της Βαρβάρας Ρούσσου
Με τον Θάνατο του Μπαλζάκ του Οκτάβ Μιρμπώ κάνει δυναμικά την εμφάνισή του στο εκδοτικό χώρο ένα νέο σχήμα, ο Στιγμός, που ξεκινά την παραγωγή της πρώτης σειράw του υπό το όνομα Opusculum με αρκετά ενδιαφέρουσες προτάσεις. *
Το κείμενο αυτό γραμμένο με αφορμή το βιβλίο Ο θάνατος του Μπαλζάκ, θα μπορούσε να έχει τίτλο «Ένας αναρχικός προ-φουτουριστής γράφει για έναν ρεαλιστή». Αλλά δεν είναι διόλου εύκολο να ταξινομηθεί τόσο απόλυτα ένας συγγραφέας σαν τον Μιρμπώ: μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, δημοσιογράφος, κριτικός τέχνης, εκδότης εντύπων, χαρακτηρισμένος αναρχικός που πέρασε από διάφορες ιδεολογικές θέσεις (χαρακτηριστική η στάση που κράτησε στην υπόθεση Ντρέιφους – πολέμιος στην αρχή υποστηρικτής στη συνέχεια) και, μαζί με άλλους «προλετάριους των γραμμάτων», όπως ο ίδιος τους ονομάζει δρα ως «nègre», ghostwriter με άλλα λόγια, για μια δεκαετία περίπου, πριν αρχίσει να δημοσιεύει με την υπογραφή του. Ως κριτικός τέχνης, ένθερμος υποστηρικτής των ιμπρεσιονιστών, θα συνδεθεί με τον Μονέ για τον οποίον γράφει πολλά κριτικά κείμενα και στον οποίον θα εκφράσει την δυσαρέσκειά του για την τροπή του μυθιστορήματος. Φίλος του Μαλλαρμέ, ύστερος υποστηρικτής, όπως είπαμε, του Ντρέϋφους, θα εκδώσει το 1899 το μυθιστόρημα Ο κήπος των μαρτυρίων (Le jardin des supplices) με επίκεντρο την φερώνυμη υπόθεση: έργο γραμμένο σε συμβολιστικό ύφος αλλά και σάτιρα της λογοτεχνικής παρακμής. Με περισσή ειρωνεία ο συγγραφέας θα αφιερώσει το έργο του «Στους Ιερείς, στους Στρατιώτες, στους Δικαστές, στους Ανθρώπους που εκπαιδεύουν, κατευθύνουν και κυβερνούν τους άλλους [αφιερώνω] τούτες τις σελίδες του Φόνου και της Αιματοχυσίας». Πασίγνωστος στη Γαλλία, με πλήθος μελετών γύρω από το πολυσχιδές έργο του, πρωτοπόρος, πριν από τις πρωτοπορίες, αναγνωρίστηκε στη χώρα του για να ξεχαστεί στη συνέχεια και να επανέλθει στο προσκήνιο μετά από πενήντα χρόνια σιωπής. Δεν έχει όμως την ίδια τύχη στην Ελλάδα. Βέβαια, να σημειωθεί ότι μεταξύ 1924 -1935 λίγα (16 στον αριθμό) διηγήματά του εμφανίζονται στον τύπο (σχεδόν αποκλειστικά περιοδικό Μπουκέτο).
Το 1907, ο Μιρμπώ εκδίδει ένα μυθιστόρημα με τον παράξενο τίτλο 628-Ε8, που είναι τίποτα άλλο παρά ο αριθμός του αυτοκινήτου με το οποίο θα ταξιδέψει στη Γαλλία και την Ευρώπη καταγράφοντας τις εντυπώσεις του. Με αυτό το έργο επιθυμεί να διακηρύξει το θάνατο του ρεαλιστικού μυθιστορήματος (αναζητούσε μια ιμπρεσιονιστική γραφή) ενώ διαφαίνονται στοιχεία εξπρεσιονισμού και προ-φουτουρισμού, όπως η αγάπη για την ταχύτητα και η λατρεία της μηχανής· όλα αυτά δυο χρόνια πριν το επίσημο φουτουριστικό μανιφέστο. Από την έκδοση αυτή ο Μιρμπώ θα αφαιρέσει τις σελίδες τριών κεφαλαίων που αναφέρονται στον δημιουργό της Ανθρώπινης Κωμωδίας, μετά από παράκληση της υπερήλικης κόρης της μαντάμ Χάνσκα, η οποία ήταν η επί χρόνια αγαπημένη και μετά σύζυγος του Μπαλζάκ. Ποια θέση, όμως, μπορεί να έχουν τρία κεφάλαια με τέτοιο θέμα σε ένα ταξιδιωτικό έργο; Το βιβλίο 628-Ε8 δεν είναι ένα τυπικά αντιπροσωπευτικό δείγμα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας αλλά μια μείξη από επεισόδια μυθοπλασίας, λογοτεχνικής κριτικής και ρεαλιστικής αφήγησης· ένα ταξίδι «στον ίδιο μου τον εαυτό», όπως ο ίδιος σημειώνει. Οι περιστασιακές εμφανίσεις φίλων και γνωστών του Μιρμπώ, -υπαρκτών προσώπων- ενισχύουν την αίσθηση της αλήθειας εντός μυθοπλασίας.
