Ο πειρασμός του Καζαντζάκη όταν ο Orwell πέθαινε στην Καταλωνία (της Σοφίας Σ. Κιόρογλου)

0
814
της Σοφίας Σ. Κιόρογλου

 

Στις 17 Ιουλίου 1936 ξεσπά ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στις εθνικιστικές δυνάμεις του Franco και ετερόκλητες δημοκρατικές-αντιφασιστικές-αντικληρικαλιστικές δυνάμεις, που τελικά θα ηττηθούν την 1η  Απριλίου 1939, οπότε και τερματίζεται ο πόλεμος. Μεταξύ των πολλών συγγραφέων-δημοσιογράφων που θα σπεύσουν στην Ισπανία για να καλύψουν τα γεγονότα, βρίσκονται ο George Orwell και ο Νίκος Καζαντζάκης, οι οποίοι θα βιώσουν και θα καταγράψουν τον πόλεμο από εντελώς διαφορετικές σκοπιές και με τελείως διαφορετική στόχευση.

Ο Νίκος Καζαντζάκης ταξιδεύει για τρίτη φορά στην Ισπανία στις 3 Οκτωβρίου 1936, έπειτα από πρόταση του εκδότη της Καθημερινής Γεώργιου Βλάχου, προκειμένου να καλύψει τα γεγονότα του ισπανικού εμφυλίου πολέμου. Γράφει και δημοσιεύει καθημερινά τις ανταποκρίσεις του από τον πόλεμο, από τις 24 Νοεμβρίου 1936 έως τις 17 Ιανουαρίου 1937. Τα κείμενα αυτά, συγκεντρωμένα σε μία ενότητα με τον τίτλο «¡Viva la muerte!», μαζί με τις εντυπώσεις του από τα προηγούμενα δύο ταξίδια, το 1926-1927 και το 1932-1933, συναποτελούν τη συγκεντρωτική έκδοση Ταξιδεύοντας, Ισπανία[1] και έναν από τους βασικούς άξονες της κριτικής που ασκήθηκε και ασκείται στον συγγραφέα για τη “ρευστή” του πολιτική κρίση.

Ως εισαγωγή στην κύρια αφήγησή του, ο Καζαντζάκης έχει εντάξει ένα σημείωμά του, που χρονολογείται το «Χινόπωρο του 1936». Από τις πρώτες σειρές, ο συγγραφέας απορρίπτει το λυρικό ύφος ως επιλογή για τη δημοσιογραφική μαρτυρία: «Η ψευτιά, η υπερβολή, ο μάταιος λυρισμός, όλα τα στολίδια του ύφους, δεν ταιριάζουν μπροστά σε τόσην ανθρώπινη πίκρα.». Υπογραμμίζει ακόμη αφενός την ευθύνη του πολεμικού ανταποκριτή, ο οποίος καλείται να προσφέρει ιστορικό ντοκουμέντο με την καταγραφή του, αφετέρου την αξία της δικής του κατάθεσης, αφού ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας. Η αξία της αυτοψίας για την έκθεση της ιστορικής αλήθειας έχει διατυπωθεί από τον πρώτο πολεμικό ανταποκριτή που χρησιμοποίησε μεθοδικά την κριτική έρευνα και τη διασταύρωση των πληροφοριών, τον Θουκυδίδη, όμως ο Καζαντζάκης απέχει πολύ από το πρότυπο του αρχαίου ιστορικού, αφού δεν μεταδίδει ακριβείς μαρτυρίες για τις πολεμικές εξελίξεις, αλλά περισσότερο μεταφέρει την αίσθηση των πραγμάτων. Η επιλογή του να παραμείνει μεταξύ των δύο στρατοπέδων κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ισπανία δικαιολογείται με την πίστη ότι του εξασφάλισε αμερόληπτη στάση απέναντι στα τεκταινόμενα. Ωστόσο, παρά τη φανερή προσπάθειά του να τηρήσει τα δημοσιογραφικά προσχήματα, η λογοτεχνική του ταυτότητα επισκιάζει συνεχώς την πρόσκαιρη δημοσιογραφική του ιδιότητα.

Η ιστορική συσχέτιση, για παράδειγμα, με την πολιορκία του Μεσολογγίου σύντομα θα μετατραπεί σε λογοτεχνικό παραλληλισμό με ιδεολογική, μάλιστα, διάσταση. Στο τρένο για την Ισπανία, ένας στρατιώτης φωνάζει το φαλαγγίτικο σύνθημα «¡viva la muerte!». Κοντά του βρίσκεται ένας τραυματίας, που προσπαθεί να προσεγγίσει ο συγγραφέας. «Ήταν στο Αλκάθαρ, ένας από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους.», σχολιάζει, και οι συνειρμοί που γεννιούνται στον Έλληνα, τουλάχιστον, αναγνώστη ξαφνιάζουν. Ένας φαλαγγίτης[2] ταυτίζεται με τον αγωνιστή που πέθαινε πολιορκούμενος από τον ξένο κατακτητή και ενέπνευσε τη δημιουργία του Σολωμού. Ο εθνικισμός του Φράνκο αποφορτίζεται σημασιολογικά με το πλησίασμά του στον αιώνα των εθνικών επαναστάσεων.

