Ο παιδικός χρονότοπος του Κυριάκου Συφιλτζόγλου (της Βαρβάρας Ρούσσου)

0
772

της Βαρβάρας Ρούσσου

« …µάθε να διαβάζεις τον χρόνο στην χωρική ολότητα του κόσµου,  και επιπλέον, να   αντιλαµβάνεσαι πως ο χώρος συµπληρώνεται όχι σαν ένα σταθερό υπόβαθρο, σαν κάτι δεδοµένο µία φορά και για πάντα, αλλά σαν µία ολότητα στη διαδικασία των γενεών, σαν ένα γεγονός: προσπάθησε να µάθεις να διαβάζεις όλα τα σηµάδια του χρόνου που περνά, αρχίζοντας από την φύση και τελειώνοντας µε τις συνήθειες και τις ιδέες των ανθρώπων (Μ. Μπαχτίν)»[1]

 

Το Σπίτι παιδιού του Κυριάκου Συφιλτζόγλου φαινομενικά αποτελεί έκπληξη καθώς σηματοδοτεί στροφή στην πεζογραφία από έναν ποιητή που αφενός θεμελίωσε νωρίς, με τις δυο πρώτες του συλλογές (Έκαστος εφ’ ω ετάφη και Μισές αλήθειες), τόσο το προσωπικό του, αναγνωρίσιμο και στέρεο, ιδίωμα αφετέρου κατέλαβε τη θέση του ανάμεσα στους άξιους και φερέλπιδες νέους ποιητές. Ωστόσο, αν παρακολουθήσει κάποιος την πορεία του Συφιλτζόγλου δεν θα εκπλαγεί και θα αναγνωρίσει στο Σπίτι παιδιού τη φυσική συνέχεια του προηγούμενου βιβλίου του Δραμινού ποιητή με τίτλο Δραμάιλο (2018). Αυτό εγκαινίασε ένα πολύ ενδιαφέρον διακαλλιτεχνικό εγχείρημα συνδυάζοντας φωτογραφία και ποιητικό λόγο ώστε να υπηρετηθεί η προφορικότητα που χαρακτηρίζει την ιστορική μνήμη. Στο Δραμάιλο δηλαδή η βιωματικότητα συνδυαστικά με το γλωσσικό ιδίωμα συμβάλλουν στην ποιητική θεματοποίηση μιας κατά κάποιο τρόπο εθνογραφικής-γλωσσολογικής έρευνας με στόχο την ανίχνευση της ιστορικής-πολιτισμικής ταυτότητας, προσωπικής και συλλογικής.

Το φωτογραφικό και γλωσσικό-ποιητικό υλικό του Δραμάιλο πιθανότατα να αποτέλεσε την κινητήρια δύναμη για το Σπίτι παιδιού. Ο τίτλος παραπέμπει εμφανέστατα στην παιδική ηλικία και στην οικογένεια -με τη συνυποδηλωτική χρήση της λέξης «σπίτι»-. Επομένως, αναδύεται η έννοια της ανάμνησης και συνειρμικά τίθεται το αναγνωστικό ερώτημα του τι και του πώς. Τι επιλογή μπορεί να γίνει στο πλήθος των παιδικών -καθοριστικών εξάλλου- αναμνήσεων και πώς ο συγγραφέας μπορεί να τις χειριστεί, με δεδομένη μάλιστα την πληθώρα τέτοιων «παιδιότροπων» αφηγήσεων; Η διαφωτιστική διευκρίνιση για το τι επιπλέον ή μάλλον τι κυρίως σημαίνει και είναι το «Σπίτι παιδιού» παρέχεται πριν την αρχή τη αφήγησης: πρόκειται για τα γνωστά βασιλικά ιδρύματα με εθνοπατριωτικό (και αντικομμουνιστικό) στόχο που στη συνέχεια μετατράπηκαν σε κρατικά κέντρα «δια βίου», όπως λέμε σήμερα, γενικής και πρακτικής εκπαίδευσης και ψυχαγωγίας. Ο ιδεολογικά φορτισμένος αυτός χώρος δεν βαραίνει το μικρό πρωταγωνιστή που αγνοεί το ιστορικό παρελθόν της χώρας όπως αγνοεί και τις συνθήκες που οδήγησαν στην προσφυγιά προηγούμενες γενιές (παππούδες) και στη μετανάστευση τη γενιά του πατέρα και της μάνας (θείες-θείοι και συγχωριανοί). Έτσι, η ιστορία της χώρας γίνεται αντιληπτή, θολά και συγκεχυμένα, με ερωτηματικά, στο μικρόκοσμο του παιδιού ως οικογενειακή ιστορία. Στο τέλος της ανάγνωσης, το «σπίτι παιδιού» δεν αποτελεί την ονομασία του χώρου αλλά την οικογένεια, την ιστορία του συγκεκριμένου παιδιού, μεταστρέφοντας τον όρο από το συλλογικό στο προσωπικό. Ο τρόπος όπου η μικροιστορία βιώνεται σταδιακά και απορηματικά αποτελεί ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα υποστρώματα του βιβλίου.

