Του Ηλία Καφάογλου (*)
«Δεν είναι, στ’ αλήθεια, πολύ παράξενο να βλέπει κανείς ότι, από τον καιρό που άρχισε ο άνθρωπος να περπατάει, κανείς ποτέ δεν αναρωτήθηκε γιατί περπατάει, πώς περπατάει, αν περπατάει, αν μπορεί να περπατήσει καλύτερα, τι κάνει περπατώντας, αν θα υπήρχε τρόπος να επιβάλει, να αλλάξει, να αναλύσει το περπάτημά του;» ρωτούσε στα 1833 ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ στη Θεωρία του βαδίσματος αναζητώντας «το κλειδί των αιώνιων ιερογλυφικών του ανθρώπινου βαδίσματος».
Ο κατεξοχήν δημόσιος χώρος μιας πόλης είναι οι δρόμοι της, οι αρτηρίες της, αυτές που διασφαλίζουν την ύπαρξη προορισμών, μια προοπτική διάστασης στην πόλη: οι δρόμοι διαπαιδαγωγούν το βλέμμα, είναι άξονες, δίοδοι από τους ανοιχτούς στους κλειστούς χώρους, σηματοδοτούν πάντοτε μια διάβαση και μια μετάβαση, είναι τόποι και τοπία της συλλογικής μνήμης και της ατομικής βιωμένης εμπειρίας, όχι άξονες μηχανικής ροής οχημάτων που διέρχονται με ταχύτητα ή ακινητούν, οπότε ο χρήστης του αυτοκινήτου ούτε ελεύθερος ούτε αυτοδύναμος είναι και η πόλη προσλαμβάνεται μέσα από τα τζάμια του αυτοκινήτου με φευγαλέες ματιές σε διαδοχικά καρέ. Και γίνεται εικονική. Στον ρητορικό τόπο του εγκλωβισμένου πλήθους προστίθεται ο τόπος του καταναλωτικού βλέμματος, βλέμματος αδηφάγου, που συνεπάγεται τη διαρκή μετατόπιση, και, επομένως, το ανεκπλήρωτο της επιθυμίας.
Εν αντιθέσει με τα αυτοκίνητα, προς τα εμπρός βαδίζει ο περιπατητής με το σώμα του σαν βέλος να οδηγεί στον προορισμό, στο στόχο, και να προκαλεί την ασάλευτη τάξη στους αδιάβατους δρόμους. Χορογραφεί ο περιπατητής στα πεζοδρόμια –εκεί πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκε ένας τύπος ασφάλτου, στο Παρίσι το 1824– προσπαθεί να αποφύγει ο πεζός τα σταθμευμένα οχήματα, αψηφά την ταχύτητα, μετακινείται και δρα, δρα για να μετακινηθεί, σιωπηλός και σιωπών ακονίζει τη σκέψη, με το μάτι ακούει ό,τι το αυτί χάνει, και οι εντυπώσεις εγκυμονούν αισθήσεις και γεννούν αισθήματα, σκέπτεται και σκοπεύει, προχωρά ευθυτενής, ορθός το γόνυ προτείνει, κινείται σε διαδρομές χαραγμένες και γράφει στο πεζοδρόμιο τις δικές του, γράφει ξανά και πάλι την πόλη ως δικό του χώρο.
Ξετυλίγει ο περιπατητής τις πόλεις αργά –με το βάδισμά του «να είναι συχνά εξίσου εύγλωττο με τη φυσιογνωμία του»- και συχνά διαπιστώνει ότι η πόλη συνεχίζει να τον περιμένει, οι δρόμοι, οι πλατείες –οι πιο θελκτικές από αυτές στην Ευρώπη αναγγέλλονται από τα πέριξ, από δρομάκια—προπομπούς, από τις στοές που τις περιβάλλουν μαντεύουμε το χαρακτήρα τους. Η αίγλη που απολαμβάνουν οι εμβληματικές πλατείες διαχέεται σε αρκετή έκταση τριγύρω και ο περιπατητής, καθώς βαδίζει, ρυθμίζει το βήμα του από την αίγλη τούτη. Κλειστές, αυτάρκεις οι πλατείες ανασαίνουν αργά αργά από το παρελθόν τους και δυσπιστούν στους διαβάτες, στην ίδια τους την απλή ιδιότητα να είναι κατά κυριολεξία περαστικοί.