Στις 22 Δεκεμβρίου 1936 ο Φράνκο δίνει συνέντευξη τύπου.     Ο Καζαντζάκης δράττεται της ευκαιρίας να γνωρίσει από κοντά τον Φράνκο, όμως και εκεί τον κερδίζουν οι λυρικές εξάρσεις. Ενώ οι υπόλοιποι δημοσιογράφοι εκφράζουν τη δυσφορία τους, ο Καζαντζάκης ομολογεί τη χαρά του που είδε «έναν άνθρωπο αποφασισμένο και γαλήνιο, τέλειο όργανο της εποχής του, πειθαρχημένον εργάτη και συνεργάτη του φοβερού, ανήλεου καιρού που ζού[με]».  Μάλιστα, μετά τη λήξη του εμφυλίου ο δικτάτορας τού παραχωρεί αποκλειστική συνέντευξη, η οποία δημοσιεύεται στην Καθημερινή  στις 5 Μαΐου 1939. Όσο αμφίβολη είναι η πολιτική χροιά του θαυμασμού του, άλλο τόσο αμφίβολη είναι η δυνατότητα να θαυμάζει κανείς έναν φασίστα -και δη τη στιγμή που πολεμά σε συνεργασία με τη χιτλερική Γερμανία- χωρίς να τοποθετείται πολιτικά. Μέσα στη δριμεία κριτική που του ασκήθηκε, υπήρξαν και αυτοί που είδαν την πίστη στη “ζωτική ορμή” του ανθρώπου ως μία ουδέτερη, αμερόληπτη ζώνη κίνησης ενός αεικίνητου πνεύματος.[3] Ο ίδιος ο Καζαντζάκης σημειώνει παρακάτω: «Κι ό,τι έχει σημασία σ’ έναν αγώνα δεν είναι η ιδεολογία, παρά ο ρυθμός της ιδιοσυγκρασίας του ανθρώπου που αγωνίζεται.».

Ωστόσο, η οπτική του στον ισπανικό εμφύλιο είναι υποκειμενική και περιορισμένη. Οι αναφορές του στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης γίνονται πάντα διά στόματος κάποιου φαλαγγίτη, που παρουσιάζει την ελλιπή ενημέρωση στο μέτωπο, την προπαγάνδα των αντιπάλων και την προσπάθεια των ίδιων να διαδώσουν την αλήθεια στον λαό. Στο Αλκάθαρ ένας από τους πρώην “πολιορκημένους” τού εξιστορεί την αγωνιώδη προσμονή της ραδιοφωνικής λειτουργίας. Περιγράφει γλαφυρά την απογοήτευσή τους όταν στις 15 Αυγούστου κατορθώνουν τελικά να ενεργοποιήσουν το ραδιόφωνο, αλλά εντοπίζουν μόνο τον σταθμό της κατειλημμένης από τους αναρχικούς Μαδρίτης, που μεταδίδει, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, μόνο ψευδείς ειδήσεις. Με ενθουσιασμό εξηγεί στη συνέχεια πώς διαδοχικά συντονίστηκαν στους σταθμούς του Μιλάνου και της Λισσαβόνας και κατάφεραν να μάθουν όλες τις επιτυχίες των φαλαγγιτών. Προκειμένου να πληροφορήσουν τον λαό για τα ηρωικά τους κατορθώματα, οι φαλαγγίτες εκδίδουν στον πολύγραφο την εφημερίδα Το Αλκάθαρ, όπου δημοσιεύουν εκτός από τις στρατιωτικές τους επιτυχίες, διαγράμματα, χάρτες και ψυχαγωγικά παιχνίδια. Κατά συνέπεια, στην Ελλάδα οι αναγνώστες της Καθημερινής ενημερώνονται μονομερώς για τον ισπανικό Τύπο, όπως, άλλωστε, επιβάλλει η πολιτική γραμμή της εφημερίδας.[4]

