της Ελένης Σβορώνου
Μια σχολική εκδρομή που περιλαμβάνει επίσκεψη σε μουσείο γλυπτών (επινοημένο αλλά εμπνευσμένο από το αντίστοιχο μουσείο του γλύπτη Θοδωρή Παπαγιάννη στο Ελληνικό Ιωαννίνων) εξάπτει τη φαντασία της 11χρονης Αργυρώς που λατρεύει τη ζωγραφική. Η Αργυρώ μετρά τις μέρες. Για το μουσείο χτυπά η καρδιά της, όχι για την εκδρομή. Κανένα άλλο παιδί δε συμμερίζεται τον ενθουσιασμό της για το μουσείο. Αλλά η στάση τους θα αλλάξει όταν βρεθούν τελικά μπροστά στα έργα τέχνης του γλύπτη Αστέριου. Ιδίως όταν εκείνος αρχίσει να διηγείται πώς εμπνεύστηκε το γλυπτό με το παράξενο όνομα «Πελεκάνος». Η αφήγησή του είναι η αυτοβιογραφία του ειπωμένη σε τρίτο πρόσωπο, για ένα αγόρι που το έλεγαν Στέργιο και ζούσε σ’ ένα χωριό της Χαλκιδικής με τη μάνα του, τη Ροδόπη, την αδερφή του, τη Μαγδαληνή, και τον πατέρα του, τον Άγγελο, εποχιακό εργάτη, ξυλοκόπο και ξυλέμπορα, στο Άγιο Όρος.
Διαβάζοντας τη βραβευμένη βιογραφία του Θόδωρου Παπαγιάννη για παιδιά (Τα φαντάσματα του Θόδωρου Παπαγιάννη, της Έλσας Μυρογιάννη, Καλειδοσκόπιο) εντοπίζουμε κάποιες ομοιότητες με τη ζωή του Στέργιου-Αστέριου:
«Ο Θόδωρος γεννήθηκε […] σ’ ένα μικρό χωριό […]. Η οικογένειά του ήταν φτωχή, όπως λίγο πολύ ήταν όλος ο κόσμος στην Ελλάδα τότε.
[…]
Ο Θόδωρος πήγε στο δημοτικό σχολείο του χωριού του, ένα σχολείο με πολλά παιδιά εκείνη την εποχή. Και το αγάπησε το σχολείο του.
[…]
Άκουγε το νερό από το ρυάκι να τρέχει δυνατά και να κελαρύζει […] σκαρφάλωνε με τους φίλους του στα δέντρα […] παρατηρούσε το πέταγμα των πουλιών…
[…] Του άρεσε πολύ να σκαλίζει τα ξύλα και τις πέτρες, όπως έβλεπε να κάνουν οι πελεκάνοι, τα μαστόρια του χωριού του. Σιγά σιγά άρχισε κι αυτός να πελεκάει στη μαλακή πέτρα μορφές των συγχωριανών του.
[…] Μια μέρα ο δάσκαλος νευρίασε πολύ και τον χτύπησε. Αυτός τότε θύμωσε και όταν πήγε στο σπίτι του είπε στους γονείς του ότι δε θέλει να πάει γυμνάσιο.[…] Τότε ο πατέρας του είπε: «Δε θέλεις γράμματα, φύλαξε πρόβατα».»
Εδώ όμως σταματάνε οι αναλογίες με τη ζωή του Παπαγιάννη. Δεν βρισκόμαστε στην Κατοχή ούτε στην Ήπειρο, αλλά στη μεταπολεμική Μακεδονία. Ο μικρός Στέργιος έχει επίσης μία ιδιαίτερη σχέση με τη φύση, δε μελετά όμως τα πουλιά, τα λέει με τα φίδια. Όχι τυχαία ο συγγραφέας επιλέγει το ψυχρόαιμο αυτό ερπετό που προκαλεί τρόμο ή απέχθεια στους περισσότερους. Κι όμως ο Στέργιος αμέσως ακούει τη φωνή τους. Παίρνει μαζί του ένα φίδι και το κάνει σπιτόφιδο, το εγκαθιστά στο υπόγειο του σπιτιού του να τρώει τα ποντίκια. Κρυφά από όλους. Και το φίδι ξέρει και «κρατά τη θέση του»! Δεν κάνει δημόσιες εμφανίσεις, Κουλουριασμένο στις ξύλινες δοκούς της στέγης κάνει καλά τη δουλειά του. Καθαρίζει το κελάρι από τα ανεπιθύμητα τρωκτικά και διασώζει το αλεύρι και τις προμήθειες από τα δόντια τους.
