Ο Θάνατος και η Κόρη (της Γεωργίας Συλλαίου)

0
384
Εγκον Σίλε, Ο Θάνατος και η Κόρη

 

της Γεωργίας Συλλαίου

 

Όταν η Μαργαρίτα ανακοίνωσε ότι προτίθεται να δεχθεί την πρόσκληση του Μαέστρου, ο πατέρας της  – ο γνωστός επιχειρηματίας οικολογικών καλλυντικών Γκρην, Κύριος Γκρην –ανησύχησε πάρα πολύ. Διατύπωσε προσεκτικά και όσο πιο πειστικά μπορούσε τις ενστάσεις του, αλλά η κόρη του ήταν αμετάπειστη.

«Με κάλεσε μόνο για έναν περίπατο. Δεν θα χαθεί ο κόσμος αν κάνουμε πέντε βήματα μαζί μετά από τόσα χρόνια. Δεν θα αργήσω, ούτε  χρειάζεται να το κάνουμε θέμα»

 Φίλησε τον αναστατωμένο κ. Γκρην και πήρε τους δρόμους.

Είδε τον Μαέστρο να στέκεται στην είσοδο του θεάτρου, εκεί όπου έκαναν πριν χρόνια τις πρόβες. Εκατοντάδες φορές είχε ανεβεί εκείνα τα εφτά σκαλοπάτια που οδηγούσαν στον δροσερό προθάλαμο, πάντα εκστατικά βιαστική, ωθούμενη από μια διαρκώς αυξανόμενη προσδοκία, σφίγγοντας τα ντοσιέ της και μουρμουρίζοντας τα λόγια που επρόκειτο να προβάρει. Το ευεργετικό μισοσκόταδο την υποδεχόταν σιωπηλό και πολλά υποσχόμενο κι αυτή για να μην διαταράξει την έλευση των ενδεχομένων και των εκπλήξεων δεν άναβε ποτέ το φως της οροφής – διέσχιζε τρέχοντας τους διαδρόμους και τέλος το μικρό τούνελ στο τέρμα του οποίου επιτέλους εμφανιζόταν κατάφωτη η αίθουσα των δοκιμών.

Τώρα δεν έκανε τίποτε από όλα αυτά. Αυτός στεκόταν στο προτελευταίο σκαλί και ο αέρας φούσκωνε το λευκό του πουκάμισο – κάθε τόσο έδιωχνε τα μαλλιά από τα μάτια του προσπαθώντας να εστιάσει το βλέμμα σε ένα σημείο πίσω απ’ αυτήν ή πέρα από το δέντρο που ακουμπούσε το χέρι της, στον δρόμο ταχείας κυκλοφορίας που βοούσε ασταμάτητα.

Το ήξερε ότι κάποτε θα τον ξανασυναντούσε. Το πίστευε όπως ένας χριστιανός αποδέχεται χωρίς αμφιβολίες την ύπαρξη της Αγίας Τριάδος και την άμωμη σύλληψη της Παρθένου. Αυτή τη φορά τα βήματά της ήταν σταθερά και αργά όταν άρχισε να κατευθύνεται προς το μέρος του.

Η  φωνή της δεν έτρεμε όταν του απηύθυνε χαιρετισμό. Ο Μαέστρος ανταπέδωσε με ένα νεύμα και ένα διστακτικό χαμόγελο καθώς της άπλωνε το χέρι. Η χειραψία ήταν χλιαρή και τα δάχτυλά τους στεγνά όταν μπλέχτηκαν για λίγο.

«Φυσάει πολύ εδώ»

Ήθελε να τον ρωτήσει πόση ώρα την περίμενε ακίνητος στο σκαλί της εισόδου και γιατί δεν μπήκε μέσα στο θέατρο να προφυλαχτεί, γιατί δεν φορούσε ένα σακάκι, ένα παλτό, αλλά αυτός δεν της έδωσε χρόνο. Αναστέναξε με κάποια καρτερία και της ξανάπιασε το χέρι, πολύ πιο σφιχτά αυτή τη φορά, σχεδόν στηρίχτηκε επάνω της για να κατεβεί στο πεζοδρόμιο. Προχώρησαν στην αρχή με ακανόνιστα βήματα αλλά σιγά – σιγά συντονίστηκαν, στάθηκαν στο πρώτο φανάρι περιμένοντας υπομονετικά να γίνει πράσινο και πήραν την ανηφόρα.

