Ανδρέας Αποστολίδης
Είχε αρχίσει να διαβάζει το μυθιστόρημα μερικές μέρες πριν, ένα παλιό «αστυνομικό», από αυτά που έβγαιναν στα περιοδικά και μετά έκαναν καριέρα σε μικρό σχήμα και μαλακό εξώφυλλο. Το είχε αφήσει επειδή προέκυψαν κάποιες επείγουσες υποθέσεις που κράτησαν τρεις μέρες και το ξανάπιασε κατά την επιστροφή του στο τρένο, αποκτώντας σταδιακά ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για την πλοκή και τους χαρακτήρες. Εκείνο το απόγευμα, παραμονή Χριστουγέννων, αφότου συνέταξε ένα κείμενο για τον δικηγόρο του (διαθήκη; αίτηση διαζυγίου;) , σε πεσιμιστική διάθεση ως συνήθως στις γιορτές, ξανάπιασε το διάβασμα κλεισμένος στο αναγνωστήριό του. Η θέα από το παράθυρο απλωνόταν στα πεύκα του δάσους. Χωμένος στην αγαπημένη του πολυθρόνα με την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα χάιδευε την κουβέρτα που είχε ρίξει στα πόδια του και διάβαζε τα τελευταία πλέον κεφάλαια. Η μνήμη του είχε συγκρατήσει χωρίς κόπο τα ονόματα και τα χαρακτηριστικά των κεντρικών ηρώων και σχεδόν αμέσως παρασύρθηκε στην ατμόσφαιρα και την ψευδαίσθηση του κόσμου του.
«Η δεξίωση που ακολούθησε την τελετή του γάμου στέφθηκε από επιτυχία. Μετά τον τελευταίο χορό ο ρεπόρτερ με χτύπησε στην πλάτη και με ρώτησε πώς ένιωθα που παντρευόμουν μισό εκατομμύριο δολάρια. Του απάντησα ψέματα, ότι δεν είχα προλάβει να σκεφθώ ακόμα αυτό τον μπελά που έβαζα στο κεφάλι μου. “Πολύ μεγάλος μπελάς”, συμφώνησε μαζί μου, “και απορώ πώς θα ξεμπλέξετε”. Την επομένη η καμαριέρα με την καινούργια σύζυγό μου καθόταν πίσω στην Πακάρ. Αλλά η Μέιβις καθόταν στο μπροστινό πλάι μου. Ένιωθα στα ρουθούνια μου το άρωμά της που μεταχειριζόταν κι άκουγα την ψιθυριστή φωνή της στο αυτί μου. “Μην προχωρείς περισσότερο, υπάρχει ακόμα καιρός να σωθείς. Σταμάτησε το αμάξι στο πρώτο σταυροδρόμι και πήδηξε έξω. Μόνο η φυγή στο σκοτάδι θα σε σώσει”. Πήρα στα σοβαρά την υπόδειξή της. Μακάρι να μπορούσα να εκτελέσω την επιθυμία της. Δυστυχώς όμως δεν είχα τη δύναμη να βγάλω από το μυαλό μου τα εκατομμύρια δολάρια της Έλσας. Ήταν ένα σοβαρό ποσό. Κι αν της συνέβαινε κάτι, όπως πίστευα, δεν υπήρχε κανείς άλλος κληρονόμος εκτός από εμένα. Γέλασα και το γέλιο τράνταξε το κάθισμά μου. Διάβολε! Υπήρχε κι άλλος ένας κληρονόμος κι αυτόν δεν τον είχα σκεφθεί. Ήταν μεγαλύτερος από εμένα κατά δέκα χρόνια, αλλά κανείς απ’ όσους με είχαν γνωρίσει τον τελευταίο καιρό δεν θα μπορούσε να διακρίνει τη διαφορά. Επιπλέον είχε το χρόνο να μελετήσει τους τρόπους μου και να μιμηθεί τη φωνή μου. Χαμογελούσε, μιλούσε και περπατούσε σαν εμένα».
