Ο Ταλαντούχος Νέρωνας ή Πώς ο ποιητής αυτοπροσδιορίζεται και αυτοαναιρείται (της Αγάθης Γεωργιάδου)

0
242

 

της Αγάθης Γεωργιάδου

Ο Ταλαντούχος Νέρων είναι η δεύτερη ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Νικολάου, ο οποίος, παράλληλα με την ποίηση, δραστηριοποιείται και ως Ογκολόγος- Ακτινοθεραπευτής. Το εξώφυλλο της συλλογής κοσμεί ο πίνακας του John William Waterhouse «Οι τύψεις του αυτοκράτορα Νέρωνα μετά τον φόνο της μητέρας του» (1878), άμεση εικαστική παραπομπή στον τίτλο και τον βασικό θεματικό πυρήνα της συλλογής.

Στην ποιητική του επιστροφή, ο Νικολάου εμφανίζεται εμφανώς ωριμότερος τόσο ως προς την ποιητική τεχνική όσο και ως προς τις θεματικές του επιλογές. Στη Βιογραφία ενός χεριού (Περισπωμένη, 2022) —που τιμήθηκε με το βραβείο «Γ. Αθάνα» της Ακαδημίας Αθηνών— εστίασε ποιητικά σε καλλιτέχνες όπως ο Ροντέν, ο Βερμέερ, ο Ντε Κίρικο, ο Χόπερ και άλλοι, αλλά και σε ιστορικές και μυθολογικές φυσιογνωμίες, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος ή ο Ναπολέων. Όχι με τη ματιά του ιστορικού τέχνης, αλλά ως στοχαστής ποιητής που επιχειρεί να ανιχνεύσει τη διαλεκτική σχέση παρελθόντος και παρόντος. Όπως παρατηρεί εύστοχα η Αγγελική Πεχλιβάνη (Culture Book, 24.12.2023), το ποιητικό του βλέμμα «χρησιμοποιεί το παρελθόν ως πρόσχημα για φιλοσοφικό στοχασμό, ως αφορμή να καταγραφεί η έκκεντρη τυχαιότητα (ναι, αυτό που λέμε μοίρα) και η ματαιότητα της ατομικής – ανθρώπινης περιπέτειας, που δεν καταγράφηκαν στην ιστορία».

Με ανάλογη πρωτοτυπία και διεισδυτικότητα προσεγγίζει και την ποιητική ύλη του Ταλαντούχου Νέρωνα, αυτή τη φορά με πρόθεση να υπονομεύσει βεβαιότητες και να μετατρέψει την ποίηση σε εργαλείο σχολιασμού της συλλογικής και της ατομικής εμπειρίας. Αποφεύγει συνειδητά την «πεπατημένη» τόσο στις θεματικές επιλογές του όσο και στη γλωσσική τους απόδοση. Μέσα στα ποιήματά του παρεισφρέει η λεπτή ειρωνεία, η παιγνιώδης διάθεση, ακόμη και η πικρή αυτοαναφορικότητα — στοιχεία που αναδεικνύουν όχι μόνο τον προβληματισμό του για τη θέση του ίδιου ως ποιητή, αλλά και για την ίδια την ουσία της ποιητικής πράξης.

Με επιρροές από τον Καβάφη – ιδίως ως προς τη στοχαστική πνοή και την ειρωνική αποστασιοποίηση –, από τον Πολωνό Zbigniew Herbert με τη νηφάλια, φιλοσοφική αλλά αιχμηρή ματιά του, από τον Καρυωτάκη με την υπόγεια ανατρεπτικότητα και τον γόνιμο αυτοσαρκασμό του, από την εξομολογητική λιτότητα των Αμερικανών μοντερνιστών, και ιδίως από τον κορυφαίο εκφραστή τους William Carlos Williams, καθώς και από τον Γιώργη Παυλόπουλο με το υπαρξιακό και φαντασιακό βάθος των ποιημάτων του, ο Νικολάου οικοδομεί μια ποίηση αυθεντικά προσωπική· μια ποίηση που μεταβολίζει τα ίχνη της παράδοσης, χωρίς να εγκλωβίζεται σε αυτήν.

