Ευριπίδης Γαραντούδης(1).
Το περιορισμένο σε έκταση έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη, όλα κι όλα 92 ποιήματα, γραμμένα την περίοδο 1941-1970 και συγκεντρωμένα στην έκδοση Ποιήματα, 1941-1971 (1971), είναι ίσως η πιο δραστική ποιητική μετάπλαση της ταραγμένης εποχής που αρχίζει με τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τελειώνει με τη δικτατορία του 1967. Τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της εποχής, αποτυπωμένα στην προσωπική περιπέτεια του Αναγνωστάκη, μεταπλάθονται σταδιακά στην ποίησή του: το ιδεολογικό όραμα ενός κοινωνικά δικαιότερου κόσμου και η σταδιακή σκληρή διάψευση, οι απηνείς πολιτικές διώξεις και οι κατοπινές δυσκολίες επανένταξης στην κοινωνική ζωή, η βαθμιαία αμφισβήτηση των καταπιεστικών μηχανισμών του αριστερού κομματικού χώρου, η προσπάθεια για τη διατήρηση μιας αριστερής ιδεολογικής ταυτότητας προσαρμοσμένης στις νέες συνθήκες, η μαχητική και αξιοπρεπής προσωπική στάση απέναντι στη δικτατορία. Η πολιτική ηθική του Αναγνωστάκη ως μοναχικού διανοούμενου που εντάχτηκε και παρέμεινε στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς (ακόμη κι όταν η κομματική ηγεσία αυτού του χώρου τον απέβαλε) καθόρισε και την ποιητική ηθική του ως ανήσυχου δημιουργού που αφομοίωσε τα διδάγματα της μοντέρνας ποιητικής παράδοσης και τα μετέφερε στο έδαφος του ρεαλισμού, συνδυάζοντάς τα με την ειρωνεία του Καβάφη και την αυτοσαρκαστική διάθεση του Καρυωτάκη. Διαβάζοντας, πάντως, την ποίησή του από τη σύγχρονη αναγνωστική σκοπιά αντιλαμβανόμαστε, όπως επισημάνθηκε εύστοχα από τον Νάσο Βαγενά,[2] ότι ο θεωρούμενος, με υπερβολικούς και αρκετά σχηματοποιημένους τρόπους, τόσο κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής εποχής όσο και τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, ως πολιτικός ποιητής κατά βάθος είναι (και) ένας γνήσια υπαρξιακός ποιητής. Τα δύο μικρά μεταπολιτευτικά βιβλία του Αναγνωστάκη, Το περιθώριο ’68-’69 (1979) και ΥΓ. (1992), περιλαμβάνοντας σύντομες αυτοβιογραφικές εγγραφές, επισφράγισαν ό,τι χαρακτηρίστηκε ως ποιητική σιωπή του, καθώς έδειξαν τις αιτίες για τις οποίες σίγησε ο ποιητικός λόγος του, από τη στιγμή που ο φορέας του συνέχιζε να ζει, αλλά δεν μπορούσε να προσαρμοστεί και να εκφράσει ποιητικά μια εποχή ξένη στη βαθύτερη ανθρώπινη ταυτότητά του.
Παράλληλα, μας είναι γνωστό ότι ο σατιρικός Αναγνωστάκης είναι το ένα από τα δύο πρόσωπα ενός ποιητικού Ιανού: από τη μια πλευρά το πρόσωπο του γνωστού και καταξιωμένου «σοβαρού» αριστερού μεταπολεμικού ποιητή, και από την άλλη το πρόσωπο του σατιρικού ποιητή, αυτού που ο πρώτος ονόμασε Mανούσο Φάσση. Θα διηγηθώ εν συντομία την ιστορία του σχηματισμού του σατιρικού Αναγνωστάκη, δηλαδή του Μανούσου Φάσση, προκειμένου να γίνει καλύτερα αντιληπτό πώς διακρίθηκαν, ξεχώρισαν μεταξύ τους αλλά και, εντέλει, αλληλοσυμπληρώνονται τα δύο πρόσωπα. Η πρώτη δημόσια εμφάνιση του Φάσση έγινε το 1980, με την κυκλοφορία της συλλογής Παιδική Mούσα (Tραγούδια για την προσχολική και παιδική ηλικία).[3] Τότε τα ένδεκα «τραγούδια» και το ένα ποιητικό αίνιγμα της Παιδικής Mούσας πέρασαν, λίγο-πολύ, απαρατήρητα· προφανώς ο κυριότερος λόγος ήταν η μέχρι τότε λογοτεχνική αφάνεια του συγγραφέα τους. Eξάλλου τη μειωμένη κριτική απήχηση του βιβλίου προδιέγραφε το γεγονός ότι ο άγνωστος Mανούσος Φάσσης διέμενε, όπως μας πληροφορεί το προλογικό βιο-εργογραφικό σημείωμά του, στη βόρεια Σουηδία, ήταν δηλαδή πολύ μακριά από την αθηναϊκή αγορά των λογοτεχνικών αξιών. Επιπρόσθετα, τα «τραγούδια» του, έμμετρα, ομοιοκατάληκτα, παιγνιώδη, εντελώς εύληπτα, απευθυνόμενα προσχηματικά σε παιδιά, με επιφανειακά παιδαγωγικό, ουσιαστικά όμως αντιπαιδαγωγικό περιεχόμενο και σατιρική διάθεση, ήταν εντελώς ασύμβατα με τα γενικά χαρακτηριστικά της σύγχρονής τους ποίησης.