Ένας λαχανιασμένος διάλογος ξετυλίγονταν μέσα στις σελίδες σαν ένα ποτάμι από ερπετά και είχες την αίσθηση πως όλα είχαν αποσαφηνιστεί από πάντα.
«Τώρα που είχα παντρευθεί στα φανερά, αυτό που μου έμελλε ήταν να εξαφανιστώ, για να γίνει εκείνος ο δεύτερος σύζυγος της κυρίας Έλσας Ντουάιτ. Όλα είχαν συμβεί πριν από τρεις μέρες. Και τώρα βρισκόμουν κλεισμένος μέσα σε αυτό το δωμάτιο τριγυρισμένος από την κρύα ατμόσφαιρα του θανάτου και της σιωπής, ενώ η πόλη ολόκληρη ήταν ντυμένη στα γιορτινά κι ο κόσμος μαζεύονταν στα στολισμένα σπίτια. Μισή ώρα πριν είχαν αποφασίσει και οι δύο ότι δεν τους ήμουν πλέον απαραίτητος. Είχαν φθάσει στο τέρμα των σχεδίων τους. Το δηλητήριο βρισκόταν στον καφέ που μου έδωσαν να πιώ. Έτσι τουλάχιστον πίστευα. Λίγο όμως με ενδιέφερε. Αρχίζω κιόλας να νιώθω τα αποτελέσματα του δηλητήριου στον τσακισμένο οργανισμό μου και δεν θα μπορέσω να γράψω περισσότερα».
Του άρεσε. Τα αστυνομικά με φαντασία τον διέγειραν, ειδικά τα «εορταστικά». Τότε μεταμορφωνόταν. Τον διέγειραν σαν το πράσινο υγρό που έπινε ο δόκτωρ Τζέκυλλ (ή μήπως του αρκούσε η υπόθεση της κληρονομιάς ή του διαζυγίου;).
Έχει ντυθεί Αϊ Βασίλης για να κινείται άνετα. Παραμονή προς μεσάνυχτα. Η ιδανική ώρα. Η γυναίκα τού παρέδωσε το σχεδιάγραμμα του σπιτιού. Και δεν ήταν η οποιαδήποτε γυναίκα. Ήταν η Βίβιαν Ντάρκμπλουμ, το alter ego της Ιρένε Άντλερ. «Στο πάνω πάτωμα δύο πόρτες. Η πόρτα του μικρού σαλονιού και μετά το αναγνωστήριο». Προχώρησε σαν υπνωτισμένος με το στιλέτο στο χέρι, το φως από τα φανάρια του κήπου στο μεγάλο παράθυρο, η ψηλή ράχη της πολυθρόνας, το κεφάλι του άνδρα που κάθεται και διαβάζει απορροφημένος ένα μυθιστόρημα. Υψώνοντας το στιλέτο διέκρινε τον τίτλο του. Το ρολόι του τοίχου σήμανε δώδεκα.
Το πρωί βρήκαν το πτώμα. Είχε γύρει το κεφάλι στο πλάι, από το στόμα του είχε κυλήσει λίγο αίμα σε μια κόλα χαρτί. Είχε προλάβει να γράψει τον τίτλο, όπως συνήθιζε. Ξεκινούσε από τον τίτλο και την πρώτη παράγραφο αργά το βράδυ και μετά τον έπαιρνε ο ύπνος στην πολυθρόνα. Ξημερώματα συνέχιζε. Ο επιθεωρητής Μορβάν τράβηξε το χαρτί μέσα από τα παγωμένα δάχτυλα του νεκρού. To είχε ξαναδεί το σκηνικό. Έγραφε «Ο θάνατος θα’ρθει και θα’χει τα μάτια σου» και μετά τρεις τελίτσες, τρεις κόκκινες πιτσιλιές, σαν σταγόνες από βουλοκέρι.