Γιάννης Ν.Μπασκόζος
Θα ξεκινήσω με κάτι που μου μοιάζει επίκαιρο . Το αντλώ από τον Πειρασμό της Νοσταλγίας: «Το τρομερό δεν είναι που γίνονται τα πράγματα. Τα πράγματα πάντα θα γίνονται, όποια και να ΄ναι. Το τρομερό είναι όταν γίνονται μπροστά μας και δεν τα βλέπουμε». ¨
Mε αυτό δίνει και μια απάντηση στο γιατί έγραψε αυτές τις σημειώσεις:
«Τα γεγονότα που δεν παύουν να συμβαίνουν θέτουν συνεχώς καινούργια ερωτήματα, κι ακόμα περισσότερο τα περασμένα γεγονότα εμφανίζουν όψεις που δεν τις είχαμε προσέξει κι επαναφέρουν ερωτήματα για τα οποία οι απαντήσεις που δίναμε δείχνουν ατελέσφορες. Οπότε συνεχίζω την προσπάθεια».
Ο Πειρασμός της Νοσταλγίας είναι μια αυτοβιογραφία. Ιδιαίτερη. Μια αυτοβιογραφία σκέψεων.
Νομίζω ένας ποιητής μόνον έτσι θα έγραφε την αυτοβιογραφία του, κρατώντας σημειώσεις καθημερινότητας ¨τι σκέφτεται όταν πίνει τον καφέ του το πρωί και διαβάζει εφημερίδα, όταν ακούει έναν βαρετό ομιλητή σε ένα συνέδριο, στο πίσω κάθισμα ενός ΙΧ που τον οδηγεί σε μια ομιλία.
Ο Τίτος έχει ξαναγράψει ημερολογιακές σημειώσεις, ως παιδί δώδεκα χρόνων, εσωτερικό σ’ ένα σχολείο, την Αναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή, στις Σπέτσες, τον καιρό που ξεσπάει ο πόλεμος με την Ιταλία αλλά και ορισμένα άλλα πεζά του περιέχουν βιογραφικά στοιχεία “H συμμορία των δεκατριών». Ο σημειώσεις του δεν είναι ημερολογιακές καταγραφές , παρά το ότι γνωρίζω ότι όλες αυτές οι σημειώσεις είχαν ημερομηνία στο τέλος αλλά ο ποιητής προτίμησε να τις απαλείψει και να αφήσει μόνον το έτος. Ο Πειρασμός της Νοσταλγίας είναι σκέψεις. Ένας διανοούμενος σκιτσάρει την αυτοβιογραφία του μέσα από μια «ιδιότυπη βιογραφία» των σκέψεων του.
Πρόκειται για στοχασμούς και αναστοχασμούς μέσα στη δίνη της ομαλότητας ή τις αναταράξεις των κρίσεων. Είναι κατά κάποιον τρόπο αφορισμοί, αφορισμούς έγραψαν κυρίως οι φιλόσοφοι αλλά και ορισμένοι καλλιτέχνες, κυρίως ποιητές, μιας και ο αφορισμός απαιτεί συμπύκνωση μιας αναπτυγμένης ιδέας σε λίγες λέξεις. Και φυσικά δεν μιλώ για ευφυολογήματα (όπως αυτά του Μπέρναρ Σω ή του Όσκαρ Ουάιλντ που είναι διασκεδαστικά και κάποτε διδακτικά). Ο Αντόνιο Πόρτσια, έκπληκτικός στις «Φωνές», ο Πεσόα επίσης (και οι δύο πορτογάλοι), ο Τζιάκομο Λεοπάρντι, ο Μπαρτ φυσικά στα «αποσπάσματα του ερωτικού λόγου» και ο Κοκτώ. Ακόμα και ο Μανώλης Αναγνωστάκης στο Υ.Γ. Ο καθένας έγραψε με το δικό του τρόπο και σίγουρα επηρεασμένος από τα προσωπικά του βιώματα.