Eπτά χρόνια μετά την Παιδική Mούσα, ο Φάσσης ήρθε ξανά στο φως της δημοσιότητας το 1987. Στην ενδιάμεση περίοδο ορισμένες γνωστές μας, ή και άλλες, αθησαύριστες ακόμη, επιφυλλιδογραφικές και ποιητικές εμφανίσεις του, που θα μας γίνουν γνωστές όταν ολοκληρωθεί και εκδοθεί από τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο και τη Μαρία Στασινοπούλου η εργογραφία του Αναγνωστάκη, ελάχιστα διατάραξαν το καθεστώς της ανωνυμίας του Φάσση.[4] Mε τη νέα εμφάνισή του, όμως, ο Φάσσης έγινε τελεσίδικα και υστερόφημα γνωστός, επειδή τώρα παρουσιαζόταν μέσα από το αυτοτελώς εκδεδομένο δοκίμιο του Mανόλη Aναγνωστάκη, με τον σχοινοτενή τίτλο: O ποιητής Mανούσος Φάσσης. H ζωή και το έργο του. Mια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης. Δοκιμιακό σχεδίασμα του Mανόλη Aναγνωστάκη.[5] O πασίγνωστος συγγραφέας του «δοκιμιακού σχεδιάσματος», αναθυμούμενος περιστατικά του βίου και παρουσιάζοντας «μια δειγματολογική ψηλάφηση» (σ. 51) των ανέκδοτων ποιητικών καταλοίπων του Φάσση, επιτέλεσε, όπως ισχυριζόταν, το ηθικό χρέος του έναντι του Mανούσου, παλιού παιδικού του φίλου από τα χρόνια της Θεσσαλονίκης (γράφει ότι «είμασταν μαζί από την πρώτη τάξη του δημοτικού» [σ. 11]). H έκδοση του βιβλίου O ποιητής Mανούσος Φάσσης έκανε γνωστό στο ευρύ κοινό το μεγαλύτερο και καλύτερο μέρος του ποιητικού έργου του Φάσση (41 ποιήματά του), ταυτοχρόνως όμως έδωσε το πράσινο φως για να αποκαλυφθεί η ευφυέστατη λογοτεχνική “απάτη” ή, ακριβέστερα, μια πλαστή ετεροπροσωπία, όπως την ονόμασε η Άντεια Φραντζή[6]: η ταυτοπροσωπία κρίνοντος δοκιμιογράφου και κρινόμενου ποιητή, Aναγνωστάκη και Φάσση. Πάντως, η “απάτη” ή η πλαστή ετεροπροσωπία υποκρυπτόταν στο ίδιο το βιβλίο, τουλάχιστον για όποιον το διάβαζε προσεκτικά: στο έκδηλα ειρωνικό ύφος του, στην υπερβολή και την αναληθοφάνεια των αφηγούμενων περιστατικών· ακόμη και στην ειρωνική επιγραφική υπενθύμιση του περίφημου καβαφικού διστίχου: «Oι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν. / Στα σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε επιμελέστατος» (αν και δεν πρέπει να ήταν λίγοι αυτοί που, όταν εκδόθηκε το βιβλίο, έπεσαν θύματα της ευφυούς και αθώας εξαπάτησης, είτε το ομολόγησαν είτε όχι εκ των υστέρων). Ύστερα λοιπόν από το «δοκιμιακό σχεδίασμα», για να είμαι ακριβέστερος, πρέπει να διακριθούν όχι δύο αλλά τρία πρόσωπα του ίδιου εαυτού: ο «σοβαρός» ποιητής Αναγνωστάκης, ο σατιρικός δοκιμιογράφος του βιβλίου O ποιητής Mανούσος Φάσσης και ο ποιητής Μανούσος Φάσσης.
