Αγγέλα Καστρινάκη.
Με αφορμή την επανέκδοση των συλλογών διηγημάτων Νεράιδα του βυθού, Χαμένος παράδεισος και Στο χάος.
Άρχισε τότε, λέει, να κάνει ορισμένες σκέψεις γύρω από το χιούμορ και θυμάται πως απόρησε πολύ κι ο ίδιος με τις σκέψεις του. «Η αστυνομία, λόγου χάριν, είπε, δεν έχει αίσθηση του χιούμορ». Ούτε οι ακαδημαϊκοί την έχουν… Ούτε και τα βόδια βέβαια. Αλλά ούτε και ο Μέγας Αλέξανδρος την είχε. Ούτε ο Μαρξ, ούτε ο Λένιν… Όμως… για σταθείτε λίγο… Όταν περνάμε από τη ζωή κοιτώντας τα πάντα σαν τα βόδια ή σαν τις κατσίκες –κι αυτές επίσης είναι πολύ σοβαρές– δίχως να μας περνάει από το μυαλό η σκέψη πως σε τούτη δω την περιπέτεια, τη ζωή, που είναι σωστό πανηγύρι, θα τα ιδούμε όλα αξεδιάλυτα μπλεγμένα, και τα χαρούμενα και τα λυπητερά και τα σοβαρά και τα αστεία και τα γελοία… Τότε…χμ!…χμ!…
Τα παραπάνω λόγια ο Σωτήρης Πατατζής τα βάζει στο στόμα ενός εξαθλιωμένου γέρου, με αυτά όμως διατυπώνει ουσιαστικά την καταστατική αρχή της γραφής του – ίσως και της ζωής του: όλα αξεδιάλυτα δεμένα, τα σοβαρά, τα τραγικά και τα ευτράπελα. Αυτήν την αρχή δοκίμασε να εφαρμόσει, από το πρώτο έως το τελευταίο του έργο, από το πιο στρατευμένο (στην αντιστασιακή του εποχή) έως το πιο αντίθετο στην ιδέα της στράτευσης και της εξυπηρέτησης ενός σκοπού.
Στην τελευταία κατηγορία ανήκει το διήγημα, κομμάτι του οποίου μόλις παρέθεσα. Πρόκειται για τον «Καπετάν-Αϊτό» από τη συλλογή Στο χάος…, 1981. Ο ήρωας που κάνει τις «σκέψεις γύρω από το χιούμορ» είναι ένα γεροντάκι παραλυμένο και παραμελημένο. Όχι απλώς παραμελημένο∙ ο γιος του τον έχει ρίξει σε μια καλύβα, μαζί με έναν σκύλο, τον κρατά στη ζωή με ένα ξεροκόμματο και τον φέρνει πότε πότε στο τραπέζι του, προκειμένου να διασκεδάσει τους καλεσμένους του με τις αγωνιστικές πόζες που ως πρώην αγωνιστής της Αντίστασης παίρνει για χάρη τους (για χάρη του φιλοδωρήματος σε είδος). Κι όμως ο γέρος αυτός είχε υπάρξει άλλοτε σπουδαίος καπετάνιος του ΕΛΑΣ, με ένα γενναίο κατόρθωμα στο ενεργητικό του: είχε πηδήξει από μεγάλο ύψος πάνω σε γερμανικό καμιόνι και είχε σκοτώσει τους στρατιώτες, όλους – και τον 17χρονο ξανθό Γερμανό, βέβαια, που τον είχε ικετέψει για τη ζωή του με τη λέξη «καμαράντ». Τώρα, σε αυτή την άθλια κατάσταση όπου βρίσκεται, ξανασκέφτεται τον παλιό του ηρωισμό. Έχει αναθεωρήσει πολλά στη ζωή του, ανάμεσά τους και την άποψη για τον θάνατο:
Ναι, μπορεί να ήτανε τρέλα, όμως τον βασάνιζε ο θάνατος από τον καιρό της πρώτης του νεότητας. Τον ξέχασε μόνο σ’ ένα «φωτεινό διάλειμμα» της ζωής του, που μπορεί πολύ καλά να μην ήτανε καθόλου φωτεινό, αλλά, αντίθετα, σκοτεινό –σκοτεινότατο– κάτι σαν αρρώστια της μνήμης, ίσως και προσωρινή μαλάκυνση. Το διάστημα αυτό ήτανε τα χρόνια του πολέμου. Κανένας, λέει, τότε δεν αναρωτιότανε τι είναι ο θάνατος και θυμάται τώρα έναν ψυχίατρο που είχε ονομάσει το φαινόμενο αυτό «μαλάκυνση των πολυβόλων».[1]