Την αξία ιστορικού ντοκουμέντου, αν και υποκειμενικής σκοπιάς, έχουν οι ημερολογιακές καταγραφές του νεαρού φαλαγγίτη που ξεναγεί τον Καζαντζάκη στο Αλκάθαρ, όπως και το γράμμα μιας γυναίκας, που απέσπασε ο συγγραφέας από έναν νεκρό στρατιώτη και εκφράζει την αγωνία του άμαχου πληθυσμού για αυτούς που πολεμούν. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ημερολογιακή καταγραφή για τον θάνατο του γιου του συνταγματάρχη Μοσκαρντό. Στο ημερολόγιο σημειώνεται η ημερομηνία του θανάτου, 27 Ιουλίου 1936, και ο νεαρός στρατιώτης αφηγείται τις λεπτομέρειες. Σύμφωνα με τη διήγησή του, ο Μοσκαρντό αρνήθηκε να παραδώσει το Αλκάθαρ, παρά την απειλή των κομμουνιστών ότι θα εκτελέσουν τον δεκαεξάχρονο γιο του, με αποτέλεσμα να ακούσει τον πυροβολισμό από το τηλέφωνο. Η εγκυρότητα αυτής της πληροφορίας αμφισβητήθηκε έντονα από τον αριστερό τύπο, με την κύρια ένσταση να αφορά την ημερομηνία εκτέλεσης.[5] Σύμφωνα με αυτά τα δημοσιεύματα, η εκτέλεση πραγματοποιήθηκε αρκετό καιρό μετά το πρώτο απειλητικό τηλεφώνημα.[6]     Μετά τη δημοσίευση των κειμένων του, ο Καζαντζάκης δεν επιστρέφει ποτέ σε αυτά για να αναθεωρήσει τις επόμενες εκδόσεις ή να σχολιάσει από την οπτική του μέλλοντος τις κρίσεις του.[7] Ηθελημένα ή όχι, το σίγουρο είναι ότι παρευρέθηκε στον ισπανικό εμφύλιο και οι ανταποκρίσεις του έμειναν στον χρόνο, όπως όλα τα γραπτά, αφήνοντας ένα ηχηρό αποτύπωμα μιας ενθουσιώδους παρατήρησης του φασιστικού μετώπου.[8]

Ο Νίκος Καζαντζάκης διέγραψε μία πορεία πλούσια στο πέρασμά του από τη ζωή και τα γράμματα, που εκτείνεται πολύ πέρα από το περιορισμένο χρονικό διάστημα της αποστολής του στην Ισπανία. Σε καμία περίπτωση δεν χαρακτηρίζει τη στάση του στο σύνολό της αυτός ο πρόσκαιρος ενθουσιασμός για την ιστορική συγκυρία της οποίας υπήρξε μάρτυρας. Όμως έχει πάντα σημασία το πώς μιλάς για το τι που έχεις επιλέξει: «Για να δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και την σημασία των λέξεων. […] Η παραφορά θεωρήθηκε ανδρική αρετή, ενώ η τάση να εξετάζωνται προσεκτικά όλες οι όψεις ενός ζητήματος θεωρήθηκε πρόφαση για υπεκφυγή. […]Καμιά από τις δύο παρατάξεις δεν είχε κανέναν ηθικό φραγμό κ’ εκτιμούσε περισσότερο όσους κατόρθωναν να κρύβουν κάτω από ωραία λόγια φοβερές πράξεις»,[9] καταγράφει ο Θουκυδίδης στην περίφημη « παθολογία του πολέμου» για έναν άλλο, δικό μας εμφύλιο.  

Στον αντίποδα, θα λέγαμε, του Καζαντζάκη, βρίσκεται ο George Orwell, ο οποίος ξεκινά το ταξίδι με δημοσιογραφική ιδιότητα και πρόθεση, γρήγορα όμως θα βρεθεί να μάχεται ένοπλα κατά του ολοκληρωτισμού. Η προσωπική του εμπλοκή σε αυτή την εν πολλοίς πρώτη πράξη του Β΄ Παγκόσμιου θα φέρει ως αποτέλεσμα τη συγγραφή ενός βιβλίου με τη μορφή αυτοβιογραφικής κατάθεσης/απομνημονευμάτων και τον τίτλο Πεθαίνοντας στην Καταλωνία (απόδοση στα ελληνικά της Κλαίρης Καλαϊτζίδου από τον αγγλικό τίτλο Homage to Catalonia), [10] όπου θα ασκήσει αυστηρή κριτική στον Τύπο της εποχής και θα παρουσιάσει κατά το δυνατόν αμερόληπτα τις διαμάχες στο εσωτερικό των δημοκρατικών δυνάμεων.

Ο Orwell φτάνει στην Ισπανία στις 26 Δεκεμβρίου 1936 και μένει εκεί μέχρι τις 23 Ιουνίου 1937. Η εμπειρία του εμφυλίου τον συνταράζει, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει τη συγγραφή του βιβλίου σχεδόν αμέσως μετά την επιστροφή του στην Αγγλία. Το βιβλίο οργανώνεται σε δεκατέσσερα αριθμημένα και χωρίς τίτλους κεφάλαια. Η πορεία της αφήγησης είναι κατά κύριο λόγο γραμμική με σκόρπιες προλήψεις, διακόπτεται, όμως, για λίγο στο πέμπτο και το ενδέκατο κεφάλαιο, όπου ο συγγραφέας προσπαθεί να αποσαφηνίσει την εσωτερική πολιτική κατάσταση και τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στις μάχες τής Βαρκελώνης.

