της Όλγας Σελλά
Είναι από τα έργα του Ευγένιου Ο’ Νηλ που δεν είχα δει. Είναι ένα από τα τρία αυτοβιογραφικά του, που ολοκλήρωσε προς το τέλος της ζωής του, και αφού η υγεία του είχε κλονιστεί: «Ο παγοπώλης έρχεται», που φιλοξενείται στο θέατρο «Προσκήνιο». Και δεν το είχα δει γιατί παίζεται σπανίως, καθώς είναι ένα ογκώδες κείμενο, με πολλά πρόσωπα επί σκηνής. Κι αυτό ήταν το πρώτο κερδισμένο στοίχημα του Ακύλλα Καραζήση, αφού κατάφερε να βγάλει το απόσταγμα αυτού του μεγάλου και σημαντικού έργου, σε μια δίωρη παράσταση, χωρίς να προδώσει το πνεύμα του αρχικού κειμένου.
Τόπος του έργου ένα μπαρ, το μπαρ του Χάρι Χόουπ (Ακύλλας Καραζήσης) όπου συχνάζουν, για την ακρίβεια εκεί διαμένουν σ’ ένα ιδιότυπο κοινόβιο, πρώην κάτι και νυν τίποτα. Πρώην αναρχικοί, πρώην τζογαδόροι, πρώην φοιτητές, πρώην επαναστάτες και τώρα, απαισιόδοξοι και ματαιωμένοι. «Εδώ κανείς δεν ανησυχεί πού θα πάει μετά, γιατί δεν υπάρχει μετά». Ένας ονειρεύεται ότι θα γίνει τεράστιος σκηνοθέτης κινηματογράφου και το δείγμα δουλειάς του είναι μερικές τσόντες (Γιώργος Κατσής, ο μπάρμπαν αυτού του περίεργου μπαρ, το θετικό και καυστικά σαρκαστικό στοιχείο αυτού του σύμπαντος). Ένας άλλος (Κωνσταντίνος Πλεμμένος) θυμάται τις ιδέες και τα ιδανικά που κάποτε τον ενέπνευσαν, αλλά σύντομα διαπίστωσε ότι τον πλάνεψαν. Είναι το έντονα αυτοβιογραφικό στοιχείο του Ευγένιου Ο’ Νηλ, ο οποίος την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα είχε έρθει πολύ κοντά με τον Τζοντ Ριντ, τον επικεφαλής του αμερικανικού κομμουνιστικού κόμματος. Ανάμεσα στους μόνιμους ενοίκους, κι ένας επισκέπτης, ένα νεαρό αγόρι, που πάλι γυναίκα ηθοποιός το υποδύεται, πάλι σε ανδρόγυνη περιβολή (Ελίνα Ρίζου), που ψάχνει μια γονεϊκή φιγούρα σ’ έναν από τους ενοίκους, που μισεί αδιέξοδα τη μητέρα της, γιατί «το μίσος είναι πιο δυνατό από την αγάπη».
Αυτοί οι ρημαγμένοι άνθρωποι εύκολα φωνάζουν, εύκολα τσακώνονται, εύκολα βρίζουν και βρίζονται, εύκολα προσβάλλουν και ξεσκίζουν τις σάρκες και τις ψυχές όσων είναι γύρω τους, εύκολα ονειρεύονται, και ακόμα πιο εύκολα αναπολούν και δίνουν υποσχέσεις. Στον εαυτό τους πρωτίστως και μετά στο διπλανό τους. «Μόνο το ψέμα ενός άπιαστου ονείρου μας κρατάει στη ζωή» λένε, και σαρκάζουν την απελπισία και το τέλμα τους: «Κρατήθηκα όσο πιο μακριά γινόταν από τον εαυτό μου για να είναι άχρηστος για την κοινωνία».
Σ’ ένα ατμοσφαιρικό και καλόγουστο σκηνικό του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη -στην ατμόσφαιρα συμβάλλουν και οι φωτισμοί της Μαριέττας Παυλάκη-, με μια τεράστια αλλόκοτη ζωγραφιά στον τοίχο αυτού του μπαρ-απάγκιο (ένα λούνα παρκ, ροντέο, ινδιάνοι), όσο αλλόκοτοι είναι και οι ένοικοί του, αυτοί οι άνθρωποι κάτι περιμένουν μια συγκεκριμένη μέρα το χρόνο. Κι αυτό το κάτι τους κινητοποιεί, τους κάνει να αδημονούν, να βγαίνουν για λίγο από το τέλμα τους και να έχουν ανάγκη για περισσότερο… ποτό. Είναι ο Χίκι αυτός που περιμένουν (Έλενα Τοπαλίδου με ανδρόγυνη περιβολή), ένας πλασιέ (κυρίαρχη θέση στους Αμερικανούς θεατρικούς συγγραφείς έχουν οι πλασιέ, οι άνθρωποι που μετέφεραν πόρτα-πόρτα τον καταναλωτισμό, την αστικοποίηση και την ψευδαίσθηση της ευμάρειας). Ο Χίκι, που κάποτε έπιασε στα πράσα τη γυναίκα του με τον παγοπώλη, όταν έρχεται τους κερνάει γενναιόδωρα. Ο Χίκι έρχεται (σε αντίθεση με τον Γκοντό, μιας που ο Ο’ Νηλ έγραψε περίπου 10 χρόνια νωρίτερα από τον Μπέκετ το δικό του έργο, όμως συνομιλεί και συγγενεύει ισχυρά με το μπεκετικό σύμπαν), τους κερνάει και πάλι, αλλά ο ίδιος πίνει πλέον γάλα, προς μεγάλη έκπληξη της υπόλοιπης παρέας: «Δεν το έχω ανάγκη πια», του λέει και προσπαθεί να τους δείξει το δρόμο της απελευθέρωσης από ό,τι τους κρατά καθηλωμένους σ’ έναν τόπο, σε μια κατάσταση, σ’ έναν τρόπο ζωής. Έχει μια τεράστια γαλήνη ο Χίκι, την οποία ομολογεί ότι κατέκτησε δολοφονώντας τη γυναίκα του από… αγάπη!