Ο ηρωισμός, κατά συνέπεια, όταν δεν φοβάται κανείς τον θάνατο, είναι μια αφύσικη κατάσταση, και ολόκληρη η εποχή της αψηφισιάς μια «αρρώστια». Την τελευταία στιγμή της ζωής του λοιπόν ο γεροντάκος ξαναγράφει την παλιά σκηνή με τον φόνο των Γερμανών, αλλάζοντας τα δεδομένα. Έχει πάει, λέει, στο βουνό να κυνηγήσει λαγούς, μαζί με τον μικρό φίλο του τον Βασιλάκη, έναν εγκαταλελειμμένο μικρό που ονειρεύεται να βγάλει λεφτά πιάνοντας λαγούς, και τον επίσης αξιοθρήνητο σκύλο. Εκεί που στέκεται σε έναν βράχο, βλέπει κάτω το παλιό γερμανικό καμιόνι∙ μόνο που τώρα οι Γερμανοί δεν κρατούν όπλα, αλλά κονσέρβες, και τον καλούν να φάει μαζί τους. «Κομ, κομ!» του φωνάζει και το ξανθό 17χρονο, «Έλα να σου κάνουμε το τραπέζι». «Α, το μπασταρδάκι του Χίτλερ», σκέφτεται εκείνος σχεδόν με τρυφερότητα, «πότε κιόλας τα ’μαθε τόσο ωραία τα ελληνικά;». Κι εντέλει ο γέρο-αϊτός «φτερούγισε» προς το μέρος τους.
«Σπουδογέλοιον», όπως θα έλεγαν και οι θεωρητικοί του γέλιου, ένα γέλιο «στρατευμένο στις σοβαρές υποθέσεις της κοινωνίας και της πολιτικής»[2]. Ο Πατατζής θέτει όντως πολύ σοβαρά ζητήματα: τη δικαίωση ή όχι του φόνου στον πόλεμο, όταν έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με τον αντίπαλο, ορισμένα ζητήματα ηθικής του μαρξισμού, την παραμέληση γερόντων, παιδιών και ζώων σε μια σκληρή κοινωνία. Όσον αφορά το πρώτο, είναι πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι η Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, στην ομιλία της κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ το 2015, εστίασε σε μια τέτοια περίπτωση φόνου κατά τον πόλεμο, που επανέρχεται βασανιστικά στο όνειρο ενός παλιού στρατιώτη:
Ότι σκότωσα άνθρωπο δεν με τρόμαξε… και κατά τη διάρκεια του πολέμου δεν το θυμόμουν καν. Γύρω μας υπήρχαν παντού νεκροί, ζούσαμε ανάμεσα σε νεκρούς. Εξεπλάγην όταν, μετά από πολλά χρόνια, ξαφνικά ονειρεύτηκα τον Γερμανό. Δεν το περίμενα… Το όνειρο ερχόταν ξανά και ξανά… Εγώ πετάω κι αυτός δεν λέει να μ’ αφήσει… Απογειώνεσαι… πετάς… πετάς… με προφταίνει και πέφτουμε μαζί. Καταλήγω σε έναν λάκκο… θέλω να σηκωθώ… ν’ ανέβω ψηλά…μα δεν με αφήνει… Δεν μπορώ να του ξεφύγω και να πετάξω μακριά…Κάθε φορά το ίδιο όνειρο… με καταδίωκε δέκα ολόκληρα χρόνια…[3]
Η σύμπτωση είναι εντυπωσιακή. Μόνο που ο Πατατζής, μέσω της τέχνης, έχει επανορθώσει την πραγματικότητα. Στο όνειρο που κατασκευάζει, ο εφιάλτης μετασχηματίζεται σε γιορτή συμφιλίωσης. Το ίδιο έχει κάνει και στο μυθιστόρημά του Πένθιμο εμβατήριο (1978), όπου εκεί ένας άλλος νεαρός Γερμανός διασώζεται από έλληνες αντάρτες και καθίσταται σύμβολο συναδέλφωσης ανάμεσα στους αντιμαχόμενους.
