του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου.
Ο θάνατος στη λογοτεχνία δεν αποτελεί ποτέ πραγματικό γεγονός. Ακόμα κι όταν εκδηλώνει μια βιωμένη αγωνία έναντι του επερχόμενου τέλους, ο λογοτεχνικός θάνατος παραμένει πάντοτε μια μεταφορά: ένα ενέργημα της γλώσσας, μια μετάβαση από την πραγματικότητα σε ένα γλωσσικό σύστημα όπου άλλα γράφονται και άλλα εννοούνται. Προκύπτει άραγε διαφορετικό ζήτημα όταν ο θάνατος καλείται να εκφράσει είτε μιαν υπαρξιακή περιδίνηση είτε τον θρήνο για τον χαμό ενός αγαπημένου προσώπου; Στην τελευταία περίπτωση έχουμε να κάνουμε με το πένθος για μιαν άφατη απώλεια ενώ με την πρώτη έχουμε ήδη μετακινηθεί στο μεταφορικό πεδίο. Και το πένθος, όμως, για να μείνουμε στην πρώτη περίπτωση, δεν έχει έναν έντονα τελετουργικό και συμβολικό χαρακτήρα; Τα αναλογίζομαι όλα αυτά, ξεφυλλίζοντας το βιβλίο του Fernando Pessoa Περί θανάτου και άλλων μυστηρίων, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Gutenberg, σε εισαγωγή, μετάφραση και σημειώσεις της Μαρίας Παπαδήμα, η οποία έχει εδώ και πολύ καιρό ταυτιστεί με τη μεταφραστική υποδοχή του Πεσσόα στην Ελλάδα (πολύ υποβλητική η αφαιρετική εικονογράφηση του Γιώργου Πογγοζίδη).
Ο Πεσσόα γράφει αλλού, όπως αναφέρει στην πυκνή εισαγωγή της η Παπαδήμα, πως αυτό που θεωρούμε ζωή είναι ο ύπνος της πραγματικής ζωής ενώ ο θάνατος δηλώνει αυτό που πραγματικά είμαστε. Μοιάζει πιθανόν με σόφισμα, αλλά μόνο αν το προσλάβουμε κυριολεκτικά. Αν διαβάσουμε τα διηγήματα που ακολουθούν την εισαγωγή (έχουν έλθει όλα πολύ πρόσφατα στο φως της δημοσιότητας), θα διαπιστώσουμε πως κάθε παραπομπή του Πεσσόα στον θάνατο επιβεβαιώνει το αρχικό μου σχόλιο: ο θάνατος είναι, πριν και πάνω απ’ όλα, λογοτεχνικό γεγονός – ίσως το κατεξοχήν λογοτεχνικό γεγονός αφού δείχνει ικανός να κινητοποιήσει τα πάντα στη λογοτεχνία.
Σε κάποια διηγήματα ο Πεσσόα μιλάει για τον θάνατο εκ καιρώ πολέμου κι εδώ ο θάνατος μπορεί να αποδειχθεί είτε μεγάλος γρίφος και αξεδιάλυτο μυστήριο είτε ένα μεταίχμιο ανάμεσα στο ονειρικό και το πραγματικό, αν όχι και μια κλειστοφοβική παγίδα με σαγηνευτικό περιτύλιγμα. Στα διηγήματα του Πεσσόα υπάρχουν, παρόλα αυτά, και έτεροι (για να μην ξεχνάμε και τους ετερωνύμους του), πολύ διαφορετικοί ο ένας από τον άλλο θάνατοι: θάνατοι συζύγων, όπου ο θύτης σπεύδει να επικαλεστεί και να υπερασπιστεί την αυτονόητη δικαιολογητική τους βάση, θάνατοι από το πάτημα ενός τρένου, το οποίο επελαύνει ασυγκράτητο προς τον παρατηρητή του την ώρα που εκείνος καταβάλλει υπεράνθρωπες να καταλάβει για ποιον λόγο αδυνατεί να συγκινηθεί, θάνατοι εξαιτίας κακού φωτισμού, με διατυπώσεις που εσκεμμένα τοποθετούνται μεταξύ λυρισμού και μελοδράματος, θάνατοι που προκαλούν στον αφηγητή πλήθος ερωτημάτων (εννοείται πως δεν θα απαντηθούν ποτέ) για τη σχέση του νεκρού με την τρέλα, αλλά και αλληγορικοί θάνατοι με ηθικό δίδαγμα και δεοντολογικό επιστέγασμα. Και ναι, συμφωνώ με την Παπαδήμα πως με αυτά και με τα άλλα ο Πεσσόα βάζει στο κέντρο της αφήγησης το ίδιο το συμβάν του θανάτου, τονίζοντας την οικουμενική και όχι την ατομική του διάσταση, πλην δεν μπορώ να μη σκεφτώ ξανά όσα έλεγα προεισαγωγικά – την παραδοχή δηλαδή πως ο θάνατος δίνει εντέλει στον συγγραφέα μια ζωτική αφορμή: την αφορμή να απλώσει και να στήσει τα δίχτυα του, για να ξεκινήσει ένα ατέλειωτο λογοτεχνικό παιχνίδι, ένα παιχνίδι σαν κι αυτά που έχουμε δει άπειρες φορές να παίζονται σε προηγούμενα βιβλία του, αποτίνοντας φόρο τιμής σε έναν πρωτίστως παράγοντα, ο οποίος δεν είναι άλλος από τη δύναμη της γλώσσας, της εσωτερικής ανακίνησης και της λεπτής αποστασιοποίησης με τρανή κορώνα της την ειρωνεία.
Fernando Pessoa, Περί Θανάτου και ‘Αλλων Μυστηρίων, μτφρ. Μαρία Παπαδήμα,Gutenberg