Η συλλογή διαρθρώνεται σε τρεις ενότητες: Ι. Απολογισμός ή όλοι κερδισμένοι, ΙΙ. Σημεία αναγνώρισης και ΙΙΙ. Παριστάνοντας τους ζωντανούς. Στην πρώτη ενότητα, η ποίηση λειτουργεί ως πράξη αντίστασης απέναντι στις εδραιωμένες αλήθειες· ως ένα είδος υπαρξιακής αφύπνισης που επιχειρεί να χαρτογραφήσει την ταυτότητα μέσα από την άρνηση της βεβαιότητας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ποίημα «Υψοφοβία» (σ. 11):

«Αν ποτέ κατάφερνα

να σκαρφαλώσω στα δέντρα των βεβαιοτήτων μου,
πιθανότατα θ’ αντίκριζα τη θάλασσα των διαψεύσεών μου.
Καμιά έκπληξη…», συλλογίστηκε ο Χριστόφορος Κολόμβος και πήρε τον δρόμο για το δάσος.

Η δεύτερη ενότητα είναι αυτοπροσδιοριστική. Ο ποιητής πειραματίζεται με τη μορφή των ποιημάτων του, ακόμα και με την ομοιοκαταληξία (βλ. «Λιανοπαρατράγουδο»: «Κάλλιο να ’μαι η τελεία / παρά ποιητή δαφνοστεφούς η οξεία», σ. 23), καθώς αποπειράται να αποδομήσει με ειρωνικό τρόπο την «ποιητική αυθεντία» και άλλα στερεότυπα. Ενδεικτικό είναι το ποίημα «Τα ποιήματα του Ρέυμοντ Κάρβερ» (σ. 27), όπου η φαντασίωση της ποιητικής καταξίωσης εκτρέπεται σε σκηνές προσωπικής παρακμής και υπαρξιακής απογύμνωσης, μέσα από μια απολαυστικά ειρωνική, αυτοαναφορική αφήγηση: «Νομίζω ότι μπορώ να γράψω ένα βιβλίο μέχρι το βράδυ […] Τηλεφωνώ για να ’ρθουν όσοι με γλείφουν […] Λέω: “Θα μείνουν τα ποιήματα”». Εδώ η ποίηση εμφανίζεται ως πεδίο ναρκισσισμού, καθώς η φωνή του ποιητή συνομιλεί με τον Κάρβερ όχι για να τον μιμηθεί αλλά για να φωτίσει το κενό που αφήνει η λογοτεχνική φιλοδοξία όταν εκτοπίζει την ανθρώπινη επαφή. Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της παιγνιώδους αλλά και διαβρωτικής διάθεσης του Νικολάου να υπονομεύσει τον ρόλο του ποιητή, εντάσσοντας την ίδια την ποιητική πράξη στον χορό των ειρωνικών μεταμορφώσεων που διαπερνούν τη συλλογή του.

Η τρίτη ενότητα, στην οποία περιλαμβάνεται και το ποίημα που δίνει και τον τίτλο στη συλλογή «Ο Ταλαντούχος Νέρωνας», είναι η πιο στοχαστική και υπαρξιακά πυκνή. Εδώ κυριαρχεί ένα αίσθημα διαψευσμένων προσδοκιών, η αποδοχή του αστάθμητου και η επίγνωση της ανθρώπινης ευθραυστότητας μέσα στον χρόνο. Ιδιαίτερη έμφαση αξίζει να δοθεί στο ποίημα αυτό, καθώς συμπυκνώνει την ποιητική πρόταση του Νικολάου:

Διαβάζει ποίηση ανελλιπώς.

Γράφει ποιήματα δικά του.

Σαν μεγαλώσει, θα γίνει κιθαρωδός.

Σε κατάμεστα θέατρα ν’ απαγγέλει ωδές

-το μεγαλύτερο όνειρό του.

Θα τα καταφέρει.