«το βάδισμα και η χειρονομία» , σημείωνε ο Μπαλζάκ, « συνιστούν ένα παθιασμένο συμπλήρωμα λίγο πολύ του λόγου» και μας ρωτούσε : «Τα λόγια δεν είναι, άραγε, κατά κάποιον τρόπο το βάδισμα της καρδιάς και του μυαλού;»
Στις πλατείες δεν κάθεται κανείς να ταξινομήσει τις εντυπώσεις του, βρίσκεται εκεί για να δεχτεί μια νέα εντύπωση στην οποία οι προηγούμενες έχουν εγκυστωθεί, κι έτσι διαποτισμένος από όλες μαζί αποσυντίθεται και ενσωματώνεται σε ό,τι περιβάλλει την πλατεία –εκεί ο πεζός απεκδύεται την αυτάρκειά του, την αλαζονεία του – ο Δημοσθένης κατηγορούσε τον Νικόβουλο ότι άτσαλα περπατούσε, παρομοιάζοντας ένα τέτοιου είδους βάδισμα μ’ έναν αλαζονικό τρόπο ομιλίας…-, ο πεζός απεκδύεται τη φιλάρεσκη συστολή του. (Και) έτσι ζει την ένταση της πόλης ο περιπλανώμενος, βλέπει τι υπάρχει, θυμάται τι υπήρξε, σκέφτεται τι θα μπορούσε να υπάρξει. Ο πεζός βιώνει την πορώδη υπόσταση του δημόσιου χώρου, ο οδοιπόρος με το σώμα του, «την πιο κοντινή μας γεωγραφία», γράφει στη κυριολεξία την πόλη επί τόπου. Είναι εδώ και βλέπει απέναντι, είναι μέσα και βλέπει έξω, είναι ο εαυτός του και συγχρόνως έτερος, είναι υποκείμενο και αντικείμενο παρατήρησης για τους άλλους, ανεβοκατεβαίνει στις εισόδους του μετρό και μπαίνει στις στοές, ενώ το φως εναλλάσσεται με τη σκιά, μετρά τα βήματά του, εξονυχίζει διαβάσεις σαν να παίζει κουτσό πάνω στο χάρτη της πόλης . Το σώμα ζωσμένο από τους δρόμους που το στρίβουν και το συστρέφουν μπρος πίσω, κατακυριευμένο από τη βουή τόσων διαφορών και τη νευρικότητα της κίνησης, γίνεται σώμα ηδονοβλεψία –«κάποιες γυναίκες», παρατηρούσε ο Λα Μπρυγιέρ, «έχουν μια επιτηδευμένη μεγαλοπρέπεια που συνδέεται άμεσα με την κίνηση των ματιών, με την πόζα του κεφαλιού, με τον τρόπο που περπατούν», όταν οι γυναίκες περπατούν, μπορούν να τα δείχνουν όλα, αλλά να μην αφήνουν να δει κανείς τίποτα, «όλη η κοινωνία μας είναι μέσα στη φούστα, βγάλτε τη φούστα από τη γυναίκα, και πείτε αντίο στη φιλαρέσκεια», παρατηρούσε ο Μπαλζάκ στον καιρό και στον τόπο του.