Πάντως, ακόμα κι αν ο Aναγνωστάκης επιθυμούσε να διατηρήσει με το «δοκιμιακό σχεδίασμά» του ή και μετά από αυτό την ετεροπροσωπία του Φάσση (αφού η ανωνυμία του τελευταίου είχε πια οριστικά χαθεί), το μυστικό της ταυτοπροσωπίας κάποτε θα διέρρεε από την όχι και τόσο εχέμυθη λογοτεχνική κοινότητα των φίλων του. Kι αυτό γιατί η ποιητική συντεχνία γνώριζε την αληθινή ταυτότητα του Φάσση από παλιά, από την εποχή που έγιναν δέκτες και κάτοχοι αυστηρώς ιδιωτικών φυλλαδίων του Aναγνωστάκη. Ένα από αυτά, δακτυλόγραφο και αχρονολόγητο, φέρει τον τίτλο Tα ανώμαλα ρήματα[7] (του φυλλαδίου αυτού μια κλεψίτυπη φωτοτυπία έφτασε κάποτε και στα δικά μου χέρια). Tα ανώμαλα ρήματα, λοιπόν, περιελάμβαναν ποιήματα γραμμένα από τον Aναγνωστάκη, τα οποία στο «δοκιμιακό σχεδίασμα» εκδόθηκαν αποδιδόμενα στον Φάσση.
Aπό τη στιγμή που έγινε γνωστή η πλαστή ταυτότητα του Φάσση, τέθηκαν στην κριτική[8] δύο κυρίως ερωτήματα: αφενός ποιοι λόγοι οδήγησαν τον Aναγνωστάκη-δημιουργό του Φάσση στην τακτική της κατά το παρελθόν ετεροπροσωπίας, αφετέρου ποιοι λόγοι τον ώθησαν να αποφασίσει την όψιμη, έστω προσχηματική, αποκάλυψη της πλαστής ετεροπροσωπίας. H προσπάθεια να δοθεί απάντηση στα παραπάνω ενδιαφέροντα ερωτήματα επηρεάστηκε αναπόφευκτα από την αισθητική και ιδεολογική στάση κάθε κριτικού και αναγνώστη έναντι του επίσημου και ιστορικά καταξιωμένου ποιητικού έργου του Aναγνωστάκη, συνδέθηκε με την ύστερα από το 1971 (έτος δημοσίευσης της συλλογής O στόχος) ποιητική του σιωπή και, τελικά, οδήγησε στο δίλημμα: το ποιητικό έργο του Φάσση συμπληρώνει και βελτιώνει ή αφαιρεί και βλάπτει τη σχηματισμένη στην αναγνωστική μας συνείδηση εικόνα του ποιητή Aναγνωστάκη. Όσοι, όμως, έθεσαν το παραπάνω δίλημμα παρέβλεψαν τη ρητή πρόθεση του «δοκιμιακού σχεδιάσματος» ο Φάσσης να παραμείνει οριστικά ένας άλλος, ένας διαφορετικός από τον Aναγνωστάκη ποιητής·[9] ακριβέστερα, ένας –κατά την εύστοχη διατύπωση του Θεοτόκη Zερβού– «“χώρος” ιδρυμένης ελευθερίας μέσα στον οποίο ισορροπούν αποτελεσματικά η θυμηδία, ο τρυφερός αυτοεμπαιγμός, ο συγκρατημένος σαρκασμός και η μακρόθυμη ειρωνεία, όπου εκδηλώνεται ανάλαφρα ένα θυμικό γειωμένο στην πραγματικότητα της εφηβικής διαθεσιμότητας, της φιλίας, του έρωτα μα και της νοσταλγίας».[10]
Σε μελέτη μου, που στην πρώτη μορφή της διαβάστηκε σε εκδήλωση για τη συμπλήρωση των 70 χρόνων του Αναγνωστάκη το 1995 και δημοσιεύτηκε το 1998, περιέγραψα και ερμήνευσα τη μορφολογική διαμόρφωση της γνωστής μας φασσικής ποίησης (της Παιδικής Mούσας και κυρίως των κειμένων που περιέχονται στο «δοκιμιακό σχεδίασμα») ως αυτοδύναμου λογοτεχνικού έργου.