Κατερίνα Σχινά.
“Διακινδύνευσα μερικὲς φορὲς τὴ ζωή μου ἀλλὰ ὄχι τὴν καθημερινὴ εἰκόνα μου. Γι’ αὐτὴν ἀπέφυγα κάθε ἐξτρεμισμό”. Με δυο προτάσεις, ο ποιητής συνθέτει την αυτοπροσωπογραφία του. Όντως, απέφυγε και αποφεύγει κάθε εξτρεμισμό, στην συνολική στάση του απέναντι στην ζωή, την πολιτική, την τέχνη. Το βλέπει αυτό κανείς καθαρά στον δημόσιο βίο του, το πιστοποιεί διαβάζοντας τις εις εαυτόν σκέψεις του, που συγκροτούν το τελευταίο του βιβλίο. Πιστός στην αναλυτική μέθοδο, φροντίζει να βλέπει κάθε πρόβλημα από διάφορες σκοπιές – και παρατηρώντας ένα αντικείμενο από διάφορες πλευρές, καταλήγει να μη του δίνει έναν γραμμικό ορισμό και να αφήνει ανοιχτό το ερώτημα. Αυτός ο τρόπος της αντιμετώπισης ξεφεύγει από τους περιορισμούς της υπερβολικά ξεκάθαρης θέσης. Ρέπει προς την συμφιλίωση, τη διαμεσολάβηση, την υπέρβαση των αντίθετων άκρων.
Ο Τίτος Πατρίκιος είναι μετριοπαθής. Αλλά μετριοπαθής δεν σημαίνει χλιαρός. Πεπεισμένος δημοκράτης, πολύ συχνά καυστικός με τις αυταπάτες και τις δημοκρατικοφανείς αλλά βαθιά ανελεύθερες έως και ολοκληρωτικές ιδεολογίες, δεν φοβάται να παραδεχθεί παρελθόντα λάθη και αδυναμίες που επιμένουν, ίσως γιατί γνωρίζει καλά πως όταν αναγνωρίζεται το σφάλμα, τότε γίνεται εφικτή και η διόρθωσή του. Ένας εξτρεμιστής δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του το σφάλμα, γιατί δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. Τα λάθη του μετριοπαθούς διορθώνονται, του εξτρεμιστή όχι – γιατί τη μόνη λύση που γνωρίζει, όπως έχει σημειώσει ο Νορμπέρτο Μπόμπιο, είναι να περνά από τον ένα εξτρεμισμό στον άλλον.
Ο μετριοπαθής Πατρίκιος, λοιπόν, συντάσσεται με την πραότητα, την αποστασιοποιημένη παρατήρηση, τον ήπιο συμπερασμό. Δεν εκτρέπεται σε ηθικισμούς, δεν προβάλλει, έστω και μέσα σε παρενθέσεις, ένα όραμα για το δέον, για το ορθό, δεν πορεύεται με βάση σκουριασμένους προκαθορισμούς. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να ξύσει την επιφανειακή πραγματικότητα φέρνοντας στο φως την αντιφατικότητά της, αποκαλύπτοντας την αμφισημία της. Και το κάνει, επιστρατεύοντας κατά καιρούς το χιούμορ, αυτήν την ατάραχη, εύθυμη, αντανακλαστική ματιά που ρίχνει πάνω στα πράγματα και την οποία υπηρετεί με τους ελεύθερους, αυθόρμητους και άμεσους ελιγμούς μιας γλώσσας ζωντανής* μιας γλώσσας που ανασαίνει και εννοεί τις λέξεις της, χωρίς να πλάθει μ’ αυτές μια μάσκα που αποκρύπτει και παραπλανά. Τους αφορισμούς του διαπερνά ένα καλόγνωμο, κατά των κακώς κειμένων, σκώμμα, μια ειρωνεία λεπτή αλλά και τσουχτερή, που στρέφεται ιδιαίτερα ενάντια στην βλακεία – αυτήν την ακαταμάχητη, ανίκητη ιδιότητα, με την πολλαπλασιαστική δυναμική, και δη την σκεπτόμενη βλακεία, όπως την λέει, και την μαλακία, επιτρέψτε μου την λέξη – που ασφαλώς δεν της προσδίδει εδώ την αρχαιοελληνική έννοια.
