της Όλγας Σελλά
Σίγουρα δεν είναι διόλου τυχαίο, ότι σε έξι παραστάσεις –νομίζω δεν ξεχνάω κάποια- που αυτή τη στιγμή παρουσιάζονται σε αθηναϊκές σκηνές θίγεται, εμμέσως ή αμέσως, με χιούμορ, αυτοσαρκασμό, τρυφερότητα ή αδυσώπητη ειλικρίνεια, το θέμα της νόσου Αλτσχάιμερ ή μιας παραλλαγής της, της γεροντικής άνοιας. Στο «The Humans» που σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης η Ξένια Καλογεροπούλου δίνει με χιούμορ την ανοϊκή γιαγιά, όπως και η Υβόννη Μαλτέζου στο «Bella Figura» που σκηνοθετεί ο Μάνος Καρατζογιάννης. Η Χριστίνα Τσάφου προσεγγίζει με κλαυσίγελω αυτό που δεν μπορεί ν’ αποφύγει, στην παράσταση του Γιωργή Τσουρή «Μακριά από παιδιά». Η Ρένη Πιττακή στις «Τρεις ψηλές γυναίκες» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, το θίγει εμμέσως όταν λέει «Δεν μπορώ να θυμηθώ, τι δεν μπορώ να θυμηθώ». Το θίγει ευθέως, αν και σε παράλληλη ιστορία μ’ αυτήν του έργου, η Μαριάννα Δημητρίου στο έργο «The Doctor», που σκηνοθετεί η Κατερίνα Ευαγγελάτου στο «Αμφι-Θέατρο. Και αποτελεί το βασικό θέμα στο έργο του Φλοριάν Ζελέρ «Ο Πατέρας» που σκηνοθετεί η Ελένη Σκότη και παρουσιάζεται στο Σύγχρονο Θέατρο. Ένα έργο που γράφτηκε το 2012, απέσπασε διθυραμβικές κριτικές όπου παρουσιάστηκε και το 2020, σε σενάριο και σκηνοθεσία του συγγραφέα, μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη, με πρωταγωνιστή τον Άντονι Χόπκινς, που απέσπασε το Όσκαρ Α Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του.
Γιατί λοιπόν πυκνώνει η παρουσία αυτού του θέματος στα θεατρικά κείμενα; Γιατί η άνοια ή η νόσος Αλτσχάιμερ είναι μια πολύ σοβαρή και διαλυτική «οικογενειακή ασθένεια», όπως εύστοχα την ονομάζουν οι ψυχαναλυτές. Γιατί δεν αφορά μόνο τους πάσχοντες, αλλά και τον οικογενειακό τους περίγυρο. Γιατί είναι πολλοί εκείνοι που πρέπει να αντιληφθούν –όχι εύκολα- και να συνηθίσουν –καθόλου εύκολα- ότι ο πατέρας τους ή η μητέρα τους σιγά σιγά χάνουν τον εαυτό τους, την προσωπική τους διαδρομή, τις αναμνήσεις της ζωής τους. Παύουν να είναι αυτοί που ήταν.
Ο Φλοριάν Ζελέρ έκανε κάτι πολύ σύνθετο και δύσκολο. Άγγιξε το θέμα και από τις δύο πλευρές ταυτόχρονα: και από την πλευρά του πάσχοντα, του πατέρα, και από την πλευρά του άμεσου οικογενειακού περιβάλλοντος, του στενού και του ευρύτερου. Και στ’ αλήθεια ήταν σα να μπήκε στην εκφυλιστική εξέλιξη του μυαλού ενός ανοϊκού ανθρώπου, παρακολούθησε με κατανόηση και τρυφερότητα το διαρκές ανακάτεμα των προσώπων, των ονομάτων, των γεγονότων, που γίνονται αχταρμάς στο μυαλό του πάσχοντος και τεράστιο άχθος στη ζωή όσων τον περιβάλλουν και επιχειρούν να συνεννοηθούν μαζί του.