Η πόλη, καθώς βαδίζει ο πεζός, απλώνεται εμπρός του ως κείμενο, ως κειμενολογικός ιστός, ακόμη και οι πόλεις που δύσκολα αποκρυπτογραφούνται, όπως κάποτε οι οθωμανικές από τους δυτικούς επισκέπτες, αφού δεν είχαν δημόσιους χώρους, όπως είναι τα βουλεβάρτα ή οι πλατείες, συχνά ήταν περίεργα σιωπηλές –σιγαλιά παχιά, θρεπτική-, ήταν σκοτεινές και έρημες τη νύχτα κι οι δρόμοι τους ούτε ονόματα είχαν ούτε αριθμούς.
Το σώμα του οδοιπόρου, του περιπατητή γράφει και συγχρόνως διαβάζει την ανισόπαχη καλλιγραφία του αστεακού κειμένου.
Τα δίκτυα τούτων των γραφών , που προχωρούν και διακλαδίζονται, συγκροτούν μια ιστορία πολλαπλή συντεθειμένη από λοξές διαδρομές και και θραύσματα τροχιών, αλλοιώσεις χώρων και διαπιστεύσεις ιχνών. Ο πεζός ιχνηλατεί, έτσι, τη σκοτεινή κινητικότητα της κατοικημένης πόλης, «βοτανολογεἰ» την άσφαλτο, για να θυμηθούμε τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, ανιχνεύει την ιστορία της πόλης μέσα από τις πινακίδες των δρόμων, τα δρομολόγια των μέσων μαζικής μεταφοράς, τις επιγραφές και τις προθήκες των καταστημάτων, τα πρόσωπα και τις φυσιογνωμίες των περαστικών. Έτσι το κείμενο της πόλης, η πόλη ως κείμενο, παρεισδύει στην πόλη που μετακινείται, μια πόλη μεταφορική –«η πόλη είναι ένα μεγάλο μοναστήρι», έλεγε ο Έρασμος. Η πόλη για τον περιπατητή και τον οδοιπόρο λειτουργεί ως τόπος μετασχηματισμών και ιδιοποιήσεων, αναλόγως και της κλίσης της κεφαλής του και του τρόπου με τον οποίο βαδίζει. Λόγου χάριν, οι πλέον επιβλητικοί άνθρωποι, ήδη από την Αρχαιότητα, έγερναν το κεφάλι τους αριστερά, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Νεύτων, ο Βολταίρος, ο λόρδος Βύρων, άλλοι, όπως ο Ναπολέων, κρατούσε το κεφάλι του όρθιο συνηθισμένος να κοιτάζει τους ανθρώπους όπως τα πεδία των μαχών: καταπρόσωπο. Υπάρχουν άνθρωποι που με το κεφάλι κατεβασμένο βαδίζουν, άλλοι δίνουν την εντύπωση ότι προχωρούν μόνο χάρη στη δύναμη των χεριών τους, «άνθρωποι, δέσμιοι κωπηλάτες στη γαλέρα του βαδίσματος». Κάποιοι άνθρωποι περπατούν γυρίζοντας, φοβισμένοι, συνεχώς το κεφάλι τους αριστερά δεξιά, άλλοι εφορμούν μπροστά ίδιοι ανεμοστρόβιλοι, άλλοι, πάλι, σηκώνουν το ένα πόδι βιαστικά, το άλλο με ραθυμία, άλλοι προχωρούν σκυμμένοι, άλλοι γερτοί, γερνούν το σώμα τους προς τα πίσω ή προς τα μπρος, όσοι οι άνθρωποι, άλλοι τόσοι οι τρόποι που βαδίζουν. Ο Λουδοβίκος ΙΔ΄, λόγου χάριν, «περπατούσε σωστά», και «για να περπατήσει σωστά ένας άνθρωπος, πρέπει να στέκει ευθυτενής δίχως να είναι άκαμπος, πρέπει να κατευθύνει τα δύο πόδια του πάνω στην ίδια ευθεία, να μην παρεκκλίνει αισθητά ούτε προς τα δεξιά ούτε προς τα αριστερά του άξονά του, να φροντίζει να συμμετέχει ανεπαίσθητα όλο του το σώμα στη γενική κίνηση, να εισάγει στο βάδισμά του ένα ελαφρύ λίκνισμα, που θα καταστρέφει με την κανονικότητα της ταλάντευσης του το μυστήριο της ζωής, να δίνει μια κλίση στο κεφάλι του, να μη φέρνει ποτέ τα χέρια του στην ίδια στάση όταν περπατάει».