Θα καταφέρει να τους βγάλει ο Χίκι από το τέλμα τους; Να τους κινητοποιήσει; Να τους κάνει να δουν αυτό που τους κρατάει κολλημένους και να τους δείξει τη διέξοδο; Μήπως τελικά αυτός είναι ο μυστηριώδης «παγοπώλης»;
Ο Ακύλλας Καραζήσης έστησε μια δουλεμένη παράσταση, με αγάπη, σεβασμό και γνώση στον συγγραφέα και την ιστορία του. Κίνησε τους ηθοποιούς του εύστοχα, έστησε ένα σύμπαν που απέδιδε ευθέως το κλίμα του έργου και ίσως το μόνο μειονέκτημα (που δεν είναι αμελητέο) είναι στον τρόπο που θέλησε να προσεγγίσει την αναμφίβολα υπαρκτή διαχρονία του κειμένου. Επέλεξε γι’ αυτό ηθοποιούς της νεότερης γενιάς (πλην της Έλενας Τοπαλίδου και της Ελίνας Ρίζου που έπαιζε νεαρής ηλικίας άτομο), που όμως ήταν δύσκολο να αποδώσουν το ρήμαγμα των ηρώων. Μόνο να το υποδυθούν μπορούσαν, χρησιμοποιώντας αρκετά συχνά σύγχρονους τρόπους ερμηνείας, που γέρνουν στην εξωστρέφεια. Στον αντίποδα κινήθηκε ο ίδιος ο Ακύλλας Καραζήσης, που λόγω γενιάς (άρα και βιωματικής εμπειρίας) μπορούσε να σωματοποιήσει το βάρος, την απόγνωση, την ανία της ψυχής του. Το ίδιο εύστοχη ήταν και η επιλογή της Έλενας Τοπαλίδου για τον άνθρωπο που βρήκε τη γαλήνη και θέλει να τη μοιραστεί με ιεραποστολικό σχεδόν τρόπο. Από τους νεότερους ηθοποιούς κέρδισε (και πάλι) τις εντυπώσεις η γνώριμη ερμηνεία του Γιώργου Κατσή, ενώ τρυφερά ιδιόρρυθμος ήταν και ο πιανίστας-αφηγητής του Gary Salomon, που υπογράφει και τη μουσική της παράστασης, με κορυφαία τη σκηνή που κάθεται μαζί με τον Χίκι (Έλενα Τοπαλίδου) στο πιάνο. Η Ελίνα Ρίζου έδωσε εύστοχα έναν ιδιόμορφο ρόλο, ο Κωνσταντίνος Πλεμμένος μετέδωσε τη συντριβή και τη θυμωμένη ματαίωση που ένιωθε, ενώ πιο εξωστρεφής απ’ όλους ήταν η Χαρά Μάτα Γιαννάτου.
Ήταν αναμφίβολα μια παράσταση δουλεμένη, που φαινόταν ότι αγαπήθηκε από τους συντελεστές της, που στήθηκε με πάθος και έμπνευση και σίγουρα ήταν μια ολοκληρωμένη πρόταση, από τις ελάχιστες που είδαμε αυτή τη σεζόν.
Η ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Αντώνης Γαλέος, Σκηνοθεσία/Δραματουργία: Ακύλλας Καραζήσης, Σκηνικά: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης, Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη, Μουσική: Gary Salomon, Φωτισμοί: Μαριέττα Παυλάκη, Βοηθός σκηνοθέτη: Γεωργία Κανελλοπούλου
Φωτογραφίες & Artwork: Γκέλυ Καλαμπάκα
Παίζουν: Έλενα Τοπαλίδου, Ακύλλας Καραζήσης, Γιώργος Κατσής, Χαρά Μάτα Γιαννάτου, Κωνσταντίνος Πλεμμένος, Ελίνα Ρίζου, Gary Salonon.
Θέατρο «Προσκήνιο» (Καπνοκοπτηρίου 8, Αθήνα).
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη και Κυριακή στις 7μ.μ., Πέμπτη 8μ.μ., Παρασκευή 9μ.μ., Σάββατο 6μ.μ. και 9μ.μ.
Διάρκεια παράστασης 120 λεπτά χωρίς διάλειμμα.