Ο πατέρας, ξυλοκόπος, είναι αγράμματος, οξύθυμος, από το ποτό και την ανέχεια, παραιτημένος, ανίκανος να ελπίσει και να σχεδιάσει ένα καλύτερο μέλλον για τον ίδιο και την οικογένειά του.
Ο Στέργιος αγαπά το σχολείο, δείχνει ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα και στο διάβασμα όσο ο καλός κύριος Ευριπίδης σκύβει με αγάπη πάνω από τον χαρισματικό μαθητή αλλά και όλους τους μαθητές του σχολείου. Όταν φεύγει και στη θέση του έρχεται ο χαρακτηριστικός κακός δάσκαλος με τη βέργα, που μονίμως ξεσπά τη δική του δυσαρέσκεια από τον εαυτό του στα παιδιά, ο Στέργιος δυσφορεί. Το πράγμα φτάνει στο απροχώρητο όταν ο δάσκαλος αποφασίζει να ζητήσει το χέρι της Μαγδαληνής. Η οικογένεια απορρίπτει την πρόταση και ο δάσκαλος ξεσπά στον Στέργιο. Ο τελευταίος, μετά από ένα γερό χέρι ξύλο που τρώει εντελώς άδικα από τον δάσκαλο, ανεβαίνει σ’ ένα θρανίο ανοίγει το παράθυρο και υπόσχεται στον βασανιστή ότι δε θα τον ξαναδεί ποτέ.
Αλλά μετά τι; Μόνη λύση να ακολουθήσει τον πατέρα στη δουλειά. Στο μεταξύ η πατέρας έχει αρχίσει να αλλάζει. Ακούει τις ιστορίες που του αφηγείται ο γιος του, αυτές που μάθαινε από τον καλό δάσκαλο, και μαγεύεται. Καλύτερα στο σπίτι με ιστορίες από τους τραγικούς ποιητές και τη μυθολογία παρά στο καφενείο με το ποτό. Στο κάτω κάτω ντρέπεται που υπογράφει τα συμβόλαια με τους ηγούμενους των μοναστηριών με ένα σταυρό μονάχα. Κι αυτός ο συνέταιρός του, ο Θανασός, που ξέρει να διαβάζει, του λέει άραγε την αλήθεια γι’ αυτά που υπογράφει; Ή μήπως τον κλέβει;
Ο πατέρας αρχίζει να μαθαίνει γράμματα από τον γιο. Οι δυο τους γίνονται πια συνέταιροι και το δεκάχρονο παιδί θα περάσει δυο χειμώνες στο Άγιο Όρος δουλεύοντας και μαθαίνοντας. Μια μαθητεία στην τέχνη του ξυλοκόπου, μια ανακάλυψη ενός άλλου εαυτού, του καλλιτέχνη που βλέπει στα υπολείμματα της ξυλείας τη δυνατότητα της ανόργανης ύλης να γίνει οργανική με τη βοήθεια της Τέχνης. Μιλάνε τα ξύλα, όπως είχαν μιλήσει και τα φίδια, στον Στέργιο. «Κάνε με ένα κορίτσι, τη Μαγδαληνή, τη μάνα, τη Ροδόπη, ένα λουλούδι…»
Τα πράγματα θα πάρουν πια άλλη τροπή όταν θα αλλάξει πάλι ο δάσκαλος, που αυτή τη φορά είναι δασκάλα. Η έλευση της κυρίας Ιφιγένειας που προσκαλεί τον Στέργιο να συνεχίσει το σχολείο θα θέσει δύσκολα διλήμματα. Στο μεταξύ ο Άγγελος και ο Στέργιος έχουν στήσει τη δική τους επιχείρηση. Έχουν περάσει στη μεταποίηση του ξύλου. Τα σαπισμένα ξύλα στα σπίτια του χωριού, κι ύστερα και πέρα από αυτό, θα αντικατασταθούν από τα άριστα πελεκημένα ξύλα καστανιάς από το Άγιο Όρος. Της επιχείρησης «Τσόλκα», πατέρα και υιού.
Ο δεμένος με τη γη, με το δάσος, εργάτης, μαθαίνει γράμματα, παίρνει επιχειρηματικό ρίσκο, εξελίσσεται. Το μέλλον του Στέργιου είναι πια ευοίωνο. Η λαχτάρα του για το σχολείο όμως δεν έχει σβήσει. Αλλά ούτε η επιχείρηση αντέχει να χάσει εργατικά χέρια. Και εφτά για να συνεχίσει ο Στέργιος στο γυμνάσιο, στην πόλη, δεν υπάρχουν.
Πέντε χρόνια μετά το πρώτο του μυθιστόρημα για παιδιά, τη Σιλουανή (βραβείο Αναγνώστη 2018) και δυο χρόνια μετά το πρώτο του μυθιστόρημα για ενήλικες, Από την αρχή, εκδόσεις Ίκαρος, ο Θοδωρής Παπαϊωάννου πιάνει το νήμα πάλι της μυθιστορίας για μεσαίες ηλικίες.