«Πρώτα θα πάμε στο πάρκο με το πλατάνι, σύμφωνοι»;

Εκείνη κατένευσε πρόθυμα και πολύ γρήγορα βρέθηκαν καθισμένοι στο παγκάκι δίπλα στην κρήνη με τα υγρά φύλλα κάτω από τα παπούτσια τους και τα βραδυκίνητα περιστέρια να κόβουν βόλτες γύρω, μαζί με τα παιδιά που ξεφώνιζαν στις μάνες τους και τους δυο άστεγους που ξύνονταν και χάζευαν και πότε – πότε μονολογούσαν.

Και μετά; Δεν ήθελε να τον ρωτήσει, ούτε να τον οδηγήσει, ήθελε αυτός να αναλάβει την ευθύνη και τον προορισμό της διαδρομής και να επιλέξει μόνος του τις παρακάμψεις, τις στάσεις, να επιτρέψει την απρόσκοπτη εξέλιξη και τροπή των  πραγμάτων, των παντός είδους απροόπτων και των εκπλήξεων.

Και έτσι έγινε. Σηκώθηκαν από το παγκάκι και αγόρασαν παγωτά από το περίπτερο και πάλι βρέθηκαν στον δρόμο κι αυτός την οδήγησε με εντυπωσιακή ακρίβεια στην πλατεία με τις ανθισμένες κερασιές και την φωτογράφισε μέσα στα λευκά λουλούδια. Και όταν άφησαν πίσω τους την πλατεία τής έπιασε πάλι το χέρι και τώρα τα δάχτυλά τους κολλούσαν από τα λιωμένα παγωτά. Σταμάτησαν σε έναν πλανόδιο και διάλεξαν φτηνά γυαλιά με στρας: το δικό του ζευγάρι ήταν δύο αστέρια και το δικό της δύο πεταλούδες.

«Θυμάσαι τις δοκιμές της Madama Butterfly;»

Τις θυμόταν, θυμόταν τα πάντα με ανελέητη ευκρίνεια και ριπές πόνου, κάθε μουντζουρωμένη με σημειώσεις σελίδα, κάθε ξεθωριασμένο εξώφυλλο, όπως και όλες τις ώρες της άκαρπης αναμονής και την ανάκαμψη της ελπίδας την επόμενη μέρα.

Η Μαργαρίτα φόρεσε τα γυαλιά και  έκρυψε το πρόσωπό της στο λευκό του πουκάμισο που πριν από λίγο το φούσκωνε ο αέρας. Άδειασε το μυαλό της από κάθε σκέψη, βήμα το βήμα ανέβαιναν όλο και πιο ψηλά στους λόφους, στις παρυφές της πόλης και αυτή δεν έβλεπε την διαδρομή, την μάντευε μέσα στο λευκό πουκάμισο και στο δέρμα του που σάλευε ζεστό από μέσα. Πόσες φορές του είχε ζητήσει αυτόν τον περίπατο; Δεν μπορούσε ούτε υπήρχε λόγος να θυμηθεί. Και τώρα που επιτέλους αυτός πραγματοποιούσε την ταπεινή της επιθυμία οικειοθελώς, αναρωτιόταν μήπως όλα αυτά διακοπούν από στιγμή σε στιγμή, ακριβώς τώρα που η ευτυχία ήταν απτή και η έξαρση της ελπίδας αντικατοπτριζόταν στα μικρά συνεχή πυροτεχνήματα που άναβαν απρόσκλητα και ευπρόσδεκτα στον ήπιο πυρετό του  μυαλού της.

