της Έφης Κατσουρού (*)
«Και πώς κουρσεύεται μια πόλη; Με ποιόν καιρό και από ποια μεριά; Από ανατολή; Από τη δύση; Από τα υψώματα στον Άγιο Σίλα ή από τα πεδινά στο Καράορμαν; Μέρα ή νύχτα; Χειμώνα ή καλοκαίρι;», αναρωτιέται στους πρώτους στίχους του εκτός εμπορίου δίφυλλου Γέρων στρατηλάτης προ του τέλους (123 αριθμημένα αντίτυπα), ο Λευτέρης Ξανθόπουλος τον Δεκέμβρη του 2019· και με αυτή την απορία στα χείλη μας χαιρετά στις 19 Ιουνίου του 2020, αφήνοντάς μας να αναρωτιόμαστε με τη σειρά μας πώς κουρσεύεται ένα σώμα, πώς κουρσεύεται ένα παλιό δοκιμασμένο σκαρί[1], πώς κουρσεύεται ο ίδιος ο κουρσάρος σε μίαν αναπότρεπτη στιγμή. Οι μήνες που ακολούθησαν εκείνες τις γιορτές του 2019, και μας έφτασαν μέχρι το καλοκαίρι του 2020, οπότε και ο Λευτέρης αναχώρησε, μάς εισήγαγαν σε μία νέα συνθήκη, στη συνθήκη που μέχρι και σήμερα βιώνουμε, μάς στέρησαν συνήθειες και ανθρώπους, βιωμένο χρόνο και χώρο. Μάς στέρησαν και συνεχίζουν να μάς στερούν ζωή. Και είναι θλιβερότερο ακόμη, αυτό που ζούμε, αν κανείς σκεφτεί τους ανθρώπους που έρχονται και εκείνους που φεύγουν από τη ζωή ετούτες τις μέρες. Οι πρώτοι κάθε μέρα χαιρετούν έναν εαυτό που όμοιος δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά, αφού μεγαλώνει ασυγκράτητα, ζουν την πρώτη άνοιξη και το πρώτο θέρος τους, το πρώτο χιόνι και την πρώτη τους γιορταστική συνθήκη μέσα σε όρια σφιχτά και ανελαστικά μέσα σε ένα κάτοπτρο παραμορφωτικό του χώρου και του χρόνου και οι δεύτεροι έχουν στερηθεί τις τελευταίες επαναλήψεις μίας ενήλικης ζωής, την ευτυχία της ελεύθερης ώρας, της κρούσης και της παύσης των αισθημάτων στην συνάντηση με το έτερο εγώ -τον γνωστό ή τον φίλο, τον άλλο άνθρωπο, την έκλαμψη της τυχαιότητας του έξω χώρου, την τελευταία οργιώδη έκρηξη της φύσης, μέσα σε μία συνθήκη νεφελώδη και άγνωρη, σε ένα παρόν που ακινητεί.
Όσοι γνωρίζαμε τον Λευτέρη Ξανθόπουλο, ξέρουμε καλά ότι το έργο του, ποιητικό και κινηματογραφικό, βρισκότανε εν εξελίξει, και το ποιητικό του αισθητήριο εν πλήρη εγρηγόρσει. Είχε πολλά γραπτά, πολλά ποιήματα που ανέμεναν την ώρα τους, την στιγμή της ωρίμανσής τους, καθώς ο ίδιος πάντα έλεγε, και το αυτό συνεβούλευε και τους νεότερους ποιητές, ότι δεν βιάζεται ποτέ να εκδώσει, αφήνει το ποίημα να δοκιμαστεί στο χρόνο[2]. Τους μήνες της πρώτης εκείνης καραντίνας αφιερώθηκε απερίσπαστος στο γράψιμο και την οργάνωση των ώριμων πλέον, γραπτών του. Στο τέλος της άνοιξης δύο βιβλία είχαν ήδη βρει το δρόμο τους. Ήταν τα βιβλία που με τη μέριμνα της συζύγου του, Αγλαΐας Λάτσιου, κυκλοφόρησαν τον Δεκέμβριο του 2020, το Warum (Καστανιώτης, 2020), με τα χριστουγεννιάτικα διηγήματά του, και η ποιητική συλλογή Βορεινός τομέας 916 (Μετρονόμος, 2020), ένα βιβλίο μνήμης και ονείρου, το οποίο, μοιάζοντας να επιχειρεί, συνειδητά ή ασυνείδητα, να κλείσει έναν κύκλο ζωής, μάς επιστρέφει, στην πρώτη νιότη του ποιητή, με ποιήματα γραμμένα την περίοδο 1965-1977. Οι στίχοι, παλλόμενοι από το σφρίγος της νεαρής ποιητικής σάρκας και στερεωμένοι από το χρόνο που τους έθρεψε, φτάνουν στον αναγνώστη στον απόηχο της νύχτας, και συμπλέκονται με τα όνειρα[3] του ποιητή, τις σπαραγματικές αφηγήσεις της εν ύπνω ζωής του, αντλούμενες από ποικίλους τόπους και εποχές και καταγεγραμμένες όλες, άμεσα, κατά την στιγμή της αφύπνισης, χωρίς τη χρήση σημείων στίξης, χωρίς παύσεις και ενοχές. Η ποίηση του Ξανθόπουλου, από το πρώτο ακόμη ποιητικό βιβλίο του, τα Αντίψυχα (1972), υπήρξε πάντοτε ονειροκεντρική, με έναν δικό της ιδιότυπο τρόπο που καταφέρνει να ισορροπεί ανάμεσα στο ειδυλλιακό και το εφιαλτικό τοπίο, το ουτοπικό και το δυστοπικό σενάριο, την υπερρεαλιστική εικονοποιΐα και την δημώδη αφήγηση. Αυτή πλέον τη φορά, η οργάνωση του ποιητικού σώματος, δεν επιτρέπει καμία αμφιβολία -καμία παρεκτροπή, ο ποιητής μάς μεταφέρει συντεταγμένα σε ένα χώρο απόλυτα ονειρικό, σε ένα τοπίο όπου η πραγματικότητα εξαϋλώνεται, όχι για να δώσει την θέση της σε μία άλλη υπέρ-πραγματική συνθήκη, αλλά για να παραδοθεί ολοκληρωτικά στον χώρο του ονείρου που είναι ο πραγματικός χώρος δράσης του ποιητή, η υλική αλήθεια του και όπως καίρια επισημαίνει ο Οδυσσέας Ελύτης «το σημείο που όλοι οι άνθρωποι γίνονται ποιητές, παύουν να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους»[4]:
Πρόσωπα και εποχές, τόποι και χρόνοι διαφορετικοί, ζώα, όπως τα πουλιά, οι γάτες και οι χελώνες, που λειτουργούν ως αρχετυπικά σύμβολα της ποιητικής του Ξανθόπουλου, συνυφαίνουν το τοπίο των ονείρων του, το οποίο αυτή τη φορά μάς παραδίδεται ακέραιο:
«Ένα μωρό μπουσουλάει πίσω από μια χελώνα την χτυπάει στο καβούκι η χελώνα κρύβεται μετά ξαναβγαίνει μαζί μαζεύονται τα ζώα του δάσους ο σκαντζόχοιρος και βγάζουν δυνατές και αλλόκοτες φωνές το μωρό πίσω από τη χελώνα τρομάζει βάζει τα κλάματα κλαίει» [«10 Κατ’ όναρ»]
«Ο Σαχτούρης ζωηρός ευδιάθετος για να μού πει πως βρήκε σπίτι και μετακομίζει καλύτερο σπίτι οδός Μελισσουργού μου λέει διαμπερές στα Χαυτεία μα εγώ σκεφτόμουν και δεν ήθελα να του το πω πώς γίνεται αυτό αφού έχεις πεθάνει πώς βγαίνεις και μού μιλάς από το τηλέφωνο μού μιλούσε από το τηλέφωνο και συγχρόνως τον έβλεπα απέναντί μου να μού μιλάει καθισμένος σαν μεθυσμένος είσαι σήμερα μού λέει» [«06 Κατ’ όναρ»]
