Ο πολιτισμικός ψυχρός πόλεμος, οι ΗΠΑ και η Ελλάδα (της Βενετίας Αποστολίδου)

0
382
Jackson pollock«Ευωδιαστή αχλή», 1950, Νέα Υόρκη,

 

της Βενετίας Αποστολίδου

 

Γνωρίζουμε  ότι οι δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες για την Ελλάδα υπήρξαν τρομακτικά δύσκολα χρόνια. Η χώρα καταστράφηκε συθέμελα και βγήκε από τους πολέμους της δεκαετίας του ’40 πάμφτωχη, διχασμένη, με αμέτρητα πολιτικά, ηθικά και πολιτισμικά διακυβεύματα ανοιχτά. Ακριβώς γι αυτό, όσοι μελετούμε το πολιτισμικό πεδίο των δεκαετιών 1950 – 1960 βρισκόμαστε μπροστά σε έναν συναρπαστικό κόσμο γεμάτο αντιθέσεις, θυελλώδεις ιδεολογικές μάχες αλλά και απρόσμενες συγκλίσεις και συμμαχίες καθώς και ανυπέρβλητη καλλιτεχνική δημιουργία σε όλες τις τέχνες.

Το βιβλίο του Στρατή Μπουρνάζου έρχεται να αναψηλαφήσει το ελληνικό πολιτισμικό πεδίο των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών μέσα από ένα διεθνές πρίσμα, να το εντάξει στο πλαίσιο του πολιτισμικού ψυχρού πολέμου, των οργανώσεων, των στοχεύσεων και των μέσων που διέθεταν οι δυτικές δυνάμεις, εν προκειμένω οι Ηνωμένες Πολιτείες, για να ενισχύσουν και να προβάλουν τις θέσεις τους, τις αξίες τους, τα πρότυπα ζωής, την καλλιτεχνική παραγωγή τους, έναντι των αντίστοιχων σοβιετικών. Πρόκειται για έναν πόλεμο που στόχευε στην καρδιά και το νου των ανθρώπων. Πράγματι, μέσα από μια συναρπαστική αφήγηση που ακολουθεί τη χρονική εξέλιξη της σχέσης του Congress for Cultural Freedom (CCF) με τους έλληνες πολιτικούς και διανοούμενους, το βιβλίο του Μπουρνάζου ρίχνει νέο φως σε ανθρώπους και συλλογικότητες που γνωρίζουμε καλά όπως ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο ΄Αγγελος Τερζάκης, ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, ο Χρήστος Λαμπράκης, ο Λέων Καραπαναγιώτης, τα περιοδικά Διεθνής Ζωή, Νέα Εστία, Εποχές και αρκετοί άλλοι.