Για ποια αιτία ο Μιρμπώ υποχωρεί στο αίτημα για αφαίρεση των κεφαλαίων αυτών; Ποιες κρίσιμες ή σκανδαλώδεις πληροφορίες καθιστούν απαραίτητη μια τέτοια κίνηση; Όλα φαίνεται να ξεκινούν από τον Ουγκώ ο οποίος καταγράφοντας το 1887 την τελευταία του επίσκεψη στον ετοιμοθάνατο Μπαλζάκ (πεθαίνει το 1850) επισημαίνει την απουσία της συζύγου του από το προσκέφαλό του. Αυτό το σχόλιο δεν περνά απαρατήρητο από τους σύγχρονους του Ουγκώ που κάνουν διάφορες υποθέσεις. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1907, ο Μιρμπώ θα βασιστεί για το θέμα στην προφορική μαρτυρία του εραστή της κυρίας Μπαλζάκ, της οποίας ήταν ο αποδέκτης. Επρόκειτο, για τον γνωστό στην εποχή το, ζωγράφο Ζαν Ζιγκού, που είχε, μάλιστα, φιλοτέχνησε και δύο πορτρέτα της μαντάμ Χάνσκα. Το 1918 το εκούσια λογοκριμένο τμήμα θα αποτελέσει μια αυτόνομη έκδοση 56 σελίδων, με σχέδια του Πιερ Μπονάρ, σε 250 αντίτυπα.
Αυτό το λιτό πλην κομψό τομίδιο με τίτλο Ο θάνατος του Μπαλζάκ σε εισαγωγή και εξαιρετική ρέουσα μετάφραση της Μαρίας Γυπαράκη που κατορθώνει να συλλάβει το δύσκολο σφυγμό της γλώσσας του συγγραφέα επαναφέρει δυναμικά και επάξια στο προσκήνιο τον Μιρμπώ του Κήπου των μαρτυρίων (μτφ. Αλίνα Πασχαλίδη Εστία 1989), της Απεργίας των ψηφοφόρων (Άγρα 2014 μτφρ. Ανδρέας Στάϊκος) και του Ημερολογίου μιας καμαριέρας (Καστανιώτης 1995 μτφρ. Μπάμπης Λυκούδης με προηγούμενη μετάφραση το 1966).[1]
Κείμενο που διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον, ερεθιστικά πολλαπλό, παρά το ρεαλιστικό ύφος του, φαίνεται να κινείται μεταξύ δημοσιογραφικής περιγραφής σε λαϊκό έντυπο, μαρτυρίας και μυθοπλασίας. Εγείρεται λοιπόν διαρκώς το αναγνωστικό ερώτημα των ορίων μεταξύ αλήθειας και μυθοπλασίας, γεγονότων και συγγραφικής παρέμβασης πράγμα που δημιουργεί τον ιδιαίτερο τόνο του έργου ενώ διερωτάται ο αναγνώστης για το πρόσωπο ή το προσωπείο του αφηγητή Ζιγκού, που ουσιαστικά στηρίζει τη σκανδαλώδη πλευρά του κειμένου.
Τρία κεφάλαια απαρτίζουν το βιβλίο, εκείνα τα ίδια τρία τα οποία ο Μιρμπώ είχε αφαιρέσει: «Με τον Μπαλζάκ», «Η γυναίκα του Μπαλζάκ» και «Ο θάνατος του Μπαλζάκ».