Για να επανέλθουμε όμως στο διήγημα, στο «σπουδογέλοιο» και στην τεχνική του συγγραφέα, ας σημειώσουμε ότι ο Πατατζής, εκφεύγοντας σαφώς από τα όρια του ρεαλισμού, προκρίνει ένα είδος τραβηγμένης προς το γκροτέσκο αναπαράστασης, που ίσως οφείλει κάτι στο θέατρο του παραλόγου. Στο πλαίσιο αυτό, εξαιρετικά επιτυχημένη θεωρώ την απόδοση της σχέσης του ήρωα με τον μικρό του φίλο και με τον σκύλο (ο κίνδυνος του γλυκανάλατου που ελλοχεύει έχει ξεπεραστεί ακριβώς μέσω του χιούμορ), ενώ κάπως άστοχη (επειδή εκεί το χιούμορ αποσύρεται) την τερατώδη μορφή του γιου που εξευτελίζει τον πατέρα του. Εντωμεταξύ, όπως έχει αναθεωρήσει ο ήρωας του παραπάνω διηγήματος, έτσι έχει αναθεωρήσει και ο ίδιος ο Πατατζής. Από το αρχικό ιδανικό του ηρωισμού, που είχε εμπνεύσει τα πρώτα του διηγήματα, τα έξοχα Ματωμένα χρόνια (1946), έχει κυλήσει πολύ νερό στ’ αυλάκι. Διαφωνίες με το ΚΚΕ, η ανοιχτή καταγγελία του Στάλιν ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 1940, η σκληρή συμπεριφορά απέναντί του από το Κόμμα (λέγεται ότι του γύρισαν την πλάτη όταν εκείνος αναγκάστηκε να υπογράψει δήλωση), όλα αυτά και άλλα προφανώς γεγονότα σφράγισαν τη ζωή του με μια βαριά πίκρα απέναντι στους πρώην συνοδοιπόρους (ποτέ δεν είχε γίνει μέλος του ΚΚΕ)[4].