Έχει μεσολαβήσει μία αξιοσημείωτη πορεία στο παιδικό εικονογραφημένο με τη σειρά Αντάμα, Απέναντι, Ανάποδα, το Μια στάλα μέλι κ.α. Πολυβραβευμένος, ο Παπαϊωάννου έχει δώσει το δικό του στίγμα στην παιδική λογοτεχνία. Ξεχωρίζει για την ιδιαίτερη ματιά του στη φύση και για τον τρόπο με τον οποίο αποδίδει τη μυστικιστική σχεδόν σχέση του με τον έμβιο κόσμο. Η αίσθηση που έχει ο συγγραφέας για το βουνό, το δάσος, τον ποταμό, τους θάμνους, τα λουλούδια, τα ζώα, τα έντομα, όλα τα ζωντανά πλάσματα, μεταπλάθεται και μετουσιώνεται σε ιστορίες ζωής. Διαφέρει ριζικά η δική του από τη ματιά του αστού που επισκέπτεται την εξοχή, ή τη ματιά του οικολόγου που αγωνιά για την προστασία του περιβάλλοντος. Γι’ αυτό και δε θα συναντήσεις τη λέξη «περιβάλλον» στις ιστορίες του, μια λέξη που δημιουργεί απόσταση ανάμεσα στον άνθρωπο και αυτό που τον περιβάλλει. Θα εμβαπτιστείς στη φύση ανακαλώντας σιγά σιγά, σε μια διαδικασία μύησης, το ομοούσιο της ύπαρξής σου με όλες τις μορφές ζωής του πλανήτη. Ακριβέστερα της Ελλάδας. Γιατί οι ιστορίες του Παπαϊωάννου μυρίζουν Ελλάδα.
Αν η Σιλουανή ήταν εμπνευσμένη από την περιοχή της Έδεσσας, ο Πελεκάνος ανασαίνει τον βουνίσιο αέρα της Χαλκιδικής και στεφανώνεται με το «συννεφοφτιαγμένο στεφάνι του Άγιου Όρους». Μοσχοβολά το «Περιβόλι της Παναγιάς». Ένα περιβόλι «θαλασσομυρωμένο», κατάφυτο, με τα αγριογούρουνα και τα ζαρκάδια και τα μοναστηρόφιδα να φοβίζουν, στο φευγαλέο πέρασμά τους, τους εργάτες του δάσους.
Αλλά ο Πελεκάνος δεν είναι μόνο ένα μυθιστόρημα για τη μαγεία του βουνού ή ένα ταξίδι στο μυστηριώδες Άγιο Όρος. Είναι και, όπως είδαμε, μια οιονεί μυθιστορηματική βιογραφία του γλύπτη Θόδωρου Παπαγιάννη. Και ένα βλέμμα στη μεταπολεμική Ελλάδα της αγροτικής υπαίθρου, αντίστοιχο με το φακό ενός Κώστα Μπαλάφα, Ο Παπαϊωάννου μας μεταφέρει «εκεί που οι άνθρωποι παιδεύονται να επιβιώσουν, οργώνοντας την άγονη γη, λες και στύβουν με τα χέρια τους γυμνά το ξερό χώμα και το ποτίζουν με ιδρώτα, ώσπου να δώσει καρπούς» σύμφωνα με τα λόγια του φωτογράφου.
Το βιβλίο είναι και ένας φόρος τιμής στον καλό δάσκαλο που έμαθε στα παιδιά γράμματα τότε, στα δύσκολα χρόνια, τότε που οι γονείς τους υπέγραφαν μ’ έναν σταυρό και έπεφταν θύματα απάτης επειδή δεν ήξεραν να διαβάζουν. Η απαρχή της μόρφωσης της ελληνικής κοινωνίας, η στιγμή που θα σηκώσει το βλέμμα από τη γη, θα σφουγγίσει τον ιδρώτα από το μέτωπο και θα μάθει να στοχάζεται τον εαυτό της και να ανακαλύπτει τον κόσμο. Ακούγεται σχεδόν το «κλικ» από τη φωτογραφική μηχανή του συγγραφέα που αιχμαλωτίζει αυτή τη στιγμή.
Ο Πελεκάνος είναι όμως πρωτίστως αυτό που οφείλει να είναι κάθε μυθιστόρημα για παιδιά: μια συναρπαστική περιπέτεια.