Το πρώτο κεφάλαιο κινείται στο πνεύμα αυτού που αργότερα θα ονομαστεί Νέα Δημοσιογραφία, με την αφήγηση μιας σκηνής σε πρώτο πρόσωπο, όπου δίνονται ο τόπος, ο χρόνος, τα πρόσωπα και ένας σύντομος διάλογος. Ακολουθεί η περιγραφή της ατμόσφαιρας που περιβάλλει τον συγγραφέα κατά την άφιξή του στη Βαρκελώνη και αιτιολογεί την ταχεία ένταξή του στην Πολιτοφυλακή, παρά το γεγονός ότι είχε ταξιδέψει με σκοπό τη δημοσιογραφική κάλυψη του πολέμου. Η ιδεολογική τοποθέτηση του συγγραφέα εναντίον του φασισμού καθίσταται σαφής εκ προοιμίου, ενώ δηλώνεται ακόμη ρητά η άγνοιά του για την πολύπλοκη εσωτερική πολιτική κατάσταση, που θα προσπαθήσει στη συνέχεια να αποκρυσταλλώσει. Δίνεται, επίσης, μία πρώτη εικόνα της κακής οργάνωσης της Πολιτοφυλακής, τόσο σε επίπεδο εκπαίδευσης όσο και πολεμοφοδίων, που απογοητεύει τον συγγραφέα και προϊδεάζει για την αναπόφευκτη πολεμική στασιμότητα που θα ακολουθήσει. Καθώς αναπτύσσει την αφήγησή του, ο Orwell στοιχειοθετεί την ιδεολογική του απομάκρυνση από τους κομματικούς σχηματισμούς, στους οποίους είχε κάποια πρώιμη –αν και πάντα επιφυλακτική– πίστη.

Το κίνητρό του, καθώς γράφει, είναι σαφές. Ως έργο «πολεμικής», το Πεθαίνοντας στην Καταλωνία έχει στόχο να πείσει τους αναγνώστες για την ορθότητα της υποστηριζόμενης πλευράς· της αντιφασιστικής.  Το συγκλονιστικό βίωμα της μάχης στην πρώτη γραμμή, ο τραυματισμός του από σφαίρα, η ματαίωση όλων των προσδοκιών του και η συνακόλουθη συνειδητοποίηση της πολιτικής φενάκης στην οποία είχε επενδύσει ιδεολογικά τον οδηγούν το 1942 στη συγγραφή ενός δοκιμίου με τίτλο «Ξανακοιτάζοντας τις μέρες του ισπανικού πολέμου» («Looking Back on the Spanish War»), το οποίο, αποτελούμενο από επτά σύντομα κεφάλαια, θα συμπεριληφθεί αργότερα στο εν λόγω έργο. Νωρίτερα έχει δημοσιεύσει σειρά άρθρων στον Τύπο σχολιάζοντας την εμπειρία του. Εδώ όμως, επιχειρώντας έναν συνολικό απολογισμό, επιμένει ιδιαίτερα στη στηλίτευση της δημοσιογραφικής προπαγάνδας.

Η εμπειρία του ισπανικού εμφυλίου καθόρισε με βεβαιότητα πλέον το συγγραφικό του κίνητρο. Από εκείνο το χρονικό σημείο κι έπειτα, ο Orwell θα έγραφε εναντίον του ολοκληρωτισμού. Ωστόσο, όπως εξομολογείται ο ίδιος το 1946 στο άρθρο του «Why I Write», όταν ξεκινά τη συγγραφή κάποιου βιβλίου συντρέχουν ταυτόχρονα τρεις λόγοι: να παρουσιάσει ένα ψέμα, να επιστήσει την προσοχή σε ένα γεγονός και να ακουστεί. Ο ισπανικός εμφύλιος του τα πρόσφερε όλα: προπαγάνδα (ψέμα), πόλεμο (γεγονός), αγώνα κατά του φασισμού (ανάγκη να ακούγεται παντού και πάντα).