Ποιο ήταν όμως το CCF; Τον Ιούνιο του 1950 διεξήχθη στο Δυτικό Βερολίνο (εμβληματική πόλη για τον ψυχρό πόλεμο) το ιδρυτικό συνέδριο του Congress for Cultural Freedom. Πρόκειται για έναν οργανισμό, με έδρα το Παρίσι, ο οποίος εμφανίστηκε ως πρωτοβουλία μεμονωμένων ατόμων‧ σήμερα όμως, η έρευνα έχει αποδείξει ότι, παρά τον υψηλό βαθμό αυτονομίας του, σχεδιάστηκε και χρηματοδοτήθηκε από την CIA. Η σχέση με τη CIA αποκαλύφθηκε το 1966-67, μέσα στον ορυμαγδό για τον πόλεμο του Βιετνάμ, και σήμανε το τέλος του οργανισμού. Οι σκοποί του ήταν να διαδώσει τις δυτικές πολιτισμικές αξίες, προπάντων την αξία της πολιτικής και καλλιτεχνικής ελευθερίας έναντι της στρατευμένης τέχνης και της ανελεύθερης σκέψης των κομμουνιστικών καθεστώτων. Ο κεντρικός πολιτικός στόχος ήταν η ανάσχεση των κομμουνιστικών ιδεών σε διεθνές επίπεδο, γι αυτό και η δράση του απλωνόταν σε 47 χώρες ανά την υφήλιο με τοπικές επιτροπές. Για τον σκοπό αυτόν, η αρχική επιλογή των ιδρυτών του ήταν όχι η ανοικτή αντικομμουνιστική προπαγάνδα η οποία, σε πολλές χώρες, όπως και στην Ελλάδα, είχε ταυτιστεί με εθνικιστικά, δεξιά κόμματα, συντηρητικές αντιλήψεις και καταπιεστικές πολιτικές αλλά η προβολή των φιλελεύθερων ιδεών, των σοσιαλιστικών πολιτικών του εκσυγχρονισμού και, κυρίως, των κορυφαίων επιτευγμάτων της δυτικής, μοντέρνας τέχνης του 20ου αιώνα. Γι αυτό και κατόρθωσε να συσπειρώσει στους κόλπους του μεγάλες μορφές της μεταπολεμικής φιλελεύθερης διανόησης. Στο ιδρυτικό του συνέδριο πρωταγωνίστησαν ο Άρθουρ Καίσλερ και ο Ινιάτσιο Σιλόνε, καταξιωμένοι συγγραφείς με αγωνιστικό παρελθόν ενώ έστειλαν χαιρετισμό ο Ρεϋμόν Αρόν, ο Χέρμαν Μπροχ, ο Τζων Ντος Πάσσος, ο Ζωρζ Ντυαμέλ, ο Αντέ Ζιντ, ο Κάρλο Λέβι, ο Αντρέ Μαλρώ, ο Άπτον Σίγκλερ, ο Τεννεσσί Γουίλλιαμς.  Την Ελλάδα εκπροσώπησε στο ιδρυτικό αυτό συνέδριο ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Ανέφερα αυτά τα ονόματα ως ενδεικτικά από μια πληθώρα ονομάτων, συνεργατών του οργανισμού που παρελαύνουν στο βιβλίο (πολλοί από αυτούς βουλευτές των Εργατικών ή άλλων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, καθηγητές πανεπιστημίου και γνωστοί καλλιτέχνες) για να δώσω μια ένδειξη του επιπέδου των διανοουμένων που πλαισίωσαν το εγχείρημα και την εμβέλειά του. Εξάλλου τα περιοδικά που εξέδιδε το CCF, όπως το βρετανικό Encounter, το γαλλικό Preuves, το γερμανικό Der Monat, το ιταλικό Tempo presente ήταν περιοδικά που απευθύνονταν μεν σε μια πνευματική ελίτ αλλά απολάμβαναν γενικής εκτίμησης για την υψηλή τους ποιότητα.

Ο Στρατής Μπουρνάζος διεξήγαγε πολύχρονη έρευνα σε πλήθος αρχείων σε πολλές πόλεις του εξωτερικού‧ εξάλλου το βιβλίο βασίζεται στη διδακτορική του διατριβή που υποστηρίχθηκε στο Πανεπιστήμιο Κρήτης το 2019. Το κεντρικό αρχείο του CCF είναι κατατεθειμένο στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου, αρχεία άλλων προσώπων που πρωταγωνίστησαν βρίσκονται διάσπαρτα σε διάφορες βιβλιοθήκες ανά τον κόσμο. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι τα ελληνικά αρχεία δεν προσφέρουν τίποτε στη σχετική έρευνα, και αυτό δεν είναι δίχως σημασία. Το αρχείο του Μανώλη Κόρακα, βασικού συνεργάτη του οργανισμού,  που είναι κατατεθειμένο στα ΑΣΚΙ δεν αναφέρει τίποτε σχετικό ενώ άλλα, όπως του περιοδικού Εποχές, είναι ανύπαρκτα.