Από την άλλη, για να κάνω μια νύξη στον τρόπο βαδίσματος, οι ναυτικοί και οι στρατιωτικοί, ειδικά οι παλαιότεροι, έχουν απολύτως αναγνωρίσιμο. Οι δεύτεροι βαδίζουν πάντοτε ευθυτενείς, ρίχνουν όλο τους το βάρος πάνω στη γη, ώστε να την καταστήσουν σημείο στήριξής τους, οι πρώτοι έχουν πάντοτε τα πόδια ανοιχτά, πάντα έτοιμοι να τα λυγίσουν, να τα κάμψουν, αναγκασμένοι να ταλαντεύονται πάνω στο κατάστρωμα, τους είναι αδύνατον να περπατήσουν ευθεία, όταν βγουν στη στεριά.
Η πόλη, για να επανέλθουμε σε αυτήν, για τον περιπατητή είναι ένα αντικείμενο παρεμβάσεων και συγχρόνως «υποκείμενο που εμπλουτίζεται ακατάπαυστα με νέα κατηγορήματα, ταυτόχρονα η μηχανή και ο ήρωας της νεωτερικότητας», για να θυμηθούμε τον Μισἐλ ντε Σερτώ.
Δημιουργεί ο οδοιπόρος τις δικές του ιστορίες και αφηγήσεις –βλέμματα, συναπαντήματα, νύξεις, υπαινιγμούς μέσα από σιωπές, ήχους, βόμβους, μυρωδιές, ομιλίες– που συνδέονται με τις ιστορίες των άλλων περιπατητών (όλοι μας μετέχουμε σε πολλές ταυτότητες) – «το βάδισμα και η χειρονομία» , σημείωνε ο Μπαλζάκ, « συνιστούν ένα παθιασμένο συμπλήρωμα λίγο πολύ του λόγου» και μας ρωτούσε : «Τα λόγια δεν είναι, άραγε, κατά κάποιον τρόπο το βάδισμα της καρδιάς και του μυαλού;»
Χορογραφεί ο περιπατητής και είναι ένας τρόπος αυτός να φτιάξει τη δική του ιστορία, χαράζει ο διαβάτης τον προσωπικό του χώρο στην πόλη, τον «επινοεί», διεκδικεί και ερμηνεύει το χώρο με το περπάτημα – είναι δραστηριότητα και συγχρόνως μεταφορά το περπάτημα, είναι ένας τρόπος να ορίσουμε την ταυτότητά μας ως κατοίκων του αστικού χώρου, ως πολιτών (η ταυτότητα συγκροτείται πάντα στη μικρή κλίμακα, μην το ξεχνάμε), με τα αργά βήματα ο οδοιπόρος γράφει το χώρο –έχει κάτι το μεγαλειώδες η αργή κίνηση, η οικονομία της κίνησης είανι ένα μέσον για να δώσουμε στο βάδισμα ευγένεια και χάρη. Τα βήματα διαπλέκονται και σχηματίζουν χώρους, πλάθουν και υφαίνουν τους τόπους, συγχρόνως ίχνη και τροχιές, εδώ απαλά, πιο κάτω πυκνά καθώς περνούν από το εδώ στο παραπέρα. Το περπάτημα είναι ένα ενέργημα, έτσι όπως είναι η εκφώνηση για τη γλώσσα. Ο πεζός ταυτόχρονα ιδιοποιείται το τοπογραφικό