Ως μέλος της Πολιτοφυλακής, ο Orwell πολεμά εκ των έσω τον φασισμό και κάθε απολυταρχική τακτική. Ως δημοσιογράφος, πολεμά εκ των έσω την προπαγανδιστική λειτουργία του Τύπου. Οι αναφορές του στον Τύπο είναι πολύ συχνές και αποκτούν μεγάλη βαρύτητα στο έργο λόγω του κριτικού τους χαρακτήρα. Ο συγγραφέας αναφέρεται τόσο στον ισπανικό όσο και στον ξένο τύπο, δίνοντας έμφαση στις αγγλικές εφημερίδες, με σκοπό να μεταφέρει την εικόνα που δημιουργούσαν για τον πόλεμο τα διάφορα δημοσιεύματα. Τονίζει επίμονα τη θολή αντίληψη που είχε ο ίδιος για τα τεκταινόμενα την εποχή που συμμετείχε σε αυτά και ασκεί δριμεία κριτική στις μεθοδεύσεις του τύπου, παραθέτοντας, ιδίως στο ενδέκατο κεφάλαιο, που αφορά στην εξέγερση της Βαρκελώνης, αποσπάσματα άρθρων. Η επισταμένη δημοσιογραφική του έρευνα στα αρχεία των αγγλικών εφημερίδων μετά την επιστροφή του από την Ισπανία προσφέρει πλούσιο υλικό στο έργο του, που μπορούμε να εκθέσουμε συνοπτικά σε τέσσερις βασικές κατηγορίες: 1) τη φασιστική προπαγάνδα, 2) τον ισπανικό κομμουνιστικό και αναρχικό τύπο, 3) τον ξένο καπιταλιστικό τύπο και 4) τον ξένο κομμουνιστικό τύπο.

Η φασιστική προπαγάνδα

 Τον Φεβρουάριο του 1937 φασιστικά αεροσκάφη ρίχνουν στα χαρακώματα του Μόντε Οσκιούρο φύλλα της εφημερίδας Heraldo de Aragon, που ανακοινώνουν την πτώση της Μάλαγας. Ακολουθεί μία πρόχειρη επίθεση από τους φασίστες, οι οποίοι αποδεικνύεται ότι απλώς πανηγυρίζουν για τη νίκη, αφού δεν κάνουν καμία απόπειρα εφόδου στα αντίπαλα χαρακώματα αλλά σταματούν στην ουδέτερη ζώνη. Όλη η διαδικασία κρατά το πολύ δύο ώρες και έχει ως αποτέλεσμα έναν τραυματία. Παρ’ όλα αυτά, τις επόμενες μέρες ο τύπος κάνει λόγο για σφοδρή επίθεση «με ιππικό και τανκς», πράγμα που αποκλειόταν εκ των πραγμάτων, αφού το όρυγμα του P.O.U.M.[11] βρισκόταν σε κατακόρυφη θέση. Το γεγονός αυτό προβληματίζει τον συγγραφέα, ο οποίος αρχίζει να δυσπιστεί απέναντι στις εφημερίδες. Ανάλογη παραπληροφόρηση από τις εφημερίδες υπάρχει και κατά τις μάχες στη Βαρκελώνη.

Ο ισπανικός κομμουνιστικός και αναρχικός τύπος

 Οι αναφορές αυτής της κατηγορίας είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, όχι μόνο επειδή αποδεικνύουν «πως ο τύπος της Αριστεράς ήταν το ίδιο ψευδολόγος και ανέντιμος όσο και της Δεξιάς», σύμφωνα με τη διεισδυτική παρατήρηση του Orwell, αλλά και γιατί παρουσιάζουν με ενάργεια την οξεία διαμάχη μεταξύ κομμουνιστών και αναρχικών, που υπονόμευσε και την έκβαση του πολέμου. Το P.O.U.M. εκδίδει τις εφημερίδες La Batalla και Adelante, στις οποίες καταφέρεται εναντίον της αντεπαναστατικής τακτικής του κομμουνιστικού P.S.U.C.[12] Χωρίς εξωτερική στήριξη και με την απειλή της κομμουνιστικής λογοκρισίας, οι μαρξιστές του P.O.U.M. περιορίζουν την κριτική τους στα άρθρα των εφημερίδων, ενώ οι αφίσες τους κρατούν αμιγώς αντιφασιστικό χαρακτήρα. Μάλιστα, η La Batalla υφίσταται τόσο ισχυρή λογοκρισία που φτάνει στο σημείο να εκδίδεται με την πρώτη σελίδα κενή.