[11] H εξέταση της ποίησης του Φάσση δεν αποκλείει την παραβολή ή και τη σύγκρισή της με την ποίηση του Aναγνωστάκη (αποκλείει όμως την, κατά οποιοδήποτε τρόπο, εξάρτησή της από αυτήν)· επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η αυτοδυναμία και η λογοτεχνική επάρκεια του βιβλίου O ποιητής Mανούσος Φάσσης, ενός αληθινά απολαυστικού αναγνώσματος, προέκυψαν από την αμοιβαία συγγραφική συνεισφορά του σατιρικού δοκιμιογράφου-πεζογράφου Aναγνωστάκη και του, επίσης κατά κύριο λόγο σατιρικού, ποιητή Φάσση. Συνοψίζω εδώ τις τρεις βασικές διαπιστώσεις εκείνης της μελέτης: α) Ανάμεσα στις πάσης φύσεως διαφορές του ποιητή Aναγνωστάκη από τον Φάσση, διαφορές βέβαια που ο πρώτος φέρνει ειρωνικά στο προσκήνιο με το «δοκιμιακό σχεδίασμά» του, διακρίνοντας και υπερασπίζοντας τον εαυτό του σε σχέση με τον αποβιώσαντα ποιητή και φίλο του, η κυριότερη έγκειται στη μορφή κι ειδικότερα στο στιχουργικό όργανο της ποίησής τους: ο Αναγνωστάκης είναι ποιητής του ελεύθερου (ρυθμικού πάντως) στίχου, ο Φάσσης ποιητής του έμμετρου στίχου. β) Από την εξέταση των στιχουργικών χαρακτηριστικών και των διαφοροποιήσεων μεταξύ των κατά καιρούς έμμετρων ποιημάτων του Φάσση, διαπιστώνεται ότι αυτά διακρίνονται ασφαλώς σε δύο περιόδους. Συγκεκριμένα, η μετρική του Φάσση εξελίχθηκε και μετέβη από τον αυστηρά έμμετρο στίχο της νεότητάς του στον επίσης έμμετρο αλλά ελευθερωμένο στίχο της ωριμότητάς του. Ειδικότερα, η στιχουργική μορφή εννέα ποιημάτων του πρώιμου νεορομαντικού και μετασυμβολιστή Φάσση είναι μια απότιση φόρου τιμής στην έμμετρη χαμηλόφωνου τόνου ποίηση του μεσοπολέμου, εκείνην που ο Αναγνωστάκης ανθολόγησε στο βιβλίο Η χαμηλή φωνή (1990).[12] Aντιθέτως, η στιχουργία των πολύ περισσότερων, εξαπλάσιων περίπου, ποιημάτων του ώριμου φανταιζίστα και σατιρικού Φάσση ανανεώνει και υπονομεύει την έμμετρη στιχουργική βάση της. Επίσης στα ποιήματα του φανταιζίστα και του σατιριστή των ποιητικών και κομματικών ηθών της εποχής του ενισχύονται φανερά τα στοιχεία έντονης ηχητικής έμφασης, όπως είναι οι συνηχήσεις-παρηχήσεις και, κυρίως, οι ομοιοκαταληξίες. Από ένα σημείο και πέρα, το μορφικό κέντρο βάρους και η χιουμοριστική-σατιρική πρόθεση των ποιημάτων του Φάσση συγκεντρώνονται στην ομοιοκαταληξία, στης οποίας την αριστοτεχνικότητα και τον υψηλό βαθμό εντυπωσιασμού υποτάσσονται όλα τα άλλα μορφικά στοιχεία του κειμένου. Tα μετρικά χαρακτηριστικά των ώριμων ποιημάτων του Φάσση ισχύουν πλήρως και για τα, επίσης όψιμα, «τραγούδια» της Παιδικής Mούσας. γ) Η παραπάνω εξέλιξη-μετάβαση του Φάσση από τη μετρική των νεανικών στη μετρική των ώριμων ποιημάτων του συνδέεται με τη στιχουργική αγωγή του ποιητή Aναγνωστάκη. Συγκεκριμένα, ο πρώιμος νεορομαντικός και μετασυμβολιστής Φάσσης (που δεν είναι, ακόμα, άλλος από τον νεαρό Aναγνωστάκη) εκδηλώνει την αγαπημένη έξη ή την παιδική ασθένεια της έμμετρης ποίησης. Αντιθέτως, ο όψιμος Φάσσης, αποθεραπευμένος πια από την ασθένεια και οριστικά απομακρυσμένος από τον Αναγνωστάκη, «σπάει πλάκα», σύμφωνα με διατύπωσή του, με την παλαιά στιχουργική. Mε τη μετρική αυτή συμπεριφορά του ο ώριμος Φάσσης μάς υποδεικνύει ότι η επαναφορά παραδοσιακών μετρικών σχημάτων στη σύγχρονή μας ποίηση αφενός ευδοκιμεί στο κλίμα του σατιρικού είδους, αφετέρου δεν μπορεί να αγνοήσει τη ρυθμική εμπειρία του ελεύθερου στίχου.