Πάντως, παρά τη μεταστροφή του και παρά το ότι πέρασε μια εποχή θυμού που μάλλον έβλαψε την τέχνη του (αναθεώρησε τη θαυμάσια Μεθυσμένη πολιτεία του 1948, διαταράσσοντας αν όχι και καταστρέφοντας τις ισορροπίες της[5]), η αίσθηση του χιούμορ σχεδόν ποτέ δεν τον εγκατέλειψε. Μαζί με αυτήν, και οι εντυπωσιακοί και χαριτωμένοι του διάλογοι. Ίσως εκεί άλλωστε ήταν το μεγάλο ταλέντο του, που το αξιοποίησε γράφοντας θέατρο. Ιδού, το διήγημα «Το σπίτι των τριών παλικαριών» από τη συλλογή Νεράιδα του βυθού, 1952, το οποίο ο ίδιος αργότερα μετέφερε στη σκηνή:
Βράδυ Ανάστασης, βρέχει καρεκλοπόδαρα. Στο σπίτι στην άκρη του χωριού, ζουν τρία γεροντοπαλίκαρα. Ο πρεσβύτερος αδελφός κάποτε έχει χάσει από τη μεγάλη του ατζαμοσύνη την ευκαιρία του έρωτα, και τώρα τυραννά τον μικρότερο που, αφοσιωμένος, όλη μέρα δουλεύει για κείνον. Ο μεσαίος έχει αγαπήσει άλλοτε, όμως η κόρη τού πέθανε πριν την φιλήσει. Ο μικρός είναι αφελής και καλόκαρδος, πτωχός στο πνεύμα. Τη νύχτα λοιπόν της Ανάστασης χτυπά την πόρτα τους νεαρή γυναίκα βρεγμένη ως το κόκαλο. Έχει αναγκαστεί να φύγει απ’ την Αθήνα, όπου έχει πέσει η μεγάλη κατοχική πείνα. Αφού τρώνε οι τέσσερις μαζί, ο μεγάλος αδελφός κάνει να διώξει την κοπέλα, ο μικρός όμως, που έχει γλυκαθεί από την παρουσία της, για πρώτη φορά σηκώνει κεφάλι στον μεγάλο αδελφό. Τελικά η κοπέλα αναγκάζεται να φύγει κι ο μικρός αδελφός, μετά από σύντομη εξέγερση, ξαναμπαίνει στην υπηρεσία: “Θέλεις να σου κάνω μια εντριβή με καντηλόλαδο;” “Ναι, Τζανέτο”.
Το διήγημα, παρά το θλιβερό του τέλος, την απώλεια της ευτυχίας για πάντα και την υποταγή, είναι γεμάτο από χαριτωμένα κωμικά στιγμιότυπα, που προκύπτουν από τον τρόπο που συλλαμβάνει ο συγγραφέας τους χαρακτήρες του. Ο μεγάλος αδελφός είναι ένα μίγμα αυταρχισμού και ανικανότητας, αλλά όλα αυτά σε χαμηλόφωνο σχεδόν συμπαθητικό επίπεδο∙ ο μικρός αδελφός είναι ένας γλυκύτατος χαζούλης, πρόθυμος να δουλεύει ολημερίς για τον αδελφό που θαυμάζει, αλλά και με την αιφνίδια δύναμη που του δίνει μια κρυφή απελπισία∙ και ο μεσαίος αδελφός, κουφός λόγω ηλικίας, βοηθάει τα κωμικά εφέ του έργου μέσω των παρεξηγήσεων που γεννά η κουφαμάρα του. Αποτέλεσμα: ένα γλυκόπικρο αίσθημα για τη δυσκολία της ύπαρξης, για τις χαμένες ευκαιρίες, για τη μοιραία μικρότητα των ανθρώπων. Το εξαίρετο διήγημα ανήκει βέβαια στην εποχή της απογοήτευσης του συγγραφέα μετά την ήττα της Αριστεράς στον εμφύλιο, μετά και την προσωπική του ήττα λόγω της κριτικής στάσης που κρατούσε στους κόλπους της Αριστεράς. Όμως και στην προηγούμενη φάση, πριν τις ήττες, όταν ακόμα ο Πατατζής έγραφε ηρωικά κείμενα για να στηρίξει τον αγώνα, η καλλιτεχνική ευφυΐα του τον οδηγούσε σε παρόμοιες λύσεις.