Στον αντίποδα βρίσκεται το P.S.U.C., που όλο  και ενισχύει την προπαγάνδα εναντίον του P.O.U.M., φτάνοντας να το χαρακτηρίσει «Πέμπτη φάλαγγα του Φράνκο» και υποκινητή της εξέγερσης στη Βαρκελώνη. Στην επιθετική του προπαγάνδα χρησιμοποιεί κάθε δυνατό μέσο πέρα από τις εφημερίδες. Ένα ακραίο παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο Orwell για να αποδείξει ότι η κυβέρνηση βρισκόταν υπό πλήρη κομμουνιστικό έλεγχο είναι η έγκριση της κυκλοφορίας μίας γελοιογραφίας, στην οποία το P.O.U.M. κάτω από τη μάσκα με το σφυροδρέπανο αποκάλυπτε ένα πρόσωπο με τον αγκυλωτό σταυρό. Αυτού του είδους οι κατηγορίες διαδίδονται και στον ξένο κομμουνιστικό τύπο. Η μομφή για προδοσία και κατασκοπεία αποτελεί τη βασική πολεμική του Κομμουνιστικού Κόμματος κατά του “τροτσκιστικού”  P.O.U.M. και υιοθετείται από όλες τις κομμουνιστικές εφημερίδες, όπως η Frente Rojo της Βαλέντσια και η Verdad της Μούρθια. Πιο σκληροπυρηνικές αποδεικνύονται οι εφημερίδες της Βαλέντσια, αφού μετά την κήρυξη του P.O.U.M. εκτός νόμου, είναι αυτές που δημοσιεύουν άρθρα περί «φασιστικής συνωμοσίας», ενώ οι κομμουνιστικές εφημερίδες άλλων ισπανικών πόλεων σιωπούν. Το (αμφισβητούμενης φύσης) εξτρεμιστικό φυλλάδιο των «Φίλων του Ντουρούτι» δίνει ακόμη μία αφορμή στους κομμουνιστές να ξεσπάσουν με αντεγκλήσεις στο P.O.U.M., το οποίο φημολογείται ότι ενέκρινε το φυλλάδιο μέσω της La Batalla, προτρέποντας τους οπαδούς του να παραμείνουν στα οδοφράγματα, τη στιγμή, μάλιστα, που η αναρχική Solidaridad Obrera το απέρριπτε.

Ο Orwell δείχνει ακόμα πως και η ίδια εφημερίδα μπορεί να αλλάζει τη στάση της από τη μία μέρα στην άλλη προκειμένου να πετύχει τον στόχο της. Η αναρχική εφημερίδα Solidaridad Obrera αντιδρά με θέρμη στην επίθεση της Εθνοφυλακής στο Τηλεφωνικό Κέντρο της Βαρκελώνης, όμως την επομένη, στην προσπάθεια του C.N.T.[13] να ανακτήσει τον έλεγχο του Κέντρου, κατευνάζει τους αναγνώστες παροτρύνοντάς τους να επανέλθουν στον κανονικό ρυθμό ζωής. Ο Orwell αφιερώνει πολλές σελίδες στις αντιφάσεις και τις ψευδολογίες του τύπου, θέλοντας να καταγγείλει τον φανατισμό που διαστρεβλώνει την αλήθεια, τη στιγμή μάλιστα που διακυβεύεται η ελευθερία.

Ο ξένος καπιταλιστικός τύπος

 Η ενασχόληση του συγγραφέα με τον ξένο τύπο περιορίζεται στον αγγλικό, τον οποίο γνωρίζει καλύτερα και παρακολουθεί με μεγαλύτερη άνεση. Η Daily Mail είναι, σύμφωνα με τον Orwell, η χειρότερα πληροφορημένη εφημερίδα, καθώς υποστηρίζει πως οι κομμουνιστές χρηματοδοτούνται από τη Μόσχα για να εδραιώσουν την επανάσταση, ενώ στην πραγματικότητα οι κομμουνιστές έχουν αντεπαναστατική δράση. Η Daily Mail είναι, επίσης, η εφημερίδα που εκμεταλλεύεται τις λεηλασίες των εκκλησιών για να δημοσιεύσει αφίσα με τον τίτλο «Οι εχθροί σταυρώνουν καλόγριες» (ο αγγλικός τίτλος φωτογραφίζει καλύτερα τους εχθρούς, με τη χρήση της λέξης red: REDS CRUCIFY NUNS) και να παρουσιάσει τον Franco ως πατριώτη σωτήρα. Γενικότερα, ο αγγλικός τύπος χαρακτηρίζεται από άγνοια της ιδιόμορφης εσωτερικής πολιτικής κατάστασης και των μεγάλων διαφορών που χώριζαν τους κομμουνιστές από τους αναρχικούς. Όταν επιχειρούν να ξεχωρίσουν αυτές τις δύο αντιστασιακές πλευρές, οι Άγγλοι δημοσιογράφοι είτε στρέφονται εναντίον των αναρχικών (οι περισσότεροι) είτε πέφτουν στην παγίδα της κομμουνιστικής προπαγάνδας, που στοχοποιούσε το P.O.U.M. ως  κατασκοπευτική οργάνωση, μπερδεύοντας μάλιστα πολλές φορές τις μικρότερες πολιτικές οργανώσεις μεταξύ τους (εδώ εντάσσει τα δημοσιεύματα της News Chronicle). Ενδεικτική αυτής της στάσης είναι, σύμφωνα με τον Orwell, η μονομερής προβολή φόνων που διέπρατταν οι αναρχικοί του C.N.T. εναντίον μελών του U.G.T.[14] και η αποσιώπηση, από την άλλη, των φόνων με θύματα αναρχικούς.