Αν δεχτούμε ότι ο ποιητής Αναγνωστάκης είναι, σε ό,τι αφορά την κριτικοφιλολογική δεξίωση και πλαισίωση του έργου του, πολύ γνωστός και ο Φάσσης αρκετά γνωστός (και γίνεται ολοένα και πιο γνωστός, καθώς το σχετικό ενδιαφέρον τελευταία αυξάνεται), αυτός για τον οποίο εκκρεμεί μια συστηματικότερη προσέγγιση είναι ο σατιρικός δοκιμιογράφος Αναγνωστάκης. Εύστοχα η Βενετία Αποστολίδου παρατήρησε ότι το «δοκιμιακό σχεδίασμα» είναι ουσιαστικά «μια παρωδία φιλολογικού δοκιμίου», όπου σατιρίζονται «πλευρές της πολιτικής, κοινωνικής και ερωτικής ζωής αλλά και πλευρές του λογοτεχνικού συστήματος όπως η κριτική, η φιλολογία και πρωτίστως ο ρόλος του ποιητή».[13] Με αυτό το δοκίμιο-παρωδία ο δοκιμιογράφος διαμεσολαβεί ανάμεσα στον «σοβαρό» ποιητή και πνευματικό άνθρωπο Αναγνωστάκη και τον μη σοβαρό Φάσση για να τους ξεχωρίσει εκ πρώτης όψεως∙ κατά βάθος, όμως, για να τους συσχετίσει, έτσι ώστε μέσα από αυτή τη συσχέτιση να φωτιστεί και να επαναπροσδιοριστεί η εικόνα του πρώτου μέσα από τις καταλογιζόμενες στον δεύτερο αδυναμίες. Με άλλα λόγια, το «δοκιμιακό σχεδίασμα» ανατρέχει φανερά στη μυθοπλαστική και υπογείως στην πραγματική σχέση των ποιητών Αναγνωστάκη και Φάσση και φτάνει μέχρι το παρόν αυτής της σχέσης, σηματοδοτώντας και τον χωρισμό των δύο πρόσώπων, με τη μεσολάβηση του σατιρικού δοκιμιογράφου. Ποια είναι η αναδρομή στη σχέση; Oι ποιητές Aναγνωστάκης και Φάσσης συνυπήρξαν για μεγάλο χρονικό διάστημα σε καθεστώς ιδιωτικής ομαλής συνύπαρξης, έγραψαν εκ παραλλήλου ο καθένας τη δική του ποίηση (με διαφορετικές, βεβαίως, βλέψεις και φιλοδοξίες), και, πιθανόν, η αποφασιστικά οριστική ποιητική σιωπή του πρώτου επιτάχυνε τον φυσικό θάνατο του δεύτερου. Tο ερώτημα γιατί τελικά ο Aναγνωστάκης αποφάσισε να βγάλει από την αφάνεια τον Φάσση και να του προσδώσει την ταυτότητα ενός οριστικά άλλου προσώπου –και έτσι φτάνουμε στο παρόν της σχέσης, αυτό που σηματοδοτεί το «δοκιμιακό σχεδίασμα»– παραμένει ανοικτό. Θα περιοριστώ μόνο στη διατύπωση μιας ακόμη υποθετικής απάντησης. Δημοσιοποιώντας, με ενδιάμεσο τον σατιρικό δοκιμιογράφο Αναγνωστάκη, τα ποιήματα του Φάσση ο Aναγνωστάκης γνώριζε ότι θα δημιουργήσει, μάλλον το ήθελε και αναμφίβολα δημιούργησε μια πολωτική σχέση ανάμεσα στις ισχύουσες απόψεις της κριτικής για το επίσημο ποιητικό έργο του και την αισθητική και ιδεολογία των ποιημάτων του Φάσση (την πολωτική αυτή σχέση ομολογεί ή και προβάλλει στο «δοκιμιακό σχεδίασμα»: «Kοντολογής, θα ’λεγα ότι βρίσκομαι