Όπως έχει γράψει κάποτε ο Μάριος Πλωρίτης «ίσως οι μόνοι καλλιτέχνες που δεν είχαν προβλήματα με την κρατική εξουσία να ήταν οι μακρινότατοι άγνωστοι που ζωγράφιζαν τις εκπληκτικές τοιχογραφίες στις σπηλιές της Αλταμίρα και του Λασκώ. Για τον απλούστατο λόγο ότι εκείνη την εποχή κράτος δεν υπήρχε. Ο ποιητής Πατρίκιος δεν ξέφυγε από τον κανόνα. Μάλλον το επέκτεινε καθώς είχε προβλήματα και με την μικροεξουσία – τότε- της αριστεράς.
Ας δούμε την περίπτωση του Τίτου. Η ένταξη του στην αριστερά είχε τόσο ιδεολογικές όσο και αισθητικές αναταράξεις. Διάβαζε παράλληλα απαγορευμένους και νόμιμους ποιητές. Ήταν η διπροσωπία των καιρών και περισσότερο η διπροσωπία του κόμματος. Όμως από τότε ήταν σε μια διαρκή αναζήτηση της κατάστασης των πραγμάτων, της πίσω όψης τους, της προσπάθειας να κατανοηθεί η ανθρώπινη σύμβαση, της διερεύνησης της ανθρώπινης περιπέτειας, της ανατροπής των βεβαιοτήτων. Δεν είναι τυχαίο πώς αρκετές από αυτές τις σημειώσεις καταλήγουν με ένα ερωτηματικό, ένα «μήπως». Ο Τίτος αναρωτιέται αν είναι έτσι, όπως λέει η διατύπωση που μόλις έγραψε, ή αυτός νομίζει ότι είναι έτσι και όλοι οι άλλοι βλέπουν κάτι άλλο;
Θα φανεί ότι ο ποιητής Πατρίκιος χαράζει μια δική του εσώτερη πορεία που άλλοτε συγκλίνει κι άλλοτε αποκλίνει από το πρόσταγμα της αριστεράς. Η ποίηση είναι η κρυφή ερωμένη του και όπως χαρακτηριστικά θα μου πει σε μια συζήτηση μας «έγραφα κρυφά και από τον εαυτό μου». Στη δεκαετία του ΄60 με την Επιθεώρηση Τέχνης θα συγκρουστεί με το κομματικό κατεστημένο και θα φροντίσει να προστατέψει την προσωπικότητα, τις ιδέες και τις αισθητικές του επιλογές από οποιοδήποτε ιδεολογικό κόστος. Τη μεταπολίτευση δεν θα την περάσει αβρόχοις ποσίν, είναι γνωστές οι περιπέτειες του με την αριστερά. Οι σημειώσεις του αυτές σε ένα βαθμό εξηγούν την πορεία του, τις στροφές (επικίνδυνες κάποιες φορές) που πήρε, τις ανακατατάξεις των ιδεών του, τα μπρος – πίσω μιας ολόκληρης ζωής.
Ξεχωρίζω τρεις κατηγορίες σημειώσεων, στο πολιτικό πεδίο, στο ερωτικό ,στο αυτό-αναφορικό, για την ποίηση και το απρόβλεπτο.
Στο πολιτικό: Πολιτική και ποιητική ηθική. Ο Τίτος Πατρίκιος έδειξε ότι η πολιτική χωρίς ηθική δεν υπάρχει. Στους στοχασμούς του επιλέγει την αυτοκριτική, τα ερωτηματικά, την αναθεώρηση των στόχων, την εκ νέου αναζήτηση της πολιτικής ελπίδας. Και όλα αυτά με προσωπικό κόστος.
Ερωτικό: Τον ερωτικό Τίτο τον γνωρίσαμε με τη συλλογή του «Λυσιμελής Πόθος» όπου αναδείχτηκε ότι, ίσως, ήταν περισσότερο ερωτικός από ότι πολιτικός ποιητής- τουλάχιστον από μια περίοδο και μετά. Οι σημειώσεις του περί έρωτος, είναι υπαινικτικοί, στέλνουν στον αναγνώστη κύματα αισθήσεων, εικόνες κρυμμένου πόθου και παράλληλα ανάλαφρης γοητείας για το παιχνίδι των φύλων.