Μια τέτοια στάση, βεβαίως, προϋποθέτει την συνεχή αυτοεξέταση του γράφοντος, συχνά ακόμη και την αυτοϋπονόμευση, την αδιάκοπη αυτοκριτική. “Ίσως ο μόνος κίνδυνος που έχουν τα γραφτά αυτού του είδους, είναι ότι ο γράφων μπορεί να νομίσει πως έχει σε όλα δίκιο”, σημειώνει. Και αλλού: “Μέσα σε τι ερημιά ζούνε αυτοί που πιστεύουν πως έχουν πάντα δίκιο”. Αυτός, εκπρόσωπος μιας γενιάς που ξεκίνησε με απόλυτες και οριστικές βεβαιότητες, αλλά που απομακρύνθηκε σταδιακά απ’ αυτές (“Στη ζωή μου κυριαρχεί η βαθμιαία απόρριψη των βεβαιοτήτων”, σημειώνει) το μόνο που μπορεί να διεκδικεί με σιγουριά είναι η αποφυγή κάθε ακρότητας, η επιλογή της νηφαλιότητας και του ορθολογικού ανθρωπισμού ως στάσης ζωής.
Αν όμως ο Τίτος Πατρίκιος απορρίπτει τις βεβαιότητες, δεν σημαίνει ότι αφήνεται στον ανεμοστρόβιλο της αμφιβολίας, που σαρώνει με την σφοδρότητά του κάθε σταθερά και ακυρώνει κάθε στάση. Σε μια εποχή που αποδυναμώνονται ή και ανατρέπονται όλες οι νοητικές συντεταγμένες βάσει των οποίων προσλαμβάναμε και νοηματοδοτούσαμε τον κόσμο, σε μια εποχή που οι παρελθούσες πολιτικές μορφές διατρανώνουν με κάθε τρόπο τη γύμνια τους και οι θεμελιακές κατηγορίες που παρακολουθούσαν την πολιτική μας συνείδηση κλονίζονται σοβαρότατα, ο Πατρίκιος αρνείται να εγκαταλειφθεί στο περιρρέον αξιακό κενό που μας περιβάλλει και συνδιαλέγεται άφοβα με τα ερωτήματα του παρελθόντος και τα προβλήματα του καιρού μας.
Ο Τίτος Πατρίκιος διακινδύνευσε την ζωή του, παιδί ακόμη, στη διάρκεια της Κατοχής και του Εμφύλιου, φυλακίστηκε, εξορίστηκε και αυτοεξορίστηκε, αποθαρρύνθηκε και διαψεύσθηκε, αλλά δεν έπαψε να ενδιαφέρεται για τις αξιακές προδιαγραφές του πολιτικού λόγου και της πολιτικής πράξης. Τον απασχολεί το ερώτημα της έλλογης και δίκαιας σύνθεσης της ελευθερίας και της ισότητας, των δύο αυτών νεωτερικών ανθρωπιστικών ιδεωδών. Τον απασχολεί η αποδυνάμωση και αποφόρτιση των δημόσιων αξιών, συνώνυμη για εκείνον με την υποχώρηση και αποφόρτιση όλων των κοινωνικών αξιών. Χρηστός πολίτης και τίμιος συναλλασσόμενος είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Η δημόσια ανομία είναι συνάρτηση και προϊόν της ιδιωτικής ανομίας. Όσο για την κρίση, αυτή προϋπάρχει της εμφάνισης και της επικυριαρχίας της. Βρίσκεται στη ρίζα παλαιότερων επιλογών μας, μεγεθύνει τα ήδη εγκατεστημένα αδιέξοδά μας, αποκαλύπτει ιδιωτικές αμαρτίες και δημόσια ανομήματα, επιτρέπει στην αποχαλινωμένη πια ασυνειδησία να διαχυθεί σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και να εκδηλωθεί σε όλες της τις μορφές. “Με την εμπέδωση της δημοκρατίας”, γράφει το μακρινό 1992, “οι άνθρωποι δεν έγιναν πιο ηθικοί, όπως φαντάζονταν αρκετοί. Ούτε όμως έγιναν πιο ανήθικοι, όπως καταγγέλλουν τώρα άλλοι. Απλώς η διαφθορά, από αποκλειστικό προνόμιο των λίγων, που ήταν παλιότερα, έγινε τώρα κεκτημένο δικαίωμα των πολλών”.