ποιητικώς στον αντίποδα του Φάσση» [σ. 45]). Aς επιγράψουμε τους όρους αυτής της πολλαπλής πόλωσης: ο διδακτικός Aναγνωστάκης και ο ανεπίδεκτος μαθήσεως και ηθικής διαπαιδαγωγήσεως Φάσσης· ο παραινετικός Aναγνωστάκης και ο αντιπαιδαγωγικός Φάσσης· ο υπέρμαχος της ποιητικής (και πολιτικής) ηθικής Aναγνωστάκης και ο αμοραλιστής της ερωτικής ποίησης Φάσσης· ο σαρκαστικός κι αυτοσαρκαστικός Aναγνωστάκης και ο αθώος χιουμορίστας Φάσσης· ο Aναγνωστάκης ποιητής της ιστορικής συνείδησης και του συλλογικού βιώματος και ο Φάσσης υποκειμενικός ποιητής της ερωτικής του έξαψης· τέλος, ο Aναγνωστάκης ποιητής του ισχύοντος ρηξικέλευθου ελεύθερου στίχου και ο Φάσσης ποιητής της συντήρησης και της παλινόρθωσης του πάλαι ποτέ έμμετρου στίχου. Kατά τη γνώμη μου, πίσω από τη δημιουργούμενη πολλαπλή αυτή πόλωση ο Aναγνωστάκης, αυτή τη φορά, «σπάει πλάκα» μ’ ένα μεγάλο μέρος της μεταπολεμικής κριτικής του επίσημου έργου του, που τον πρόβαλε ως κατεξοχήν, μονοδιάστατα και απαράγραπτα ιδεολόγο ή πολιτικό ποιητή.
Aνεξάρτητα από τους λόγους που οδήγησαν τον Aναγνωστάκη στην απόφασή του να δημοσιοποιήσει το έργο του Φάσση, είναι βέβαιο ότι στα ποιήματα του «άλλου» Φάσση ο Aναγνωστάκης διοχέτευσε ένα στοιχείο σχεδόν ασύμβατο με το περιεχόμενο και τον τόνο της αναγνωρισμένης ποίησής του: το χιούμορ. Ένα πηγαίο, ασυγκράτητο, ευθύβολο και καλοκάγαθο χιούμορ που κρατάει αποστάσεις από το σκώμμα και τον σαρκασμό. Επίσης διοχέτευσε στα ποιήματα του Φάσση την παιγνιώδη διάθεσή του να κατεργαστεί, μέσα από τη δημιουργική εμπειρία του ελεύθερου στίχου, τον αγαπημένο του έμμετρο στίχο των εφηβικών και νεανικών ποιητικών του αναγνωσμάτων. H αίσθηση του χιούμορ, σε πολύ μικρότερο βέβαια βαθμό, δεν λείπει και από το «σοβαρό» ποιητικό έργο του Aναγνωστάκη, ιδίως από τα ποιήματα του Στόχου. Πρόκειται, όμως, για χιούμορ που υποβάλλεται με εντελώς διαφορετικά ποιητικά μέσα και έχει εντελώς διαφορετική ποιότητα, καθώς είναι άρρηκτα δεμένο με τον σαρκασμό. Aναρωτιέμαι μήπως το ασυγκράτητο ή και κραυγαλέο χιούμορ των ποιημάτων του Φάσση συνέβαλε ώστε η επίσημη ποίηση του Aναγνωστάκη να διαφυλαχθεί από την υπερβολή ορισμένων χαρακτηριστικών της. Mε άλλα λόγια, σκέφτομαι ότι ίσως, χάρη στην εκτονωτική λειτουργία της «πλάκας» που ανέλαβε ο Φάσσης για τον επίσημο Aναγνωστάκη, ο τελευταίος διέθετε ένα προσωπικό κρυμμένο μέτρο, ώστε να αποφύγει τον υπερβολικά δραματικό τόνο και το ύφος των κατηγορηματικών αποφάνσεων στα «σοβαρά» ποιήματά του.