Κάθε φορά που η πρόβα έφτανε στο τέλος της είχε την ελπίδα ότι θα κάνουν μαζί μια μεγάλη διαδρομή. Οι ήχοι και οι στριφνοί φθόγγοι της δοκιμής θα είχαν σιγήσει, το άγχος της ακρίβειας και το βάσανο της απομνημόνευσης θα ήταν ανάμνηση μακρινή και αυτοί θα έπαιρναν τους δρόμους ασφαλείς και ολοένα πιο ενθουσιώδεις καθώς τα βήματά τους θα απελευθέρωναν τις ενδορφίνες  μαζί με τον ευωδιαστό ιδρώτα και το ευφρόσυνο συνωμοτικό ερυθρίασμα  στα μάγουλα και στο κέντρο του μετώπου.

Κάποτε ξεκόλλησε από πάνω του και ύψωσε το βλέμμα αντικρίζοντας το δικό του. Αυτός απομακρύνθηκε αμέσως σε απόσταση ασφαλείας και φόρεσε βιαστικά τα  γυαλιά που είχαν το σχήμα των αστεριών.  Τον παρακολούθησε να μειδιά με τον ελαφρώς πένθιμο τρόπο του, να σκύβει στο έδαφος, να κόβει δυο γαλάζια λουλουδάκια και να τα πετά μακριά. Κοίταξε γύρω της και διαπίστωσε ότι είχαν βγει από τα όρια της πόλης και σε απόσταση λίγων μέτρων καραδοκούσε το δάσος, σκοτεινό και ελαφρώς ζοφερό, όμοιο με τις ελαιογραφίες στο σαλόνι του πατρικού της.

«Θέλω να γυρίσουμε πίσω»

 Η αναπάντεχη εύθραυστη οικειότητα μεταξύ τους εξατμιζόταν γοργά.  Η Μαργαρίτα άρχισε να παρατηρεί με λοξές γρήγορες ματιές το υπόλευκο και ελαφρώς ρυτιδωμένο πρόσωπο του συνοδού της, τα ανήσυχα χέρια με τα επιμελώς κομμένα νύχια και τον σφραγιδόλιθο στο μικρό δάχτυλο, την ανεξιχνίαστη έκφραση που ανέκαθεν έμοιαζε να καλύπτει την ειρωνεία και την επίκριση. Όμως άδικα ανησυχούσε, άδικα τον υποπτευόταν.  Ο Μαέστρος ήταν μάλλον λυπημένος και αποκαρδιωμένος από την έκβαση του περιπάτου. Τώρα κατέβαιναν την πλαγιά και ταυτοχρόνως με το θαμπό δειλινό τα δέντρα έγερναν τα κλαδιά τους στο χώμα κάτω από το βάρος των πουλιών που ετοιμάζονταν να εγκατασταθούν σ’ αυτά για την νύχτα.

Σταμάτησαν λαχανιασμένοι στην παραλία.

 «Γιατί το έβαλες στα πόδια;»

Όσο κι αν προσπάθησε δεν κατάφερε να ανιχνεύσει σαρκασμό στη φωνή του. Παρ’ όλα αυτά τον παρατηρούσε με αντιπάθεια. Προχώρησε εμπρός και απέφυγε την τελευταία στιγμή έναν ενθουσιώδη ποδηλάτη. Ο Μαέστρος την πρόφτασε για ακόμη μια φορά.

  «Περίμενε, πριν φύγεις θα ήθελα να σου δώσω κάτι»

 Η Μαργαρίτα περιεργάστηκε συνοφρυωμένη το σκληρό χαρτί με την περίτεχνη χρυσαφιά μπορντούρα.

«Είναι μια πρόσκληση, για την πρεμιέρα του Σαββάτου»

Ο Μαέστρος  χαμογελούσε καθησυχαστικά κοιτώντας πάλι πίσω από την σκιά της που διαγραφόταν τρεμουλιαστή επάνω στα λερωμένα πλακάκια.

«Αυτό ήταν λοιπόν»,

είπε και άρχισε να βαδίζει κόντρα στον ήλιο που έδυε. Η φιγούρα του έλιωνε σιγά – σιγά μέσα στο πολύχρωμο πλήθος που κατέκλυζε το πλακόστρωτο και στους αναστεναγμούς θαυμασμού που ακούστηκαν όταν άναψαν τα φώτα στους ψηλούς φανοστάτες μετατρέποντας την παραλία σε σκηνικό θεάτρου. Τον παρακολούθησε να εξαφανίζεται στο γνώριμο βραδινό τοπίο της παραλίας ολοένα πιο δυσδιάκριτος και πιο νεκρός από ποτέ.