«Ήρθε η Πέπη φορούσε λευκό χιτώνα ολόσωμο κρατούσε αρχαίο αμφορέα σαν το ρώσικο σαμοβάρι του σπιτιού από την Οδησσό με ρώτησε αν ζω ακόμα και βέβαια της λέω τι νόμιζες θα έφευγα χωρίς να σε ρωτήσω;» [«12 Κατ’ όναρ»]
Ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Νώντας Γονατάς, ο Λάκης Παπαστάθης, ο Γιώργος Κακουλίδης, ο Τσάρλι Τσάπλιν και ο Λουί ντε Φινές, η γυναίκα και τα παιδιά του, η μάνα και ο πατέρας, είναι όλοι τους παρόντες -παρόντες σε ένα μωσαϊκό εικόνων ή πιο σωστά σκηνών που αρθρώνει το φιλμ της άλλης του ζωής, της εν ύπνῳ, μία ζωής, που ωστόσο για τον Ξανθόπουλο, θάλλει αγέρωχη, δίπλα και όχι πίσω από την πραγματική, και αναπαράγεται στο διηνεκές. Παρότι στον πρόλογο του βιβλίου, ο ίδιος ο ποιητής μιλά για όνειρα, τα οποία συνοδεύουν και υποστηρίζουν τα ποιήματα, τολμώ να πω, ότι ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του, με συνέχει το αίσθημα της ονειρικής διάστασης και νοιώθω, αντίστροφα, να βαδίζω πάνω σε έναν παλίμψηστο χώρο ονείρων, στον οποίο επάνω θεμελιώνονται τα ποιήματα (και δεν εννοώ μόνο τα ποιήματα της παρούσας συλλογής αλλά του συνόλου του έργου του). Τα κατ΄ όναρ χωρία καταλαμβάνουν περίπου τα 2/3 του σώματος του βιβλίου ενώ τα ποιήματα, λειτουργούν ως στιγμιαίες αναλαμπές, ως κρυσταλλώσεις του μετουσιωμένου αισθήματος, του επεξεργασμένου πια ονειρικού του χώρου. Είναι στιγμές και εικόνες θερμικής αποδόσεως που λειτουργούν ως σταλακτίτες της υπερβατικής πορείας των δακρύων του ποιητή -μικρά σπαράγματα αλήθειας. Είτε πρόκειται για σύντομες ποιητικές αφηγήσεις:
«Το ξέρω / πολέμησες την παγωνιά / την άνοιξη και την ομίχλη / υπόφερες τις τρύπες τα καρφιά / και τα ταξίδια που δεν έκανες / αγάπησες μια λυπημένη ξενοδόχα / όμως αυτά / δεν τα μιλάν στις συντροφιές / καλέ μου / δεν τα μιλάν // κράτα τις λέξεις σου / για τα πουλιά / τον ήλιο / και τα δέντρα // κι αυτό μην το ξεχνάς / ποτέ καλέ μου / μην το ξεχνάς» [«Παράπονο»]
είτε για χρωματικές/σχηματικές εκδοχές μίας θραυσματικής εμπειρίας χρόνου και χώρου:
«Βράχια / ανάποδες κούπες // Βουνά / ρόιδια σπασμένα // Σπηλιές / ανοιγμένοι έρωτες // Πωρόλιθοι πολεμίστρες / ιπποτών σιδερένιων // Λιόδεντρα μυθικά / σε βουλισμένες αυλές // με αργαλειούς / χωνεμένους στο χώμα // Καυτός αέρας / προγόνων θυμίαμα // Σπονδή ιερή / το ταξίδι αυτό» [«Λίνδος ’69»]
πάντοτε λειτουργούν ως πυκνωτές της νυκτώας και υγρής του φύσης. Υπαγορεύονται από την ρίζα που τον γεννά και λειτουργεί ως ζώσα μνήμη, υποτάσσονται στον εσωτερικό ρυθμό του και εκλύουν τελικά ένα θερμικό φορτίο υψηλής εντάσεως.