σύστημα της πόλης και πραγματώνει με τα βήματά του τον τόπο, ένα σύνολο δυνατοτήτων. Έτσι ο πεζός ιδρύει με τα βήματά του ένα ασυνεχές –ένα ασύνδετο, το οποίο επιλέγει και τεμαχίζει το χώρο που διανύεται ανάλογα με τη χρήση που επιφυλάσσει στους τόπους-, το περπάτημα, το σουλατσάρισμα, η εν πόλει περιπλάνηση αποτολμά, επιβεβαιώνει, αμφισβητεί, αποδέχεται και σέβεται τις τροχιές τις οποίες μιλά. «Το οδοιπορικό έπος», για να θυμηθούμε πάλι τον Ντε Σερτώ, «παίζει με τη χωρική οργάνωση, όσο πανοπτική κι αν είναι: δεν είναι ούτε ξένο προς αυτήν ούτε σύμφωνο, δημιουργεί μέσα της σκιές και διφορούμενα, της εισάγει λαθραία το πλήθος των αναφορών και παραθεμάτων του». Συνιστά το βάδισμα το αποτέλεσμα διαδοχικών συναντήσεων και ευκαιριών, που ακατάπαυστα το αλλοιώνουν και το μετατρέπουν – την απόφανση του Οράτιου ότι «υπάρχει τρόπος για τα πράγματα κι αυτός είναι η μέση οδός» δεν θα την συνυπέγραφαν οι εκ πεποιθήσεως βαδιστές.
Οι ποικίλες πτυχές, στις οποίες μόλις αναφερθήκαμε, συγκροτούν μια ρητορική του βαδίσματος – έτσι η εμβάθυνση στη γνώση του βαδίσματος, από την εποχή ήδη του Μπαλζάκ, αποκτά τη σημασία ολοκληρωμένης επιστήμης, το βάδισμα συνιστά και συστήνει τρόπο αναγνώρισης και διαπίστευσης του χώρου, αφού το βάδισμα είναι «η σκέψη εν δράσει».
Μια βιτρίνα, λόγου χάριν, μπορεί να αντιπροσωπεύει ένα ολόκληρο δρόμο σε μια συνοικία –το βάδισμα διαστέλλει το χωρικό στοιχείο–, ένα αστικό λείψανο σε μια γωνιά διανοίγει με την παρουσία του απουσίες –το βάδισμα συστέλλει το χωρικό στοιχείο.
Με το περπάτημα, ακόμα και οι κοπιώντες βιώνουν και αναμιμνήσκουν την πόλη, μια σύνθεση χρόνου, όπου συναιρούνται το παρόν με το μέλλον στο αστικό παρόν (δρόμοι, τοπωνύμια, κτίρια, άνθρωποι, διαβάσεις και περάσματα, κλειστά συστήματα πεζών, υποστάσεις, στάσεις και ενστάσεις, μια διαδήλωση χειρονομιών), και κατασκευάζουν τη βιωμένη εμπειρία του δρόμου καθ’ οδόν, αναλόγως και του τρόπου με τον οποίο περπατάμε, αναλόγως, για παράδειγμα, της κλίσης που παίρνει ένα μέλος του σώματός μας –«το βάδισμα είναι η φυσιογνωμία του σώματός μας», επέμενε ο συγγραφέας της Ανθρώπινης κωμωδίας.
