Ο Πικασσό στο Μανχάτταν

0
218

Χρήστος Τσιάμης (Γράμμα από το Μανχάτταν).

Τις μέρες μας σηκώνεται ένα τσουνάμι καλλιτεχνικής δραστηριότητας που όλο και μεγεθύνεται και επεκτείνεται με τη μεσολάβηση των κοινωνικών μέσων επικοινωνίας, που και τα ίδια επαυξάνονται με μια κανονικότητα.  Βρίθει ο τόπος από καινούργια δημιουργία, γεμάτη νεύρο, τόλμη, και ‘σχετικότητα’.  Έτσι, ίσως να παραξενευτείτε που σε αυτή τη σύντομη αναδρομή της καλλιτεχνικής σαιζόν του χειμώνα στη Νέα Υόρκη διακρίνω σαν αξιοσημείωτα τρία καλλιτεχνικά γεγονότα που χρονικά κοιτάζουν προς τα πίσω, στον περασμένο αιώνα και πιο βαθιά.  Ίσως όμως, επίσης, να συμμεριστείτε και τη δική μου έκπληξη όταν διαπίστωνα πόσο καινούργια φάνταζαν εκείνα τα ‘παλιά’ έργα ανάμεσα στον σαρωτικό σίφουνα της τέχνης σήμερα.

 

Ο Πικασσό νεαρός στο Μανχάτταν εφέτος!

 

Ο Πάμπλο Πικασσό, που λίγο πολύ καθόρισε τον χαρακτήρα της ζωγραφικής ενός ολόκληρου αιώνα, και που μας άφησε το 1973 σε ηλικία 92 ετών, εμφανίστηκε ξάφνου στο Μανχάτταν εφέτος νέος και ακμαίος!  Από τα μέσα Σεπτεμβρίου μέχρι τον Φεβρουάριο το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης (ΜΟΜΑ) φιλοξένησε την έκθεση ‘Γλυπτική του Πικασσό’ (‘Picasso Sculpture).  Κι ενώ, ανά τα χρόνια, είχαμε δεί γλυπτά του Πικασσό σε διάφορα μουσεία (κυρίως στη Νέα Υόρκη και στο Παρίσι), ήταν η πρώτη φορά που γινόταν μιας τέτοιας έκτασης συγκεντρωτική αναδρομή στη γλυπτική του με έργα από το 1902 μέχρι το 1964.

Η έκθεση, εξαιρετικά οργανωμένη και περιεκτική χωρίς να ξεχειλίζει, σου δημιουργούσε την αίσθηση ότι αυτόν τον πολυϊδωμένο καλλιτέχνη τον συναντούσες για πρώτη φορά ενόσω ακόμη δημιουργούσε γεμάτος χαρά!  Αυτή τη διαπίστωση την επαλήθευσαν και φίλοι που είδαν την έκθεση καθώς και διάφοροι κριτικοί της τέχνης.  Τουλάχιστον δύο από τους κριτικούς είχαν διερωτηθεί μήπως τελικά ο Πικασσό ήταν πιό σημαντικός σαν γλύπτης παρά σαν ζωγράφος!

Ισως σε αυτό το ξάφνιασμα  να είχε συμβάλει και το γεγονός ότι ο Πικασσό θεωρούσε εαυτόν πρωτίστως ζωγράφο, κι έτσι η γλυπτική τού ήταν μια εντελώς προσωπική ενασχόληση, ένας χώρος όπου κατέφευγε για να ηρεμήσει, να ‘παίξει΄ανέμελα, και δεν τον ενδιέφερε να την προωθήσει σε εκθέσεις προς καλλιτεχνικό και οικονομικό όφελος.  Μέχρι τον θάνατο του, τα περισσότερα από τα γλυπτά του δεν είχαν εκτεθεί και είχαν παραμείνει υπό τη δική του κατοχή.