Η αφήγηση διαιρείται σε 32 κεφάλαια. Τα δυο πρώτα θα μπορούσαμε να τα χαρακτηρίσουμε εισαγωγικά εφόσον, ιδίως στο πρώτο, σκιαγραφείται ο χώρος και τα πρόσωπα. Ήδη από το δεύτερο κεφάλαιο εισάγεται ο κεντρικός άξονας του βιβλίου στα υπόλοιπα 30 κεφάλαια-επεισόδια, ο θάνατος,  και γύρω από αυτόν περιστρέφεται η συγκρότηση της ταυτότητας του οχτάχρονου με συνιστώσες τον τόπο και τις ορίζουσές του: άμεσο περιβάλλον η Πλατανιά και το Σπίτι παιδιού, όλα τα χαλάσματα και όλα τα σπίτια και μικρά μαγαζάκια αλλά και η Γερμανία που αποτελεί έναν μακρινό  αλλά όχι απειλητικό χώρο όπου διακλαδίζεται η οικογένεια και άλλοι γνωστοί. Η έννοια της ξενιτιάς και της επιστροφής συνιστά έτσι ένα βίωμα του οποίου η επαναληπτικότητα (οι αφηγήσεις για τους συγγενείς που έρχονται τα καλοκαίρια ενώ πολλοί νεκροί επιστρέφουν από εκεί για να ταφούν στα πάτρια) το καθιστά τμήμα της αυτοσυνείδησης. Το «ανήκειν», η καταγωγή και οι ρίζες της, αποτελούν μια ιδέα που παραμένει ακατανόητη γλωσσικά (κάποτε οι μεγάλοι μιλούν τούρκικα ή ποντιακά). Μόνο στο κεφάλαιο 12, οπότε μεταφερόμαστε σε άλλο ηλικιακό χρόνο γίνεται κατανοητό το γλωσσικό μυστήριο και έρχεται στο φως η ποντιακή ρίζα. (η παιδική φωνή και η οπτική του παιδιού δημιουργούν ένα ζήτημα καθώς ο αόριστος των ρημάτων παραπέμπει σε ενήλικα, όμως τέτοιες φιλολογικές παρατηρήσεις περί αφηγηματικών χρόνων, εστιάσεων, πρωτοπρόσωπων αφηγητών κλπ σε κριτικά σημειώματα εντέλει καταλήγουν να συνιστούν λεπτομέρειες κακοδιαβασμένης θεωρίας).

Διαβάζοντας το βιβλίο αυτόματα μετατοπίστηκε η σκέψη μου στο μπαχτινικό απόσπασμα για τον μυθιστορηματικό χρονότοπο. Όχι γιατί η μπαχτινική θεωρία βρίσκει πλήρη εφαρμογή στο Σπίτι παιδιού αλλά επειδή φαίνεται σαν να διαβάζει ο Συφιλτζόγλου χωρικά το χρόνο καθώς μετακινεί το χαρακτήρα του παιδιού από Πλατανιά σε Προσοτσάνη από Θεσσαλονίκη σε Γερμανία, από Γερμανία σε Πλατανιά, ενώνοντας τις γενιές, μιλώντας με παρατημένες φωτογραφίες, μετρώντας το χρόνο με θανάτους ανθρώπων, ζώων και σπιτιών καθώς περιδιαβαίνει σε ακατοίκητα πια σπίτια και επιχειρεί να αναζωογονήσει το παλιό κάρο(κεφάλαια 4 και10). Αρχίζοντας από τη φύση και τα δέντρα (κεφάλαιο 14) και τις συνήθειες των ανθρώπων μπροστά στο θάνατο μετρά τη χρονική ροή με το γεγονός, στη βάση του τόπου. Αυτή τη διαρκή σχέση του Συφιλτζόγλου με το χρόνο-τόπο, την ιστορικότητα και την αφήγηση των ερειπίων διακρίνει και όποιος παρακολουθεί τις φωτογραφίες του δημιουργού. Φωτοποιήματα πάνω σε τοπία και κυρίως εγκαταλελειμμένα σπίτια που αρθρώνουν ιστορία ατομική και συλλογική: τη μετανάστευση, την προσφυγιά, τη σιωπή της φύσης.