Η Μαργαρίτα ανέβασε το φερμουάρ του αντιανεμικού της και πήρε τον δρόμο για το σπίτι. Ο κ. Γκρην άνοιξε την πόρτα πριν αυτή χτυπήσει το κουδούνι, μάλλον είχε ακούσει το ασανσέρ να σταματά. Πήρε αμέσως την πρόσκληση από το ιδρωμένο χέρι της και τα μάτια του σάρωσαν γρήγορα το περιεχόμενο.

Εκείνη έριξε νερό στο πρόσωπό της, σκουπίστηκε πολλή ώρα με μια τραχιά πετσέτα  σαν να ήθελε να εξαφανίσει μαζί με τη γλυκερή μυρωδιά του λευκού πουκάμισου όλη την ανάταση και την διαισθητική έξαρση της τελετουργικής διαδρομής.

Αναρωτιόταν μήπως μόλις είχε αποποιηθεί το δικαίωμα στην ευτυχία παραδίδοντας την πρόσκληση στα χέρια του κ. Γκρην. Στην τραπεζαρία άναβαν τα κεριά και η λάμψη τους αντανακλούσε στα πορσελάνινα πιάτα. Έβαλε στο στερεοφωνικό ένα CD με μουσική του Σούμπερτ, και ενώ ακούγονταν οι πρώτες συγχορδίες από τον Erlkoenig  (*) κάθισε σε μια καρέκλα χωρίς να βγάλει το αντιανεμικό, και με τα χέρια ακουμπισμένα άψυχα στα γόνατά της απορούσε γιατί δεν σηκωνόταν γρήγορα, να ανοίξει την πόρτα και να τρέξει στην πλατεία με τις ανθισμένες κερασιές, να ακολουθήσει τα χνάρια των βημάτων τους που οδηγούσαν στο ίσως απατηλά δυσοίωνο  δάσος και να ολοκληρώσει τη διαδρομή που είχε άκαιρα διακοπεί, να απολαύσει ως το τέλος αυτή την αργοπορημένη  πραγματοποίηση ενός μικρού  ιδιωτικού θριάμβου.

Κι αν είχε κάνει λάθος; Κι αν μέσα από τις σκιές ξεπηδούσαν χρωματιστές φιγούρες αγγέλων και ηχούσαν θριαμβευτικά οι τρομπέτες της χαράς; Δεν θα το μάθαινε ποτέ γιατί την τελευταία στιγμή είχε διστάσει.  Έστρεψε το κεφάλι προς την πόρτα – δεν ήταν κλειδωμένη και ο σύρτης δεν είχε τραβηχτεί. Είχε ακόμη χρόνο, αλλά αυτή εξακολουθούσε να είναι ακινητοποιημένη στην καρέκλα και τώρα κρατούσε ασταθώς στο χέρι ένα ποτήρι με κόκκινο κρασί.

Ο κ. Γκρην πήγε σκεπτικός στο καθιστικό. Είχε διαφορετική άποψη για την έκβαση των πραγμάτων και τον ορισμό των εννοιών. Σήκωσε ένα βαρύ κιβώτιο οικολογικών καλλυντικών και τοποθέτησε από κάτω την πρόσκληση, σε λίγο όμως άλλαξε γνώμη, την πήρε στο μπαλκόνι και της έβαλε φωτιά με τον αναπτήρα του.

 

(*)  Erlkoenig: Lied του Franz Schubert με θέμα παραπλήσιο του ο Θάνατος και η Κόρη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΒασιλική Λάζου : Οι γυναίκες , αδύναμοι κρίκοι στις πολεμικές συγκρούσεις του 1821(συνέντευξη στον Γιάννη Μπασκόζο)
Επόμενο άρθρο«Πως βρέθηκα στο Άουσβιτς» (της Δέσποινας Παπαστάθη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