Οι δυο παιδαγωγοί του,

ένας χορευτής κι ένας κουρέας,

τον βεβαιώνουν.

Εύχεται μόνο να ζει η μητέρα του.

Με φόντο τη φωταγωγημένη Ρώμη

θα χαλάσει κόσμο,

κι εκείνη δεν μπορεί να λείπει.

Το ποίημα αρχίζει με μια ήσυχη, σχεδόν αθώα εικόνα: ένας νέος διαβάζει ποίηση «ανελλιπώς» και γράφει τα δικά του ποιήματα. Υπάρχει εδώ μια ειλικρινής αφοσίωση στην τέχνη, αλλά και μια προβολή προς το μέλλον, μια νεανική φιλοδοξία: «σαν μεγαλώσει, θα γίνει κιθαρωδός». Η λέξη «κιθαρωδός» προσδίδει στην τέχνη τη βαρύτητα της παράστασης. Το όνειρο του ποιητικού υποκειμένου να απαγγέλλει «ωδές» σε κατάμεστα θέατρα δείχνει μια βαθιά επιθυμία για αναγνώριση, για λάμψη, για αποδοχή, αλλά και μια εγγενή σχέση της τέχνης του με το θέαμα. Ο Νέρων εδώ δεν είναι το ιστορικό πρόσωπο αλλά ένας νέος που οραματίζεται τον εαυτό του ως δημιουργό μέσα σε ένα κοινωνικό πλαίσιο που του υπόσχεται δόξα, αποδοχή, και —το σημαντικότερο— διάρκεια. Όμως το ποίημα είναι επιμελώς υπονομευμένο: οι παιδαγωγοί που του δημιουργούν ψεύτικες προσδοκίες είναι ένας χορευτής κι ένας κουρέας. Αυτή η ιδιότυπη επιλογή λειτουργεί ειρωνικά γελοιοποιώντας το ποιητικό υποκείμενο. Το κλείσιμο του ποιήματος αιφνιδιάζει. «Εύχεται μόνο να ζει η μητέρα του». Εδώ, η αναφορά στη μητέρα του Νέρωνα δεν μπορεί να αγνοηθεί ιστορικά: η Αγριππίνα ήταν χειραγωγός, καθοριστική φιγούρα στην άνοδο και στην προσωπικότητά του — και, τελικά, θύμα του.

Η τελευταία εικόνα με τη «φωταγωγημένη Ρώμη» —που παραπέμπει και στην πυρκαγιά της Ρώμης, με τον Νέρωνα να «παίζει λύρα» – δεν είναι απλώς μια φαντασίωση μεγαλείου. Είναι και μια προοικονομία καταστροφής. «Θα χαλάσει κόσμο» λέει το ποίημα, σε μια διατύπωση που ακροβατεί ανάμεσα στην καθημερινή έκφραση επιτυχίας και στην κυριολεκτική απειλή: θα φέρει την καταστροφή. Και η μητέρα του δεν μπορεί να λείπει  – ως αυτόπτης μάρτυρας, ως μέτοχος, ως «γεννήτρια» ή ως θύμα;

Το ποίημα ισορροπεί ανάμεσα στο παρωδιακό και το δραματικό: με παιγνιώδη ειρωνεία αποδομεί τη φιλοδοξία της ποιητικής αυταρέσκειας, ενώ η επίκληση της μητέρας και η σκηνική σύνθεση με φόντο τη φωταγωγημένη Ρώμη, προοικονομούν την τραγωδία. Η ποιητική φιλοδοξία διασταυρώνεται υπόγεια με την ιστορία του Νέρωνα: η ύβρις του καλλιτέχνη που, παρά το ταλέντο και πάθος, καταλήγει στη βία και την καταστροφή. Ο Νέρωνας του Νικολάου είναι ένας επίδοξος ποιητής, εν δυνάμει τύραννος, παγιδευμένος ανάμεσα στο όνειρο, την αυταπάτη, αλλά και τη μοίρα.