Η έκθεση στο ΜΟΜΑ είχε οργανωθεί κατά χρονικές ενότητες: 1) Πρώτα έργα και τα πρώτα γλυπτά στο στυλ του Κυβισμού (1902-1909). 2) Τα χρόνια του Κυβισμού (1912-15). 3) Σπουδές για ένα μνημείο προς τιμήν του Απολλιναίρ (1927-31). 4) Γλυπτά από το ατελιέ στη Boisgeloup (1930-32 και 1933-37). 5) Τα χρόνια του πολέμου (1939-45).

6) Έργα από τα ατελιέ στη Vallauris και στις Κάννες (1952-58) και 7) Γλυπτά από φύλλα μετάλλου (sheet metal) (1954-1964).

TSIAMIS4 Πηγαίνοντας από αίθουσα σε αίθουσα διαισθανόμαστε τον ενθουσιασμό του καλλιτέχνη με το παιχνίδι των μορφών, των υλικών (μέταλλο, χαρτόνι, ξύλο, πηλός, βότσαλα από τον γιαλό, καθημερινά αντικείμενα τροποποιημένα), και το παιχνίδι των χρωμάτων επάνω σε κάθε υλικό.  Ο Πικασσό δημιουργεί ξέγνοιαστα τα γλυπτά του γιατί δεν έχει πρόθεση να τα εκθέσει, κι έτσι πειραματίζεται συνεχώς με αποτέλεσμα ευχάριστες εκπλήξεις.  Αποδεικνύεται ότι ανήκει σε μια κατηγορία του ενός (κι εδώ χρειάζεται, αν μου επιτραπεί, ένας νεολογισμός): είναι ‘γλυπτικός ζωγράφος’.  Χαίρεται να δουλεύει με τα χρώματα στον τρισδιάστατο κύβο του χώρου, εκεί που διαφορετικά χρειάστηκε να εφεύρει τεχνικές για να απεικονίσει την ιδέα του ‘κυβισμού’ επάνω στον επίπεδο καμβά.  Οπως ακριβώς συμβαίνει, για να χρησιμοποιήσουμε μια λογοτεχνική αναλογία, στο μυθιστόρημα «2666» του Μπολάνιο όπου ο θάνατος είναι η αποσύνθεση του σώματος λέξη προς λέξη και όχι κάποιο σχήμα μεταφοράς.

Μας τράβηξε το ενδιαφέρον η χρήση των χρωμάτων επάνω στα φύλλα του μετάλλου, ιδιαίτερα σε σύγκριση με μια ταυτόχρονη έκθεση του σύγχρονου αμερικανού Φρανκ Στέλλα στο νέο κτίριο του μουσείου Γουίτνυ (Whitney).  Στην περίπτωση του Στέλλα, οι τεράστιες κατασκευές του μετάλλου και τα φωναχτά χρώματα αντικατοπτρίζουν την αλαζονεία του καπιταλισμού μέσα από την τέχνη.  Δημιουργούνται, θαρρείς, αυτά τα έργα για να προσαρμοστούν στις (χρηματικές) αξίες μιας πολιτιστικής εποχής made in Wall Street.  Απ’ την άλλη, τα χρωματιστά γλυπτά από φύλλα μετάλλου του Πικασσό είναι στα μέτρα μιας αλαφριάς κίνησης του πνεύματος. Σαν μια μοναχική πεταλούδα που σμίγει στο πέταγμα της με τη χαρούμενη μοναξιά του δημιουργού στο εργαστήρι του.

Βλέποντας τη Τζάζ με μια Στρογγυλή Ματιά   

 