Μέσα σε ένα κλίμα παιδικού υπερρεαλισμού τα ζώα εξανθρωπίζονται και γίνονται μέτοχοι του πένθους: ο μικρός λιβανίζει το μνήμα της προβατίνας Τάνιας, θεωρεί σκόπιμη τη συμμετοχή των αγελάδων στην κηδεία της αφεντικίνας τους, επιμένει να φιλοξενήσουν την ανέστια, όπως νομίζει, κουκουβάγια που δολοφονείται σκληρά˙ οι νεκροί δεν είναι άνετα στα νεκροταφεία της πόλης, και ο θάνατος εκεί δεν είναι αιώνιος, οπότε : «Μου ‘πε πως εδώ τους έχουν για λίγο, όχι όπως στα χωριά. «Ε τότε κι εγώ εδώ θέλω», της είπα, «για λίγο στην πόλη και μετά ξανά πίσω στο χωριό, ζωντανός». Πρόκειται λοιπόν για πένθος που η παιδική ματιά αντιμετωπίζει με αθωότητα και περίσσια καλοσύνη, εξισώνοντας έτσι κάθε αδικία της ζωής των νεκρών: θυμιατίζει τα μνήματα των έρημων, συμπονά τους γέρους που πεθαίνουν μόνοι, αντιμετωπίζει εξεταστικά τους νεκρούς χωρίς την αγχώδη φρίκη των ενηλίκων αλλά με συναισθηματική συμμετοχή της ανέμελης παιδικής ηλικίας: π.χ. στο κεφάλαιο 9 η παιδική σκανταλιά με το τσιγάρο δρα καταλυτικά˙ στο κεφάλαιο 23 ο θάνατος ξορκίζεται καθώς γίνεται παιχνίδι με γουόκι τόκι το οποίο χαρίζεται στο νεκρό κοριτσάκι, σε μια πράξη που λειτουργεί σχεδόν ακυρωτικά για το θάνατο, ενώνοντας, στην παιδική φαντασία, τον κόσμο των νεκρών με αυτόν των ζώντων. Έτσι, το βιβλίο δεν βαραίνει τον αναγνώστη που απολαμβάνει την αφήγηση της καθαρής παιδικής ματιάς.

Η ειδολογική κατάταξη του βιβλίου π.χ. ως νουβέλα δεν μπορεί να ισχύσει εξαιτίας της χαλαρότητας της πλοκής που ενώ έχει μια σαφή αρχή (όπου ο χρονότοπος αποδίδεται), απουσιάζει η μέση-κορύφωση ή το τέλος/κλείσιμο. Αντίθετα, θα προτιμούσα ως χαρακτηρισμό τη σειρά αφηγημάτων με κεντρικό άξονα τον πολύτυπο, όπως αναφέρθηκε θάνατο, ή καλύτερα ένα είδος ιδιότυπου σπονδυλωτού αφηγήματος που συνιστά μαθητεία στο θάνατο και  τη διαμόρφωση της ταυτότητας. Ένα αφήγημα μαθητείας λοιπόν όπου η εξοικείωση με το θάνατο αποτελεί μέρος της πορείας προς την ενηλικίωση.

Όπως όμως φιλολογικά και αν οριστεί το Σπίτι παιδιού ενέχει ποιητικές κορυφώσεις που το εντάσσουν, όπως είπα και στην αρχή, στο ευρύτερα ποιητικό έργο του Κυριάκου Συφιλτζόγλου, σε μια μορφολογικά ποικιλότροπη ποίηση την οποία διαμορφώνει και στην οποίαν, όπως πιστεύω, θα υπάρξει συνέχεια.

[1] Bakhtin, M. M. 1981. Forms of Time and of the Chronotope in the Novel. Notes toward a Historical Poetics. Στο M. M. Bakhtin, The Dialogic Imagination ed. Michael Holquist, trans. Caryl Emerson and Michael Holquist. Austin: University of Texas Press, 84-258

 

 

info: Κυριάκος Συφιλτζόγλου, Σπίτι παιδιού, αντίποδες 2019

Προηγούμενο άρθρο Ήταν μόνο ένα στοίχημα ή Ούτε γάτα ούτε ζημιά (διήγημα της Χρύσας  Σπυροπούλου)
Επόμενο άρθροΤο αστροπελέκι του έρωτα (του Λευτέρη Ξανθόπουλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