Το αυτοαναφορικό για την τέχνη του ποιητή: Χωρίς να συνιστούν μια πλήρη «κουζίνα» των μηχανισμών του ποιητή δίνουν νύξεις αυτής της ιδιαίτερης διεργασίας που λαμβάνει χώρα πριν και μετά την δημιουργία.
Τα απρόβλεπτα: Για μένα είναι τα ωραιότερα, τα πιο ακριβά της τέχνης του κομμάτια. Εκεί που μιλάει για τους διανοούμενους του 20ου αιώνα, ή την μέγγενη της εξουσίας εμφιλοχωρεί ένα σχόλιο για τις πορτοκαλιές, ή τις αθηναϊκές ταράτσες.
Παράδειγμα ζωής
Οι σημειώσεις όμως αυτές αποτελούν κατά τη γνώμη μου κι ένα παράδειγμα ζωής. Είναι ένας ποιητής που σκέπτεται και δημιουργεί. Δεν αρκεί μόνον η έμπνευση το έχει πει και ο ίδιος, αλλά δεν ωφελεί και μόνον η εργασιοθεραπεία. Χρειάζεται να έχεις το βλέμμα που διεισδύει στα πράγματα, που τα ανατέμνει κάθε στιγμή, για να σε οδηγήσουν σε νέες σκέψεις, ίσως όχι επιτυχημένες, κι αυτές σε άλλες κι έτσι η ποίηση να γίνει μια συνεχής πράξη ενεργού ζωής.
Μαζί με το στοχασμό υπάρχει και το χιούμορ, άλλοτε υποδόριο άλλοτε με μια δόση ειρωνείας και αυτό-ειρωνείας. Ο Πατρίκιος έχει μια νηφάλια στάση απέναντι στον εαυτό του και τα πράγματα, δεν έχει να αποδείξει τίποτα, μπορεί να αυτό-υπονομεύσει τον εαυτό του και να το ευχαριστηθεί.
Και δυο λόγια γι αυτό που θα λέγαμε η μέθοδος του. Αναφέρεται πολλές φορές στη ρήση του Μαλλαρμέ «τα ποιήματα δεν γράφονται με ιδέες αλλά με λέξεις» Σε μια πρόσφατη συνέντευξη τον ρώτησα. Φτάνουν αυτά τα δύο, λέξεις και ιδέες για να γράψεις ποιήματα; Η απάντησή του: «Σε αυτό που επιμένω είναι η παρατήρηση. Τι παρατηρείς, τι ανακαλύπτεις. Κι αν ανακαλύψεις κάτι που δεν έχει βρεθεί μέχρι στιγμής τότε μπορεί να κάνεις ένα ωραίο ποίημα. Κι αν ανακαλύψεις πράγματα που εσύ ο ίδιος δεν έχεις συνειδητοποιήσει αλλά τα βρίσκει ο αναγνώστης τότε έχεις κάνει ένα μεγάλο ποίημα . Την Ιλιάδα την διαβάζουν εδώ και 3000 χρόνια και κάθε τόσο ανακαλύπτουν κάτι καινούργιο, όπως και στον Δάντη , τον Γκαίτε, κι όλους αυτούς τους μεγάλους ποιητές».
Και για το τέλος θα θυμηθώ το Αντόνιο Πόρτσια όταν στις «Φωνές» έγραφε:
«Αν είναι , όπως φαίνεται να είναι, μία και μόνη αλήθεια όλα/Δεν θα βρεις την αλήθεια σου, τη δική σου αλήθεια , σε τίποτα». Ή όπως θα το έλεγε ο Τίτος : «Μόνον μια άκρη της αλήθειας να σηκώσω/να ρίξω λίγο φως στην πλαστογραφημένη μας ζωή».