Στις αρχές του φθινοπώρου άνοιξε τις πύλες του το Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης Γουίτνυ στο νέο του κτίριο στην περιοχή Τσέλσι του Μανχάτταν, δίπλα ακριβώς στον ποταμό Χάτσον.  Και η πρώτη ατομική έκθεση εκεί ήταν μια αναδρομή στο έργο του όχι και τόσο γνωστού (ομολογώ, άγνωστου για μένα) αφρικανο-αμερικανού νεορεαλιστή ζωγράφου ΄Αρτσιμπαλντ Μότλυ (Archibald Motley).  Ο Μότλυ (1891-1981) γεννήθηκε στη Νέα Ορλεάνη και έζησε και δημιούργησε στο Σικάγο όπου ζωγράφισε πίνακες με θέμα τη ζωή των αφρικανο-αμερικανών στη γειτονιά Μπρόνζβιλ (Bronzeville).  Η δουλειά του Μότλυ καλύπτει πέντε περίπου δεκαετίες και η θεματική της ποικίλει.  Εκείνο που τράβηξε το προσωπικόν μου ενδιαφέρον, όμως, ήταν οι πίνακες με θέμα τη τζάζ, το περιβάλλον και τους ανθρώπους της.

Είδα τη δουλειά του Μότλυ για πρώτη φορά, προϊδεασμένος όμως από τις απεικονίσεις σκηνών τζαζ του άλλου αφρικανο-αμερικανού ζωγράφου, του Ρομέαρ Μπίαρντεν.  Και η αντιπαράθεση έδωσε αφορμή σε ορισμένες συγκριτικές διαπιστώσεις που φωτίζουν όχι μόνο την τεχνοτροπία της μουσικής και της ζωγραφικής αλλά και τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στα ρεύματα της τέχνης και της κοινωνίας.

Στους πίνακες της τζαζ του Μότλυ οι γραμμές είναι καμπύλες, στρογγυλές, και με τη βοήθεια της χρωματικής τα σχήματα φαίνονται να συνεχίζονται με άνεση το ένα μέσα στο άλλο.  Αντικατοπτρίζουν την ατμόσφαιρα μιας μουσικής που φαίνεται να ενώνει τους μουσικούς με το πλήθος τριγύρω τους.  (Σε έναν πίνακα όλοι απεικονίζονται με τα μάτια κλειστά, σαν σε έκσταση.  Τα μάτια του μόνου μουσικού, στον πίνακα, που φαίνονται ανοιχτά μοιάζουν με μάτια τυφλού!)  Εν αντιθέσει, στους πίνακες του Μπίαρντεν οι γραμμές τέμνουν η μια την άλλη, τα σχήματα φαίνονται να συγκρούονται και να εισβάλουν το ένα στο άλλο με κοφτερές γωνίες και πλευρές.

Φυσικά, οι πίνακες των δύο ζωγράφων αντικατροπτίζουν τις διαφορετικές τάσεις της τέχνης την εποχή της δημιουργίας τους (αμερικανικός νεορεαλισμός για τον Μότλυ, ευρωπαϊκός μοντερνισμός και κολλάζ για τον Μπίαρντεν).  Ταυτοχρόνως, όμως, πιστεύω ότι μπορούμε να διακρίνουμε και τις τάσεις κατά την εξέλιξη της τζαζ μέσα στην αμερικανική κοινωνία.  Συγκεκριμένα, ο Μότλυ ζωγραφίζει όταν η τζάζ καλωσορίζει το κοινό να συμμετάσχει στη μουσική (με τον χορό, κρατώντας με τη φωνή και με τα χέρια ή με τα πόδια τον ρυθμό).  Κρατάει ακόμα ο απόηχος της τζαζ απ’ τις αρχές της, της τζαζ του Νότου, της Νέας Ορλεάνης.  Μια μουσική σωματικής άνεσης.  Από τον μουσικό που εκπνέει τους ήχους μέχρι το κοινό που συντονίζεται σωματικά σε χορό.  Περί τα τέλη της δεκαετίας του ’40, η τζαζ κάνει μια στροφή και εξελίσσεται σε κάτι που συμπεριέχει διανόηση και στάση πολιτική.  Σύμφωνα με τον μυθιστοριογράφο και μελετητή της τζαζ Ράλφ ΄Ελλισον, το στύλ μπιμπόπ (bebop) αναπτύσσεται για να δημιουργήσει μια νέα ταυτότητα για τους αφρικανο-αμερικανούς μουσικούς της τζαζ, μια πνευματική ανύψωση και μια απόσταση της μουσικής αυτής από τις μάζες, κυρίως των λευκών της Αμερικής που έχουν ασπασθεί τη τζαζ και την έχουν μετατρέψει σε ένα είδος διασκέδασης (το είδος swing).  Επομένως, την εποχή που δημιουργεί ο Μπίαρντεν η τζαζ έχει αρχίσει να τοποθετείται… επί σκηνής, απέναντι από το κοινό και όχι ανάμεσα σ’ αυτό.  Αυτό ισχύει μέχρι σήμερα.  Τελικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο συνδυασμός των έργων του Μότλυ και του Μπίαρντεν μας δίνουν την εικαστική ιστορία της πορείας της τζαζ στην Αμερική.