Ο ξένος κομμουνιστικός τύπος

 Καταρχάς πρέπει να διευκρινιστεί ότι, όπως διατείνεται ο συγγραφέας, δεν υπήρχε ξένος τύπος προσκείμενος στα ισπανικά επαναστατικά κόμματα, παρά μόνο φιλοκομμουνιστικός και φιλοφασιστικός. Αυτό σημαίνει ότι ο αντιφασιστικός τύπος μεροληπτούσε υπέρ της επίσημης κομμουνιστικής γραμμής και πρόβαλλε παραπλανητική εικόνα της πολιτικής κατάστασης. Ως εκ τούτου, αλλά και επειδή ο Orwell, έχοντας κοινές καταβολές με τους εκπροσώπους του, αρχικά βασιζόταν σε αυτόν για την ενημέρωσή του, η κριτική του στον ξένο κομμουνιστικό τύπο είναι αυστηρή.

Στις εφημερίδες News Chronicle (μία καπιταλιστική εφημερίδα που ακολουθεί την κομμουνιστική γραμμή) και New Statesman αποδίδει ευθύνες για τη φτωχή και απλοϊκή ερμηνεία του πολέμου ως διαμάχης του φασισμού με τη δημοκρατία. Αυτή ήταν και η ευρύτερη στάση του αντιφασιστικού τύπου παγκοσμίως. Τα βέλη του συγγραφέα στρέφονται, κατά βάση, εναντίον της Daily Worker και του δημοσιογράφου Frank Pitcairn, χωρίς να αφήνει, βέβαια, στο απυρόβλητο άλλες εφημερίδες. Για δημοσιογραφική ανευθυνότητα, για παράδειγμα, και επιφανειακή παρατήρηση κατηγορούνται ευθέως ο John Langdon-Davies της News Chronicle και ο Ralph Bates της New Republic.

Όπως και στον ισπανικό κομμουνιστικό τύπο, έτσι και στον ξένο, η ευθύνη για τις μάχες στη Βαρκελώνη βάρυναν το P.O.U.M., αφού, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, ο ξένος τύπος βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στον ισπανικό. Ο συγγραφέας παραθέτει αποσπάσματα από σχετικά άρθρα της Daily Worker και της Imprecor και ανασκευάζει τους ισχυρισμούς τους οργανώνοντας συστηματικά τα επιχειρήματά του. Στόχος του είναι να αποκαλύψει τις αντιφάσεις στις οποίες υποπίπτουν, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της ξαφνικής αλλαγής στάσης απέναντι στην κατάληψη του Τηλεφωνικού Κέντρου, που ενώ αρχικά αποδίδεται στους αναρχικούς, λίγες μέρες αργότερα αποδίδεται στο P.O.U.M., χωρίς καμία εξήγηση ή αιτιολόγηση της μεταστροφής.

Αυτές οι ολοκληρωτικές τακτικές καταγγέλλονται και στα πιο διάσημα μυθοπλαστικά έργα τού Orwell, τη Φάρμα των Ζώων και το 1984, που συνετέλεσαν μαζί με τη μη μυθοπλαστική του παραγωγή στο να χαρακτηριστεί ο συγγραφέας “συνείδηση της Αριστεράς”. Ο χαρακτηρισμός αποδίδει τη νηφαλιότητα με την οποία εξετάζει επανειλημμένα τα γεγονότα, έχοντας ως πρωταρχικό του σκοπό να καταδείξει την ανάγκη εγκατάλειψης κάθε απολυταρχικής μεθόδου, όποια και αν είναι η προέλευσή της. Ο ίδιος σκοπός θα τον οδηγήσει αργότερα μέχρι το σημείο να υπερασπιστεί την επανακυκλοφορία της Daily Worker, προκειμένου να προασπίσει την ελευθερία του τύπου, παραβλέποντας τους λιβέλους που η εφημερίδα είχε εξαπολύσει εναντίον του.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να μιλήσει κανείς για τον πόλεμο. Ένας από αυτούς θέτει τον άνθρωπο απέναντι στον φασισμό.

 

 

[1] Νίκος Καζαντζάκης, Ταξιδεύοντας, Ισπανία, Εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα: 2009.

[2] Φαλαγγίτες ονομάζονται οι στρατιώτες που πολεμούσαν για το εθνικιστικό κόμμα  Falange Española de las Juntas de Ofensiva Nacional Sindicalista ή FE de las JONS (Ισπανική Φάλαγγα των Συνελεύσεων της Εθνικής Συνδικαλιστικής Αντεπίθεσης).

[3] Bien, Peter, Καζαντζάκης: Η Πολιτική του Πνεύματος (Πρώτος Τόμος), μτφρ. Λαμπρινίδου Ασπασία, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο: 2001, σ. 213.