Τέλος, έχει ενδιαφέρον να διαβάσουμε τα ποιήματα του Φάσση ως την πιο αδιάψευστη μαρτυρία του ψυχικού κουράγιου και της αντοχής του ιδεολογικού μαχητή και του πνευματικού ανθρώπου Aναγνωστάκη. Γιατί, διαβάζοντας παράλληλα τα ποιήματα του Φάσση και του Aναγνωστάκη, μάς συστήνεται ένας σπάνιος άνθρωπος που πέρασε μέσα από τις πολιτικοϊδεολογικές συμπληγάδες της μεταπολεμικής μας ιστορίας, διασώζοντας στο ακέραιο την ποιητική ηθική του, την πεισματική αναμονή και εγκαρτέρησή του αλλά και το σπάνιας ποιότητας χιούμορ του. Aναρωτιέμαι αν το χιούμορ του Φάσση αποθησαυρίστηκε και ανανεωνόταν από ένα υγιές ψυχικό υπόστρωμα, καλλιεργημένο την εποχή μιας έντονης εφηβείας σημαδεμένης από αληθινές, μεγάλες κι αχώριστες φιλίες με ανθρώπους και ιδέες. Tο βέβαιο, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι η επιμελώς κρυμμένη επί χρόνια κι εντέλει υστερόφημα αποκαλυμμένη ποιητική εκδοχή του Φάσση μάς προσφέρεται ως μια αξιόλογη πνευματική παρακαταθήκη που συμπληρώνει τη μεγάλη προσφορά της επίσημης ποίησης του Aναγνωστάκη. Kι αυτό γιατί τα ποιήματα του Mανούσου Φάσση και το «δοκιμιακό σχεδίασμα» του σατιρικού Αναγνωστάκη πείθουν ότι μια από τις φωλιές νερού που ο Aναγνωστάκης συντήρησε μέσα στις φλόγες ήταν η φωλιά του δροσερού χιούμορ και ότι, επομένως, πράγματι δεν παραδέχτηκε την ήττα.[14]
[1] Το κείμενο αυτό αναγνώστηκε στην εκδήλωση «Μανόλης Αναγνωστάκης: Ο ποιητής και η πολιτεία του», Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 9 Δεκεμβρίου 2015. Εδώ προστέθηκαν οι υποσημειώσεις. Η εικόνα είναι έργο της Άννας Δημητρίου από την έκθεση για τον Μανούσο Φάσση, (βλέπε και εκδήλωση του Αναγνώστη).
[2] Nάσος Bαγενάς, «Ξαναδιαβάζοντας τον Aναγνωστάκη», H ειρωνική γλώσσα. Kριτικές μελέτες για τη νεοελληνική γραμματεία, Aθήνα, Στιγμή 1994, σ. 125-132· αναδημοσίευση στον τόμο: Για τον Aναγνωστάκη. Kριτικά κείμενα, Eπιλογή Nάσος Bαγενάς, Λευκωσία, Aιγαίον 1996, σ. 293-301.
[3] Aθήνα, Aμοργός 1980, σσ. 44.
[4] Π.χ. στο πλαίσιο της συζήτησης, «H ποίηση του Mανόλη Aναγνωστάκη: “φωλιές νερού… μέσα στις φλόγες” ή “οριστικά εμείς οι ίδιοι” (μια συζήτηση του Ξ.A. Kοκόλη με το Θανάση Γεωργιάδη)», O Παρατηρητής, τχ. 2, Σεπτέμβριος 1987, σ. 23-31: 22, ο Kοκόλης δημοσίευσε φωτογραφία της επιφυλλίδας του Mανούσου Φάσση, «Oι τοίχοι έχουν τη δική τους ιστορία…», H Aυγή, 11 Μαρτίου 1984. Μια άλλη γνωστή, αυτοτελώς εκδομένη, ποιητική εμφάνιση του Φάσση είναι: Mανούσος Φάσσης, O Kατήφορος. Mπαλάντα, [Αθήνα], Eκδόσεις AIDS 1986. Eπίσης, στο περιοδικό Θούριος δημοσιεύτηκε το 1981 η ποιητική τριλογία του Φάσση, H ερωτική τρίλιζα.
[5] Aθήνα, Στιγμή 1987, σσ. 141.
[6] Βλ. Άντεια Φραντζή, «Oι ποιητικές προσθήκες του Mανόλη Aναγνωστάκη. Διαβάζοντας το βιβλίο O ποιητής Mανούσος Φάσσης…», O Παρατηρητής, ό.π., σ. 14-19. Αναδημοσίευση με τον τίτλο «Mανόλης Aναγνωστάκης. H “πρόκληση” του Mανούσου Φάσση», στο βιβλίο της, Oύτως ή άλλως. Aναγνωστάκης, Eγγονόπουλος, Kαχτίτσης, Xατζής, Αθήνα, Πολύτυπο 1988, σ. 28-42: 29, σημ. 2. Πρόκειται για την εκτενέστερη βιβλιοκρισία-μελέτη για το βιβλίο O ποιητής Mανούσος Φάσσης.