 TSIAMIS2Αμερικανικό δράμα και Ελληνική τραγωδία

Ενας φίλος, καθηγητής πανεπιστημίου, σκηνοθέτης και μελετητής της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, κάποτε μου είχε πεί ότι το κλειδί των επιτυχημένων θεατρικών παραστάσεων στην αρχαιότητα φαίνεται να ήταν ο ‘χορός’.  Μου είχε πεί επίσης ότι γνωρίζουμε ελάχιστα, σχεδόν τίποτα, για το πώς λειτουργούσε στην αρχαιότητα θεατρικά ο χορός.

 Χρειάστηκε το θεατρικό έργο ενός Αμερικανού συγγραφέα, σε σκηνοθεσία ενός Βέλγου, και με τη συμμετοχή ΄Αγγλων ηθοποιών, στο Μπρόντγουέϊ της Νέας Υόρκης, για να μας δώσει, κατά τη γνώμη μου, μια πολύ καλή ιδέα της αίσθησης που ίσως διακατείχε το κοινό σαν παρακολουθούσε μια τραγωδία στον χρυσό αιώνα της Αθήνας.

Πρόκειται για το θεατρικό έργο «Η θέα από τη γέφυρα» (A view from the Bridge) – στην Ελλάδα γνωστό ως «Ψηλά από τη γέφυρα» – του ΄Αρθουρ Μίλλερ (Arthur Miller) σε σκηνοθεσία του Ιβο Βαν Χόβε (Ivo Van Hove) και με πρωταγωνιστή τον δυναμικό Άγγλο ηθοποιό Μαρκ Στρόνγκ (Mark Strong) στο ρόλο του Εντι Καρμπόνε.  Ο Καρμπόνε, έχει μια παθολογική αγάπη για την ορφανή νεαρή ανίψια του που αυτός και η γυναίκα του την μεγαλώνουν στο σπίτι τους, στη γειτονιά Ρέντ Χούκ (Red Hook) νότια από τη γέφυρα του Μπρούκλυν.  Όταν ένας νεαρός, παράνομος Ιταλός μετανάστης, συγγενής της γυναίκας του, έρχεται να μείνει μαζί τους και η ανιψιά τον ερωτεύεται, το μίγμα της παθολογικής αγάπης και ζήλιας του Καρμπόνε τον σπρώχνει να καταδώσει τον νεαρό Ιταλό στις μεταναστευτικές αρχές με δραματικές συνέπειες.

Κι ενώ αυτό το σύγχρονο θεατρικό έργο περιέχει ήδη τα στοιχεία της σύγκρουσης ενός αρχαίου δράματος, ήταν τα ευρήματα του σκηνοθέτη (μαζί φυσικά με την εξαιρετικά ικανή ηθοποιία) που ανέβασαν το έργο, στην παράσταση που παρακολουθήσαμε, στα ύψη της εμπειρίας που, φανταζόμαστε, θα προσέφερε στο κοινό της η αρχαία ελληνική τραγωδία.