[4] Ενδεικτικό της αντικομμουνιστικής στάσης της εφημερίδας είναι το πρωτοσέλιδο της 23ης Σεπτεμβρίου 1936, όπου γίνεται λόγος για επικείμενη κομμουνιστική επανάσταση, η οποία θα πλήξει την Ελλάδα και την Ισπανία. Βλ. Σφήκας, Θανάσης, «“Ομιλούμεν ελληνο-ισπανικά αυτάς τας ημέρας’’: Ιδεολογική Χρήση του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα, 1936-1949», Δωδώνη, τ. 32, σσ. 265-305.

[5] Ο Αμερικανός ιστορικός Herbert Southworth έχει επίσης υποστηρίξει ότι η εκτέλεση ήταν αντίποινο σε κάποια αεροπορική επιδρομή. Βλ. Southworth, Herbert, El Mito de la Cruzada de Franco, Ruedo Ibérico, Paris: 1963.

[6] Hugh, Thomas, The Spanish Civil War (4th Rev. Ed.), London: Penguin, 2001, σ.311. Ο Καζαντζάκης δεν αναφέρεται ούτε στις επιτυχίες του αντίπαλου στρατοπέδου, ούτε στη συμμετοχή Ελλήνων εθελοντών, αφού υπήρχε ρητή απαγόρευση από το μεταξικό καθεστώς. Βλ. Φιλιππής, Δημήτρης, «Η μετάδοση του τελευταίου ρομαντικού πολέμου», Ιστορικά / Ελευθεροτυπία, Ισπανικός Εμφύλιος, τ. 2, τχ. 16, 3-2-2000.

[7] Αξίζει να σημειωθεί ότι η εν λόγω έκδοση δεν περιλαμβάνει τα πλήρη κείμενα των ανταποκρίσεων του συγγραφέα. Μάλιστα, σημαντικό υλικό, στο οποίο στηρίχθηκαν πολλές από τις κατηγορίες εναντίον του, παραλείπεται. Η συνάντησή του, για παράδειγμα, με τον Φράνκο, που στάθηκε αφορμή να εκφράσει ο Καζαντζάκης θαυμασμό απέναντί του, ήταν το βασικό τεκμήριο για να κατηγορηθεί ο Έλληνας συγγραφέας ως φιλοφρανκικός .

[8] Σχετικά με την απόφαση του συγγραφέα να συνεργαστεί με την Καθημερινή την περίοδο που η εφημερίδα είχε υιοθετήσει ξεκάθαρα φιλοφασιστική στάση βλ. Πετροπούλου, Εύη, «Ο Νίκος Καζαντζάκης στον Ισπανικό Εμφύλιο», Το Βήμα, 23/05/1999. Η Πετροπούλου βασίζεται στην ερμηνεία που δίνει η Ελένη Καζαντζάκη στο βιβλίο της Νίκος Καζαντζάκης, Ο Ασυμβίβαστος, Εκδόσεις Καζαντζάκη, Αθήνα:1983, σ. 407. Ο Κωνσταντίνος Α. Δημάδης, πάντως, χαρακτηρίζει τις ερμηνείες που στηρίζονται στις βιοποριστικές ανάγκες του συγγραφέα «εύκολες έως αφελείς». Βλ. Δημάδης, Κωνσταντίνος Α. «Τέχνη και Εξουσία, Παρατηρήσεις σε Τέσσερα Ταξιδιωτικά Έργα του Νίκου Καζαντζάκη» στο Beaton, Roderick (επιμ.), Εισαγωγή στο Έργο του Νίκου Καζαντζάκη, Επιλογή Κριτικών Κειμένων, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο: 2011, σ. 273.

[9] Θουκυδίδου Ιστορίαι, μτφρ. Βλάχος, Άγγελος, 3.82.

[10] Orwell, George, Πεθαίνοντας στην Καταλωνία, μτφρ. Καλαϊτζίδου, Κλαίρη, Αθήνα: Κάκτος, 1979.

[11] P.O.U.M.: Partido Obrero de Unificación Marxista (Εργατικό Κόμμα Μαρξιστικής Ενότητας).

[12] P.S.U.C.: Partido Socialista Unificado de Catalunia (Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα Καταλωνίας).

[13] C.N.T.: Confederación Nacional de Trabajadores (Εθνική Εργατική Συνομοσπονδία), Συνδικαλιστικές Ενώσεις που ελέγχονταν από τους Αναρχικούς.

[14] U.G.T.: Unión General de Trabajadores (Γενική Εργατική Ένωση), Συνδικαλιστικές Ενώσεις που ελέγχονταν από Σοσιαλιστές.

 

(*) H Σοφία Σ. Κιόρογλου είναι Φιλόλογος – εκπαιδευτικός , με μεταπτυχιακές σπουδές Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας και Πολιτισμού στο Α.Π.Θ.

 

Προηγούμενο άρθροΗ «καρδιά» των Νεοελληνικών Σπουδών χτυπά στη Βιέννη τον Σεπτέμβριο
Επόμενο άρθροΗ φανέλα (διήγημα της Θεοδώρας Παπαδημητρίου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