Ο συγγραφέας δομεί το βιβλίο, όπως σημειώθηκε, χρονικά, εξελικτικά, επιλογή που προσδίδει την εξαίρετη αφηγηματικότητά του. Τα κεντρικά συμβάντα της «πλοκής» που αποτελούν και κεφάλαια του βιβλίου είναι, συνοπτικά, το ιδρυτικό συνέδριο στο Βερολίνο το 1950, τα πρώτα βήματα του CCF στην Ελλάδα και η ανεύρεση του εκπροσώπου του Μανώλη Κόρακα, η επίσκεψη του βασικού στελέχους του οργανισμού Νικολά Ναμπόκοφ στην Ελλάδα το 1954, η ανάθεση στη διαφημιστική εταιρεία του Μάνου Παυλίδη «Δεσμός» της προώθησης άρθρων από τα περιοδικά του CCF σε ελληνικές εφημερίδες καθώς και της διακίνησης των εντύπων του, το συνέδριο του οργανισμού που διεξήχθη στη Ρόδο το 1958, το περιοδικό που έβγαζε ο Κόρακας Διεθνής Ζωή, το γνωστότατο περιοδικό Εποχές που εξέδιδε το συγκρότημα Λαμπράκη από το 1963 έως το 1967 και το οποίο ζήτησε και έλαβε μια μικρή χρηματοδότηση από το CCF τα πρώτα δύο χρόνια, τέλος το σκάνδαλο που ξέσπασε με την αποκάλυψη της σχέσης του οργανισμού με τη CIA το 1966-1967. Το τελευταίο κεφάλαιο, εν είδει κατακλείδας, επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα «Γιατί τελικά δεν υπήρξε ελληνικό CCF;». Από το ερώτημα αυτό προκύπτει και ο τίτλος του βιβλίου «Η ιστορία μιας ματαίωσης». Η σχέση του οργανισμού με την Ελλάδα αποδεικνύεται αναιμική, ασυνεχής και, βεβαίως, απολύτως κρυφή.

Ο συγγραφέας, σε όλη την έκταση του βιβλίου, θέτει στο υλικό του συνεχώς ερωτήματα. Η προσέγγισή του και ο τόνος της εξιστόρησης δεν χαρακτηρίζονται, όπως θα μπορούσαν, από μια εδραιωμένη, πολιτικά αρνητική προδιάθεση απέναντι σε έναν οργανισμό της CIA με ξεκάθαρα αντικομμουνιστική ατζέντα. Αντίθετα, προσπαθεί να δώσει στον αναγνώστη όλα εκείνα τα στοιχεία για να κατανοήσει την πολιτισμική συγκυρία του ψυχρού πολέμου είτε αυτά είναι ιστορικά γεγονότα όπως η επέμβαση στην Ουγγαρία το 1956 ή ο πόλεμος του Βιετνάμ, είτε είναι οι βιογραφίες των δρώντων προσώπων οι οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, είναι συναρπαστικές και καταδεικνύουν πρωτίστως τις μετατοπίσεις των συνειδήσεων εντός του αριστερού / μαρξιστικού στρατοπέδου καθώς οι περισσότεροι ξεκινούν από τον προπολεμικό μαρξισμό και τους συνδικαλιστικούς, ιδεολογικούς ή άλλους κοινωνικούς αγώνες για να περάσουν σταδιακά, μέσα από την καταδίκη του σταλινισμού, μεταπολεμικά στον φιλελεύθερο, σοσιαλδημοκρατικό  αντικομμουνισμό χωρίς να φθάσουν ποτέ στον δεξιό φανατισμό και μετέχοντας πάντα στα υψηλότερα επίπεδα της «προοδευτικής» κουλτούρας.

Αυτό είναι ακριβώς το πρόβλημα στην Ελλάδα. Στο μεταπολεμικό τοπίο που αναδύθηκε από έναν εμφύλιο πόλεμο, ο αντικομμουνισμός μονοπωλούνταν από τη δεξιά παράταξη και τον δηλητηριώδη, απόλυτα διχαστικό και παραδοσιοκεντρικό λόγο της ενώ, στο πεδίο του πολιτισμού, η αριστερά σταδιακά κέρδιζε έδαφος. Είναι γνωστό πως στη δεκαετία του 1950 οι σοσιαλιστικές ιδέες στην Ελλάδα ελάχιστο χώρο καταλάμβαναν παρόλη την εμβέλεια κάποιων προσωπικοτήτων όπως ο Αλέξανδρος Σβώλος, τον οποίο πιο πολύ τον κατέτασσαν στους «συνοδοιπόρους» παρά στους αντικομμουνιστές. Σταδιακά, από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 άρχισε να φουντώνει και ο αντιαμερικανισμός λόγω του κυπριακού αγώνα. Άλλωστε, ο πολιτισμικός αντιαμερικανισμός είχε γερές ρίζες στην Ελλάδα, λόγω των παλαιόθεν σχέσεων των διανοουμένων της με τη γαλλική και γερμανική κουλτούρα. Το CCF δεν κατόρθωσε να βρει στη χώρα έναν εκπρόσωπο ο οποίος να συμμερίζεται και να προβάλει το κράμα αξιών και αρχών του οργανισμού, όπως περιγράφηκε παραπάνω, και παράλληλα να διαθέτει ο ίδιος ένα πνευματικό εκτόπισμα τέτοιο ώστε να προσελκύσει και άλλους διανοούμενους. Ο Μανώλης Κόρακας, νομικός, παλιός σοσιαλιστής, συνδικαλιστικό στέλεχος, αρθρογράφος, σφόδρα αντικομμουνιστής μεταπολεμικά, με εργώδη δραστηριότητα, ήταν για την Ελλάδα ένας άνθρωπος των παρασκηνίων με μηδαμινό πνευματικό εκτόπισμα. Ο Χρήστος Λαμπράκης και ο Λέων Καραπαναγιώτης, όταν σχεδίαζαν το περιοδικό Εποχές, γνώριζαν τις αναλογίες του με τα περιοδικά του CCF γι αυτό και ζήτησαν χρηματοδότηση. Η πενιχρή χρηματοδότηση που έλαβαν στην αρχή δεν συνεχίστηκε και η όποια σχέση με τον οργανισμό ατόνησε γρήγορα διότι το περιοδικό, όπως ξέρουμε, πήρε μια πορεία συνεργασίας με διανοούμενους της αριστεράς.