Με μια σκηνοθεσία διακριτική αλλά παρούσα, έστησε ένα μεσοαστικό καλόγουστο περιβάλλον, με τα απαιτούμενα έργα τέχνης στους τοίχους, και μερικά ράφια με βιβλία. Ο Αντρέ είναι ο πατέρας (Περικλής Μουστάκης) που τον συναντούμε στο δικό του σπίτι, όπου η κόρη του (Ιωάννα Παππά) περιμένει μια ακόμη κοπέλα για να αναλάβει την ημερήσια φροντίδα του, κάτι στο οποίο αντιδρά ο Αντρέ. Γίνεται επιθετικός, καχύποπτος, πιστεύει ότι δεν έχει ανάγκη τις φροντίστριες και ότι τα καταφέρνει μόνος του (αυτή η τρομερή μεταιχμιακή στιγμή που χρειάζεται να αποδεχθούμε τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε να κάνουμε) και διαρκώς ξεχνάει. Η κόρη του προσπαθεί να ισορροπήσει τις ανάγκες της δικής της ζωής και τις ευθύνες για τον πατέρα της. Ένα βάρος που την καταβάλλει, την κάνει δύσθυμη, νευρική, απελπισμένη.
Η Ελένη Σκότη βρήκε έναν ακραιφνώς θεατρικό τρόπο για να δείξει ότι ο Αντρέ μπερδεύει τα πρόσωπα και τους χώρους. Δημιούργησε σκηνική σύγχυση. Δηλαδή άλλος ηθοποιός στη μια σκηνή υποδυόταν τον γαμπρό του Αντρέ, άλλος ηθοποιός στη δεύτερη. Άλλη ηθοποιός τη φροντίστρια στη μία σκηνή, άλλη ηθοποιός στην επόμενη. Και τα κατάφερε, γιατί είναι αλήθεια ότι στις πρώτες σκηνές αυτής της σκηνικής απεικόνισης της σύγχυσης, προκάλεσε σύγχυση και σε μας τους θεατές. Ήταν ένας ευφυέστατος τρόπος για να προσεγγίσουμε, κάπως, αυτό που γινόταν στο μυαλό του Αντρέ, στο μυαλό ενός ανθρώπου με άνοια.
Ο άλλος σκηνικός τρόπος μέσω του οποίου η Ελένη Σκότη κατέδειξε την απογύμνωση του νου από τις μνήμες του ήταν ο τρόπος που σε κάθε σκηνή άδειαζε ο χώρος του σπιτιού του Αντρέ από τα αντικείμενά του. Πρώτα οι πίνακες, μετά η βιβλιοθήκη, λίγο αργότερα τα τραπεζάκια στο σαλόνι, στη συνέχεια οι καναπέδες… Τίποτα δεν έμεινε στο τέλος από το σπίτι –ένα άδειο κέλυφος. Τίποτα δεν είχε μείνει από τη ζωή του στο μυαλό του Αντρέ…
Πώς να παραστήσει ένας ηθοποιός όλο αυτό το διαρκές άδειασμα του νου ενός ανθρώπου από τις όψεις της διαδρομής της ζωής του; Ο Περικλής Μουστάκης το έκανε –προσπαθώ να βρω τη λέξη, γιατί πολύ συχνά χρησιμοποιούμε τη λέξη «συγκλονιστικά», αλλά δεν θα ήταν πλήρης η περιγραφή. Το έκανε με απόλυτη κατανόηση της κατάστασης του ανοϊκού ανθρώπου, ενδυόμενος –κυριολεκτικά- τις κινήσεις, τις εκφράσεις και, κυρίως, το βλέμμα των ανθρώπων που κοιτούν κάπου αλλού από εκεί που εμείς πιστεύουμε ότι κοιτούν. Το βλέμμα που έχει έκπληξη, φόβο, παραίτηση, απορία, κενό. Και το έκανε με το μεγαλείο, το ταλέντο, την αγάπη και την ενσυναίσθηση ενός μεγάλου