Στο πρώτο κεφάλαιο ο Μιρμπώ παρουσιάζει με τρόπο γεμάτο ενθουσιασμό και ένταση την προσωπικότητα του Μπαλζάκ δηλώνοντας ότι δεν επιδιώκει να συνθέσει βιογραφία. Ο θαυμασμός του Μιρμπώ για τον Μπαλζάκ διατρέχει το βιβλίο έως το τέλος όπως, επίσης, και η αίσθησή του ότι ο μεγάλος αυτός συγγραφέας είχε μάλλον αδικηθεί από τις βιογραφίες του όπως είχε αδικηθεί και από την ζωή. Τον μετατρέπει με αυτόν τον τρόπο από συγγραφέα σε μυθιστορηματικό χαρακτήρα. «Η ζωή του Μπαλζάκ; Μια μόνιμη εστία δημιουργίας, μια συνεχής, μια καθολική επιθυμία, ένας τερατώδης αγώνας. Ο πυρετός, η έξαρση και η υπερβολή ήταν τα στοιχεία που συναπάρτιζαν τη μόνιμη κατάστασή του». Το καίριο σημείο νομίζω συμπυκνώνεται παρακάτω: «Δεν πρέπει να κρίνουμε τον Μπαλζάκ σύμφωνα με τους κανόνες της κοινής ανθρωπομετρίας. Αν τον περιορίσουμε στο στενό κελί της τρέχουσας ηθικής και της κοινωνικής ευπρέπειας είναι σαν να μην καταλαβαίνουμε τίποτα από έναν τέτοιο άνθρωπο, είναι σαν να αγνοούμε, πηγαίνοντας ενάντια στο οφθαλμοφανές, τον υπερφυή, εκείνον που αποτελούσε τη μεγάλη εξαίρεση.» Στο κεφάλαιο αυτό έχει ενδιαφέρον η σχεδόν παρεκβατική αναφορά στο πρόσωπο του Σπελμπέρς ντε Λοβενζούλ, μορφής επίσης με μυθιστορηματικό ενδιαφέρον.
Στο δεύτερο μέρος εκτίθεται η γνωριμία, η σχέση και ο γάμος των δύο εραστών έως την πλήρη αποσύνθεση του έρωτά τους που έρχεται μαζί με τον γάμο τους, την ώρα που βρίσκονται, για πρώτη φορά μαζί, στην είσοδο του παρισινού διαμερίσματος του Μπαλζάκ. Τα κίνητρα του ζευγαριού πότε παραπέμπουν σε ρομαντικό έρωτα (με διακριτή εδώ την ειρωνεία του Μιρμπώ στις υπερβολές που κληροδότησε ο λογοτεχνικός ρομαντισμός στην ίδια τη ζωή) και πότε φτάνει στη νατουραλιστικού τύπου (ας μην λησμονούμε την αποστροφή του Μιρμπώ στο νατουραλισμό) απογύμνωση του συναισθήματος: πίσω από όλα το χρήμα. Αλλά κι εδώ, σχολιάζοντας το ωφελιμιστικό κίνητρο του Μπαλζάκ δεν παραλείπει να τον δικαιολογήσει.
Το τελευταίο κεφάλαιο υιοθετεί την αφήγηση μέσα στην αφήγηση: Ο θάνατος του Μπαζάκ δια στόματος του γηραιού πλέον Ζιγκού. Και εδώ σκιαγραφείται με θαυμασμό το δυνατό πνεύμα του Μπαλζάκ, τόσο ταυτισμένου με το έργο του που ακόμη και στις τελευταίες στιγμές του επικαλείται την παρουσία ενός γιατρού μυθιστορηματικού του ήρωα, κάνοντας λογοτεχνία ακόμη και τον ίδιο τον θάνατό του χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είχε επίγνωση της πραγματικότητας. Θα μπορούσαμε βέβαια να συζητούμε ώρες ατελείωτες για την πραγματικότητα του Μπαλζάκ… Αν και ο Μιρμπώ υποδηλώνει την αμφιβολία του για την αφήγηση του Ζιγκού, (έτσι ενισχύοντας ή αντίθετα υπονομεύοντας το λόγο του αφηγητή του, την ίδια τη γραφή) την ολοκληρώνει. Καθώς «σε αυτό το σπίτι, στην καρδιά του Παρισιού όπου, εγκαταλελειμμένη – χειρότερα κι από άρρωστο θηρίο αφημένο στο βάθος ενός λάκκου στο δάσος– πέθαινε η μεγαλύτερη ιδιοφυΐα του αιώνα» ο Ζιγκού και η κυρία Μπαλζάκ κοιμούνται μαζί και πετάγονται από τις φωνές της υπηρέτριας που αναγγέλλει το θάνατο του Μπαλζάκ που «πέθανε, σαν σκυλί, εγκαταλελειμμένος απ’ όλους και απ’ όλα!». Και δεν είναι τυχαία η χρήση αυτής της γνωστής ρήσης μια και στο έργο του ο Μπαλζάκ σταθερά χρησιμοποιούσε τη σύγκριση ανθρώπων-ζώων. Ίσως βέβαια η βαθύτερη ουσία του κεφαλαίου να είναι η διαπίστωση του Ζιγκού, μεταξύ θλίψης και τυπικής ρήσης: «Ένα βρωμογούρουνο είναι ο άνθρωπος… αυτό μονάχα ξέρω… ένα βρωμογούρουνο» και μάλιστα, όπως παρακάτω τονίζεται, υπό την επιρροή του έρωτα για μια γυναίκα.