Συνολικά, η συλλογή διακρίνεται για την εσωτερική της συνοχή· κάθε ενότητα μετατοπίζει την εστίαση σε μια διαφορετική πτυχή της ποιητικής τέχνης. Τα ποιήματα λειτουργούν ως «ποιητικές ιστορίες» – σύντομα αφηγηματικά στιγμιότυπα με ειρωνική κορύφωση ή υπαρξιακή διάψευση. Η μορφή τους είναι αντισυμβατική, με ποικιλία στον ρυθμό, στον τόνο και στην έκταση, χωρίς προσήλωση σε παραδοσιακές φόρμες, αλλά με έλεγχο της ροής και έντονη ρυθμικότητα. Η γλώσσα είναι αιχμηρή και παιχνιώδης, κοφτερή και ειρωνική, με πυκνότητα λόγου και στοιχεία προφορικότητας, που δεν μειώνουν τη δύναμη του ποιητικού λόγου. Δεν λείπει ούτε η ερωτική διάσταση, ενταγμένη όμως στη συνολική λογική της ανατροπής, όπως στο ποίημα «Εύγλωττος», όπου η γλώσσα γίνεται εργαλείο λεκτικής και σωματικής επιθυμίας: «Αντλώντας απ’ όλα τα τεχνάσματα / που η ευλυγισία της γλώσσας μού προσφέρει / δεν χρειάζομαι λεξικό / για να μιλήσω στ’ ανοιχτά σου πόδια». Η τολμηρότητα εδώ δεν είναι ωμή, αλλά γλωσσικά ευρηματική· μετατρέπει την επιθυμία σε πράξη λεκτικής απογύμνωσης, ενισχύοντας τη γενικότερη αίσθηση πως ο Νικολάου χρησιμοποιεί την ποίηση όχι μόνο για να στοχαστεί αλλά και για να παίξει με τα όρια της γλώσσας (βλ. επίσης «Ένα κακό ποίημα, σ. 28).

Η συλλογή Ο ταλαντούχος Νέρωνας διαμορφώνει μια ποιητική ταυτότητα που ισορροπεί ανάμεσα στην ειρωνεία και τη στοχαστικότητα, την αποδόμηση και την υπαρξιακή αγωνία, το χιούμορ και τη βαθιά ευαισθησία. Ποιήματα όπως το «Παριστάνοντας τους ζωντανούς» συμπυκνώνουν την αίσθηση μιας εποχής όπου οι «χειραψίες» και οι «σχέσεις» μοιάζουν απίθανες, αφήνοντας τους ανθρώπους να παριστάνουν πως ζουν, εγκλωβισμένοι σε έναν «δήθεν γελασμένο» μελλοντικό χρόνο. Την ίδια στιγμή, ποιήματα όπως το «Σισύφειο» μετατρέπουν το διαρκές βάρος της ύπαρξης σε μια πράξη σχέσης – ο μόχθος του Σισύφου είναι η αντανάκλαση του βλέμματος του Άλλου. Αυτή η λεπτή σύνδεση ανάμεσα στην ατομική μοίρα και την ανάγκη για επικοινωνία συνιστά ίσως την πιο συγκινητική διάσταση της ποιητικής του Κωνσταντίνου Νικολάου: μια ποίηση που παλεύει να μείνει ειλικρινής μέσα στον κόσμο της προσποίησης· να παραμείνει ζωντανή, χωρίς να «παριστάνει» τη ζωντανή. Στον Ταλαντούχο Νέρωνα, η ποίηση δεν είναι καταφύγιο – είναι τόπος ερωτημάτων και αμφιβολιών, σκηνή όπου παίζεται, με χιούμορ και βάθος, η ανθρώπινη περιπέτεια.

Κωνσταντίνος Νικολάου,Ο ταλαντούχος Νέρωνας,Σμίλη, 2024

Προηγούμενο άρθροΜε τον Καζαντζάκη ως ήρωα και οδηγό (της Έρης Σταυροπούλου)
Επόμενο άρθροΕυρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας 2025 στην Ιταλίδα Nicoletta Verna για το «Giorni di Vetro» (από την Αλεξάνδρα Χαΐνη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