ηθοποιού. Νομίζω, μετά τον «Φαέθοντα» του Δημήτρη Δημητριάδη σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καραντζά, είναι η πιο σπαρακτική στιγμή του Περικλή Μουστάκη. Η Ιωάννα Παππά έδειξε εύστοχα την απόγνωση, τον εκνευρισμό που ασφαλώς δημιουργείται, τις ενοχές επειδή δημιουργείται ο εκνευρισμός, την ευθύνη της διαχείρισης των πρακτικών ζητημάτων, την διάλυση από το βάρος όλων αυτών, τη σταδιακή αποδοχή της κατάστασης ότι ο πατέρας της δεν είναι αυτός που είχε συνηθίσει να είναι. Δεν υπήρχε η απαιτούμενη χημεία με τους δύο άντρες ηθοποιούς (Αλέξανδρος Κωχ, Κωνσταντίνος Σειραδάκης) που υποδύθηκαν (στο πλαίσιο της σκηνικής σύγχυσης) τον σύζυγό της, ενώ σαφώς πιο εύστοχες στους ρόλους είτε ως νοσοκόμες είτε –στο πλαίσιο της σύγχυσης του Αντρέ- ως κόρες του, οι Λίλη Τσεσματζόγλου και Καλλιόπη Παναγιωτίδου.
Ο Φλοριάν Ζελέρ έδειξε, με τρυφερότητα, χιούμορ, κατανόηση και ειλικρίνεια τη συμπεριφορά των ανθρώπων που πάσχουν από άνοια και τις αναταράξεις που προκαλούνται στο κοντινό τους περιβάλλον. Έδειξε πόσο καλά κρύβεται αυτή η ασθένεια, πόσο δύσκολο είναι να την εντοπίσουν ακόμα και όσοι είναι σε καθημερινή επαφή με τον πάσχοντα. Έδειξε με ποιον τρόπο το μυαλό του ανθρώπου γίνεται σαν ένα παγόβουνο που λιώνει και σπάει σε κομμάτια, πώς οι μνήμες και οι εμπειρίες και οι γνώσεις μπερδεύονται και σιγολιώνουν, όπως τα λιωμένα κομμάτια του παγόβουνου, και πώς αναδύονται σκόρπιες όταν τα κομμάτια του λιωμένου παγόβουνου συγκρουόνται τυχαία –όπως πολύ εύστοχα έχει περιγράψει την ασθένεια ένας επιστήμονας. Και η Ελένη Σκότη τα μετέφερε με σεβασμό και ενσυναίσθηση στη σκηνή, δίνοντας μια ευαίσθητη, λιτή και ουσιαστική παράσταση (όλοι οι συντελεστές συνετέλεσαν σ’ αυτή την όψη) για ένα πολύ σοβαρό θέμα που αφορά πάρα πολλούς ανθρώπους.
Η ταυτότητα της παράστασης
Συγγραφέας: Φλοριάν Ζελέρ, Μετάφραση: Γιώργος Χατζηνικολάου, Σκηνοθεσία: Ελένη Σκότη, Σκηνικά: Γιώργος Χατζηνικολάου, Kοστούμια: Μαρία Αναματερού, Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος, Μουσική: Σταύρος Γασπαράτος, Βοηθοί σκηνοθέτιδος: Πηνελόπη Σαραφίδη, Μαρία Ζωμοπούλου, Ντίμη Θεοδωράκη, Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας
Παραγωγή: Νέο Σύγχρονο Θέατρο
Παίζουν:
Περικλής Μουστάκης, Ιωάννα Παππά, Αλέξανδρος Κωχ, Λίλη Τσεσματζόγλου, Κωνσταντίνος Σειραδάκης, Καλλιόπη Παναγιωτίδου
Σύγχρονο Θέατρο (Ευμολπιδών 45, Γκάζι, σταθμός Μετρό Κεραμεικός).
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη 6.15μ.μ., Πέμπτη 9μ.μ., Σάββατο 9.15μ.μ., Κυριακή 6μ.μ.