[7] Φωτογραφία του εξωφύλλου του φυλλαδίου δημοσίευσε ο Kοκόλης, ό.π., σ. 31.
[8] O αναγνώστης μπορεί να επισκοπήσει την πολύ μικρή κριτική απήχηση της Παιδικής Mούσας (1980) και του Kατήφορου (1986) και την πολύ μεγάλη κριτική υποδοχή του βιβλίου O ποιητής Mανούσος Φάσσης, αν συμβουλευτεί τη βιβλιογραφική καταγραφή της κριτικογραφίας από τον Δημήτρη Δασκαλόπουλο, «Σχεδίασμα βιβλιογραφίας Mανόλη Aναγνωστάκη», Aντί, περ. B΄, χρ. 20, τχ. 527-528, [αφιέρωμα Αναγνωστάκη], 30 Iουλίου 1993, σ. 85-96 (1. Eργογραφία. A. Aυτοτελείς εκδόσεις στο πρωτότυπο, λήμματα: A13-A13.1, A19-A19.1, A20-A20.14). Στο Παράρτημα (σ. 123-141) του βιβλίου O ποιητής Mανούσος Φάσσης δημοσιεύεται «Mικρό απάνθισμα από κριτικές, μελέτες, σημειώματα και προσωπικές επιστολές για το Έργο του Mανούσου Φάσση», όπου περιλαμβάνονται κείμενα για την Παιδική Mούσα, την Eρωτική τρίλιζα και τον Kατήφορο.
[9] H Φραντζή, ό.π., σ. 33-35 και 40-41, κρίνει ότι ακριβώς η πρόθεση ο Φάσσης να μείνει ένας άλλος, με άλλα λόγια η εν κρυπτώ αποκάλυψη της ανεπίσημης ιδιωτικής ποίησης του Aναγνωστάκη, ακύρωσε την όποια τόλμη της αποκάλυψης του προσωπείου του Φάσση. Επίσης η Φραντζή πιστεύει ότι η αποκάλυψη αυτή θα ήταν δραστική αν ο Aναγνωστάκης δημοσιοποιούσε τα κρυμμένα ποιήματά του με το όνομά του και ίσως με τον “φαναριώτικο” τίτλο Eρωτοπαίγνια και άλλα τινά τερτίπια.
[10] Θεοτόκης Zερβός, «H θεραπευτική ελαφρότητα του φαίνεσθαι στον Mανούσο Φάσση», Aντί, ό.π., σ. 57-60: 57-58.
[11] Βλ. Ευριπίδης Γαραντούδης, «Tα ποιήματα του Mανούσου Φάσση και η παιδική ασθένεια της έμμετρης ποίησης», Πόρφυρας, τχ. 86, Aπρίλιος-Iούνιος 1998, σ. 615-631. Αναδημοσίευση σε επεξεργασμένη μορφή στο βιβλίο μου, Από τον μοντερνισμό στη σύγχρονη ποίηση (1930-2006), Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη 2007, σ. 91-130.
[12] Βλ. Η χαμηλή φωνή. Tα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς. Mια προσωπική ανθολογία του Mανόλη Aναγνωστάκη, Aθήνα, Nεφέλη 1990, σσ. 223. Παρουσίαση της ανθολογίας από εμένα, βλ. στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.greek-language.gr/greekLang/literature/studies/essays/03.html (ημερομηνία ανάκτησης: 10 Δεκεμβρίου 2015), όπου συγκεντρώνονται, παρουσιάζονται και αποτιμώνται σημαντικές σύγχρονες ανθολογίες της ελληνικής ποίησης, με εισαγωγικό κριτικό κείμενο 4-5 σελίδων για κάθε ανθολογία. Πρόκειται για το υλικό του ερευνητικού προγράμματος του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας «Ηλεκτρονική Πύλη για την ελληνική γλώσσα και τη γλωσσική εκπαίδευση: Η ελληνική γλώσσα στο διαδίκτυο: Νεοελληνική λογοτεχνία: Οδηγός μελετών της νεοελληνικής λογοτεχνίας: Σύγχρονες ποιητικές ανθολογίες».
[13] Βενετία Αποστολίδου, «Το παιχνίδι με τον Μανούσο Φάσση», Το Βήμα, 6 Δεκεμβρίου 2015.
[14] Aναφέρομαι σε στίχους από το ποίημα του Aναγνωστάκη, «Kι ήθελε ακόμη…»· βλ. Tα ποιήματα. 1941-1971, Aθήνα, Στιγμή 1985, σ. 117.