Ο ίδιος ο Ξανθόπουλος το 2017 αναγνωρίζοντας προφανώς μία εκλεκτική συγγένεια με εκείνη, γράφει για το βιβλίο της Ζυράννας Ζατέλη, Τετράδια ονείρων: «Η Ζατέλη αναρωτιέται ποιά από τις ζωές που ζούμε είναι η πιο αληθινή, τα όνειρα του ύπνου ή αυτά που ζούμε καθημερινά στον ξύπνο; Όλα όσα μας κρύβουν τα βιβλία της Ζυράννας φανερώνονται στα όνειρά της, άλλοτε ανάλαφρα μεταμφιεσμένα και άλλοτε μασκαρεμένα βαριά, και μας προσφέρονται σαν μια συλλογή από ερμηνεύσιμα ή δυσερμήνευτα ή και κρυπτικά ακόμη μυστικά, που γενναιόδωρα η συγγραφέας ακουμπάει στα πόδια μας για να μας γοητεύσει.»[5] Γενναιόδωρα, με τη σειρά του, στο εντέκατο ποιητικό βιβλίο του, ο Ξανθόπουλος ακουμπά στα πόδια μας αυτό το κολλάζ ονείρων και ποιημάτων, όχι όμως για να μάς γοητεύσει, αλλά για να μάς παρασύρει στην υγρασία της νύχτας του, στον μυθικό χώρο που κατασκευάζει η ποίησή του. Και μάς το εμπιστεύεται σαν έναν αντίστροφο καζαμία, το άλλο σκέλος των συγκοινωνούντων δοχείων που είμαστε και που μάς είναι τόσο δύσκολο να ζούμε και να παρακολουθούμε ταυτόχρονα[6].
Κάπου εκεί, στην πλασματική έννοια ενός κόσμου αναστυνόμευτου[7], η θελκτική εμμονή του Ξανθόπουλου για την υγρασία της νύχτας συναντά τη ρίζα της· και οι στίχοι εκκολάπτονται: μέσα στη νύχτα της υγρής μοναξιάς, στην υγρή νύχτα της ένωσης των σωμάτων, στη μυστική της συνάντησης των ψυχών, στη νύχτα του χθες και στη νύχτα του αύριο, στη νύχτα τη βαθειά του χαμού, στη νύχτα των ζωντανών και στη νύχτα των πεθαμένων, στη νύχτα των νικητών και στη νύχτα των ηττημένων, στη νύχτα της ιστορίας, στη συντελεσμένη και ασυντέλεστη νύχτα, στη νύχτα της γέννησης, στο υγρό σκοτάδι της μήτρας λίγο πριν την ηρωική έξοδο στο φως, λίγο πριν την ποίηση. Στη χοϊκή νύχτα της βρεγμένης γης. Κάπου εκεί από όπου και απόψε ονειρεύεται γράφοντας ποιήματα ή ονειρευόμενος γράφει τα ποιήματα, που θα τον ακούμε κατ’ όναρ, τώρα πια, να απαγγέλει.
[1] Λευτέρης Ξανθόπουλος, «Επίλογος Ι», Αντίψυχα, Αθήνα, Μετρονόμος, 2017.
[2] βλ. Συνέντευξη Λευτέρη Ξανθόπουλου στον politisonline και τον Κλέαρχο Παπαϊωάννου / 30.03.2015.
[3] Από τον πρόλογο του ποιητή στο εν λόγω βιβλίο Βορεινός τομέας 916, Αθήνα, Μετρονόμος, 2020: «Τα ποιήματα γράφτηκαν ανάμεσα 1965 και 1977. Θα έπρεπε να βγουν νωρίτερα, όπως αίφνης με μια σπρωξιά κλείνεις την πόρτα κατάμουτρα στη νύχτα μην μπει το σκοτάδι στον ύπνο των πουλιών. Ένα φως βρέχει στα φύλλα. Πάμε», μας προσκαλεί στον πρόλογο του και συνεχίζει στο υστερόγραφό του: «Τα όνειρα που συνοδεύουν και υποστηρίζουν τα ποιήματα, με επισκέφτηκαν κατ’ όναρ σε διαφορετικούς τόπους και διαφορετικές εποχές καταγράφηκαν επί τόπου με την αφύπνιση του ονειρευτή και παρουσιάζονται εδώ στην αρχική τους την πρώτη μορφή».
[4] Οδυσσέας Ελύτης, «Τα όνειρα», Ανοιχτά χαρτιά, Αθήνα, Ίκαρος, 2004 (6η έκδοση), σελ. 203.
[5] Βλ. κείμενο του Λευτέρη Ξανθόπουλου «Η Ζυράννα που πάει παντού», www.oanagnostis.gr / 29.08.2017
[6] Οδυσσέας Ελύτης, ο.π. σελ.: 206.
[7] ο.π. σελ.: 204.
(*) Η Έφη Κατσουρού είναι ποιήτρια
Λευτέρης Ξανθόπουλος, Βορεινός τομέας 916, Μετρονόμος, 2020
Βρες το εδώ