Κατ’αρχάς, οι δυο σειρές κερκίδων που ήσαν τοποθετημένες επί σκηνής και εκατέρωθεν του σκηνικού τοποθετούσαν στο νού μας την παράσταση (τουλάχιστον για όσους από εμάς την παρακολουθούσαμε από την πλατεία του θεάτρου ή από το θεωρείο) σε χώρο που έμοιαζε με αρχαίο αμφιθέατρο.  Το σκηνικό ήταν ένας χαμηλός συνεχής πάγκος που περιέγραφε τις τρείς πλευρές ενός παραλληλόγραμμου: τον άδειο χώρο της δράσης.  Το παραλληλόγραμμο το έκλεινε (η απόμακρη πλευρά του στο βάθος) ένας γκρίζος τοίχος.  Ένα άνοιγμα πόρτας σκοτεινό, στη μέση του τοίχου, υποδείκνυε τη συνέχεια εσωτερικών χώρων του σπιτιού της οικογένειας Καρμπόνε, και όταν στην πόρτα κατέβηκε, προς το τέλος του έργου, κάτι σαν ρολό μαγαζιού και την έκλεισε, ο ίδιος χώρος δράσης μετατράπηκε από δωμάτιο σε δρόμο, απέξω, όπου έλαβε χώρα το αποκορύφωμα του δράματος.  Η παντελής έλλειψη διακόσμου έδινε μεγαλύτερη ένταση στο λόγο και στις κινήσεις των ηθοποιών και αυτή η έμφαση γινόταν ακόμη πιο έντονη από το γεγονός ότι οι ηθοποιοί (με ενδυμασίες της εποχής στα μέσα του περασμένου αιώνα) κινούνταν στο υπόλευκο πάτωμα ανυπόδητοι.

Εκείνο όμως που μας κέρδισε εντελώς ήταν ο χορός.  Το ένα άτομο, στο ρόλο του δικηγόρου που διηγείται την ιστορία (κι επίσης συμμετέχει), όπως τον είχε σκαρώσει στο έργο του ο Μίλλερ.  Η διαφορά, όμως, στην παράσταση αυτή ήταν πώς τον είχε τοποθετήσει ο Βαν Χόβε επί σκηνής: έξω από το κλειστό παραλληλόγραμμο της δράσης, να το περιτριγυρίζει, καθώς απευθυνόταν στο κοινό, φορές να κάθεται στον ‘φράχτη’ πάγκο, κι άλλοτε να παρακολουθεί, συμπάσχων, ορθός.  Πάντα σε μια απόσταση από τη δράση και όχι ανυπόδητος!  Μέχρι που η υπόθεση τον φέρνει μέσα στον χώρο της δράσης.  Τότε σμίγει με τους άλλους ηθοποιούς, μπαίνοντας από την πόρτα του γκρίζου τοίχου, με τα μαύρα παπούτσια του στο χέρι, έχοντας γίνει τώρα κι αυτός ένας ακόμα ανυπόδητος χαρακτήρας του δράματος.  ΄Οποτε αργότερα χρειαστεί, ο σκηνοθέτης ευρηματικά τον επανατοποθετεί στο ρόλο του χορού μιας τραγωδίας χωρίς ο θεατής να έχει την αίσθηση διακοπής.  Εκείνες τις στιγμές, όταν ο ηθοποιός-χορός βρίσκεται ανάμεσα στους χαρακτήρες του δράματος και λίγο πολύ με λόγια και χειρονομίες τους διευθύνει, σαν επί σκηνής σκηνοθέτης (κάποτε με τη βοήθεια δραματικής μουσικής), φέρνει στο νού τις παραστάσεις, παλιά στο θέατρο ΛαΜάμα, του Πολωνού Ταντέους Καντόρ.

Είναι ενθαρρυντικό να βλέπουμε ότι αυτές τις μέρες της πόλωσης, της μισαλλοδοξίας και της φριχτής βίας, άνθρωποι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους, μέσω της τέχνης, κρατούν έναν διάλογο ανοιχτό βαθιά μέσα στον χρόνο.  Θα ήταν ευχής έργο αν, κάποτε, αυτή η συγκεκριμένη παράσταση θα μπορούσε να δώσει και στην Ελλάδα το παρόν!

 

Προηγούμενο άρθροΤρεις νέοι ποιητές
Επόμενο άρθροΈφυγε ο εκδότης Δημήτρης Παπαδήμας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