Στο διήγημα «Θάλαμοι σιωπής» (δημοσιευμένο στη συλλογή Νεράιδα του βυθού, αλλά γραμμένο προφανώς νωρίτερα) δυο μελλοθάνατοι, ο καθένας στο κελί του, γνωρίζονται με σήματα μορς και αντιλαμβάνονται ότι ανήκουν σε διαφορετικό φύλο∙ οπότε η επαφή τους παίρνει και μια ερωτική χροιά∙ ο άντρας προσπαθεί να φανταστεί πώς είναι η γυναίκα πίσω από τον τοίχο: «Αλήθεια, πες μου: γιατί σε φαντάζομαι τόσο πολύ;» «Γιατί έχεις φαντασία», απαντά εκείνη. Θυμάμαι ότι και ο Καίσλερ στο περίφημο μυθιστόρημά του Το μηδέν και το άπειρο κάποιες παρόμοιες πινελιές αιθρίας και χαμόγελου έδινε όταν αφηγιόταν την (πάλι με χτυπήματα στον τοίχο της φυλακής) επικοινωνία δυο άλλων μελλοθάνατων.
Αναρωτιέμαι λοιπόν γιατί ένας συγγραφέας τέτοιου διαμετρήματος είναι σχετικά άγνωστος στο ευρύ αναγνωστικό κοινό. Γιατί οι ομόλογοί του Δημήτρης Χατζής και Μενέλαος Λουντέμης απολαμβάνουν τόσο μεγαλύτερη φήμη και αναγνωσιμότητα; Και ίσως η απάντηση να είναι ακριβώς αυτή: επειδή ο Πατατζής συνδυάζει πολύ στενά το υψηλό με το κωμικό, το τραγικό με το ευτράπελο, το γέλιο με το κλάμα. Οι ομόλογοί του ρέπουν ολοσχερώς προς το κλάμα. Εντέλει ίσως αυτή η ροπή ταιριάζει περισσότερο στην αίσθηση που έχουμε στην Ελλάδα για το αξιόλογο. Το χιούμορ, η χάρη, η ανάλαφρη τραγικότητα, τείνουν να καταταγούν αυτομάτως στην ελαφρότητα, εδώ, στη σοβαροφανή μας πατρίδα…
Οι συλλογές διηγημάτων Νεράιδα του βυθού, Χαμένος παράδεισος και Στο χάος ξανακυκλοφόρησαν πρόσφατα από τη χήρα του Σωτήρη κυρία Σάσα Πατατζή. Πρόκειται για μια φωτομηχανική ανατύπωση των εκδόσεων του Φιλιππότη, που είχαν κυκλοφορήσει γύρω στο 1980. Στον άξιο συγγραφέα θα άξιζε μια καλύτερη τύχη: μια επιλογή από τα αρτιότερα διηγήματα των τριών αυτών συλλογών, που θα αναδείκνυε τη φυσιογνωμία και την ιδιαιτερότητά του.
[1] Σ. Πατατζής, Στο χάος…, αυτοέκδοση, Αθήνα χ.χ. [=2015], σ. 32 (α΄ παράθεμα), σ. 31 (β΄).
[2] Δ. Πολυχρονάκης, Πιερότοι ποιητές στην εποχή της παρακμής, Αθήνα (Αλεξάνδρεια) 2015, σ. 74.
[3] Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, «Για την ιστορία μιας ουτοπίας», The Athens Review of Books, τχ. 69 (Ιαν. 2016), σ. 24.
[4] Για την αμφισβήτηση της επίσημης κομματικής γραμμή από τον Πατατζή, βλ. Φώτος Λαμπρινός, «Για να θυμάμαι τα χρόνια που περάσαμε», Νέα Εστία, τχ. 1734 (Μάιος 2001), σ. 804-812. Η πληροφορία για τη ψύχρανση των σχέσεων με τους ανθρώπους του ΚΚΕ λόγω υπογραφής δήλωσης μου έχει δοθεί από τον Αλέξανδρο Αργυρίου.
[5] Για την αναθεώρηση της Μεθυσμένης πολιτείας, βλ. το άρθρο μου «Σωτήρης Πατατζής: η εποχή της ανάτασης και η αστραπή της έμπνευσης», Νέα Εστία, ό.π., σ. 822-833.