμιαίες επιλογές του και μας εκπλήσσουν. Ορισμένες τουλάχιστον από τις ιστορίες του Αργύρη Φασούλα είμαι σίγουρος ότι μας κάνουν να είμαστε πιο ανοιχτοί στο παράδοξο άλλο, ίσως και στον ίδιο μας τον εαυτό.
[1] «Γυαλάκια», σ.σ.45.
[2] «Επιτάφιοι», σ.σ. 90.
Αργύρης Φασούλας, Πομόνα, Με εννιά κολλάζ της Μαρίας Χαρτοκόλλη. Εκδόσεις Μάγμα 2021, 93 σ.
Βρες το εδώ