Με ανάγλυφα, σα λαξεμένα στο ξύλο από τον Στέργιο, τα πορτρέτα του ήρωα και των παράλληλων ηρώων (της Μαγδαληνής, του Βάιου, του επιστήθιου φίλου του Στέργιου, του μοναχού Μελίτωνα, των δασκάλων, της Αργυρώς, του κοριτσιού που ερωτεύεται ο Στέργιος, και άλλων), με ωραία συναρμοσμένες τις ιστορίες που εγκιβωτίζονται μέσα στην κυρίως αφήγηση του γλύπτη Αστέριου, καλή πλοκή και ωραίο ρυθμό, ο Πελεκάνος ως έννοια αποκτά την πολυδιάστατη μορφή του: Τεχνίτης που πελεκά το ξύλο, άνθρωπος που μορφώνεται (κατά το «ξύλο απελέκητο») και πουλί, πελεκάνος, που ανοίγει τα φτερά του και φτάνει μακριά μεταμορφώνοντας τον αυτοδίδακτο ταλαντούχο τεχνίτη της ύλης σε μορφωμένο καλλιτέχνη διεθνούς βεληνεκούς. Η μεταμόρφωση έρχεται με τη μόρφωση. Δάσκαλος στο επάγγελμα ο συγγραφέας δε σταματά να υπενθυμίζει με τα βιβλία του τι είναι καλό σχολείο («σχολείο είναι όπου μαθαίνεις», αλλά και όπου επιχωριάζει ο καλός δάσκαλος).
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει για το ισορροπημένο βλέμμα του συγγραφέα στην ελληνική ύπαιθρο, στην παραδοσιακή κοινωνία. Αναδεικνύονται οι θετικές πτυχές αλλά και οι αρνητικές. Ουσιαστική και σεβαστική σχέση με τη φύση, αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, λιτός βίος, παιδιά που μεταποιούν απλά υλικά και φτιάχνουν τα παιχνίδια τους με φαντασία και όνειρο, πίστη και ελπίδα για το αύριο, αλλά από την άλλη ενδοοικογενειακή βία, αλκοολισμός, κορίτσια δέσμια στη μοίρα του γάμου με προξενιό, πονηριά, μοχθηρία, μικρότητα. (Μία κάποια μεγαλύτερη απόσταση ίσως από το έντονο θρησκευτικό αίσθημα και τη πίστη στο θαύμα θα χρειαζόταν. Να παρουσιάζεται δηλαδή περισσότερο ως στοιχείο της εποχής.)
Γευόμαστε το νόστιμο ζυμωτό ψωμί, τους κολυφάδες (ανεμώνες της θάλασσας) με κουρκούτι και τις γαρίδες με πλιγούρι που φτιάχνει η Ροδόπη. Αλλά έχουμε μοχθήσει να μαζέψουμε στη θάλασσα και στο ποτάμι με τον Στέργιο αυτούς του κολυφάδες και τις γαρίδες. Και η λέξη μόχθος είναι η ρίζα της λέξης μοχθηρός. Καμία εξιδανίκευση λοιπόν της «παραδοσιακής» ζωής. Μαζί με τον μόχθο οι σημερινοί μαθητές, οι συμμαθητές της Αργυρώς που παίζουν με τα τάμπλετ στο πούλμαν, στην αρχή της εκδρομής, έχουν απαλλαγεί και από τον κίνδυνο να γίνουν μοχθηροί εξαιτίας μιας δύσκολης ζωής και ανύπαρκτης σχεδόν παιδικής ηλικίας και ξεγνοιασιάς. Δεν θα περάσουν όμως μέρες καρφώνοντας, βιδώνοντας, κολλώντας και ξεκολλώντας υλικά για να φτιάξουν έναν πύραυλο που τελικά χαρίζει τη χαρά της προσμονής για το τελικό αποτέλεσμα, όπως κάνει ο Βάιος, ο φίλος του Στέργιου. (Εκτός αν κάποιος δάσκαλος τους το ζητήσει στο πλαίσιο κάποιας δημιουργικής δραστηριότητας!)
Βλέποντας προς το μέλλον καλό είναι να θυμόμαστε από πού ξεκινήσαμε και να κρατήσουμε ό,τι αξίζει να κρατηθεί και να μετουσιωθεί σε κάτι νέο.
Ο πελεκάνος αυτός στρέφει το βλέμμα του παιδιού στο παρελθόν αλλά και στο μέλλον, στη Χαλκιδική του τότε και στον κόσμο του σήμερα.
Μια πατριδογνωσία αλλιώς ωραία.
Θοδωρής Παπαϊωάννου, εικ. Π.Χριστούλιας, Ο Πελεκάνος, Ίκαρος, 2022.
Έλσα Μυρογιάννη, Τα φαντάσματα του Θόδωρου Παπαγιάννη, Καλειδοσκόπιο 2026.