Περπατώ πάει να πει δεν έχω τόπο. Η περιπλάνηση την οποία πολλαπλασιάζει η πόλη και τη συγκεντρώνει, μετασχηματίζει το αστεακό τοπίο σε έναν ιστό από αναρίθμητες εκτοπίσεις, διαδρομές και μετατοπίσεις, διασταυρώσεις, συνυφάνσεις και αποκλίσεις. Τούτα τα δρομολόγια, ο πεζός, διά της ρητορικής του βαδίσματος –κανένας από εμάς δεν σκέπτεται το περπάτημα, όταν περπατά, σημειώνω- συγκροτεί στο δικό του κείμενο για την πόλη, το δικό του πέρασμα διαμέσου αυτής, που είναι και μια διαδρομή μέσα στη σημασία που κρύβουν τα κύρια ονόματα, που σε κάθε σημείο της πόλης μας γνέφουν. Αυτά τα ονόματα είναι που μετατρέπουν τους τόπους σε περάσματα. Τα ονόματα στις ταμπέλες, αλλά και οι αριθμοί των δρόμων, μαγνητίζουν τροχιές, στοιχειώνουν όνειρα, διατάσσουν σημασιολογικά την επιφάνεια της πόλης, είναι τελεστές διευθετήσεων στο χώρο και στο χρόνο, υπομνηματίζουν την Ιστορία και τη μικροϊστορία, και την οπισθογραφούν. Τα ονόματα κατευθύνουν τα δρομολόγια, οδόσημα σε μια πορεία, διανοίγουν νοήματα και κατευθύνσεις, συνδέουν χειρονομίες και βήματα, υποδεικνύουν προσβάσεις και αποκλεισμούς, συμ-βολίζουν και προσανατολίζουν τα βήματα. Τα ονόματα πάνω στη γεωγραφία της πόλης, μια γεωγραφία κυριολεκτικών ή κρυμμένων σημασιών, αρθρώνουν μια γεωγραφία του ποιητικού, έναν ιστό απροσδιοριστιών, καθιστούν δυνατές ή αξιόπιστες τις χωρικές ιδιοποιήσεις, καθιστούν το χώρο κατοικήσιμο, αφού τον ενδύουν με ένα όνομα, ταξινομούν ταυτότητες και τις αναλύουν, ανακαλούν απουσίες, που σημαδεύουν τα σώματα καθώς βηματίζουν -αλήθεια, το κλίμα επηρεάζει καθ΄οιονδήποτε τρόπο το βάδισμα;
Μόνοι και μαζί με (τους) άλλους, ίστανται και εξίστανται οι περιπατητές, όταν και επειδή αφίστανται οι οδηγοί των αυτοκινήτων και οι επιβαίνοντες στα μέσα μαζικών συγκοινωνιών –μόνοι και μαζί με τους άλλους, αφού η πολυκοσμία είναι συγχρόνως ελπίδα και απειλή, όπως για τους flaneurs: «αναπόσπαστατο μέρος ο ίδιος ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου φαντασμαγορικού θεάματος από το οποίο απουσιάζει κάθε συνεκτική δομή, ανοιχτός σε όλα τα εφήμερα θέλγητρα, αλλά καλυμμένος ο ίδιος από τη “μάσκα’’ του, ο flaneur είναι ένας από εκείνους ‘’τους ξετρελαμένους που αναζητούν την ευτυχία στην κίνηση’’, σε μια αυτοαναιρούμενη σειρά έντονων στιγμών. Έτσι, γοητεύει και ταυτόχρονα γοητεύεται από τις αναπάντεχες, σαγηνευτικές, φευγαλέες εντυπώσεις που έρχονται, συναντούν την πλανεμένη ματιά του και παρέρχονται ανεπιστρεπτί: ένα περαστικό βλέμμα, μια αγαλμάτινη γάμπα, μια πυρρόξανθη κόμη», συνοψίζει η Τζίνα Πολίτη. Περπατώντας έχουν όλες τις επιλογές, έχουμε όλες τις δυνατότητες: να συνεχίσουμε, να βιαστούμε, να καθυστερήσουμε, να σταματήσουμε, να ξεστρατίσουμε, να ξεχαστούμε, πάντοτε σε άμεση επαφή με τις λεπτομέρειες του αστικού χώρου και τη συλλογική μνήμη που έχει εγκιβωτιστεί σε αυτόν, όπως, άλλωστε, μπορούμε να κάνουμε και αν διαλέξουμε να ποδηλατήσουμε. Περπατώντας ψαύουμε τις ουλές των αντικειμένων, ιχνηλατούμε την ποιητική των ουλών, τα κενά, το παρελθόν που κοιμάται μέσα τους, όπως και στις καθημερινές χειρονομίες, μικρές επαναστάσεις που υπνώττουν και βαδίζοντας πάμε να τις ξυπνήσουμε, όπως ένα κείμενο που κείται και το φέρνουμε στη ζωή διαβάζοντάς το, όπως ο πλάνητας, περιπλανώμενος και επομένως άπατρις, που διακρίνεται στην πόλη από τον τουρίστα, επισκέπτης και επομένως μονίμως σε κατάσταση αναχώρησης, από το βιβλίο που έχει αφημένο μπροστά του σε ένα καφενείο, ενώ ο πρώτος έχει το χάρτη διπλωμένο στην τσέπη, πάντοτε σε πρώτη ζήτηση.