Ωστόσο, στο βιβλίο του αυτό ο Τίτος Πατρίκιος δεν εστιάζει αποκλειστικά σε πολιτικά ή ιδεολογικά διλήμματα. Θα μπορούσα να πω πολλά για την σκέψη του πάνω στην ποίηση και την τέχνη, τον έρωτα και το γήρας, την ανθρώπινη εν γένει κατάσταση, αλλά θα περιοριστώ στον πολιτικό, τον ιστορικό Πατρίκιο, μια από τις πολλές πλευρές ενός διανοούμενου ποιητή, που δεν έπαψε ποτέ να υποβάλλει σε κριτικό έλεγχο τις παραδεδεγμένες αλήθειες, να βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με τον εαυτό του, να αποδέχεται την ρευστότητα, την σχετικότητα και την παροδικότητα των ανθρωπίνων, ακόμη και να ψηλαφεί άφοβα το τέλος των πραγμάτων.
Γιατί η σκέψη του Τίτου Πατρίκιου είναι μια σκέψη λαγαρή, μια σκέψη που διεκδικεί την διάρκειά της. Τι μπορεί να πει κανείς για την διαπίστωση, γραμμένη το μακρινό 94, ενδεχομένως σαν σχόλιο στην επίμονη ανάγκη μας για αυτοπροσδιορισμό μέσω του αποκλεισμού των άλλων, μέσω του υποβιβασμού ή της συκοφάντησής τους, που κατατρύχει τον τόπο από γεννέσεώς του; και ιδού ο σύντομος αφορισμός του Τίτου Πατρίκιου, που ηχεί συγκλονιστικά και τρομερά επίκαιρος σήμερα: “Μια χώρα που υψώνει γύρω της τείχη και κλείνεται μέσα τους είναι καταδικασμένη στην ασφυξία της στασιμότητας. Η αναγνώριση κάποιας πολιτισμικής διαφοράς είναι αναγκαία για να ξεφύγουμε από την πολιτισμική ομοιομορφία. Όμως η υποχρεωτική υιοθέτηση της διαφοράς οδηγεί στην επιβολή μιας νέας καταπιεστικής ορθοφροσύνης”. Ή μια ακόμη σκέψη διατυπωμένη το 1997: “Αντιθετική, ακόμα και συγκρουσιακή συζήτηση μπορεί να γίνει μόνο ανάμεσα σε ανθρώπους που παρά τις διαφορές τους αποδέχονται έναν ελάχιστο κοινό προβληματισμό. Αλλιώς έχουμε μακρόσυρτες διακηρύξεις βεβαιοτήτων που ακόμα κι αν μεταλλάσσονται δεν διασταυρώνονται ποτέ. Όπως γίνεται σήμερα’.
Ο Πατρίκιος θα μιλήσει για τον συντηρητισμό της “αρχαϊκής, σχεδόν θρησκόληπτης αριστεράς” που τότε ίσως ήταν περιορισμένος σε επιρροή, σήμερα, ωστόσο, είναι κυρίαρχος, θα αναφερθεί στις καταστροφές που ήρθαν μαζί με την ευμάρεια στις αρχές της νέας χιλιετίας (“ένας αχαλίνωτος ατομικισμός, που μεταμφιέζεται σε ακραιφνή σοσιαλισμό”), θα ειρωνευτεί την υποκρισία των αγανακτισμένων (“Αφού πήρε τη σύνταξη και το εφάπαξ, ο Χ. αποφάσισε να γίνει αριστερός. Και στα εξήντα πέντε του χρόνια απέκτησε τον φανατισμό του νεοφώτιστου”) και τις αντιφάσεις των εκ του ασφαλούς εξεγερμένων: (“Κάθε ανυπακοή στη φανερή αλλά ελεγχόμενη κρατική εξουσία, πηγάζει από την υπακοή σε μια αφανή και ανεξέλεγκτη ιδεολογική εξουσία”). Τον ευχαριστούμε για την σοφία του, την δημοκρατικότητά του, τον βαθύ του ανθρωπισμό, και την γενναιοδωρία του να μας τα προσφέρει, υποδεικνύοντας έτσι έμμεσα, και πάντα διακριτικά, μια οδό προς την αυτογνωσία μας.