Και στα τρία κεφάλαια αναγνωρίζει κανείς υπαινικτικά ή ρητά στοιχεία από μπαλζακικά έργα. Ήδη από το δεύτερο μέρος οι παραλληλισμοί με το Μοντέστ Μινιόν βασισμένο στα γράμματα της Ξένης, είναι οφθαλμοφανείς ενώ ο Ρυμπαμπρέ των Χαμένων Ψευδαισθήσεων και ο Βοτρέν του Μπάρμπα Γκοριό αναφέρονται άμεσα όπως και, από το ίδιο μυθιστόρημα, η φράση «Και τώρα Παρίσι οι δυό μας!», οι τελευταίες λέξεις που εκστομίζει ο Ραστινιάκ. Ήρωες, φράσεις, θεματικές της Ανθρώπινης Κωμωδίας επανέρχονται για να φωτίσουν τον ίδιο τον Μπαλζάκ μέσα από το έργο του. Όπως εξάλλου εύστοχα επισημαίνει η Μαρία Γυπαράκη στην εισαγωγή «να τον κάνει [ο Μιρμπώ τον Μπαλζάκ] ούτε λίγο ούτε πολύ, ήρωα της Ανθρώπινης Κωμωδίας του. Εκεί πιστεύω ότι συνίσταται – πέρα από το σκάνδαλο –όλο το ενδιαφέρον του κειμένου».
Ο ίδιος ο Μπαλζάκ δεν θα επεφύλασσε σε κανέναν από τους χαρακτήρες του έναν τόσο σκληρό και απάνθρωπο θάνατο επειδή για τους πιο πολλούς από αυτούς προέβλεψε κάποιο είδος παραμυθητικής ανακούφισης: ο δυστυχής Γκραντέ πεθαίνει με το όνειρο του Θεού και την παρηγοριά της πίστης ενώ η κόρη του Ευγενία είναι στο πλάι του. Την εξαδέλφη Μπέττυ, παρά τη στάση τη, τη θρηνεί όλη η οικογένεια. Ακόμη κι ο μπάρμπα Γκοριό δεν πεθαίνει μόνος αλλά δέχεται τη φροντίδα του γιατρού Μπιανσόν (τον ίδιο που ο Μπαλζάκ θα αναζητήσει την ώρα της επιθανάτιας αγωνίας) και του νεαρού Ραστινιάκ.
Η στάση του συγγραφέα απέναντι στην κόμισσα Χάνσκα είναι διφορούμενη: ιδανική και απόλυτα αξιέραστη γυναίκα, μεταμορφώνεται σε εκδικητική, ανάλγητη και κυρίως ανήθικη εγωίστρια στο τελευταίο για να συγκριθεί με την ομηρική Ανδρομάχη αργότερα, να κατακριθεί εκ νέου και ξανά να δικαιωθεί («Το πιο φαιδρό, όμως, είναι ότι ήταν ειλικρινής παίζοντας θέατρο· αυτό πιστεύω… Η εκτίμηση, ο σεβασμός και οι τιμές ξύπνησαν μέσα της τον πόνο και την αγάπη».) παραμένοντας μια γυναίκα μυστήριο έως το τέλος. Ο τρόπος με τον οποίο αποδίδεται ο χαρακτήρας της θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο ιδιαίτερης συζήτησης και να συγκριθεί με άλλους χαρακτήρες από το έργο του Μιρμπώ όπως και με πραγματικά επεισόδια της έγγαμης ζωής του. Και όλα αυτά στο πλαίσιο των ιδιαίτερων απόψεών του ακόμη και για το θεσμό του γάμου.
Όπως και να έχει, το βιβλίο αυτό αποτελεί μια αφορμή να επιστρέψουμε σε δύο μεγάλους συγγραφείς και στην εποχή τους. Ιδίως ανανεώνει το ενδιαφέρον για τον Μιρμπώ που αξίζει, όπως και το συγκεκριμένο βιβλίο, να διαβαστεί και να σχολιαστεί με νέους όρους, με την οπτική του 21ου αιώνα τώρα που τα ρεύματα και οι τάσεις που ο ίδιος προανάγγειλε και υπερασπίστηκε έχουν γίνει παρελθόν.
*Για περισσότερες πληροφορίες ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει στη σελίδα:
www.facebook.com/Στιγμός-Βιβλία-102973201603000/
[1] Με τον τίτλο «…et moralité» παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα τα μονόπρακτα του Οκτάβ Μιρμπώ Φάρσες και Ηθική (Farces et moralités) στη Β’ Σκηνή του Θεάτρου Οδού Κεφαλληνίας
Οκτάβ Μιρμπώ, Ο θάνατος του Μπαλζάκ, προλογικό σημείωμα-μετάφραση Μαρία Γυπαράκη εκδόσεις «Στιγμός», σειρά: Opusculum Δεκέμβριος 2020.