Με το ποδήλατο και με τα πόδια επιλέγουμε την αργή ζωή, μια ζωή που περνάει μπροστά μας με ταχύτητα τέτοια, ώστε προλαβαίνεις να δεις και να σκεφτείς, μια ζωή που έχει στιγμές αναμονής και δράσης, τον καιρό του σπείρειν και τον καιρό του θερίζειν. Μια ζωή ηδείας νωθρότητος. Όποιος «πηγαίνει με το πάσο του», όποιος επιλέγει να βαδίσει, είναι ένας μικρός επαναστάτης, αφού σθεναρά αντιστέκεται στον αμείλικτο έλεγχο και τη βάναυση χρονομέτρηση κάθε αυστηρά προγραμματισμένης ανθρώπινης δραστηριότητας, από την οποία θέλουμε να ξεφύγουμε αλλά φοβόμαστε, σαν εθισμένοι από καιρό, να το κάνουμε. Ίσως γι’ αυτό ο Τέοντορ Αντόρνο στα Minima moralia σημειώνει πως ο «θρίαμβος του ανοδικού χιλιομετροδείκτη κατευνάζει τελετουργικά το φόβο του διωκόμενου» .
Ο πεζός αποτίει φόρο τιμής στην αμεριμνησία, στη βραδύτητα, στο «σκότωμα» του χρόνου, στην αργή χρονοφαγία σε έναν κόσμο που τρέχει με υψηλές ταχύτητες – οδοιπορία: ιδιωτικός τρόπος διάθεσης του χρόνου και «η ανάπαυση, η σιωπή του σώματος», γι’ αυτό οι αφηγήσεις τόπων τους οποίους έχουμε περπατήσει έχουν κάτι από μαστορική, φτιάχνονται με απομεινάρια, είναι διάστικτες από παραλείψεις λέξεων, παρεκκλίσεις και διαφυγές.
Εξάλλου, η πεζοπορία, όπως και το ταξίδι, όπως το διάβασμα, αναπληρώνουν την έξοδο και την επιστροφή για τους μη-τόπους της φαντασίας, πάντοτε ένα άνοιγμα στο άλλο και στον άλλον. Οι τόποι για τον περιπατητή, ο οποίος ανακαλύπτει και αναδεικνύει ως διαμεσολαβητής τη μητροπολιτική αίσθηση, υφαίνονται από αποσπασματικές και αναδιπλωμένες ιστορίες, παρελθόντα που κλέβει από τον άλλον για να τα διαβάσει μόνον αυτός, σοφιλιασμένοι χρόνοι που θέλει να ξετυλίξει, νοήματα και συμβολισμοί φωλιασμένοι στην οδύνη του βαδίζοντος σώματος που είναι και η ηδονή του. Η ηδονή του ανθρώπου που περπατά, σε κάθε βήμα άλλος σε αναζήτηση του άλλου, όπως ένα παιδί.
(*)Το κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή το ποιητικό βιβλίο του Δημήτρη Φύσσα “Εμένα μου λες” εκδόσεις ΑΩ.