Βασική αιτία λοιπόν της καχεκτικής παρουσίας του CCF στην Ελλάδα είναι το γεγονός ότι η ποιότητα του αντικομμουνισμού εδώ είναι διαφορετική από την ποιότητα του αντικομμουνισμού του CCF. Η ολομέτωπη αντιπαράθεση με τον κομμουνισμό και το σοβιετικό μοντέλο στην Ελλάδα ήταν επενδυμένη με την ακραία ρητορική του συμμοριτοπολέμου, των στρατοπέδων, του ελληνικού μεγαλείου, της λογοκρισίας, των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, του «πατρίς θρησκεία οικογένεια». Τι σχέση μπορεί να είχε με τον αντικομμουνισμό της υπεράσπισης της δυτικής δημοκρατίας, των ατομικών δικαιωμάτων και της ελευθερίας της τέχνης με πρότυπο τον Τζάκσον Πόλλοκ; Οι φιλελεύθεροι δημοκράτες διανοούμενοι, μετά τον Εμφύλιο, σταδιακά πήραν αποστάσεις από το ιδεολογικό εξάμβλωμα της εθνικοφροσύνης και, μέσα από τις γνωστές πολιτικές εξελίξεις της δεκαετίας του ΄60,  πραγματοποιήθηκε η περίφημη προσέγγισή τους με την αριστερή διανόηση. Σε όλα τα παραπάνω πρέπει να προστεθεί και η χαρακτηριστική αδιαφορία του CCF για τις τοπικές ιστορικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας. Η αμερικανοκίνητη χούντα το 1967 που συνέπεσε με την αποκάλυψη της σχέσης του CCF με τη CIA υπήρξε η ταφόπλακα στην παρουσία του οργανισμού στην Ελλάδα και οδήγησε τους ελάχιστους που συναντήθηκαν μαζί του στην αποσιώπηση της όποιας σχέσης.

Το βιβλίο του Στρατή Μπουρνάζου αποτελεί υπόδειγμα ισορροπίας ανάμεσα στον ερευνητικό μόχθο, τον πλούσιο προβληματισμό, την αυστηρά ιστορική  αντιμετώπιση όλων των δεδομένων και των πλευρών, την ενσυναίσθηση απέναντι στα πρόσωπα και μας οδηγεί στην επανεκτίμηση του πολιτισμικού τοπίου της δεδομένης εποχής με περισσότερη γνώση και ευαισθησία. Αποτελεί ένα εξαίρετο δείγμα πολιτισμικής ιστορίας και ως τέτοιο θα τροφοδοτήσει ανάλογες μελέτες στο μέλλον.

 

Στρατής Μπουρνάζος, Η ιστορία μιας ματαίωσης. Το CCF και ο πολιτισμικός ψυχρός πόλεμος στην Ελλάδα (1950-1967)

Προηγούμενο άρθροΙλαροτραγωδία (του Γιάννη Στρούμπα)
Επόμενο άρθροΣήμερα τα Βραβεία 2024 της Εταιρείας Συγγραφέων 7μμ στο Μέγαρο Μουσικής

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